Στο Γραφείο Καθηγητών του Ιλκέρ Τσατάκ. “Πιο δύσκολο κι από κύβο Ρούμπικ” (του Μανώλη Γαλιάτσου)

1
747

του Μανώλη Γαλιάτσου

 

Κάθε πράξη Στο Γραφείο Καθηγητών (The Teacher’s Lounge, 2023) κρύβει μέσα της τους μηχανισμούς της αυτοκαταστρεπτικής της αντίφασης. Κάθε ενέργεια, ακόμα και σκέψη, γεννά αυτομάτως τον στοιχειοθετημένο αντίλογό της. Όχι την αντίφαση ή τον αντίλογο του διαλεκτικού πλούτου αλλά τον ακινητοποιητικό αντίλογο και την αντίφαση του έμπρακτου αδιεξόδου. Το μεγαλύτερο επίτευγμα –και η ειδοποιός διαφορά- στην ταινία του Τουρκικής καταγωγής, Γερμανού κινηματογραφιστή, Ιλκέρ Τσατάκ, είναι η δημιουργία ενός, διαρκούς, ασφυκτικού σχεδόν, κλίματος ψυχολογικής έντασης, στα όρια του φόβου -ή ακόμα και του τρόμου-, χωρίς την ανάγκη προσφυγής στην αίσθηση απειλής εναντίον κάποιου προσώπου ή της ζωής του. Όταν κάτι τέτοιο  συμβαίνει σ’ έναν θεσμικά κατοχυρωμένο χώρο, όπως αυτός του σχολείου, θεματοφύλακα του «ορθού Λόγου», της «γνώσης», της «τάξης» και της «εύρυθμης» λειτουργίας, τότε τα πράγματα αποκτούν τον αντίκτυπό τους σε επίπεδο σχέσης πρωτογενούς Πολιτικής πράξης και ευρύτερης κρίσης του Πολιτισμού. Από πού όμως απορρέει αυτό το κλίμα φόβου και το αίσθημα της απειλής; Από τη σύγκρουση δύο εντελώς διαφορετικών, αλλότριων πραγματικοτήτων, μεταξύ των οποίων συνήφθη κάποια στιγμή ένας, όχι χωρίς στοιχεία βίας, αρκετά παράδοξος και παράταιρος γάμος: Ο γάμος της Ηθικής με την Πολιτική. Αυτό που φαίνεται να συντρίβεται σ’ αυτήν την ταινία είναι η πολυπλόκαμη και πανταχού παρούσα, κάθε στιγμή,  διάσταση της «πολιτικής ορθότητας». Τα εύσημα της ηθικής «καθαρότητας», με άλλα λόγια, που αποφάσισε σε μια δεδομένη ιστορική περίοδο η παγκόσμια πολιτική τάξη να απονείμει στον εαυτό της, ως αντισταθμιστικό «κοινωνικό όφελος» της πανταχόθεν επιβεβλημένης κυριαρχίας της. «Και ποιο το κακό αυτής της σύμπλευσης;», θα αναρωτιόταν κάποιος ευσυνείδητος, επαγγελματίας καλοπροαίρετος: ότι η πολιτική ορθότητα δεν περιφρουρεί τους όρους της Ηθικής: τους επιτηρεί, τους «ερμηνεύει» και –κατά την περίσταση- τους προσαρμόζει. Το Δυτικό πνεύμα υποχώρησε, σχεδόν αμαχητί, κατά αιώνες, μετά την ανοίκεια επιβολή – και αυτό είναι κάτι που εύκολα διαπιστώνεται, πιο εύκολα ίσως απ’ οπουδήποτε αλλού, στις «αμελητέες λεπτομέρειες»: στο καθημερινά «ασήμαντο», στον τρόπο ερμηνείας κάθε κρυμμένης σημασίας της ζωντανής εικόνας του: Η μεθοδολογική επικράτηση της έννοιας του  «αυτονόητου», εκτοπίζει ανά πάσα στιγμή τις κρίσιμες ερωτήσεις -ή τις εύλογες αμφιβολίες- και ακυρώνει κάθε διαλεκτική ανάπτυξη και κατακτημένη εξέλιξη της ιστορίας της σκέψης: επιστροφή ολοταχώς στη, φιλοσοφικά, αρχέγονη εποχή της κενής «γνώμης», του τυχαίου παραδείγματος;

