της Όλγας Σελλά
Όσοι πήγαμε από το ξεκίνημα σ’ αυτό το ιδιαίτερο και σύνθετο εγχείρημα, και γνωρίζαμε και δεν γνωρίζαμε τι ακριβώς θα δούμε. Γνωρίζαμε ότι, από τις 4 το απόγευμα του Σαββάτου 5 Οκτωβρίου μέχρι τις 4 το απόγευμα της επόμενης μέρας, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης θα βρισκόταν η ηθοποιός Στεφανία Γουλιώτη, διαρκώς – με μικρά διαλείμματα ανά δίωρο- και θα συναντούσε, διαδοχικά και για 8 λεπτά τον καθένα, 100 διαφορετικά άτομα, διαφορετικής ηλικίας, ιθαγένειας, στυλ και επαγγέλματος, με τα οποία, κάθε φορά, επί 100 φορές, θα έπαιζε την ίδια σκηνή στο πλαίσιο του σκηνικού πολυθεάματος «The Second Woman». Δεν γνωρίζαμε ότι θα έπινε ουίσκι, ότι θα έτρωγε noodles σε πακέτο, που έφερνε μαζί του ο κάθε φορά παρτενέρ σε χάρτινη σακούλα, ότι θα άκουγε και θα χόρευε με τον κάθε φορά σύντροφο της σκηνής το ίδιο τραγούδι –το «Taste of love» των Aura. Γνωρίζαμε ότι δεν είχε κάνει πρόβα με κανέναν, αλλά δεν γνωρίζαμε ότι δεν ήξερε ποιοι θα έμπαιναν κάθε φορά στο γυάλινο κουτί που περιέκλειε ένα μικρό καθιστικό με vintage καλόγουστα έπιπλα και με αποχρώσεις του ροζ και του φούξια. Δεν γνωρίζαμε τους διαλόγους της επαναλαμβανόμενης σκηνής –ήταν ελάχιστοι, οι ίδιοι- ούτε γνωρίζαμε ότι υπήρχαν κάποια περιθώρια να αυτοσχεδιάσει ο παρτενέρ σε κάποια σημεία. Και δεν γνωρίζαμε ότι η ίδια κίνηση που έκανε στο τέλος κάθε σκηνής η Στεφανία Γουλιώτη –ν’ ανοίγει το πορτοφόλι της, να του απλώνει ένα 50ευρω και να του λέει «Νομίζω πως είναι καλύτερα να φύγεις»- ήταν ένας αιφνιδιασμός για τους 100 συμμετέχοντες. Και οι αντιδράσεις του καθενός είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
Και υπήρχε λόγος που δεν τα γνωρίζαμε. Γιατί η αλήθεια είναι ότι κληθήκαμε όλοι να παρακολουθήσουμε ένα περίεργο και περίπλοκο εγχείρημα που ήταν θεατρικό, κινηματογραφικό (δύο κάμερες κινηματογραφούσαν σε κάθε σκηνή κυρίως τις εκφράσεις, τις κινήσεις και τις συσπάσεις της Στεφανίας Γουλιώτη), ψυχολογικό, κοινωνιολογικό. Και για όσους βρέθηκαν στη σκηνή και για το κοινό που παρακολούθησε το happening (και είχε τη δυνατότητα είτε να επιλέξει ένα συγκεκριμένο διάστημα είτε να έχει 24ωρο εισιτήριο και να μπαίνει και να βγαίνει από την αίθουσα όσο και όποτε ήθελε). Γιατί και το κοινό μετείχε, είτε σιωπηλά είτε ηχηρά, σε ό,τι συνέβαινε μέσα σ’ εκείνο το γυάλινο κουτί. Ταυτιστήκαμε, θυμηθήκαμε, γελάσαμε, ή νιώσαμε θυμό και θλίψη μ’ εκείνο το «Πιστεύω πως δεν σου αξίζω» ή εκείνο το «Ποτέ δεν μ’ εύρισκες και πολύ έξυπνη» ή με το «Πάλι παρακαλάω…». Σκεφτήκαμε ότι βρεθήκαμε εξαρτημένοι/ες από μια σχέση ή ένα συναίσθημα, ότι εξιδανικεύσαμε ανθρώπους μειώνοντας τη δική μας προσωπικότητα, ότι βρεθήκαμε να συγχωρούμε υποτιμητικές συμπεριφορές. Και την ίδια στιγμή, παρακολουθήσαμε τις διαφορετικές συμπεριφορές του «άλλου», και συνειδητοποιήσαμε ότι το τσουβάλιασμα και οι ετικέτες επίσης δεν οδηγούν πουθενά. Γιατί πάνω στη σκηνή, είδαμε ανθρώπους συνεσταλμένους, επηρμένους, αγχωμένους, αλαζόνες, ντροπαλούς, εξουσιαστικούς, ειρωνικούς, υπερήφανους, φοβισμένους, αδιάφορους, με χιούμορ ή με τρέλα. Όλοι υπήρχαν. Όλοι υπάρχουν. Και κυρίως συνειδητοποιήσαμε, με όλους αυτούς τους 100 διαφορετικούς ανθρώπους που πέρασαν από τη σκηνή, ότι το αντικείμενο του πόθου δεν υπακούει σε κανόνες αισθητικής, κοινής παιδείας, κοινών ενδιαφερόντων, μορφωτικού ή οικονομικού επιπέδου. Και κάθε φορά που ακούγαμε τη Στεφανία Γουλιώτη να λέει ενοχικά και με ηττοπάθεια «Το μόνο που ήθελα πάντα είναι να είμαι αρκετή», συνειδητοποιούσαμε ότι οι επιλογές των σχέσεων δεν εντάσσονται ποτέ σε κανόνες λογικής. Το ένα κομμάτι αυτού του πρωτότυπου εγχειρήματος είναι αυτό. Η ταύτιση, η αντίδραση, η σκέψη, η αναδρομή του καθενός και της καθεμιάς.

