της Παναγιώτας Ζώη
Η παράσταση τελείωσε, ο κόσμος πήγε προς την έξοδο. Τα φώτα στην αίθουσα έσβησαν. Ένας προβολέας φώτισε τη σκηνή με τα μουσικά όργανα και ένας μικρότερος το μπαρ. Οι μουσικοί παρέμειναν. Ασχολήθηκαν με κάποια τεχνικά ζητήματα για να βελτιώσουν την ποιότητα του ήχου κι ύστερα κάθισαν στο τραπέζι που ήταν μπροστά από τη μπάρα.
Συνέχισα τη δουλειά μου, καθάρισα τον πάγκο, μάζεψα τα ποτήρια, άρχισα να τακτοποιώ τα μπουκάλια. Μου έκαναν νόημα, ήξερα ήδη τα γούστα του καθενός, ετοίμασα τα ποτά και τους τα πήγα. Τους άκουγα που συζητούσαν.
Ο Πέτρος είπε ότι το χειρότερό του κάθε φορά που γύριζε σπίτι, ήταν να βλέπει τα μάτια της γυναίκας του που ήταν συνέχεια κλαμένα, επειδή δυσκολεύονταν να κάνουν παιδί.
Δεν μπορούσε ν’ αντέξει την κατάσταση της μάνας του που είχε αλτσχάιμερ, σκεφτόταν συνέχεια πώς ήταν και πώς έγινε, ήταν διαρκώς χαμένη στον κόσμο της και ήταν αδύνατον να συνεννοηθεί μαζί της, είπε ο Γιάννης.
Ο ντραμίστας παραπονέθηκε για τους πονοκεφάλους που είχε και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί, είχε τρεις μέρες να κλείσει μάτι και το ξενύχτι τούς χειροτέρευε.
Ο Τάκης ο πιανίστας προσπάθησε να γυρίσει αλλού την κουβέντα. Διαμαρτυρήθηκε ότι με τόσες σπουδές όλοι τους, έπαιζαν τις νύχτες στα μπαρ ενώ ήξερε πως όλοι τους ονειρεύονται ακόμα μεγάλες ορχήστρες. Πάντως, είπε, ότι με αυτές τις συνθήκες όλα πήγαιναν ρολόι, το μαγαζί ήταν πάντα γεμάτο, όπως και οι τσέπες τους και πως έπρεπε να μην αφήνουν και τις προσωπικές τους δουλειές και καλό θα ήταν να κανονίσουν να κάνουν σύντομα και μια ηχογράφηση στο στούντιο.
Τότε είδα τον Τζέιμς που σηκώθηκε με φόρα, σαν να θυμήθηκε κάτι ξαφνικά, η καρέκλα έπεσε πίσω του, ανέβηκε στη σκηνή, πήρε το σαξόφωνο και άρχισε να παίζει ένα παλιό ερωτικό κομμάτι. Οι άλλοι σταμάτησαν τις κουβέντες για ν’ ακούσουν. Μετά από λίγο σηκώθηκε και η Στέλλα, πήρε το μικρόφωνο, κάθισε στο σκαμπό του πιάνου και συνόδευσε το υπόλοιπο της εκτέλεσης με τραγούδι.
«Το τραγουδούσα μικρή», του είπε όταν τέλειωσε, ήταν το αγαπημένο μου. Πάμε πάλι; Εκείνος όρθιος έβαλε τα χέρια στα πλήκτρα και άρχισε να παίζει το ίδιο κομμάτι απ’ την αρχή. Η Στέλλα έπιασε τον τόνο, τον ακολούθησε στο τραγούδι. Κανείς δεν μιλούσε, τους είχε συνεπάρει η στιγμή. Προς το τέλος του κομματιού η φωνή της Στέλλας τσάκισε. Σταμάτησε να τραγουδά. Ο Τζέιμς σταμάτησε κι εκείνος απότομα. Κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Κανείς τους δεν είπε λέξη.
Η Στέλλα άρπαξε το σαξόφωνο από τα χέρια του και το ακούμπησε κάτω. Ο Τζέιμς πήρε το αριστερό της χέρι, τράβηξε προς τα πάνω τα βραχιόλια, το έφερε γρήγορα στο στόμα και φίλησε την ουλή στον καρπό της. Εκείνη το τίναξε με δύναμη. Του γύρισε την πλάτη, έκανε στην άκρη μια τούφα απ’ τα μαλλιά της που είχαν πέσει στο μέτωπο, έφερε τα βραχιόλια στη θέση τους και πήγε και κάθισε με τους άλλους. Πήρε το ποτήρι με το ποτό της και το άδειασε. Ήρθε κι εκείνος στην διπλανή καρέκλα, στριφογύρισε στο μικρό του δάχτυλο το δαχτυλίδι που φορούσε. Έμειναν όλοι σιωπηλοί.
«Σε θυμάμαι παλιά Τζέιμς στο ωδείο», είπε ο Τάκης μετά από λίγο, «όταν η Σοφία έδωσε τέλος στη σχέση σας, μαθήτρια ήταν, τη θυμάμαι ακόμα. Κιτρίνισες και όπως πήγες να βγεις από την αίθουσα, μπέρδεψες τα πόδια σου, κι έτσι ψηλά που ήταν, σκόνταψες κι έπεσες στο διάδρομο, ήσουν αστείος. Απ’ τη ντροπή σου έτρεξες έξω και έτρεχες, έτρεχες προς τις γραμμές του τρένου και εμείς ξοπίσω σου να προλάβουμε τα χειρότερα, σου φωνάζαμε να σταματήσεις και όταν ακούστηκε το σφύριγμα του τρένου από μακριά το μυαλό μας πήγε αλλού, ευτυχώς κουράστηκες, σε πλησιάσαμε και μας είπες ότι επιτέλους θα ελευθερωθείς, θα απαλλαχτείς απ’ αυτό το βάσανο».
Ύστερα γύρισε το βλέμμα του σε όλους και είπε «αλήθεια σας λέω, έτσι έγινε».
«Απαλλάχτηκα αλλά όχι εύκολα. Όλα είναι γραμμένα στο σώμα», απάντησε ο Τζέιμς. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και έδειξε στο στήθος του ένα τατουάζ. Μόλις που φαινόταν στο μισοσκόταδο πάνω του ένα μεγάλο σίγμα τελικό.
Πήγα στην αποθήκη να φτιάξω τον πάγο και να φέρω το καφάσι με τα ποτά για την επομένη. Όταν επέστρεψα είχαν όλοι φύγει. Αντικατέστησα το βαρέλι με την μπύρα, καθάρισα το τραπέζι και έκλεισα. Έξω έβρεχε. Η Στέλλα κι ο Τζέιμς ήταν κάτω απ’ το υπόστεγο, κοίταζαν τη βροχή και συζητούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα. Στάθηκα λίγο μαζί τους, είπαμε δυο λόγια αδιάφορα κι έφυγα.
Περπάτησα στη βροχή, οι σταγόνες μούσκεψαν το πρόσωπο, τα μαλλιά μου. Μπήκα στο σπίτι, τα ρούχα μου έσταζαν. Άλλαξα. Έβαλα ένα ποτό, το ακούμπησα στο κομοδίνο. Έστρωσα με τα χέρια τις ζάρες στο μαξιλάρι μου, απλώθηκα στο κρεβάτι, το νερό χτυπούσε πάνω στα στόρια. Πήρα το ποτήρι, τα παγάκια κουδούνισαν ελαφρά. Ήπια δυο γουλιές. Απόλαυση. Έκλεισα το φως.