Το αίτημα της Πολιτικής, της διυλίζουσας τον κώνωπα και καταπίνουσας την κάμηλο, να εμφανίζεται στο προσκήνιο με όρους αρωγού, υπέρμαχου και «προστάτη» της ηθικής πλευράς των πραγμάτων, στην πραγματικότητα είναι πολύ παλιό: Δεν εξαιρεί ούτε -καν- τον Μακιαβέλι, ούτε τον Ταλεϋράνδο, αλλά βέβαια φτάνει και μέχρι τις απαρχές της Ιστορίας, αφού κάθε πολιτική επιδίωξη γνώριζε πάντοτε την τέχνη της μεταμφίεσης, υπό τον μανδύα του «εθνικού», του ιερατικού, του τοπικά αξιακού ή όποιου άλλου ιδεολογήματος, για την επίτευξη των στόχων της. Η διαφορά με τη σύγχρονη εποχή είναι η «πειθώ» που άσκησε και πέτυχε για την αναγκαιότητα της υποχρεωτικότητάς της η Πολιτική, καθώς μετατόπισε το αίτημα, με το πρόταγμα του «πολιτικώς ορθού» να αναρριχάται στο επίπεδο του διαρκούς, «καθολικού και πανανθρώπινου». Το τέχνασμα παλαιόθεν γνωστό, στο πλαίσιο της Λογόσφαιρας: Με το πρόσχημα της θεσμικής κατοχύρωσης του αυτονόητου και «αποδεκτού» απ’ όλους, ελευθερώνεται ο αναγκαίος χώρος προκειμένου να εισβάλει ανενόχλητη η αιτιολόγηση των τερατογενέσεων.

Η αρχική ιδέα της ταινίας είναι εξαιρετικά απλή: Μια σειρά μικροκλοπών, οι οποίες σημειώνονται στην πρώτη τάξη ενός Γερμανικού Γυμνασίου, υποχρεώνουν την Πολωνέζα καθηγήτρια να θέσει το θέμα στο συμβούλιο των καθηγητών ώστε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα εντοπισμού του δράστη και επαναφοράς της σχολικής μονάδας στη χρηστή και απρόσκοπτη λειτουργία της. Όσο όμως απλή είναι η αφετηρία της ταινίας, τόσο σύνθετη γίνεται η συνακόλουθη ανάπτυξη και η «εφαρμογή» της. Η διαρκής χρήση της κάμερας στο χέρι επιτείνει τη μόνιμη αίσθηση ψυχολογικής αστάθειας.

