Ράνια Παπακώστα.
Liquid hand soap: Angel’s Breath. Πάτησε με τον αντίχειρα την αντλία του κρεμοσάπουνου, χύνοντας αρκετό στις ανοιχτές του παλάμες και γύρισε την στρόφιγγα της βρύσης με τον αγκώνα. Καθώς πλενόταν, είδε χιλιάδες αγγέλους πάνω απ’ τον νιπτήρα, να ζεσταίνουν με τα χνώτα τους τα παγωμένα απ’ το νερό χέρια του. Βγήκε απ’ το μπάνιο χωρίς να κλείσει την βρύση, ούτε το φως, και κατευθύνθηκε παραπατώντας ως το σαλόνι. Κάθισε στην άκρη του καναπέ και σήκωσε ένα μισοάδειο ποτήρι απ’ το πάτωμα, κατεβάζοντας μια γερή γουλιά τζιν. Τα χέρια του έτρεμαν και ήταν ακόμη υγρά. Γύρω του άδεια κουτιά πίτσας, παλιές εφημερίδες, χώματα και λάσπες. ‘Τι συνέβη; Τι διάολο συνέβη; Πώς είναι δυνατόν;’ Άρχισε να βρίζει, στην αρχή χαμηλόφωνα, έπειτα πιο δυνατά, στο τέλος σχεδόν ούρλιαζε.
Η μέρα σήμερα είχε ξεκινήσει ιδανικά, και αυτό τον εξαγρίωνε περισσότερο, ότι δηλαδή η εξέλιξή της, κάθε άλλο παρά τέτοια ήταν. Αυτό το πρωί, μετά από καιρό, είχε ξυπνήσει ευδιάθετος και ξεκούραστος. Δεν ένιωθε άρρωστος ή εξαντλημένος, και αντί όπως συνήθως να συνεχίσει να κοιμάται, αποφάσισε να κάνει κάτι παραγωγικό. Σκέφτηκε ότι θα ήταν καλή ιδέα, να φυτέψει εκείνες τις τριανταφυλλιές στον κήπο, που τόσο άρεσαν στην μητέρα του. Θα ήταν μια καλή αφορμή να την καλέσει για επίσκεψη, μετά από πολύ καιρό που είχαν να μιλήσουν.
‘Απ’ όλες τις γαμημένες μέρες γιατί σήμερα, γιατί ειδικά σήμερα;’
Ο κήπος ήταν ρημαγμένος, αλλά το θέαμα δεν τον πτόησε. Κρατώντας ένα παμπάλαιο φτυάρι από την αποθήκη στο ένα χέρι, και ένα σακουλάκι με σπόρους στο άλλο, βρήκε ένα καλό σημείο δίπλα στον φράχτη και άρχισε το σκάψιμο. Ενώ έσκαβε, σιγοτραγουδούσε το αγαπημένο του κομμάτι. Aπό τότε που είχε χαλάσει το ραδιόφωνο, τραγουδούσε συχνά μόνος. Δεν είχε πάει να αγοράσει άλλο, δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι. ‘Sweet home Alabama, where the skies are so blue. Sweet home Alabama, Lord I’ m coming home to you’. Κάποια στιγμή το φτυάρι συνάντησε αντίσταση. Εκείνος έσκυψε να ψηλαφίσει με τα δαχτυλά του το χώμα, για να βρει το εμπόδιο. Βυθίζοντας το χέρι του στο έδαφος, έπιασε κάτι λεπτό και σκληρό, σαν κλαδί, και αφού τίναξε τα χώματα γύρω απ’ την περιοχή, μια έντονη αντανάκλαση τον ανάγκασε να κλείσει τα μάτια. ‘Οταν τα άνοιξε, το πρώτο πράγμα που είδε, ήταν οι μικρές ιριδίζουσες πέτρες απ’ το βραχιόλι της μπροστά στο πρόσωπό του, να τον τυφλώνουν με την λάμψη τους, αφού πάντα συνήθιζε να τον χαιδεύει με την ανάστροφη του χεριού της από το μέτωπο ως το πιγούνι. ‘Θα ζήσω γιατρέ μου; Ψήνομαι στον πυρετό’, την