Μιλιούνια σκορπιοί – Οικογενειακά άδυτα

0
347

Της Κατερίνας Ασημακοπούλου.

«Οι δημιουργικές δυνάμεις σπεύδουν ολοταχώς όποτε η ψυχή απειλείται»: η φράση αυτή του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν είναι η προμετωπίδα του νέου βιβλίου του Πασκάλ Μπρυκνέρ, «Ένας καλός γιος». Είναι επίσης μια υπόθεση την οποία ο ίδιος ο Μπρυκνέρ επιβεβαιώνει με το βιβλίο του αυτό, όπως και με όλη του τη συγγραφική δραστηριότητα. Μπορεί η πρώτη, παιδική του αντίδραση απέναντι στην απειλή της ψυχής του από τον πατέρα του να ήταν η προσευχή για το θάνατο αυτού, οι δημιουργικές δυνάμεις όμως, πράγματι, δεν άργησαν να σπεύσουν. Και ο Μπρυκνέρ στοχάστηκε, δημιούργησε, έγραψε μυθιστορήματα όπως «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα» και δοκίμια όπως «Η αέναη ευφορία», που ταρακούνησαν τον κόσμο γύρω του – όλα βασισμένα, πέρα από το ταλέντο του, στη μάχη που έπρεπε να δώσει ενάντια στον ίδιο του τον πατέρα για τη σωτηρία της ψυχής του.

Στο «Ένας καλός γιος» ο Μπρυκνέρ έχει καταφέρει να συνδυάσει με εξαίρετο τρόπο την αυτοβιογραφία με το δοκίμιο. Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης βρίσκεται σε δύο διαφορετικές νοητικές καταστάσεις, άλλοτε εναλλακτικά και άλλοτε ταυτόχρονα: η μία είναι εκείνη του δέκτη μιας βαθιάς εξομολόγησης και η άλλη του συντρόφου του συγγραφέα στα ταξίδια του στοχασμού του. Παρόλο που η αφήγηση του Μπρυκνέρ ξεκινά από την παιδική του ηλικία και φαίνεται να είναι παράλληλη με το χρόνο, ο συγγραφέας πηγαίνει συχνά μπροστά και γυρίζει ξανά πίσω, ακολουθώντας τους συνειρμούς του. Παρόλο που χωρίζει την αφήγηση του σε τρία μέρη, δε φαίνεται να θέλει τη δομή του υλικού του ιδιαίτερα σφιχτή. Καταδυόμενος στις αναμνήσεις του και στον εαυτό του, δείχνει να στέκεται στα σημεία που θεωρεί πιο ενδιαφέροντα και να αφήνει ελεύθερο το δοκιμιακό του δαιμόνιο.

«Η είσοδος στα οικογενειακά άδυτα είναι σαν να σηκώνεις μια πέτρα κάτω απ’ την οποία κρύβονται μιλιούνια σκορπιοί». Ποια είναι λοιπόν τα βιώματα του Μπρυκνέρ που παρομοιάζονται με σκορπιούς; Είναι η παιδική και εφηβική του ηλικία, που σφραγίστηκε από έναν πατέρα βίαιο και μια μητέρα – θύμα της βιαιότητας αυτής, λεκτικής και σωματικής. Ο πατέρας του Μπρυκνέρ, αντισημίτης και ρατσιστής, απολάμβανε να ταπεινώνει τη μητέρα του με όλους τους δυνατούς τρόπους στήνοντας μαζί της ομηρικούς καβγάδες που γίνονται η καθημερινότητα του Πασκάλ. Φεύγοντας από το πατρικό του για το Παρίσι γνωρίζει τον κόσμο έξω από την οικογένεια του, ερχόμενος σε επαφή με σημαίνοντες ανθρώπους των γραμμάτων αλλά και με τη στυφότητα της απομυθοποίησης. Η ανάγνωση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του: «Τα βιβλία με έσωσαν. Από την απελπισία, τη βλακεία, τη δειλία, την πλήξη», γράφει. Μετά το θάνατο της μητέρας του βρίσκεται εκ νέου αντιμέτωπος με τον γερασμένο μεν, αμετανόητο δε πατέρα του, όπως και με τα αισθήματα του απέναντι σε αυτόν.

Εκείνο που διαφοροποιεί το βιβλίο «Ένας καλός γιος» από την οποιαδήποτε αφήγηση μιας ζωής σημαδεμένης από το οικογενειακό δράμα, εκείνο το στοιχείο που απαλλάσσει τον αναγνώστη από το αίσθημα του οίκτου και την ηδονή της κλειδαρότρυπας, είναι η ίδια η στάση του Μπρυκνέρ απέναντι σε αυτήν τη ζωή. Το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί μια απλή εξομολόγηση τραυμάτων ούτε περιγραφή μιας φωτεινής πορείας προς την κάθαρση. Τα βιώματα του Μπρυκνέρ γίνονται εφαλτήριο σκέψεων, συνειδητοποιήσεων και ξαφνικών αποκαλύψεων που αφορούν τον καθένα από εμάς, στο μέτρο που όλοι έχουμε κάτι κοινό: γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα σε μια οικογένεια, προσπαθήσαμε ή και καταφέραμε να εξεγερθούμε εναντίον της, γνωρίσαμε ανθρώπους και κάναμε φίλους, θαυμάσαμε και απογοητευτήκαμε, αλλάξαμε και επιβιώσαμε.

«Φεύγει κανείς από την οικογένεια για να γλιτώσει απ’ τους γονείς του, αλλά κυρίως από τον ίδιο. Θέλουμε να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας για να τον ξαναφτιάξουμε αλλιώς. Γνώθι σαυτόν – για τους Έλληνες, ετούτη η προσταγή σήμαινε να συνειδητοποιήσει κανείς τα όρια του. Όμως γνωρίζουμε γρήγορα τον εαυτό μας, δεν είμαστε και τόσο ξένοι μ’ εμάς. Πόσο θλιβερό είναι αργότερα το να μην μπορείς παρά να είσαι ο εαυτός σου και να μην έχεις τη δυνατότητα να τον ξεχάσεις! Είναι σπουδαία τέχνη το να μπορεί κανείς να ξεπερνά τον εαυτό του, να τον εκπλήσσει», γράφει ο Μπρυκνέρ αναλογιζόμενος την συναισθηματική του κατάσταση λίγο προτού αφήσει την οικογενειακή εστία με προορισμό το Παρίσι.

Μέσα στο «Ένας καλός γιος» βρίσκει κανείς θραύσματα τόσο της ζωής του Μπρυκνέρ, όσο και της δικής του ή των ανθρώπων που γνωρίζει. Σκέψεις για τον έρωτα, για την πολιτική, τη φιλία, τη μουσική και τη λογοτεχνία. Βρίσκει εξαιρετικά αποσπάσματα για τη συγγραφή ως πράξη και τρόπο ζωής. Εκείνο όμως που δεν παύει να ξεπροβάλλει και να επιβάλλεται μέσα στις σελίδες του είναι η μορφή του πατέρα. Ενός πατέρα – δεσπότη, που λέει στο γιο του «Μπορείς να με μισείς όσο θέλεις, η εκδίκηση μου είναι πως μου μοιάζεις». Και μπορεί, όντως, αυτή να υπήρξε η εκδίκηση του πατέρα του Μπρυκνέρ. Η εκδίκηση όμως του γιου του απέναντι σε αυτόν ήταν και είναι ο τρόπος με τον οποίο αγκάλιασε τη ζωή, το γεγονός ότι μπόρεσε να δημιουργήσει ό,τι δημιούργησε όχι μόνο κόντρα, αλλά και χάρη στα σαθρά θεμέλια στα οποία βασίστηκε η ύπαρξη του. Η εκδίκηση του ήταν η συγχώρεση.

 

Πασκάλ Μπρυκνέρ, Ένας καλός γιος, μετ: Γιάννης Στρίγκος, Πατάκης

 

Προηγούμενο άρθροΜικρά κριτικά #1
Επόμενο άρθροΤα σινεμά της Αθήνας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