Λευτέρης Ξανθόπουλος.
Το πιο τρελό, γοητευτικό, πρωτότυπο, χαριτωμένο και παιχνιδιάρικο βιβλίο που συνάντησα ποτέ μου, προϊόν ανεξήγητων και εν πολλοίς ανερμήνευτων διαβολικών εμμονών, δεν έχει καν την υλική υπόσταση βιβλίου με τις γνωστές μας προδιαγραφές, είναι μια άυλη ανάρτηση 956 σελίδων που κυκλοφορεί εδώ και πολύ καιρό ελεύθερο στο διαδίκτυο (http://freecinema.gr/wp-content/uploads), όπου ο καθένας μπορεί να το βρει, να το διεξέλθει τμηματικά ή μονοκοπανιάς ή να του προσφέρει υλική υπόσταση τυπώνοντάς το, από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη και αν βρίσκεται, με την προϋπόθεση ότι για τη συγκεκριμένη εδαφική περιοχή θα υπάρχει σύνδεση με την καταραμένη και ενίοτε λυτρωτική υπηρεσία του διαδικτύου (internet).
Να δηλώσουμε από την αρχή ότι πρόκειται για μια μνημειώδη και επίπονη εργασία, προϊόν πνευματικού μόχθου ενός επικίνδυνου ενδεχομένως ατόμου, που κυκλοφορεί ανάμεσά μας, παλαβού εν τούτοις και με τη βούλα, απολύτως συνειδητού όμως, μονομανούς, άρτιου όσο λίγοι και φανατικού πολίτη και Αθηναιογράφου (από τους τελευταίους εναπομείναντες) της εξαίσιας πόλεως των Αθηνών στην οποία ο εν λόγω συγγραφέας, καθώς και ο υπογράφων, έχουν το προνόμιο και την τιμή να εγκαταβιούν παιδιόθεν.
Ο τίτλος, ΤΑ ΣΙΝΕΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ 1896 – 2013, Ιστορίες του αστικού τοπίου και συντάκτης του ο συγγραφέας Δημήτρης Φύσσας. Στις 950 σελίδες του καταγράφονται, περιγράφονται και σχολιάζονται άκουσον άκουσον, οι 500 και πλέον κινηματογράφοι της Αθήνας, θερινοί και χειμερινοί, μακρόβιοι ή βραχύβιοι, ακόμη και τα παλιά σινεμά τα ανύπαρκτα σήμερα, που λειτούργησαν από του 1896 ως το 2013, χρονιά που κλειδώνει και η συγγραφή του βιβλίου. Τι ισχυρίζεται ο Φύσσας ότι είναι αυτό το βιβλίο που συνέθεσε και τι είναι στην πραγματικότητα;
Η λογική του βιβλίου είναι αλφαβητική και, καταρχήν, τοπιογραφική. Η βάση των λημμάτων είναι το αστικό οικόπεδο. Καταχωρούνται κινηματογράφοι που περιλαμβάνονται στα όρια του σημερινού Δήμου Αθηναίων.[…] Ένα τέτοιο βιβλίο, κανονικά, δεν τελειώνει ποτέ. Επειδή όμως κάποτε τελειώνει και η ανθρώπινη ζωή, αποφάσισα, αυθαίρετα, να το κλείσω κι εγώ το φθινόπωρο του 2013. Αυτή η έρευνα κατέλαβε σημαντικό μέρος της ζωής μου τα τελευταία δέκα σχεδόν χρόνια Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν υπακούει σε καμιά άλλη σκοπιμότητα, παρά στο στραβό μου το κεφάλι, και αυτό ακριβώς το κεφάλι είναι που με ώθησε να ψάξω στα σημεία όπου τέμνονται η λόξα για την πόλη με τη λόξα για τον κινηματογράφο.
Σε κάθε κύριο λήμμα περιλαμβάνονται, ιδανικά, τα εξής: ονομασία / διεύθυνση / τηλέφωνο / σχόλια για το όνομα / διάταξη / σχόλια για το χώρο / ιδιοκτήτης / εποχή του χρόνου που λειτουργεί / χρονολόγηση λειτουργίας / ερευνητικά ή άλλα περιστατικά/ προσωπικές, λογοτεχνικές, κινηματογραφικές ή άλλες αναφορές / σημερινή κατάσταση του χώρου / διαφημίσεις / διάφορα / ενδεικτικές ταινίες σε ετήσια (και όχι κατ΄ ανάγκην σε μηνιαία) σειρά.