πείραξε. Εκείνη έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε δυνατά. Δεν το βαριόταν ποτέ αυτό τ’ αστείο, κι ας της το έλεγε κάθε φορά που τον χάιδευε με τον ιδιαίτερο τρόπο της. ‘Μην φύγεις’, της ψιθύρισε σχεδόν ικετευτικά, ‘Θ’ αλλάξω’. Εκείνη πήρε αμέσως το σοβαρό της ύφος ‘Ο μόνος τρόπος ν’ αλλάξεις, είναι να φύγω’, του απάντησε. Γύρισε την πλάτη της και μπήκε στη θέση του οδηγού μιας πανέμορφης καφεκίτρινης Buick του ’84, δώρο του πατέρα της. Καταβάθως, δεν την αδικούσε που έφευγε. Οι μέρες κοντά του είχαν γίνει κόλαση, με τα καθημερινά βίαια ξεσπάσματά του και την παντελή αδιαφορία του για οτιδήποτε την αφορούσε. Σήκωσε τις βαλίτσες της και τις έβαλε στο πορτ μπαγκάζ. Μ’ ένα ελαφρύ χτύπημα στο καπό, της έκανε νόημα να ξεκινήσει. Εκείνο το χτύπημα στο καπό, το άκουγε συχνά στον ύπνο του. Μόνο που στα όνειρά του, ο ανεπαίσθητος σχεδόν ήχος της λαμαρίνας, μετατρεπόταν στην εκκωφαντική τυμπανοκρουσία μιας άγριας φυλής κανιβάλων της Αφρικής, στην τελετή που λάμβανε χώρα για τον εξαγνισμό του, πριν τον κατασπαράξουν.
‘Ένα χρόνο είχα να το βάλω το ρημάδι στο στόμα μου. Έναν ολόκληρο χρόνο’.
Από τον κήπο έφυγε σχεδόν τρέχοντας, και πασχίζοντας με δυσκολία να πάρει μια σωστή αναπνοή, κατέβηκε πηδώντας τα σκαλοπάτια στο υπόγειο. Ψάχνοντας απελπισμένα στο σκοτάδι, κατάφερε να βρει τον ηλεκτρολογικό πίνακα. Πίσω του, βρισκόταν ένα παλιοκαιρισμένο μπουκάλι τζιν που ανήκε στον πατέρα του, από την εποχή ακόμη που ζούσε με αυτόν και τη μητέρα του. Πάντα γνώριζε την κρυψώνα του, αλλά είχε αποφασίσει να το αφήσει εκεί για να δοκιμάσει τα όριά του, την δύναμη της θέλησής του. Την ημέρα που εκείνη έφυγε, ορκίστηκε πως δεν θα ξαναπιεί.
Άρπαξε το μπουκάλι και ανέβηκε στο σπίτι. Έχυσε μια τεράστια ποσότητα σ’ ένα ποτήρι και αφού ήπιε κάμποσο, πήγε να πλυθεί.
‘Θα τρελαθώ. Ειλικρινά θα τρελαθώ. Τι παιχνίδια μού παίζει το μυαλό μου;’
Στο δωμάτιο είχε αποπνικτική ζέστη. Οι τοίχοι έβραζαν και μεγάλες ολοστρόγγυλες φουσκάλες από πλαστικό χρώμα και σοβά, σχηματίζονταν στην επιφάνειά τους, ενώ από τις λάμπες σε σχήμα κεριών του πολυελαίου της οροφής, χοντρές σταγόνες γυαλιού έσταζαν στο πάτωμα. ‘Αέρα. Χρειάζομαι καθαρό αέρα’.
Έφτασε τρεκλίζοντας ως το παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα. Ενώ ρουφούσε λαίμαργα οξυγόνο, είδε με την άκρη του ματιού του έναν τύπο κάτω στο δρόμο, να κοιτάει προς το μέρος του. ‘Ωραίο αμάξι φίλε! Δικό σου είναι;’ τον ρώτησε ο περαστικός δείχνοντας προς το γκαραζ του σπιτιου. ‘Δεν έχω αμάξι’, απάντησε εκείνος απότομα και έκλεισε με δύναμη το παράθυρο.