της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Μόνο οι άνθρωποι με ακλόνητη πίστη θα γνωρίσουν τη Γη της Επαγγελίας». Ποια είναι και πού βρίσκεται όμως η περιβόητη Γη της Επαγγελίας; Μήπως ο καθένας ορίζει τη δική του και την αναζητά μέχρις εσχάτων; Ή μήπως είναι το όνομα που δίνουμε στις ψευδαισθήσεις μας, όπως μας λέει ο Ζαν-Μισέλ Γκενασιά; Οι ήρωές του φιλοδοξούν κάτι μεγαλύτερο από τη ζωή, κάτι που τους ξεπερνά, έτσι που οι «χώρες της επαγγελίας» ταυτίζονται συχνά με τις ουτοπίες τους.
Δέκα και πλέον χρόνια μετά τη «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων», ο Γάλλος συγγραφέας συνεχίζει τη μεγάλη του τοιχογραφία των μεταπολεμικών χρόνων. Οι «Χώρες της Επαγγελίας», στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Πόλις» όπως και η «Λέσχη…», είναι ένα ογκώδες και πυκνό μυθιστόρημα, γεμάτο γεγονότα – ιστορικά, προσωπικά, ακόμη και καλλιτεχνικά -, με πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες και βέβαια μια ομάδα αγαπημένων φίλων και πάντα αθεράπευτα αισιόδοξων που λατρεύουν τη ζωή, τη λογοτεχνία, το ροκ, το σινεμά και θέλουν να γκρεμίσουν τον παλιό κόσμο. Οι αυτοεξόριστοι από τη Σοβιετική Ένωση σκακιστές και οι Γάλλοι φίλοι τους, που συναντήσαμε στο πρώτο βιβλίο να παίζουν στο παρισινό καφέ «Balto», σκορπίζονται. Ο αφηγητής Μισέλ Μαρινί, ενήλικας πλέον, μας μιλά για την αναζήτηση των νέων οριζόντων καθενός από τους χαρακτήρες μέσα σε μια διαδρομή περίπου σαράντα χρόνων, από το 1964 έως το 2007, και σε ένα πλαίσιο Ψυχρού Πολέμου και κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ. Εάν οι μεγάλες ιδεολογίες υπονομεύονται από την καταναλωτική συνθήκη που ετοιμάζει τα όπλα της, οι ήρωες εξακολουθούν να πιστεύουν σε αυτές, ενώ ο καθένας καλλιεργεί με τον τρόπο του τη δική του Γη της Επαγγελίας.
Τι απέγιναν λοιπόν τα όνειρα των μελών της «Λέσχης των αθεράπευτα αισιόδοξων»; Ο Γκενασιά συνεπαίρνει τους αναγνώστες του συνεχίζοντας την ιστορία από εκεί που την άφησε, με το κάθε μέλος της παρέας να παίρνει διαφορετικό δρόμο. Για τον δεκαεπτάχρονο στις αρχές της δεκαετίας του 1960 Μισέλ στο Παρίσι, όλα είναι ζήτημα αγάπης και ελευθερίας. Ετοιμάζεται να μπει στο Φιλολογικό του Πανεπιστημίου, αλλά μόλις το κατορθώνει δεν του αρέσει. Ερωτευμένος με την Καμίγ και ενώ σχεδιάζει να ταξιδέψει στο Ισραήλ να την συναντήσει σε ένα κιμπούτς στη λίμνη Τιβεριάδα, όπου ζει με την οικογένειά της, παρασύρεται από την απελευθερωμένη Λουίζ, σαν να είναι διχασμένος ανάμεσα σε δύο κόσμους. Δεν είναι ο μόνος: ο καθένας από τους χαρακτήρες οδηγείται σταδιακά σε ένα οριακό σημείο. Ο αδερφός του, ο Φρανκ, λιποτάκτης και ένθερμος μαρξιστής, θέλει να οικοδομήσει έναν νέο κόσμο στη μόλις απελευθερωμένη Αλγερία, αλλά έχει χάσει τη Σεσίλ και αγνοεί ότι ήταν έγκυος όταν την εγκατέλειψε για να κυνηγήσει το όνειρό του και μαζί να αναζητήσει μια όμορφη Αλγερινή ονόματι Τζαμίλα που επίσης περιμένει παιδί απ΄ αυτόν. Αν ο Σάσα είναι νεκρός, καθώς