Goodreads: Ένα ψηφιακό «αρχείο αναγνώσεων» [και] της νεοελληνικής λογοτεχνίας (της Βικτωρίας Διαμάντη)

0
2266

της Βικτωρίας Διαμάντη

 

«Είναι σχετικά εύκολο να ανακτηθούν οι αναγνωστικές εμπειρίες των καθ’ επάγγελμα διανοούμενων: συγγραφέων, κριτικών της λογοτεχνίας, των καθηγητών, των κληρικών οι οποίοι καταγράφουν διεξοδικά την εντύπωσή τους για ένα βιβλίο. Αλλά τι πηγές υπάρχουν [για τις αναγνωστικές εμπειρίες] των ‘κοινών αναγνωστών’;»[1]

Αυτό το ερώτημα διατύπωσε ο Jonathan Rose στην μελέτη του για το ζήτημα της πρόσληψης των κλασικών λογοτεχνικών έργων από ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι επαγγελματίες και δεν κατέχουν, απαραιτήτως, υψηλό μορφωτικό επίπεδο, παρά διαβάζουν λογοτεχνία ως απλοί αναγνώστες. Νωρίτερα, ο David Perkins, συζητώντας για την ιστορία της πρόσληψης των λογοτεχνικών έργων, ανέφερε πως μία από τις πρακτικές δυσκολίες για την ορθή αποτίμησή της είναι «η έλλειψη πηγών, όπως η καταγραφή αναγνωστικών εμπειριών».[2]

Παρόμοια ερωτήματα έχουν απασχολήσει τις Λογοτεχνικές Σπουδές από την εποχή της ίδρυσής τους: ποια λογοτεχνικά κείμενα προτιμά να διαβάζει ένας κοινός αναγνώστης[3] και πως προσλαμβάνει το εκάστοτε έργο; Διευρύνοντας και συνθέτοντας παρόμοια ερωτήματα, θα μπορούσε η αναζήτηση αυτή να συνεισφέρει και στη συζήτηση γύρω από τη λειτουργία του λογοτεχνικού κανόνα σήμερα, στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού των ανθρωπιστικών επιστημών;

Στο άρθρο αυτό γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης συναφών ερωτημάτων μέσα από τη μελέτη του περιεχομένου της ιστοσελίδας Goodreads. Πρόκειται για μία ιστοσελίδα που από το 2013 ανήκει στο οικοσύστημα της Amazon και αποτελεί τη μεγαλύτερη πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης με επίκεντρο το βιβλίο και τον αναγνώστη. Όπως έχει υποστηριχθεί, η συγκεκριμένη πλατφόρμα συγκροτεί ένα «πλούσιο αρχείο ερασιτεχνικών κριτικών» για λογοτεχνικά έργα και προσφέρει στους μελετητές «την ευκαιρία να ακούσουν τις φωνές μη ακαδημαϊκών αναγνωστών με τρόπους που αυτό ήταν δύσκολο έως απίθανο να γίνει πριν το διαδίκτυο».[4] Οι λόγοι για τους οποίους επιλέχθηκε η προσέγγιση της συγκεκριμένης ιστοσελίδας, αντί άλλων παρόμοιου ενδιαφέροντος (Wattpad, LibraryThing, Litsy κ.ά.), είναι η σημαντική θέση και επιρροή που διαθέτει στο οικοσύστημα του βιβλίου (ιδιαιτέρως ύστερα από την αγορά της από την Amazon), αλλά και εξαιτίας του μεγάλου δείγματος εμπειριών ανάγνωσης που προσφέρει στον εκάστοτε μελετητή, λόγω του πλήθους των χρηστών ανά τον κόσμο που είναι συνδεδεμένοι στη σελίδα, μεταξύ των οποίων, φυσικά, βρίσκονται και Έλληνες αναγνώστες.

