του Θανάση Αγάθου (*)
Καρπός της μεγάλης αγάπης και του θαυμασμού που τρέφει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος για τον Νίκο Καζαντζάκη, το βιβλίο Ο Θεός φταίει, που έκανε τον κόσμο τόσο ωραίο. Αλληγορίες από τον Καζαντζάκη (εκδόσεις Κέδρος) περιλαμβάνει ένα εντυπωσιακό σώμα 259 αλληγοριών που εντοπίζονται στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής του Καζαντζάκη, πρωτίστως στα μυθιστορήματά του αλλά και στα ταξιδιωτικά βιβλία του και την αλληλογραφία του.
Βάση λοιπόν του βιβλίου του Ραπτόπουλου είναι τα σύντομα αφηγήματα που ενυπάρχουν σε όλα τα έργα του Καζαντζάκη και εξομοιώνονται δομικά με αλληγορίες, παραβολές και μύθους.[1] Τι είναι αυτές οι αλληγορίες από τον Καζαντζάκη, που αποτελούν τον σκληρό πυρήνα του βιβλίου του Ραπτόπουλου; Μύθοι, παραβολές, λαϊκοί θρύλοι, ανέκδοτα, παραδόσεις, όνειρα, ένα τεράστιο υλικό, πολυπολιτισμικό και εύχυμο, που ο Καζαντζάκης έχει συλλέξει από τα διαβάσματά του και, κυρίως, από τα ταξίδια του σε ποικίλες χώρες και την επαφή του με διάφορους ανθρώπους. Παραβολές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη εναλλάσσονται με θρύλους από την ισλαμική παράδοση, ιστορίες από τους βίους των Αγίων ακολουθούνται από αρχαία ελληνικά ανέκδοτα και σπαράγματα από τη νεότερη ελληνική και παγκόσμια Ιστορία κ.ο.κ. Πίσω από τη φαινομενική απλότητά τους κρύβουν την ιδεολογική αγωνία του δημιουργού τους και τον βαθύτερο προβληματισμό του γύρω από τα αιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλα αυτά τα αφηγήματα του Καζαντζάκη ανήκουν στην κατηγορία των μπαχτινικών παρέμβλητων ή εντιθέμενων ειδών,[2] δηλαδή των λογοτεχνικών και εξω-λογοτεχνικών ειδών που εντάσσονται στην οντότητα ενός πεζογραφήματος, διατηρώντας την ελαστικότητα, την ανεξαρτησία, τη γλωσσική και υφολογική ιδιαιτερότητά τους.
Ο Ραπτόπουλος απομονώνει αυτά τα μικροαφηγήματα από το περικείμενό τους και τα παρουσιάζει αυτόνομα, σχεδόν με τα λόγια του Καζαντζάκη. Σχεδόν, διότι επιχειρεί αρκετές προσθαφαιρέσεις και μετατρέπει την ιδιόμορφη καζαντζακική γλώσσα στην καθομιλουμένη. Επίσης, μετατρέπει σε τριτοπρόσωπη αφήγηση τις αλληγορίες που στο καζαντζακικό κείμενο η αφήγησή τους είναι πρωτοπρόσωπη και τις αποδίδει στον Κ., παραθέτοντας το αρχικό του Καζαντζάκη. Επιπρόσθετα, τολμάει να εντάξει στο σώμα του βιβλίου του και είκοσι περίπου ιστορίες, που δεν προέρχονται ακριβώς από το έργο του Καζαντζάκη, αλλά είναι γραμμένες, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από τον ίδιο τον Ραπτόπουλο, με τον τρόπο του Καζαντζάκη, ενσωματώνοντας λίγες φράσεις του Κρητικού συγγραφέα. Έτσι, το βιβλίο του δεν είναι μια ανθολόγηση καζαντζακικών αλληγοριών, μια παράθεση καζαντζακικών μικροϊστοριών, αλλά ένα πειραματικό πεζογράφημα, δομημένο σε 259 μικρές ενότητες, που με γραφή λιτή και καλοδουλεμένη, εισάγει το αναγνωστικό κοινό στον σκληρό πυρήνα του καζαντζακικού στοχασμού και του προσφέρει μια όμορφη περιδιάβαση στο στοχαστικό σύμπαν του Καζαντζάκη, με ήρωα τον ίδιο τον Καζαντζάκη, τον Κ., όπως τον αποκαλεί ο Ραπτόπουλος, αποτίοντας, ίσως, έναν δεύτερο φόρο τιμής, στον επίσης αγαπημένο του συγγραφέα Φραντς Κάφκα, που χρησιμοποιεί το ίδιο όνομα για τον ήρωα της Δίκης.
Κάθε αλληγορία ξεκινά από καινούρια σελίδα και διαθέτει αρίθμηση και τίτλο. Όλοι οι τίτλοι είναι θεματικοί, εισάγουν το αναγνωστικό κοινό στο θέμα της κάθε αλληγορίας και ουσιαστικά προσδιορίζουν την ταυτότητά της. Ο Ραπτόπουλος δικαιολογημένα δηλώνει την αγάπη και την υπερηφάνεια του για αυτούς τους τίτλους στο επίμετρο του βιβλίου του, χαρακτηρίζοντάς τους «οργανικές και αναπόσπαστες, λακωνικές εισαγωγές στην κάθε μικροϊστορία» (σ. 479).