αυτοκτόνησε από τύψεις για τις αμαρτίες του ως υψηλόβαθμο στέλεχος της KGB, περιμένοντας μάταια μια συγχώρεση από τον αδερφό του Ίγκορ, ο τελευταίος, άλλοτε γιατρός στο Λένινγκραντ που διέφυγε τη δεκαετία του 1950 εξαιτίας της κατηγορίας για συνομωσία των Εβραίων γιατρών εναντίον του καθεστώτος (συνομωσία της λευκής μπλούζας), μαζί με τον Βέρνερ και τον Λεονίντ, εβραϊκής καταγωγής όλοι, αναζητούν μια χώρα στα μέτρα τους. Ο ορίζοντας των πιθανοτήτων διευρύνεται και βήμα βήμα το μέλλον ανοίγεται για τους αισιόδοξους και τους τυχερούς. Στην πραγματικότητα, «μερικές φορές χρειάζεται να δίνεις μια μικρή ώθηση του πεπρωμένου», έστω και με την «προστατευτική δύναμη» ενός «τετράφυλλου τριφυλλιού».
Το ταξίδι για τον κάθε χαρακτήρα επιτρέπει στον συγγραφέα να εντάξει ολόκληρα κεφάλαια της ιστορίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και των αρχών του 21ου. Από την αποαποικιοποίηση της Αλγερίας και το εγχείρημα της ανασυγκρότησης της χώρας από το μηδέν μέχρι τις ενέργειες του Ισραήλ να γίνει ισχυρό κράτος, περνώντας από τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξης της ΕΣΣΔ, την πτώση του καθεστώτος και τη μεταμόρφωση της χώρας, ο συγγραφέας υφαίνει την ιστορία του σύμφωνα με τις ελπίδες, τις ουτοπίες και τις διαψεύσεις, ατομικές και συλλογικές μιας πολυτάραχης εποχής. Οι χαρακτήρες του, επαναστάτες με τον τρόπο του ο καθένας, είναι όλοι εντυπωσιακά ειλικρινείς. Παραδέχονται ότι προσπάθησαν να χωρέσουν κύκλους σε τετράγωνα. Προσηλώνονται στη Γη της Επαγγελίας τους, στην ουσία ενός καλύτερου κόσμου για την ανθρωπότητα κι όταν αποτυγχάνουν για τον εαυτό τους. Αλλά σύμφωνα με τον συγγραφέα, «το πιο σημαντικό πράγμα στη Γη της Επαγγελίας δεν είναι η γη, είναι η υπόσχεση».
Μέρος των «σπασμών της ιστορίας», οι ήρωες του Γκενασιά ζουν ιστορικές στιγμές περιπλανώμενοι σε Αλγερία, Ισραήλ, Ρωσία, αλλά και σε Μαρόκο, Ιταλία, Πράγα και πάντα Παρίσι. Προσδίδοντας αληθοφάνεια στην πλοκή και στο χτίσιμο ενός τεράστιου ψηφιδωτού που μας χωρά όλους, ο συγγραφέας δίνει ρόλους σε επινοημένους χαρακτήρες μέσα σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα και υπό την επίδραση αληθινών ηγετικών προσώπων. Οι ήρωες δεν οδηγούνται μόνο από τα υψηλά ιδανικά τους, αλλά και από τους έρωτές τους ή την αναζήτηση της οικογένειας. Όλοι έχουν χάσει αγαπημένα πρόσωπα και όλοι θα περάσουν τον χρόνο τους ψάχνοντάς τους. Ξεριζώνονται για να βρουν το κατάλληλο έδαφος για τη Γη της Επαγγελίας τους. Μετά την αυτοκτονία του Σάσα, ο Ίγκορ με ενοχές γιατί δεν έδωσε χείρα συγχώρεσης στον αδελφό του, αναζητά τη θέση του στο Ισραήλ. Εκεί, αναλαμβάνοντας μια μυστική αποστολή, αλλά κατά βάθος θέλοντας να συναντήσει ξανά την οικογένειά του, ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ, όπου εκπληρώνει μεν τους στόχους του, αλλά συλλαμβάνεται και φυλακίζεται πριν ξαναρχίσει την προσφορά του ως αλτρουιστής γιατρός κάπου στα Ουράλια και κατακτήσει την ειρήνη μέσα του.