Σε αυτό το σημείο σκόπιμο είναι να αναφερθεί πως το φαινόμενο της ανάγνωσης στο ψηφιακό περιβάλλον δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί σε λίγες γραμμές, καθώς στην πρόσφατη σχετική βιβλιογραφία έχει συζητηθεί από αρκετούς επιστημονικούς κλάδους, οι οποίοι κάνουν λόγο για διάφορες εκδοχές της ανάγνωσης (από άποψη κοινωνιολογική, γνωσιακή, νευρολογική, ψυχολογική κ.ά.).[5] Ίσως είναι αρκετό, για τις ανάγκες της παρούσας δημοσίευσης, να σημειωθεί πως, η σελίδα Goodreads προσεγγίζει την ανάγνωση και τους αναγνώστες όπως αυτό θα συνέβαινε σε μία λέσχη βιβλίου ή σε μία συζήτηση μεταξύ φίλων ή γνωστών: ως μία «συνηθισμένη» ανάγνωση στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός αναγνώστης προσπαθεί μέσα από το λογοτεχνικό κείμενο αλλά και την αλληλεπίδρασή του με έναν άλλο αναγνώστη του ίδιου λογοτεχνικού έργου, να «συνδεθεί, να επικοινωνήσει και να μοιραστεί […] και όχι τόσο να εξηγήσει, να ξεχωρίσει και να κρίνει»[6] ένα κείμενο, όπως θα έκανε ένας ακαδημαϊκός ή επαγγελματίας κριτικός της λογοτεχνίας. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, άλλωστε, από τον συνδημιουργό της εν λόγω σελίδας, Otis Chandler, η Goodreads αποτελεί: «ένα μέρος όπου μπορείς να δεις τα ράφια της βιβλιοθήκης των φίλων σου [ενν. με την έννοια του ακόλουθου/follower] και να μάθεις τις σκέψεις τους επάνω στα βιβλία αυτά […] μπορείς να ανακαλύψεις νέες περιοχές, να συλλέξεις πληροφορίες και να διευρύνεις το μυαλό σου».[7] Αυτή η διάσταση της ανάγνωσης, που μόλις περιγράψαμε, φαίνεται πως ανταποκρίνεται και στα ελληνικά αναγνωστικά δεδομένα, αφού σε πρόσφατη έρευνα του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων του Λόγου (ΟΣΔΕΛ),[8] τα πορίσματα της οποίας δημοσιοποιήθηκαν τον Νοέμβριο του περασμένου έτους, στην ερώτηση: «Πριν αποφασίσετε να διαβάσετε ένα βιβλίο, συνήθως ενημερωνόσαστε»; το 50% των εντατικών αναγνωστών δήλωσαν ως πηγή ενημέρωσης για την απόκτηση ενός βιβλίου κάποιους φίλους και γνωστούς.[9]

 

Η παρουσία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Goodreads και το ζήτημα του λογοτεχνικού κανόνα.

Το 2008, ο Δημήτρης Τζιόβας σε κείμενό του στην εφημερίδα Το Βήμα αναφερόμενος στο «αν υφίσταται ή πόσο παγιοποιημένος μπορεί να είναι ο κανόνας της ελληνικής λογοτεχνίας», καταλήγει στην ύπαρξη πολλών λογοτεχνικών κανόνων, αναλόγως με τα κριτήρια που θέτουμε για τη συγκρότησή τους.[10] Για παράδειγμα, στην πεζογραφία του 19ου αιώνα ως σταθερές αξίες θέτει τις περιπτώσεις του Γ. Βιζυηνού, του Α. Παπαδιαμάντη και του Ε. Ροΐδη, ενώ σε έναν «αντιπολεμικό κανόνα» σταθερές θέσεις, για τον εν λόγω μελετητή, κατέχουν ο Σ. Μυριβήλης και η Δ. Σωτηρίου (με τα Ματωμένα Χώματα –μεταξύ άλλων– να ανήκουν στα περισσότερο διαβασμένα μυθιστορήματα της δεκαετίας του ‘70). Σε έναν κανόνα «ξένων αναγνωστών» ο Τζιόβας θεωρεί πως ο Ν. Καζαντζάκης «θα κατείχε την πρώτη θέση». Συνεχίζοντας αναφέρει ότι: «Αν κριτήριο ήταν οι προτιμήσεις των αναγνωστών, τότε σε αυτόν τον αναγνωστικό κανόνα θα έμπαινε οπωσδήποτε ο Καραγάτσης». Όπως θα φανεί στη συνέχεια, οι εντυπώσεις του Τζιόβα, που όπως ο ίδιος σημειώνει μόνο διαισθητικά τις καταγράφει, δεν απέχουν πολύ από τη λίστα προτιμήσεων των αναγνωστών της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη σελίδα Goodreads.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στο ψηφιακό περιβάλλον, και στην προσπάθεια αναζήτησης και καταγραφής ενός «αρχείου αναγνώσεων» της νεοελληνικής λογοτεχνίας σήμερα, ανατρέξαμε στην σελίδα Goodreads. Στο πεδίο της εξειδικευμένης αναζήτησης,[11] έχοντας ενεργοποιήσει την επιλογή «genre»,[12] πληκτρολογώντας τον όρο «Greek Literature», ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία λίστα έργων Ελλήνων λογοτεχνών, η οποία προκύπτει από τον αριθμό αναγνώσεων του συνόλου του έργου του εκάστοτε συγγραφέα (η σήμανση «Ratings», στη γλώσσα της πλατφόρμας, δείχνει πόσες φορές έχει δηλωθεί από τους χρήστες ως διαβασμένο -«Read»- ένα λογοτεχνικό του έργο).[13]