Και το άλλο κομμάτι είναι ο σκηνικός άθλος της Στεφανίας Γουλιώτη. Που είχε την αυτοκυριαρχία, το ταλέντο και τον επαγγελματισμό να κάνει ακριβώς τις ίδιες κινήσεις κάθε φορά που έφευγε «εκείνος» από τη σκηνή: μάζευε τα noodles –που ήδη του είχε φέρει στα μούτρα-, τακτοποιούσε τις καρέκλες, έβαζε τα ποτήρια στη θέση τους, έριχνε τα σκουπίδια στο καλαθάκι. Και είχε την ερμηνευτική μεγαλοσύνη και ευφυΐα να προσαρμόζει τις αντιδράσεις της στο κάθε φορά παρτενέρ της. Αντιδρούσε ανάλογα με το πώς ήταν εκείνος. Συνήθως άρρητα. Με τις γκριμάτσες της, με το γέλιο της (πολλών ειδών γέλια είχε στο «τσεπάκι» της), με το βλέμμα της –κυρίως αυτό-, με τις κινήσεις του σώματός της. Και ο τρόπος που στον καθένα έριχνε τα noodles ήταν δηλωτικός των διαθέσεών της. Είχε οργή, είχε παιχνίδισμα, είχε νάζι, είχε πρόσκληση, είχε πικάρισμα, είχε –κάποιες φορές- ένα περίεργο χάδι. Και το εντυπωσιακό ήταν ότι μπορούσε κάθε φορά, επί 100 φορές, να προσαρμόσει αυτή τη συμπεριφορά στον καθένα που ερχόταν. Και βλέπαμε ζωντανά μπροστά μας ότι συχνότατα λειτουργούμε ανάλογα με το ποιον έχουμε απέναντί μας. Αν μας εμπνέει, αν μας γαληνεύει, αν μας εξοργίζει, αν μας προσβάλλει, αν μας κάνει να γελάμε, αν νιώθουμε ασφάλεια ή δυσαρέσκεια. Ασφαλώς, ήταν φανερό, ότι όταν ο «επισκέπτης» ήταν επαγγελματίας ηθοποιός ή επώνυμος, η Στεφανία Γουλιώτη ήταν διαφορετική. Ένιωθε πιο οικεία με τον Γιώργο Χρυσοστόμου, τον Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, τον Μάκη Παπαδημητρίου, τον Πάνο Μουζουράκη, τον Γιάννη Σοφολόγη και τον Νίκο Καραθάνο που ήταν ο 100ός. Αλλά αντίστοιχη άνεση ένιωσε και με τον δημοσιογράφο Αλέξανδρο Διακοσάββα και με τον διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστη Ανδρεαδάκη. Η ενθουσιώδης αποθέωσή της, στο τέλος του 24ωρου μαραθώνιου, δίπλα στις δημιουργούς αυτού του εγχειρήματος, τη Nat Randall και την Anna Breckon, στην ξέχειλη από κόσμο Κεντρική Σκηνή της Στέγης (ήταν φίσκα και οι δύο εξώστες) ήταν επιβεβλημένη, αυτονόητη, προφανής.
Υπήρχαν κι άλλες πολλές σκέψεις που δημιούργησε όλο αυτό το πρωτότυπο και πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα. Για παράδειγμα, ότι μ’ έναν τρόπο το κοινό παρακολουθούσε, σαν από κλειδαρότρυπα, την προσωπική στιγμή έντασης και χωρισμού δύο ανθρώπων. Είχε κάτι από social media αυτό. Είχε κάτι από τη δημοσιοποίηση των προσωπικών στιγμών στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, που σχεδόν καταλύει τα όρια ιδιωτικού και δημόσιου. Και κάτι ακόμα: υπήρχε ένας εθισμός σ’ αυτή τη διαδικασία. Θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε εθισμό στην κατανάλωση της εικόνας, εθισμό στην κατανάλωση της ιδιωτικότητας.
Και κάτι ακόμα: ήταν και ένα πείραμα εντός του θεάτρου, για το πόσα πράγματα μπορεί το θέατρο να συμπεριλάβει, να εντάξει στη σκηνική του δράση, να θίξει. Για όλα αυτά, ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εμπειρία.

Η ταυτότητα της παράστασης
Δημιουργοί: Nat Randall & Anna Breckon, Κείμενο & Σκηνοθεσία: Anna Breckon & Nat Randall, Σχεδιασμός Βίντεο: EO Gill & Anna Breckon, Συν-σχεδιασμός Φωτισμών: Amber Silk & Lauren Woodhead, Σχεδιασμός Ήχου: Nina Buchanan, Σκηνικά: Future Method Studio, Αρχικός Σχεδιασμός Κομμώσεων & Μακιγιάζ: Sophie Roberts, Φωτογραφίες: Πηνελόπη Γερασίμου και Μαργαρίτα Γιόκο Νικητάκη.
Παραγωγός & Διευθύντρια Περιοδείας: Jenny Vila – La Mecànica
Ερμηνεία: Στεφανία Γουλιώτη
Μαζί της 100 συμμετέχοντα άτομα προεπιλεχθέντα μετά από διαδικτυακό ανοιχτό κάλεσμα
Συντονισμός casting: Ready 2 Cast
Παραγωγή για την Ελλάδα: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση