Το είδος της ελεγείας από την αρχαιότητα ως σήμερα (συνέδριο)

0
344

Το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Ηπείρου και της Κοσμητείας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διοργανώνει επιστημονική συνάντηση με θέμα «ΤA4_Tel. Foto Afisa Epist. Synantisi Elegeia_Tm. Filologias (1), στο Αμφιθέατρο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, το Σάββατο 1 Απριλίου 2023 (ώρα 9.00-18.00).

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ και η θλίψη για την απώλεια ενός προσώπου εκφράζονται μέσω της ποίησης που είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα ως ελεγεία, και αποτελεί τη λεκτική αναπαράσταση του συναισθήματος με απώτερο στόχο την παρηγοριά του εμπλεκόμενου στον θρήνο κοινού. Η ελεγεία είναι ένα από τα αρχαιότερα ποιητικά γένη που εκφράζει τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την απώλεια, καθώς μετουσιώνει σε τέχνη το γεγονός που καταστρέφει την ίδια τη φύση μας, τον θάνατο, και μας μεταφέρει από την παθητική κατάσταση του θρήνου και την προσωπική διεργασία της θλίψης στη δημόσια έκφραση των καθιερωμένων από την κοινωνία τελετουργικών του πένθους.

Μολονότι είναι εύκολο να ορίσουμε την ελεγεία μορφολογικά ως ποίηση που συντίθεται σε ελεγειακό δίστιχο, η ομοιομορφία αυτή δεν πρέπει να συσκοτίζει το εύρος του περιεχομένου της ελεγειακής ποίησης, η οποία εκτείνεται από ποιήματα για το πένθος και τον ερωτικό πόθο έως τη μυθολογική αφήγηση και την πολιτική ή στρατιωτική προτροπή. Η ποικιλία της πρώιμης ελεγείας συσκοτίζεται λόγω της συσχέτισής της με το θρήνο και τη θρηνωδία. Έως το τέλος του πέμπτου αιώνα ο όρος ἔλεγος χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τραγούδια θρήνου και μεταγενέστεροι συγγραφείς συνέδεαν συχνά την ελεγεία με το πένθος ή ισχυρίζονταν πως η ελεγεία καταγόταν από το θρήνο. Η σύγχρονη ιδέα της «ελεγείας» και του «ελεγειακού» οφείλεται στη μεταγενέστερη αντίληψη της ελεγείας ως εγγενώς θρηνητικής.

Η κριτική έχει επισημάνει πως η αρχαία ελεγεία λειτουργούσε ως αντίδοτο στη θλίψη, ως νάρκης του άλγους δοκιμή, ως διέξοδος σε ποικίλα συναισθήματα συνδεδεμένα με εμπειρίες αληθινές ή και φανταστικές, που αντανακλούσαν αρνητικές και θετικές αξίες. Στη Ρώμη η ελεγεία δεν σχετίζεται άμεσα με το θέμα του θανάτου. Αφορά στο παράπονο του εραστή-ποιητή για την αδιαφορία της αγαπημένης του (Τίβουλλος, Προπέρτιος, Οβιδίου Amores), της puella  για την εγκατάλειψή της από τον αγαπημένο της (πρβλ. τις Ηρωίδες του Οβιδίου) ή ακόμη και του ποιητή για τον αποχωρισμό του από την πατρίδα του ή τον αγαπημένο του τόπο (πρβλ. την ποίηση της εξορίας του Οβίδιου και το De reditu suo του Ρουτίλιου Ναματιανού). Παρά το γεγονός πως το περιεχόμενο των ελεγειών έπρεπε να είναι μελαγχολικό, θλιβερό και λυπημένο, συχνά ήταν ειρωνικό, σκοτεινά κωμικό, πολιτικά συνειδητοποιημένο και σχεδόν πάντα για την αγάπη. Επίσης, πολύ συχνά περιλάμβανε και ποιητολογικούς υπαινιγμούς.

Η σύνδεση του είδους με τη χριστιανική ιδεολογία καθιέρωσε θέματα όπως η αλληγορική αναγέννηση του νεκρού πουλιού, η εξομολόγηση των αμαρτιών και η επίκληση για συγχώρεση, η σωτηρία ή αιώνια καταδίκη της ψυχής στη μεταθανάτια πραγματικότητα, η μετάνοια των πιστών και η βίωση μιας ηθικής, σύμφωνα με τα χριστιανικά πρότυπα, ζωής. Σημαντική για τη διαμόρφωση του είδους είναι η ρομαντική αντίληψη για τον ελεγειακό ποιητή, ο οποίος, σύμφωνα με τον Σίλλερ, «αντιπαραθέτει τη φύση στην τέχνη και το ιδεώδες στην πραγματικότητα, έτσι ώστε να προεξάρχει η εξεικόνιση του πρώτου και κυρίαρχο αίσθημα να γίνεται η αρέσκεια σ’ αυτό. Kαι τούτο εδώ το γένος, όπως και η σάτιρα, χωρίζεται σε δύο είδη. Eίτε η φύση και το ιδεώδες προκαλούν θλίψη, γιατί η πρώτη εμφανίζεται ως χαμένη και το δεύτερο ως ανέφικτο, είτε προκαλούν χαρά, γιατί παρουσιάζονται ως κάτι απτό. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την ελεγεία με την στενή σημασία, ενώ στη δεύτερη το ειδύλλιο με την ευρύτατη».

Η εξέλιξη του είδους μέσα στους αιώνες γνωρίζει ποικίλους σταθμούς. Ειδοποιό στοιχείο του είδους έως και τον 19ο–αρχές 20ου αι. είναι ο παρηγορητικός ρόλος της ελεγείας για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, είτε μέσω της πίστης στον ζωαρχικό θάνατο που ευαγγελίζεται ο χριστιανικός μύθος, είτε μέσω της αποθέωσης των νεκρών και του έργου τους. Η ωρίμανση του είδους στον 20ό αι. συναρτάται με τους δυο παγκοσμίους πολέμους και την εκατόμβη των νεκρών που δημιούργησαν, εξηγώντας στίχους όπως αυτόν του T.S. Eliot every poem an epitath”, καθώς άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω του, τη σχέση του με τον συνάνθρωπο, με τον εαυτό του, με τις υπάρχουσες ιδεολογίες και τελικά με τον Θεό. Η ποίηση του 20ού αι., χωρίς να είναι σε όλες τις περιπτώσεις ποίηση ελεγειακή με τη στενή έννοια του όρου, δηλαδή γραμμένη με αφορμή τον θάνατο ενός συγκεκριμένου προσώπου ή ομάδας προσώπων, είναι ποίηση που τη διακρίνει έντονη ελεγειακή τονικότητα, τόνος θρηνητικός. Η μοντέρνα ποίηση του πένθους είναι τέχνη της απώλειας, μια τέχνη στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η αντι–παρηγορητική ελεγεία. Στη σημερινή εποχή της αντίστασης στο πένθος και τη θλίψη που προκαλεί ο θάνατος, της ανασφάλειας και των αρνητικών συναισθημάτων που μας γεννούν οι ποικίλες κρίσεις -οικονομικές, πολιτικές, υγειονομικές, κ.ά.- η συζήτηση για το είδος της ελεγείας καθίσταται περισσότερο επίκαιρη και αναγκαία από ποτέ.

 

Προηγούμενο άρθροΟι απατηλοί καθρέφτες της ολοκλήρωσης (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροGoodreads: Ένα ψηφιακό «αρχείο αναγνώσεων» [και] της νεοελληνικής λογοτεχνίας (της Βικτωρίας Διαμάντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