Με μια πρώτη ματιά, τις πρώτες θέσεις των δημοφιλέστερων Ελλήνων συγγραφέων στην παγκόσμια κοινότητα της Goodreads, κατέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς.[14] Ωστόσο, τι συμβαίνει στην περίπτωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας που μας ενδιαφέρει εδώ; Επιλέγοντας, από την εν λόγω λίστα, το όνομα του κάθε συγγραφέα ξεχωριστά, δημιουργήσαμε με βάση τα ratings μία λίστα έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας, στην οποία ηγείται ο πιο διαβασμένος συγγραφέας, δηλώνοντας δίπλα από το όνομά του και το πιο διαβασμένο και σχολιασμένο έργο από τους χρήστες της σελίδας:

 

1)     Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (91.068 ratings)

2)     Αύγουστος Κορτώ, Το βιβλίο της Κατερίνας ( 14.940 ratings)

3)     Μ. Καραγάτσης, Η Μεγάλη Χίμαιρα (13.044 ratings)

4)     Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας (12.944 ratings)

5)     Κ. Π. Καβάφης, Τα Ποιήματα (8.546 ratings)

6)     Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα (8.432 ratings)

7)     Οδυσσέας Ελύτης, To μονόγραμμα (6.719 ratings)

8)     Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα (6.403 ratings)

9)     Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα (6.213 ratings)

10) Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328 (4.947 ratings)

 

Έτσι, ο δημοφιλέστερος Έλληνας συγγραφέας της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη πλατφόρμα, σύμφωνα με τη διαδικασία αναζήτησης που αναφέρθηκε, είναι ο Νίκος Καζαντζάκης (90.957 ratings).

Όπως είναι φανερό, η σειρά των έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας που αναφέρθηκε μόλις, δεν παρουσιάζει μεγάλες διαφορές από τις εκτιμήσεις του Τζιόβα το 2008. Σε αυτό το σημείο, όμως, απαιτούνται ορισμένες διευκρινήσεις. Όλα τα ονόματα των συγγραφέων, κατά την αναζήτηση που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την μέθοδο που αναφέρθηκε προηγουμένως, προκύπτουν αυτόματα στην αγγλική τους γραφή, και είναι αυτή που προτιμάται και στην παρούσα δημοσίευση, καθώς στην αγγλική εκδοχή του ονόματος τα ratings είναι συντριπτικά μεγαλύτερα. Συνεπώς, με αυτή την επιλογή, προσφέρεται μεγαλύτερο δείγμα σχολίων αναγνωστών για το δημοφιλέστερο λογοτεχνικό έργο του κάθε συγγραφέα. Επιπλέον, σχετικά με το ζήτημα των εκδόσεων των έργων που περιλαμβάνονται στη λίστα, στις περιπτώσεις των Καζαντζάκη και Καβάφη πιο διαδεδομένες είναι οι αγγλικές εκδόσεις του κάθε έργου, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους οκτώ συγγραφείς της λίστας, που στην πρώτη θέση βρίσκονται οι ελληνικές εκδόσεις. Αυτό το γεγονός διαφαίνεται και στα σχόλια και τις κριτικές των αναγνωστών, αφού, ενδεικτικά, στην αγγλική έκδοση του έργου Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά η συντριπτική πλειοψηφία των σχολίων προέρχεται από αναγνώστες του εξωτερικού γραμμένων στην αγγλική γλώσσα[15] (έναντι, για παράδειγμα των 69 στην ελληνική, και των 274 στην τουρκική).