Η ηθικά ακέραια, ακριβής και ιδιαιτέρως προσεκτική στους χειρισμούς της νεαρή καθηγήτρια δεν αντιλαμβάνεται, μιας κι εξαρχής, το ανέφικτο της απόπειρας να κρατηθεί η έρευνα των συμβάντων στην ενήλικη σφαίρα, εκτός των τειχών της μαθητικής αίθουσας και της υπόλοιπης σχολικής κοινότητας εν συνεχεία. Αυτό το οποίο φαίνεται να διαφεύγει του ιδεαλισμού της είναι ότι η συγκεκριμένη ηθική κρίση δεν μπορεί, απ’ τη φύση της,  να παραμένει στα όρια της ιδιωτικής διένεξης ενός δράστη και του συλλογικού υποκειμένου που αποτελεί το σώμα των καθηγητών, αλλά ότι αποτελεί κοινή ιδιοκτησία και διεκδικεί τον δημόσιο χώρο ενδιαφέροντος του συνόλου της κοινότητας, ακόμα κι αν πρόκειται για τους λιλιπούτειους πρωτοετείς ενός διαπολιτισμικού σχολείου. Αυτό που δεν θ’ αργήσει άλλωστε ν’ αντιληφθεί, από πρώτο χέρι, η καθηγήτρια, είναι ότι τα παιδιά δεν συνιστούν τον πιο ευκαταφρόνητο πιθανό αντίπαλο. Ίσως γιατί οι γενικές εντυπώσεις που τα διέπουν -και διαθέτουν τα παιδιά- από τη σφαίρα της Ηθικής και της Πολιτικής, τους δίνουν το «πλεονέκτημα» της κατά βούληση, στη δοσολογία και στη σημασιολογία, ανάμειξής τους, χωρίς διαφοροποιητικά κριτήρια για τα –όχι πάντα ευδιάκριτα- όρια της εισαγωγής στον καιροσκοπισμό και τον αμοραλισμό. Αυτό δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο η σεκάνς με την, εκ του ασφαλούς από τους δράστες, παραποιημένη συνέντευξη της καθηγήτριας στη σχολική εφημερίδα. Στημένη συνέντευξη-παγίδα, όπως αποδεικνύεται, την οποία οι μαθητές αιτιολογούν και «αθωώνουν», στηριγμένοι στην ίδια την εκπαιδευτική γνώση, με την επίκληση του λατινικού ρητού «Η αλήθεια δεν γνωρίζει όρια», δίνοντας ταυτόχρονα ένα άκρως δημαγωγικό «μάθημα» πολιτικής ευαισθησίας για τη λογοκρισία, τη δημοσιογραφία και τη Δημοκρατία, κατά το δοκούν. Ο «πολιτικώς ορθός» παραλογισμός, επίσης, να καταγράφεις τον δράστη με την κάμερα του λάπτοπ (όπως κάνει η νεαρή καθηγήτρια) αλλ’ αυτό να θεωρείται παράνομη πράξη, παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων, και να καταλήγει να στρέφεται εναντίον σου. Αλλά κι από την άλλη: Σε τι διαφέρει, για παράδειγμα, η παρότρυνση κάποιων εκ των καθηγητών στους νεαρούς εκπροσώπους της τάξης να γίνουν οι χαφιέδες των συμμαθητών τους, όχι με ευθεία κατονομασία των «υπόπτων», για να μην τους φέρουν σε δύσκολη θέση, αλλά μ’ ένα απλό γνέψιμο της κεφαλής, από την αντίστοιχη μέθοδο της ναζιστικής «διευκόλυνσης» προς τους κατοχικούς δωσίλογους; Μια πρακτική «ξεσηκωμένη» αυτούσια από τις πιο μελανές σελίδες της Ιστορίας, με όλα τα «πλεονεκτήματα» της δοκιμασμένης μεθόδου:  «να πράττεις το σωστό, χωρίς το τυπικό των ενοχλητικών (καθότι συκοφαντημένων;) και ηθικά μεμπτών ενεργειών». Ένα κοινό νεύμα, άλλωστε, δεν μπορεί ποτέ ν’ αξιώνει σε βάρος το ανάλογό του με την πράξη του κατονομασμού. Αλλά και αυτό γίνεται στο όνομα της «πολιτικής ορθότητας» γιατί, όπως τους επισημαίνουν κάποιοι καθηγητές, ως μαθητικοί εκπρόσωποι έχουν τις ευθύνες τους για την τήρηση των κανόνων και τη σωστή λειτουργία της τάξης. Οι μαθητές ενδίδουν στην υπόδειξη. Η εχεμύθεια εκ μέρους των καθηγητών είναι, εννοείται, εγγυημένη.

Άλλοτε κάποιοι απ’ τους καθηγητές κατανοούν τα λάθη τους και ζητάνε συγγνώμη. Και άλλοτε, κάποιοι απ’ τους μαθητές δεν διστάζουν, σε στιγμές, να γίνονται άδικοι ή και απρεπείς, αλλά και να είναι αυτοί οι ίδιοι οι οποίοι στέκονται αλληλέγγυοι προς τον συμμαθητή τους, έστω και με τους λάθος τρόπους ή για τους λάθος λόγους. Όταν το πρόβλημα εντοπίζεται στη μητέρα του καλύτερου μαθητή της τάξης, εργαζόμενη η ίδια στο τμήμα τεχνικής υποστήριξης του σχολείου, η συνεπής καθηγήτρια δανείζει στον γιο έναν κύβο Ρούμπικ, προκαλώντας τον να βρει την αλγοριθμική λύση του. Ο γρίφος του κύβου, εν τούτοις, μοιάζει απείρως απλούστερος από τον άκρως δυσεπίλυτο  που καλείται τώρα να αντιμετωπίσει η ίδια: Την ηθική κάθαρση, στο θέμα των κλοπών, χωρίς την ταυτόχρονη διασάλευση της σωστής μαθητικής λειτουργίας – και χωρίς  συνέπειες κλυδωνισμών στον εύθραυστο ψυχισμό του παιδιού. Το πλέον ισχυρό όπλο για τον διπλό στόχο της είναι οι απολύτως ειλικρινείς της προθέσεις. Πόσο επαρκεί όμως άραγε αυτό;