Ωστόσο η πλοκή συνδέεται κυρίως με τους αδερφούς Μαρινί, οι οποίοι είναι οι πρώτοι που επεκτείνουν τη γεωγραφία των «Χωρών της Επαγγελίας». Ο Φρανκ επιλέγει να μπλεχτεί στους μαιάνδρους της αλγερινής μετααποικιακής πραγματικότητας. Τα πράγματα εκεί μόνο εύκολα δεν είναι. Από τη μια το εγχείρημα της ανοικοδόμησης μιας νέας χώρας και από την άλλη η οδυνηρή αποτυχία να στήσει μια δική του οικογένεια. Θα διανύσει μεγάλο δρόμο μέχρι να καταλήξει απογοητευμένος ότι «ήταν στη φύση των επαναστάσεων να έχουν άσχημο τέλος και να συνθλίβουν όσους τις πίστεψαν», βρισκόμενος πλέον στη Ρωσία που έχει αντικαταστήσει το δόγμα «η θρησκεία όπιο του λαού» με την αναγέννηση της θρησκευτικής πίστης και τις ανορθωμένες εκκλησίες να ξεχειλίζουν όχι μόνο από μπάμπουσκες με λουλουδάτα μαντήλια αλλά και νέους, όπως κάπως υπερβολικά περιγράφεται. Σαν να μην υπάρχει άλλη διέξοδος πέρα από την ορθόδοξη πίστη – μια νέα ουτοπία. Και μέχρι ο ήρωας «να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του» (και ο αναγνώστης να φτάσει στο λυτρωτικό φινάλε της ιστορίας) κάπου σ΄ένα δάσος στα Ουράλια, όπου ο ιδεαλιστής κομμουνιστής, παρότι πάντα «πεπεισμένος άθεος» (απλώς «ο Θεός είναι το όνομα που δίνουμε στην οδύνη μας»), έχει μεταμορφωθεί σε τολστοϊκό ήρωα που αποδέχεται με πίκρα: «Αναζήτησα κάτι άπιαστο. Ένα αστέρι που δεν υπάρχει. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο…»
«Στη ζωή, δεν καταφέρνεις τίποτα αν δεν έχεις και λίγη τύχη», αλλά και «κανείς δεν επιλέγει στ΄ αλήθεια τη ζωή του». Ο έτερος Μαρινί, ο Μισέλ, περιπλανώμενος πίσω από γυναικεία φαντάσματα που πάντα δραπετεύουν, είτε με την αυτοκτονική Λουίζ, είτε την άπιαστη Καμίγ είτε, ακόμη, με την εξαφανισμένη Σεσίλ, άλλοτε αγαπημένη του αδερφού του με την οποία είχε μια καλή σχέση, ανακαλύπτει στην τέχνη της φωτογραφίας τον τρόπο να αποκαλύπτει τον πραγματικό κόσμο. Οπλισμένος με τη Leika του, δώρο από τον Σάσα, αποτυπώνει έκτακτα γεγονότα, όπως τη βυθισμένη Φλωρεντία, από μια δαντική πλημμύρα του Άρνο, ή την παλιννόστηση ενός αντιφρονούντα στην Πράγα. Δράση και μαρτυρία: «Για να μάθουν οι άνθρωποι, για να καταλάβουν τι συνέβη εκείνη τη μέρα σε εκείνο τον τόπο. Προπαντός, δεν πρέπει να ξεχνάμε. Υπάρχουμε επειδή θυμόμαστε. Μια φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις αναμνήσεων».