Πέρα από τη σχηματική αυτή εικόνα, όμως, των αναγνωστικών προτιμήσεων έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο ψηφιακό περιβάλλον της Goodreads, περισσότερο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μας, παρουσιάζουν τα σχόλια και οι κριτικές των αναγνωστών, που σχηματίζουν ένα «αρχείο αναγνωστικών εμπειριών».

Στο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά αναδύεται μία πολυγλωσσική αναγνωστική κοινότητα. Άλλωστε, όπως ήδη αναφέρθηκε, η αγγλική έκδοση του βιβλίου είναι περισσότερο διαδεδομένη στους χρήστες της σελίδας οι οποίοι, όπως αναφέρεται σε πλήθος σχολίων, φαίνεται πως ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με το βιβλίο έχοντας πρώτα δει την  κινηματογραφική μεταφορά του, του 1964. Όπως αναφέρει ένας αναγνώστης στο τέλος της κριτικής του για το μυθιστόρημα: «Many people reading this have seen the 1964 British-Greek comedy-drama film starring Anthony Quinn as Zorba – the highest-grossing film that year». Ένας άλλος γράφει: «It could be that Anthony Quinn’s portrayal of Zorba in the 1964 movie, and the indelible impression of his iconic dancing with arms raised far over his head, is the only motive to spend 15 hours reading the book». Κάτι παρόμοιο αναφέρει και ένας Έλληνας αναγνώστης: «O Ζορμπάς δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του Καζαντζάκη. Είναι το πιο εμβληματικό, μάλλον λόγω της ταινίας». Στα περισσότερα σχόλια των αναγνωστών, τονίζεται το γεγονός πως πρόκειται για ένα κλασικό έργο, που ο Καζαντζάκης σκιαγραφεί με επιτυχία την «ελληνική ψυχή» μέσω του «συμπαθέστατου» Ζορμπά.

Στην περίπτωση του Κορτώ, που είναι ο πιο σύγχρονος συγγραφέας στην λίστα, τα σχόλια κάτω από Το βιβλίο της Κατερίνας  εστιάζουν κυρίως στο ζήτημα της ψυχικής ασθένειας (ενδεικτικά: «Σίγουρα δεν είναι ό,τι πιο ευχάριστο να διαβάζεις ένα βιβλίο στο οποίο η πρωταγωνίστρια αυτοκτονεί […] και όλα τα χρόνια της ζωής της πάλευε με τη μανιοκατάθλιψη. Νομίζω όμως ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για ένα δημόσιο διάλογο σχετικά με την ασθένεια και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Θα έλεγα ότι θα μπορούσε να διδαχθεί και σε σχολεία, αλλά το ύφος και το λεξιλόγιο είναι απαγορευτικό». Και αλλού: «[ο συγγραφέας] διηγείται την οικογενειακή του ιστορία – ή καλύτερα τραγωδία – μέσα από το στόμα και τη ματιά της μάνας του της Κατερίνας που πάσχει από ψυχική ασθένεια […] Αξίζει να διαβαστεί […] για να έρθει κανείς σε επαφή και να κατανοήσει καλύτερα το σκοτάδι της ψυχικής ασθένειας […]». Επιπλέον, σε αρκετά σχόλια χρηστών, γίνεται ιδιαίτερος λόγος στην προσωπική ζωή του συγγραφέα λόγω της έντονης παρουσίας του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.

Στην περίπτωση της Μεγάλης Χίμαιρας, στα περισσότερα σχόλια γίνεται λόγος για ένα σύγχρονο ελληνικό δράμα με έντονο το ερωτικό στοιχείο, που φαίνεται ότι προτιμήθηκε για κάποιους, λόγω της μεταφοράς του σε θεατρική παράσταση («Έχοντας δει πρόσφατα το θεατρικό έργο, είχα μεγάλη απορία για το βιβλίο και για το αν θα μου αρέσει. Τελειώνοντάς το λοιπόν, έχω να πω ότι […] με έχει κερδίσει πλήρως και θα διαβάσω σίγουρα και άλλα έργα του». Και αλλού: «Ήταν λίγους μήνες πριν που είχα δει τη θεατρική παράσταση Η μεγάλη Χίμαιρα στο θέατρο Πορεία· ναι αυτή την παράσταση που μιλούσε όλη η Αθήνα και που συνεχίζει να είναι συνεχόμενους μήνες sold out. Μου άρεσε τόσο η ατμόσφαιρα, η σκηνοθεσία αλλά και το ίδιο το έργο που απέκτησα την επόμενη κιόλας μέρα το ομώνυμο μυθιστόρημα»).