Ο μαθητής πάντως καταφέρνει να συγκεντρώσει τους συμμαθητές του δίπλα του: πολύ γρήγορα αναδεικνύει χαρακτηριστικά ηγέτη. Και, όπως αποδεικνύει η ειδική άσκηση στο γυμναστήριο,  με τη λύση που επινοεί, κατέχει την τέχνη να κρατά τα ηνία και τη συνοχή της ομάδας γύρω από τον εαυτό του. Αυτά όμως όλα μοιάζουν να τον μετατρέπουν βαθμιαία σ’ έναν μικρό αναίσχυντο πολιτικάντη, της πιο παλιάς κοπής, νοοτροπίας και αντίληψης. Τα άλλα παιδιά, επίσης, μοιάζουν όλο και περισσότερο στους μεγάλους, σε ό,τι πιο αντιπαθητικό αυτοί διαθέτουν, όπως δείχνουν οι «δημοσιογράφοι» της σχολικής εφημερίδας. Γίνονται μικροί τύραννοι, αποκτούν κυνικά χαρακτηριστικά, κατά την ακριβή εικόνα των «μεγάλων» προτύπων τους. Περισσότερο έτοιμοι για έναν κόσμο της σκληρής αντιπαράθεσης, της επιβίωσης,  παρά για έναν κόσμο προσφερόμενο στην αλλαγή, της βελτίωσης. Η σχολική λειτουργία, με απλά λόγια,  εμφανίζεται εδώ σαν συνολική μετωνυμική μεταφορά της σύγχρονης, Δυτικού τύπου Δημοκρατίας.

Την τελευταία μέρα της «αναμέτρησης», ο στασιαστής –και αποβλημένος- μαθητής βγάζει τον κύβο Ρούμπικ μπροστά στην καθηγήτρια και με απλές και σίγουρες περιστροφικές κινήσεις κάνει όλες τις έδρες του ομοιόμορφες. Πρόκειται για πράξη αναμφίβολης αναγνώρισής του προς αυτήν, για τη σιωπηλή ολοκλήρωση μιας προσωπικής τους συνομιλίας. Αλλά και για μια πράξη επίδειξης ότι είναι ο αδιαμφισβήτητος κάτοχος της λύσης: αυτός που κερδίζει την παρτίδα. Και, όπως όλα δείχνουν, δεν φαίνεται να έχει διόλου άδικο. Το τελικό πλάνο θα μπορούσε να ονομάζεται: η «ενθρόνιση του άνακτα». Ο μαθητής, αρνούμενος να αποχωρήσει, αναγκάζει τους αστυνομικούς να τον σηκώσουν στα χέρια μαζί με το κάθισμά του, μετά τη λήξη των μαθημάτων και στο άδειο πλέον από μαθητές σχολείο. Ένας βασιλιάς χωρίς τους υπηκόους του; Με λήψη κοντρ πλονζέ, όλη η σκηνή παραπέμπει σε πανηγυρική περιφορά μετά τη μοναχική στέψη. Η «αυτοκρατορικής» πνοής ουβερτούρα του Μέντελσον από το Όνειρο Θερινής Νυκτός ενισχύει τις εντυπώσεις της προφανούς ειρωνείας. Και έτσι, ο πάλαι ποτέ καλύτερος μαθητής της τάξης του μετατρέπεται, έστω και για μια μόνη – χειμωνιάτικη  νύχτα, έστω και μόνο στη φαντασία του (αλλά και ποιος ξέρει για τα περαιτέρω;), σε «πολιτικό ίνδαλμα» και ηγετική φυσιογνωμία ολόκληρου του σχολείου.

Όπως γίνεται φανερό, ο Ιλκέρ Τσατάκ δεν μοιράζει διεγερτικά για την πλήξη. Έτη φωτός τον χωρίζουν από ευθύγραμμες και μονοσήμαντες αντιστοιχίσεις, όπως: νεότητα ίσον εντιμότητα και αθωότητα – ωριμότητα ίσον ηθική φθορά και παρακμή. Η νέα γενιά δεν φαίνεται να καταφτάνει, προς το παρόν, με τα δικά της, αναβαθμισμένα εφόδια. Μάλλον μοιάζει να ανακυκλώνει –και όχι υποχρεωτικά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο- τα δοκιμασμένα, παλιά υλικά. Σαν να λέμε: Ποιος προτίθεται να καθίσει άπραγος και να καιροφυλακτεί μέχρι την αυγή της επόμενης μέρας; Και τι ακριβώς είναι αυτό που θα αναμένει να δει; Αυτός ο κόσμος δεν είναι σίγουρο ότι έχει προλάβει ακόμη να πει τη χειρότερή του λέξη.