Αθροίζοντας τα 600 και πλέον λήμματα του βιβλίου, προκύπτει η πόλη! Ναι, ακριβώς, προκύπτει η πόλη των Αθηνών με τις συνοικίες, τους δρόμους, τις πλατείες, με τους κατοίκους της, τα τερτίπια τους, την καθημερινή, κρυφή ή φανερή ζωή τους, την καθαρή ή βρώμικη ζωή.
Η μέθοδος δουλειάς που ακολούθησε ο Φύσσας είναι η απ’ ευθείας και επί τόπου σχολαστική στο περπατητό έρευνα και τεκμηρίωση, για ένα προς ένα από τα πεντακόσια και βάλε ονόματα κινηματογράφων της Αθήνας με ή χωρίς οροφή και με την συνδρομή πλήθους πρόθυμων πληροφορητών, ανώνυμων και επώνυμων από την ευρύτερη και όχι μόνο κινηματογραφική πιάτσα.
Ένας γέροντας και μια γερόντισσα, από την απέναντι πολυκατοικία, μου έδωσαν πληροφορίες για τη διάταξή του, η οποία ήτανε τυπική, δηλαδή μπαίνοντας έβλεπες τις πλάτες των θεατών, και την οθόνη φάτσα μπροστά σου. Η κυρία το αποκάλεσε «μικρό, αλλά ωραίο και αγαπημένο», τα ίδια λόγια που μου λένε σχεδόν όλοι για κάθε παλιό θερινό. «Είχε πολύ φτηνό εισιτήριο και ψάθινες καρέκλες καφενείου». Τώρα (2005) στη θέση του υπάρχει πολυκατοικία με το κατάστημα «Ριμελίνο» στο ισόγειο, ενώ και η όλη περιοχή είναι μια πολύ ζωντανή εμπορική και συγκοινωνιακή πιάτσα.
Ψάχνοντας, βρήκα (2003) μια ευγενική κυρία από την Κρήτη, που έχει το περίπτερο στην απέναντι, την κατηφορική πλευρά της πλατείας, η οποία όχι μόνο μού επιβεβαίωσε την θέση της θερινής «Τιτάνιας» στο Παγκράτι, που έκλεισε το 1962, αλλά θυμάται (αμυδρά) «πολύ πράσινο και ειδικά γιασεμί».
Αυτά το 2008. Το καλοκαίρι του 2013, επισκεφτήκαμε με παρέα το χώρο. Ο «Καράμπας» έχει κλείσει. Τώρα η στοά έχει και όνομα «Στοά Ιατρού», είναι ανακαινισμένη, ενώ διαθέτει ποδηλατάδικο στο αριστερό της μέρος (μπαίνοντας) και το μεζεδάδικο «σαράντα τρίω» στο δεξί της μέρος, το οποίο έχει καταλάβει την αυλίτσα του «Καράμπα». Κάτσαμε, ήπιαμε, μιλήσαμε με τη Σοφία, τη Μαρία, το Νίκο. Μια χαρά μαγαζί. Και η μάντρα όπως τη θυμόμουνα.
Ήταν ένα σινεμά με μεγαλειώδη, μνημειακή πρόσοψη. Με λιτή, στιβαρή αρχιτεκτονική, βελούδινη αυλαία, βελούδινα καθίσματα στην πλατεία και μουσαμαδένια (πολυτέλεια για την εποχή του) στο μεγάλο εξώστη. «Τιτάνια Α», κραταιό προπολεμικό χειμερινό σινεμά της Πανεπιστημίου, γκρεμισμένο σήμερα. Δημιουργήθηκε εκεί που παλιότερα λειτουργούσε το «Μογκαντόρ» (δες λέξη, όπου και η προϊστορία του χώρου) και έφτασε αρκετά κοντά στην εποχή μας, ξεπέφτοντας στα τελειώματά του από αστικό σε εντελώς λαϊκό οπότε και έπαιζε «από πρωίας». Σταθερά στην Α’ προβολή, είχε 1.350 θέσεις, που αργότερα μειώνονταν σταδιακά.
Βρέθηκα πρώτη φορά εδώ ερευνώντας, το 2004. Στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου η «Εύα», υπάρχει το υαλοπωλείο «Le beau magazin, Ντίνα». Ένας κύριος, παρών εντός του γυαλάδικου, μου είπε: «Tο σινεμά έπεσε το 1974. Γύρισα από την επιστράτευση και δεν υπήρχε πια». Από αυτό συμπεραίνω ότι η «Εύα» έμεινε τρία χρόνια άπραγο κουφάρι. Εξάλλου, δυο νέοι άντρες από το ψιλικατζίδικο διαγωνίως μού είπαν ότι η προηγούμενη χρήση του οικοπέδου που ερευνούσα ήταν μποστάνια με ένα εξαιρετικά μεγάλο πηγάδι και στέρνες όπου πότιζαν τα άλογα. Αυτό το είχαν ακούσει από πολλούς γέρους και γριές και το είχαν σίγουρο.