Στις περιπτώσεις των Το καπλάνι της βιτρίνας και Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα συχνή κοινή αναφορά των περισσότερων αναγνωστών είναι η σύνδεση αυτών των έργων με την παιδική τους ηλικία, μάλιστα, αρκετές φορές, συγκρίνουν τις αναμνήσεις και τις εντυπώσεις της παιδικής ανάγνωσης του έργου, με την τωρινή ενήλικη ανάγνωση. Πιο συγκεκριμένα, για το βιβλίο της Α. Ζέη,  ένας αναγνώστης γράφει: «Είναι πάντα κάπως περίεργο να διαβάζεις ετεροχρονισμένα ένα βιβλίο που θα έπρεπε κανονικά να έχει σημαδέψει την παιδική σου ηλικία, αλλά από την άλλη αυτό το time warp στην αθωότητα και σε μια τόσο συγκλονιστικά απλή και όμορφη γραφή είναι η καλύτερη ένεση ενάντια στον κυνισμό της ωριμότητας. Εκτός αυτού, αμφιβάλλω αν στα 10 θα έπιανα τις λεπτές, αλλά τόσο καίριες πολιτικές αποχρώσεις». Σχετικά με το έργο του Μ. Λουντέμη, συναντά κανείς σχόλια: «Όπως οι περισσότεροι το διάβασα στο γυμνάσιο και εντυπωσιάστηκα από τη ζεστασιά και τη γραφική απλότητα της αφήγησης, κατανοώντας απόλυτα γιατί θεωρείται ένα από τα απαραίτητα αναγνώσματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κάτι που πιστεύω ακόμα». Και αλλού: «Όμορφη και λιτή γλώσσα, το κείμενο και η πλοκή χωρίς υπερβολές, αποτυπώνει την εικόνα μιας περασμένης Ελλάδας. Δυστυχώς φαίνεται πως άργησα να διαβάσω αυτό το βιβλίο καθώς συγκαταλέγεται κατ’ εμέ στην εφηβική λογοτεχνία».

Η προτίμηση των αναγνωστών στον Καβάφη δεν θα μπορούσε να λείπει, αφού όπως και στην περίπτωση του Καζαντζάκη, συναντούμε αρκετά σχόλια ξένων αναγνωστών, λόγω του πλήθους των μεταφράσεων του έργου του παγκοσμίως. Αυτό ίσως δικαιολογεί και το γεγονός πως το πιο διαδεδομένο έργο του στους αναγνώστες της Goodreads είναι η αναθεωρημένη έκδοση συλλογής των καβαφικών ποιημάτων στην αγγλική γλώσσα, σε μετάφραση των E. Keeley και P. Sherrard. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Ελύτη, αφού θα περίμενε κανείς πως, μαζί με τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη, οι αναγνώστες του θα προέρχονταν κυρίως από το διεθνές περιβάλλον λόγω και της απόκτησης του βραβείου Νόμπελ.[16] Ωστόσο, είναι η ελληνική έκδοση του έργου του Το Μονόγραμμα που είναι η πιο διαδεδομένη, και τα περισσότερα σχόλια (ακόμη και τα ελάχιστα γραμμένα στην αγγλική), προέρχονται από Έλληνες αναγνώστες.

Κλείνοντας, στην Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, τα περισσότερα σχόλια συγκλίνουν στο ζήτημα της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία του παρελθόντος («Φανταστικές περιγραφές που δίνουν μία ξεκάθαρη εικόνα για την κουλτούρα της εποχής, με επίκεντρο τη μητριαρχία και τον ρόλο της γυναίκας σε μία μεταβατική Ελλάδα»), όπως επίσης και σε σχόλια που σχετίζονται με την καθαρεύουσα (που για τους περισσότερους χρήστες ήταν ένα εμπόδιο που ξεπεράστηκε κατά τη πορεία της ανάγνωσης). Επιπλέον, πολλοί αναγνώστες αναφέρουν πως η σχολική τους εμπειρία (συνήθως στις τάξεις του Λυκείου) με το κείμενο δεν είχε καμία σχέση με την τωρινή τους αναγνωστική εμπειρία. Τέλος, στις περιπτώσεις των Σωτηρίου και Βενέζη, όλα τα σχόλια και οι κριτικές εστιάζονται στις δραματικές σκηνές και τις συνέπειες του πολέμου, με έντονο το αίσθημα της ανθρωπιάς και της συμπόνιας απέναντι στο προσωπικό δράμα των ηρώων.

