του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Έχω ξαναγράψει πως στην πεζογραφία του (οκτώ συλλογές διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα) ο Τάσος Γουδέλης επιδιώκει -και πετυχαίνει- να συλλάβει κάτι από το περίγραμμα του κόσμου των ηρώων του και την υποκειμενικότητά του, με την εξωτερική εμπειρία να παραμένει από την αρχή ως το τέλος μια προσχηματική αφορμή. Ο έρωτας, ο θάνατος, οι αντικατοπτρισμοί του χρόνου (υπό την έννοια της εισχώρησης του παρόντος στο παρελθόν και τανάπαλιν), οι οικογενειακές σχέσεις και τα σπαράγματα των γενεαλογικών δέντρων, τα ακούσματα, η όραση και οι αισθήσεις ή τα αισθήματα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, όλα με άλλα λόγια τα προσφιλή μοτίβα των πεζών του Γουδέλη, επανακάμπτουν στη Γοητεία των υποσχέσεων, τη συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, ρευστοποιώντας, όπως και άλλοτε, τις χειροπιαστές παραστάσεις τους προκειμένου να τις εντάξουν ένα άπιαστο ασυνεχές, το οποίο μετακινείται ασταμάτητα από σημείο σε σημείο, αποφεύγοντας επίμονα να αποκτήσει την οποιαδήποτε αντικειμενική λειτουργία.
Μια διαφορά την οποία βλέπω στην ανά χείρας συλλογή είναι πως ο Γουδέλης προτιμά συστηματικότερα και με ισχυρότερη έμφαση τις ιστορικές αναφορές, για παράδειγμα στον Εμφύλιο ή στη χούντα των συνταγματαρχών, συνδέοντας μαζί τους πρόσωπα βγαλμένα από τους κύκλους της μνήμης του ή αναπλάθοντας, έστω και στοιχειωδώς, ψήγματα από την κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα της εποχής των σκιωδών πρωταγωνιστών του. Ο λόγος του, παρόλα αυτά, συνεχίζει αν όχι να αγγίζει πλην να σκηνοθετεί την επικράτεια της απροσδιοριστίας και του υποσυνείδητου. Ας προσέξουμε την ενίοτε άστικτη και χειμαρρώδη σύνταξη, τις από σκοπού νεφελώδεις ή τις κρυφά σκιασμένες εικόνες, τις ρητές και τις άρρητες σιωπές, καθώς και όσα κρύβονται πίσω από τις επίσης εσκεμμένα ακαταστάλακτες αφηγηματικές στιγμές και καταστάσεις του βιβλίου. Κι ενώ οι παραπομπές στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία συνεχίζονται με τη σειρά τους, ρίχνοντας γέφυρα επαφής και επικοινωνίας με τα προγενέστερα βιβλία, κι ενώ ο χρόνος σε αντίστιξη ή σε εκ των ένδον συμφωνία με τα μικρά ατυχήματα της καθημερινότητας δεν έχει πάψει από τη μεριά του να υποστυλώνει τις αποσπασματικές ιστορίες του Γουδέλη, το νήμα τους εξακολουθεί να ξετυλίγεται δίχως το ένδυμα της πλοκής ή, πιο απερίφραστα, χωρίς το φύλλο συκής μιας συνεκτικής μυθοπλασίας. Όσο για τους όγκους της πολιτικής και της Ιστορίας, ακόμα κι αν ξεμυτίζουν τώρα περισσότερο κατά τόπους, διεκδικώντας πιο στέρεη υπόσταση, ανάλογη με τις καινούργιες αφηγηματικές ανάγκες του συγγραφέα, ουδείς εξ αυτών δεν εννοεί να θεμελιώσει ένα διακριτό μέγεθος ή να επωμιστεί ένα ξεχωριστό βάρος.
Ένα θέμα (είναι καλύτερα να πω μία ιδέα ή μία έγνοια) μοιάζει να απασχολεί πλέον όλο και συχνότερα τον Γουδέλη. Και το θέμα αυτό δεν είναι άλλο από το ζητούμενο της ολοκλήρωσης και της αρτιότητας. Για ποια ολοκλήρωση, όμως, και για ποια αρτιότητα συζητάμε; Κι έχουμε, για να προσθέσω ένα απολύτως συναφές ερώτημα, όντως να κάνουμε με ζητούμενο; Κι αν ναι, τότε ποιο ακριβώς είναι αυτό; Η ολοκλήρωση και η αρτιότητα αποτελούν αναρώτηση φιλοσοφικής τάξης, το αν ο κόσμος και η ατομική ύπαρξη έχουν τη δυνατότητα να προφυλαχτούν κάτω από μια ασφαλή στέγη – πρωτίστως, εντούτοις, θέτουν ένα ζήτημα ποιητικής. Γιατί αν καμιά ασφαλής στέγη δεν προσφέρεται για έναν εξωτερικά κατακερματισμένο και θρυμματισμένο κόσμο, είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε, αλλά και να επινοήσουμε συγγραφικά, οιονδήποτε τρόπο ολοκληρωμένης αναπαράστασης. Και αυτήν ακριβώς τη δυσκολία της αναπαράστασης, την άρνηση του ζητουμένου της ολοκλήρωσης, υποδεικνύουν, σε κάθε σελίδα και σε κάθε αράδα τους, τα διηγήματα της Γοητείας των υποσχέσεων, ξεκινώντας από τη λογοτεχνία, όπου ακόμα κι ένας Ρέιμοντ Τσάντλερ δείχνει απρόθυμος να πιστέψει στην καλά κουμπωμένη αφήγηση, και φτάνοντας μέχρι τον κινηματογράφο. Μια τέτοια ποιητική, εντούτοις, είναι η ποιητική του Γουδέλη, όπως την έχει προβάλει και υποστηρίξει σε όλο το μήκος της διαδρομής του, κι όπως γενναία την υπερασπίζεται και στην ωριμότητά του. Και εδώ δεν μιλάμε πια για μια ιδέα περί τέχνης, αλλά για ένα πολύχρονο συγγραφικό βίωμα. Κι εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία δεν είναι η διάρκεια ή και η ένταση του βιώματος, αλλά η αρτιότητα (να που οι λέξεις δεν έχουν χάσει τη σημασία τους) της καλλιτεχνικής του επιτέλεσης.
Τάσος Γουδέλης, Η Γοητεία των υποσχέσεων, Πατάκης