Ο συγγραφέας επιφυλάσσει καίριους ρόλους και στις γυναίκες. Καθεμιά για διαφορετικούς λόγους είναι πολύ δυναμική και ανεξάρτητή. Αν η μητέρα των αδερφών Μαρινί δεν ήταν φανατική αντικομουνίστρια, η οικογένειά της δεν θα είχε ίσως διαλυθεί και τα μέλη της δεν θα έδιναν σάρκα και οστά στην ιστορία. Η Σεσίλ, παρά τη σύντομη παρουσία της, εξελίσσεται σε βασικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, καθώς είναι αυτή που εν πολλοίς κινεί τα νήματα της ανάπτυξής του. Όπως αν ο Ίγκορ δεν έφτανε στη Ρωσία προς αναζήτηση της οικογένειάς του δεν θα υπήρχε αυτή η πλοκή, έτσι και για την προδομένη Σεσίλ, χωρίς την κατάθλιψή της και την απόρριψη της κόρης της δεν θα υπήρχε ιστορία. Χωρίς να είναι συγκρουσιακές, Λουίς, Καμίγ, ακόμη και η Τζαμίλα που μάχεται στο πλάι της Ένωσης Αλγερινών Γυναικών, δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τις χειραγωγεί. Αλλά και η μικρότερη ηλικιακά Άννα είναι σημαντική: σαν να γράφτηκε όλη η ιστορία για τη στιγμή της συνάντησής της με τον πατέρα της.
Ονειροπόλοι ήρωες που έρχονται αντιμέτωποι με τη βαρβαρότητα της πραγματικότητας. Στα χρόνια τους γίνονται παρατηρητές μιας νέας καταναλωτικής κοινωνίας που αναπτύσσεται στη Γαλλία της δεκαετίας του 1960 και αντιτίθεται στις αξίες τους. Ο πατέρας Πωλ Μαρινί, επιζών από το στάλαγκ στη Πομερανία, εμφανίζεται ως πρωτεργάτης στο Παρίσι των νέων ναών της καταναλωτικής πίστης, ανοίγοντας με τη δεύτερη σύζυγό του το πρώτο εμπορικό κατάστημα, και μετά αλυσίδα καταστημάτων, με «μοντέρνες ανέσεις» και γίνεται πλούσιος. «Κατευθυνόμασταν ηδονικά και με ενθουσιασμό προς το χάος της υπερσυσσώρευσης, τα σούπερ μάρκετ θα γίνονταν οι σύγχρονοι ναοί όπου θα συγκεντρώνονταν οι πιστοί του καταναλωτικού δόγματος».
Κριτικός της καταναλωτικής κοινωνίας, αλλά υπερασπιστής των ατομικών πεπρωμένων, ο Ζαν – Μισέλ Γκενασιά συνθέτει αριστοτεχνικά περίπλοκες διαδρομές με απρόβλεπτες διασταυρώσεις και θέματα προβληματισμού, που αφορούν στην πολιτική, τα υψηλά ιδανικά και τις διαψεύσεις τους, την οικογένεια και ξεχωριστά τη μητρότητα και την πατρότητα, επιπλέον τη θρησκεία, τη διαφθορά, τη ψυχανάλυση, τον καταναλωτισμό, την ευθύνη και την ενοχή, την αλληλεγγύη και το νόημα της ζωής. Κι όλα αυτά, μαζί με πλήθος πληροφοριών και αναφορών σε βιβλία, έργα και δημιουργούς αναφοράς, με πολύπλευρους χαρακτήρες να κυνηγούν το όνειρο μιας δύσκολα προσιτής γης, σε μια φιλόδοξη, ζωντανή και γενναιόδωρη νωπογραφία μιας ολόκληρης εποχής που μας αγγίζει όλους. Ζώντας σήμερα σε καιρούς εσωστρέφειας και υποχώρησης των συλλογικών υπέρ των ατομικών επιλογών, οι συγκινητικές «Χώρες της Επαγγελίας» αφήνουν σίγουρα μια γλυκόπικρη γεύση.
Ζαν-Μισέλ Γκενασιά, Οι Χώρες της Επαγγελίας, εκδ. «Πόλις», μτφρ. Χαρά Σκιαδέλη, σελ. 603