Προσπαθώντας να πλαισιώσει κανείς κριτικά και ερμηνευτικά το «αρχείο αναγνώσεων» της νεοελληνικής λογοτεχνίας των χρηστών της Goodreads, διαφαίνεται εναργέστερα το ζήτημα της ύπαρξης πολλαπλών λογοτεχνικών κανόνων, όπως έχει διαπιστωθεί σε πλήθος παρόμοιων συζητήσεων στο πεδίο των Λογοτεχνικών Σπουδών. Ήδη, το 1979, ο Alastair Fowler έκανε λόγο για τον «προσωπικό κανόνα» (αναφερόμενος στο σώμα των λογοτεχνικών κειμένων που προτιμά και επιλέγει προσωπικά ο κάθε αναγνώστης), τον «πιθανό κανόνα» (αναφερόμενος σε ολόκληρη την λογοτεχνική παραγωγή που είναι αδύνατον, για πλήθος λόγων, να είναι γνωστή), τον «προσβάσιμο κανόνα» (αφού, δεν είναι δυνατόν όλες οι ομάδες αναγνωστών να έχουν πρόσβαση στα ίδια έργα), τον «κριτικό κανόνα» (ο οποίος σχηματίζεται, κατά κύριο λόγο από ακαδημαϊκούς και κριτικούς της λογοτεχνίας), καθώς και τον «επιλεκτικό» ή «επίσημο κανόνα» (που περιλαμβάνει τα λογοτεχνικά έργα που στελεχώνουν τον οδηγό σπουδών των σχολείων και των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων).[17] Θα λέγαμε, λοιπόν, πως η διευκόλυνση στην πρόσβαση μέσω των μεταφράσεων, η θεσμική κατοχύρωση ενός έργου (μέσω της βράβευσης με το Νόμπελ Λογοτεχνίας ή μέσω της επιλογής του στη σχολική διδασκαλία), η μεταφορά έργων στη μεγάλη οθόνη ή σε θεατρική παράσταση, η προσωπική επιλογή ενός έργου από τον εκάστοτε αναγνώστη για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, αποτελούν χρήσιμους ερμηνευτικούς δείκτες, που επιβεβαιώνονται από το εν λόγω «αρχείο αναγνώσεων» της Goodreads, και που θα μπορούσαν να έχουν θέση σε μια συζήτηση περί λογοτεχνικού κανόνα στο ψηφιακό περιβάλλον.

Σκοπός της παρούσας σύντομης μελέτης περίπτωσης ήταν να παρουσιαστεί πρωτογενές υλικό αναγνωστικών εμπειριών των σημερινών αναγνωστών νεοελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει σε μια εκ νέου διερεύνηση της συγκρότησης του λογοτεχνικού κανόνα στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού των ανθρωπιστικών επιστημών. Άλλωστε, όπως έχει υποστηριχθεί, ο λογοτεχνικός κανόνας αποτελεί ένα δημιουργικό πεδίο διαλόγου, στο οποίο εμπλέκονται, πέρα των Λογοτεχνικών Σπουδών και της κριτικής, τα «επικοινωνιακά δίκτυα της δημόσιας σφαίρας», όπως το διαδίκτυο, εντός του οποίου δρουν «ερμηνευτικές κοινότητες»,[18] μία εκ των οποίων είναι βέβαια, όπως φάνηκε παραπάνω, και η μεγάλη ηλεκτρονική αναγνωστική κοινότητα της Goodreads.