Το αποτέλεσμα είναι άκρως γοητευτικό, γιατί αποκαλύπτει στους νεότερους και υπενθυμίζει στους παλαιότερους τον πλούτο της καζαντζακικής σοφίας, το μήκος και το πλάτος της παιδείας του και την ποικιλία της θεματολογίας του. Παράλληλα, ο φόρος τιμής του Ραπτόπουλου στο συγγραφικό είδωλο των νεανικών του χρόνων υπογραμμίζει ότι είναι τεράστια παρανόηση το να θεωρείται ο Καζαντζάκης πρωτίστως φιλόσοφος και μετά λογοτέχνης: οι μικροϊστορίες του είναι μαεστρικά διατυπωμένα αποστάγματα λαϊκής σοφίας και δείχνουν ότι ο δημιουργός τους ήταν, πριν από όλα και πάνω από όλα, γεννημένος παραμυθάς.
Ενταγμένες στην πλοκή ενός μυθιστορήματος του Καζαντζάκη ή σε ένα ταξιδιωτικό του κείμενο, οι αλληγορίες αυτές είναι εύκολο να «χαθούν», να προσπεραστούν από το αναγνωστικό κοινό, που μπορεί να τις θεωρήσει κάπως έκκεντρες και να θελήσει να προχωρήσει στη συνέχεια της αφήγησης. Ο Ραπτόπουλος, όμως, με τη συγκεκριμένη επιλογή του, τις τοποθετεί στο κέντρο του δικού του πεζογραφήματος και αναδεικνύει το ιδιαίτερο χρώμα τους, τις μεταπλάθει σε αυτόνομα έργα ή, για να χρησιμοποιήσω τα δικά του λόγια: «Μέσα στα μεγάλα κομμάτια από πεντελικό μάρμαρο που είναι το έργο του Καζαντζάκη, όποτε έβλεπα ένα φυλακισμένο μικρό άγαλμα, πάλευα, όπως οι γλύπτες, να το απελευθερώσω» (σ. 7-8).
Το αναγνωστικό κοινό που γνωρίζει καλά το έργο του Καζαντζάκη θα μπει στη διαδικασία να διερευνήσει από ποιο κείμενο του Κρητικού δημιουργού προέρχεται το κάθε κείμενο του Ραπτόπουλου ή ακόμη και να προχωρήσει σε σύγκριση του πρωτότυπου και του μεταπλασμένου κειμένου και σε εντοπισμό των προσθαφαιρέσεων που έχει επιφέρει ο Ραπτόπουλος. Από την άλλη, το αναγνωστικό κοινό που δεν είναι εξοικειωμένο με το έργο του Καζαντζάκη θα απολαύσει τη δημιουργική σύνθεση του Ραπτόπουλου και, ίσως, αναζητήσει τις πρωτότυπες καζαντζακικές πηγές. Και, βέβαια, ο αναγνώστης που γνωρίζει και αγαπά το έργο του Ραπτόπουλου θα χαρεί, για μιαν ακόμη φορά, το διακειμενικό του δαιμόνιο –θυμίζω τα μυθιστορήματα Η απίστευτη ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας (2000) και Μοιρόλα3 (2014), επανεγγραφές της Πάπισσας Ιωάννας του Εμμανουήλ Ροΐδη και του Παραμυθιού χωρίς όνομα της Πηνελόπης Δέλτα αντιστοίχως– και την παιγνιώδη και ευφάνταστη γραφή του.
Στο επίμετρο του βιβλίου του, που επιγράφει εύστοχα «Ο Θεός φταίει… The making of», ο Ραπτόπουλος εξηγεί τον δημιουργικό τρόπο με τον οποίο επεξεργάστηκε το πρωτότυπο υλικό του Καζαντζάκη και χρησιμοποιεί, διόλου τυχαία, φράσεις όπως «ταξίδι επιστροφής στη λογοτεχνική πηγή μου» (σ. 475) και «προσκύνημα στο έργο του Κ.» (σ. 475). Αυτός είναι και ο στόχος του, άλλωστε, στο συγκεκριμένο βιβλίο: να στείλει ένα μήνυμα αγάπης στον Κρητικό δημιουργό, να εξομολογηθεί δημόσια την ευγνωμοσύνη του σε αυτόν και να συνεχίσει τον διακειμενικό διάλογο με το έργο του, διάλογο που έχει ήδη ξεκινήσει με το μυθιστόρημά του Ανέγγιχτη (2022). Όλα αυτά τα πετυχαίνει ο Ραπτόπουλος –και αυτό είναι, ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του βιβλίου του– χωρίς να προδώσει τον Καζαντζάκη, αλλά και χωρίς να προδώσει τον Ραπτόπουλο.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
[1] Βλ. Αθηνά Βουγιούκα, «Μύθος και παραβολή στο μυθιστορηματικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη», Διαβάζω, τχ. 377 (Σεπτέμβριος 1997), σ. 78-85.
[2] Μιχαήλ Μπαχτίν, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Πλέθρον, Αθήνα 1980, σ. 182-183. Για τα παρέμβλητα είδη στα μυθιστορήματα του Καζαντζάκη, βλ. Θανάσης Αγάθος, «Τα παρέμβλητα είδη στα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη», Φιλόλογος, τχ. 142 (Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010), σ. 574-587.