Ενδεικτικές ταινίες: «Αναστασία» με την Ίγκριντ Μπέργκμαν – «Ο Τζέρυ Λιούις ταχυδακτυλουργός» – «Έγκλημα στην πράσινη τσόχα» – «Τα πεντάδυμα του Τζέρυ Λιούις» – «Ο δολοφόνος με το μαύρο γάντι» – «Αμαρτωλός γάμος» – «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» – «Οι 5 χρυσοδάκτυλοι του Λονδίνου» και πόσα άλλα ακόμα…
΄Ω έξοχοι Ναοί της πρώτης και ουσιαστικότερης κινηματογραφικής μου παιδείας, ώ ιεροί και ευλογημένοι τόποι των σκασιαρχείων μου, Ροζικλαίρ και Αλάσκα της Πατησίων, με έργατα δύο, το ένα σεξουάλα το άλλο καουμπόγια από τις δέκα το πρωί, ρυπαρό Αθηναϊκόν της Πλατείας Δημαρχείου με τον Αντρέα και το σάμαλι στον ταβά, ο κατηφορικός Αρίων της οδού Αθηνάς, το Μόντιαλ της Πανεπιστημίου, που κανένα σας πια δεν υπάρχει σήμερα, και ιδού οι πληροφορίες που συγκεντρώνει ο Φύσσας για το αγαπημένο μου Μόντιαλ στα Χαυτεία, του πάλαι ποτέ ελληνικού λαϊκού double bill:
Το Μόντιαλ ήτανε κάποτε αρχοντικό σινεμά. Ήθελε να ξεχωρίζει. Είχε ακριβότερο εισιτήριο από τα άλλα τριγύρω του. Η είσοδος του σινεμά και η πλατεία ήτανε στην Πανεπιστημίου, αλλά η είσοδος του εξώστη ήταν χωριστά, επί της Μπενάκη, δυο τρία μαγαζιά μέσα από την Πανεπιστημίου, με ξεχωριστό ελεγκτή / κόφτη εισιτηρίων και σκάλα για να ανεβαίνει ο κόσμος. Ο εξώστης είχε πάγκους, όχι καθίσματα. Από το ίδιο πλάι και η είσοδος για την καμπίνα προβολής. Μηχανικός ο Αλέκος, πολύ καλός άνθρωπος. Με μια μεγάλη τσάντα, όπως όλοι οι μηχανικοί των σινεμά τότε, κουβάλαγε εργαλεία, κόλλες για τις ταινίες, κόφτες, κατσαβίδια. Μεγάλο σινεμά και πλατεία με ωραία βελούδινα καθίσματα. Μύριζε η επένδυση στους τοίχους φρέσκο ξύλο και λεμόνι η φτηνή κολόνια «Μενούνος» από το φλιτ της ταξιθέτριας.
Ο εξώστης ήταν τόσο χαμηλός, ώστε αν κάποιος θεατής σήκωνε το χέρι του, η σκιά του χεριού παρεμβαλλόταν στην προβολή και φαινότανε στην οθόνη. Αυτό ήταν μια πολύ συνηθισμένη πλάκα. Όταν όμως το σινεμά έπαιξε το ‘Και ο θεός έπλασε τη γυναίκα’, του Ροζέ Βαντίμ, τότε πολλοί θεατές απλώνανε το χέρι τους και κατά κάποιο τρόπο ‘χάιδευαν’ το γυμνό κορμί της Μπριζίτ Μπαρντό! Επίσης, εδώ ρώτησα κάποιον τι ώρα είναι και εκείνος έβγαλε ένα ξυπνητήρι από την τσέπη του για να μου πει: «Πέντε παρά πέντε». Ήταν ένας από αυτούς που κάνανε τη γνωστή πλάκα: Βάζανε το ξυπνητήρι να χτυπήσει δυνατά στη διάρκεια της προβολής, ώστε μετά να φωνάζουνε, ‘Έξω ρε οι πρωινοί’.
Δονκιχωτικό το εγχείρημα του Φύσσα; Εξαιρετικά δονκιχωτικό αλλά εξόχως γοητευτικό και μοναδικό στο είδος του, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας του και υπέροχο όπως οι γνωστοί μας υπέροχοι «Εφτά» του μεγάλου Τζόν Στάρτζες, στο Μόντιαλ πάλι.-