 

[1] Ως «common readers» αναφέρει ο Rose στη μελέτη του τους απελεύθερους του Αμερικάνικου Εμφυλίου Πολέμου, τους μετανάστες της Αυστραλίας και την βρετανική μεσαία εργατική τάξη, βλ. Jonathan Rose, The Intellectual Life of British Working Classes, Yale University Press, New Haven and London, 22010, σ. 1.
[2] David Perkins, Is Literary History Possible?, Johns Hopkins University Press, Baltimore, 1992, σ. 25.
[3] Για τον όρο «κοινός αναγνώστης», υιοθετείται εδώ η σημασία του «μη επαγγελματία» (επαγγελματίας αναγνώστης θεωρείται, για παράδειγμα, ένας κριτικός λογοτεχνίας), βλ. αναλυτικά: Jonathan Rose, «Rereading the English Common Reader: A Preface to a History of Audiences», Journal of the History of Ideas, 53.1 (1992), σ. 47-70.
[4] Melanie Walsh – Maria Antoniak, «The Goodreads “Classics”: A Computational Study of Readers, Amazon, and Crowdsourced Amateur Criticism», Journal of Cultural Analytics 6.2 (2021), σ. 243-287.
[5] Για μια πρόσφατη συνολική εικόνα επί του θέματος, βλ. ενδεικτικά τον συλλογικό τόμο: Maria Engberg, Iben Have, Birgitte Stougaard Pedersen (eds.), The Digital Reading Condition, Routledge, London and New York, 2023.
[6] Janice A. Radway, A Feeling for Books: the Book-of-the-Month Club, Literary Taste and Middle-Class Desire, The University of North Carolina Press, Chapel Hill and London, 1997, σ. 7.
[7] Ανακτήθηκε από: https://www.goodreads.com/about/us.
[8] Νίκος Παναγιωτόπουλος, Αναγνώσεις, Αναγνώστες & Αναγνώστριες. Το Βιβλίο και το Κοινό του στην Ελλάδα, Gutenberg-ΟΣΔΕΛ, Αθήνα, 2022.
[9] Ό.π., σ. 69.
[10] Δ. Τζιόβας, «Ο ελληνικός κανόνας», εφ. Το Βήμα (25 Νοεμβρίου 2008) (Ανακτήθηκε από: https://www.tovima.gr/2008/11/25/opinions/o-ellinikos-kanonas/).

[11] Όπου αναφέρει: «Search by Book Title, Author or ISBN», έναντι της απλής αναζήτησης («Search books»).
[12] Οι άλλες τρεις επιλογές στην πλατφόρμα είναι: «all», «title», «author».
[13] Πέρα από την επιλογή «Read», οι χρήστες μπορούν να τοποθετήσουν στο ράφι της ψηφιακής τους βιβλιοθήκης στην πλατφόρμα, βιβλία με την ένδειξη «Currently Reading», για να δηλώσουν ποιο βιβλίο διαβάζουν τώρα, ή «Want to Read», για να δηλώσουν την επιθυμία τους ή την πρόθεσή του να διαβάσουν ένα ορισμένο βιβλίο. Βλ. σχετικά για την ορολογία της ιστοσελίδας: Ashley Champagne, «What Is A Reader? How Readers on Goodreads are Changing the Canon in the Twenty-First Century», ανακοίνωση στο διεθνές συνέδριο Digital Humantites 2020 (22-24 July), Ottawa (Η ιστοσελίδα του συνεδρίου, όπου και η εν λόγω ανακοίνωση: https://dh2020.adho.org/).
[14] Όπως είναι φυσικό οι αριθμοί («Ratings») αλλάζουν καθημερινά, συνεπώς εδώ καταγράφονται τα δεδομένα που ίσχυαν τη στιγμή της συγγραφής του παρόντος κειμένου.
[15] Ελάχιστοι είναι οι Έλληνες αναγνώστες που γράφουν την κριτική τους στην αγγλική.
[16] Στην λίστα της Goodreads, όπως προσεγγίζεται εδώ, τοποθετείται και ο Σεφέρης, σε αρκετά χαμηλή θέση, με 3.319 ratings.
[17] Alastair Fowler, «Genre and the Literary Canon», New literary history 11.1 (1979), 97-119. Για μία πρόσφατη προσέγγιση του ζητήματος, βλ. επίσης Robert J. Aston, The Role of the Literary Canon in the Teaching of Literature, Routledge, NY, 2020.
[18] Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Ο Λογοτεχνικός Κανόνας: Προκλήσεις, Αναθεωρήσεις, Συναινέσεις». Ανακτήθηκε από: https://selidodeiktes.greek-language.gr/lemmas/1467.

Προηγούμενο άρθροΤο είδος της ελεγείας από την αρχαιότητα ως σήμερα (συνέδριο)
Επόμενο άρθροΗ επιστροφή στον συγγραφέα (της Χριστίνας Λιναρδάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