Η ταινία θα μπορούσε να ιδωθεί, άθελά της όμως, χωρίς να είναι, ευτυχώς,  στις εξαρχής προθέσεις της, ως ένα δοκιμιακό άνοιγμα γύρω από την έννοια της Χουσερλιανής Φαινομενολογίας, αφού τα συμβάντα, τα γεγονότα ή τα δεδομένα, μετατρέπονται διαρκώς σε φαινόμενα, των οποίων η σημασία έγκειται στον τρόπο με τον οποίον αντανακλώνται στο μυαλό και τη συνείδηση όσων συμμετέχουν σε αυτά. Μια παρόμοια ηθική στάση, όμως, έχει δυναμιτίσει ήδη τα θεμέλια της παράταιρης σχέσης με την Πολιτική, εφ’ όσον έτσι η Ηθική τίθεται στη βάση προσωπικών αντιλήψεων και ευθυνών και όχι νομικών ή πολιτικών επιταγών και αγκυλώσεων. Αυτή η αιφνίδια, σ’ έναν υπερβολικά «τακτοποιημένο» κόσμο, σχάση, η ένταση μεταξύ «πολιτικής ορθότητας» και ατομικής αντίληψης της Ηθικής, είναι που γεννάει το άγχος, την ανισορροπία, και εν τέλει τον τρόμο, στην ηρωίδα· άλλο τόσο και στον θεατή της ταινίας.

Η Ηθική λοιπόν φαίνεται να αφυπνίζεται και να αντιδρά στην επιβεβλημένη ετερονομία: στέκεται ξανά στα πόδια της, διεκδικεί την αυτονομία της και εγείρει εκ νέου τις αξιώσεις της. Στο τέλος αυτής της ταινίας, κάθε δυνατή έννοια πολιτικής ορθότητας, αλλά και πολιτικής των θεσμοθετημένων διευθετήσεων (συμβούλιο καθηγητών, σύλλογος γονέων, αποτυχημένος επιστημονικός (ψυχολογικός και νομικός) Λόγος, απλές ανθρώπινες συνεννοήσεις), αποδεικνύεται μάταιη, δυσλειτουργική και αδιέξοδη: Από όλες τις πράξεις λείπει η επαρκής ηθική τους αιτιολόγηση. Και είναι η παγκόσμια πολιτική τάξη αυτή που  βλέπουμε πεσμένη στο πάτωμα, με περίσσιο μόχθο να μαζεύει από κάτω τα χίλια ετερόκλητα κομμάτια της. Μήπως η κακοποιητική προσέγγιση της Ηθικής από την Πολιτική επιχείρησε εξαρχής να της κλέψει το πιο σημαντικό; Και μήπως αυτή η «αρπαγή» υπέκρυπτε, τεχνηέντως, τον πιο κρίσιμο κρίκο σ’ αυτήν την παλιά γνώριμη, τη βαρύτιμη αλυσίδα; Γνωρίζαμε για την απώλεια της ανθρώπινης περηφάνιας, το αίσθημα δηλαδή της βαθιάς ελευθερίας στην οποία στοχεύουν πάντα οι εποχές έντονης πολιτικής κρίσης. Αλλά τι απέγινε –και ποιος είναι εν τέλει- ο επιδέξια εξαφανισμένος, σχεδόν «χαμένος» κρίκος; Αυτός που θ’ απέτρεπε την απώλεια της ελευθερίας και θ’ απομάκρυνε τους ψυχολογισμούς  από την εγκαθίδρυση του τρόμου;

«Η Αισθητική μου είναι η Ηθική μου», διεκήρυττε βαθιά υπερήφανος, συγκλονισμένος σχεδόν, ο Συρανό ντε Μπερζεράκ.

Προηγούμενο άρθροΜικρά κριτικά εικονογραφημένα… με δυο λόγια  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΗ υποβλητικότητα του ονείρου στα 40 εμπύρετα όνειρα της Αγγελικής Πεχλιβάνη (της Δήμητρας Λουκά)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Αυτό που κάνει εντύπωση σην ταινία είναι το σφιχτοδεμένο μέτρημα του χρόνου κάθε σκηνής μέχρι την τελική κορύφωση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