Siesta + Jazz

0
237

 

 

 

του Σάκη  Παπαδημητρίου. 

 

Από το ένα στο άλλο. Κυκλοφορώντας στους δρόμους (εννοείται χωρίς αυτοκίνητο) το βλέμμα μας πέφτει εδώ κι εκεί και συνήθως λειτουργούν αυτοματισμοί. Άλλοτε για κάτι ανάλογο μ’ αυτό που βλέπουμε και άλλοτε ανεξήγητοι συνειρμοί φέρνουν δίπλα δίπλα πρόσωπα, καταστάσεις, εικόνες που δεν είχαν συνδεθεί μεταξύ τους ως τώρα. Βέβαια, μπορεί να μην περπατάς αλλά να διαβάζεις ή να σκέφτεσαι ή να ακούς μουσική και να σε περικυκλώνουν φαντάσματα του παρελθόντος ή σκηνές της φαντασίας σου.

Siesta x2 ή x3, γιατί από ένα βιβλίο ξεπροβάλλει ένας δίσκος και μια κινηματογραφική ταινία. Το βιβλίο το έγραψε οThierry Paquot και έχει τον τίτλο «Η τέχνη της σιέστας», εκδόσεις Ποταμός 2009. Η ταινία και ο δίσκος βινυλίου Siesta του 1987. Ας ξεκινήσουμε από το βιβλίο το οποίο ήταν και η αφορμή. Επιτέλους βρέθηκε ένας καθηγητής πανεπιστημίου ο οποίος καταπιάστηκε με ένα θέμα που έχει σχέση με την καθημερινή ζωή και κυρίως με τις απολαύσεις του ανθρώπου. Και δεν παριστάνει ή δεν είναι (ακόμη καλύτερα) ηθικολόγος. Μάλλον πρώτα ελευθερώθηκε ο ίδιος και κατόπιν κατέγραψε τις εμπειρίες του και τελικά την τέχνη και την φιλοσοφία της σιέστας. Γάλλος ο συγγραφέας και δεν είναι τυχαίο ότι η έκδοση αυτή έχει μεταφραστεί και κυκλοφορεί, εκτός από την Ελλάδα, στην Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Τουρκία και επίσης, αυτό είναι το παράδοξο, στην Βρετανία, Κορέα και Ταϊβάν. Άλλοι έχουν τη συνήθεια και την επιβεβαιώνουν με ανακούφιση (εννοώ τη σιέστα) και άλλοι την επιθυμούν και αναζητούν δικαίωση. Ο Thierry Paquot, χαρούμενη φυσιογνωμία στην φωτογραφία του εσωφύλλου και όπως φαίνεται μεγάλος πλακατζής, είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολεοδομίας του Πανεπιστημίου Paris XII, εκδότης του περιοδικού Urbanisme, συνεργάτης της Monde Diplomatique, του Esprit και του Magazine Littéraire. Έχει γράψει βιβλία για την πολεοδομία, τον κινηματογράφο και τις γήινες απολαύσεις.

Ο Thierry Paquot ουσιαστικά μάς προσφέρει έναν ύμνο στη σιέστα, περνώντας μέσα από την προσωπική του άσκηση στην καλλιτεχνική απεικόνιση του μεσημεριανού ύπνου, σε πίνακες ζωγραφικής, ιστορικά στοιχεία, γλωσσολογικά, στην έννοια του χρόνου και της εργασίας και καταλήγει στο κεφάλαιο «Η σιέστα ως αντίσταση». Ωραιότατο! Η ανάγνωση σε παροτρύνει να πας μια ώρα αρχύτερα στο κρεβάτι χωρίς ενοχές. Μερικά αποσπάσματα:

 

  • Σιέστα σημαίνει να συνθηκολογήσουμε με τον ημερήσιο ύπνο, να αποτίσουμε φόρο τιμής σ’ αυτόν, να αποδεχτούμε τη συντροφιά του αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή στην ονειροπόληση… Ο μεσημεριανός ύπνος είναι ευεργετικός… Η σιέστα είναι ένας χρόνος που εμπεριέχει την τέχνη της ζωής!

 

  • Η σιέστα είναι μια παρακαμπτήριος στην απόλυτα διευκρινισμένη, υποχρεωτική, συνηθισμένη μηχανική δραστηριότητα.

 

  • Η σιέστα είναι μια επανιδιοποίηση του δικού μας χρόνου, έξω από τον έλεγχο του ρολογιού. Η σιέστα είναι μέσον χειραφέτησης.

 

  • Οι πιέσεις πάσης φύσεως, που η αστική ζωή ασκεί πάνω στον καθένα μας, αποδίδονται με τον όρο stress. Η αγγλική αυτή λέξη που ορίζει την «υπερκόπωση» προέρχεται από την αρχαία γαλλική λέξη destrece, που σημαίνει «απόγνωση». Η σιέστα είναι ένα θαυμάσιο αντίδοτο σ’ αυτήν την άτυπη επίθεση που καταστρέφει τη φυσική και διανοητική μας ισορροπία.

 

  • Μια κοινωνία που επιβάλλει σε όλους να αναπνέουν εν χορώ, να εργάζονται με τα ίδια ωράρια, να ζουν ομοιογενώς, είναι  μια κοινωνία απολυταρχική καταδικασμένη στην παρακμή.

 

  • Το να χορεύει κανείς τη ζωή του σημαίνει να αντιλαμβάνεται τους ρυθμούς, να εξοικειώνεται με τα νευρο-βιολογικά του «ρολόγια», να δημιουργεί τα «βήματα» που ταιριάζουν καλύτερα στην προσωπικότητά του, να αφυπνίζει τη μικρή μουσική που τραγουδά μέσα του. Το μοίρασμα του εικοσιτετραώρου στα δύο – σε μέρα και νύχτα – κι έπειτα σε «στιγμές», το  περιεχόμενο των οποίων μας έχει υπαγορευτεί, δεν μπορεί να αντιβαίνει στη δική μας κυριαρχία πάνω στους χρόνους μας. Το να θέσουμε το ζήτημα της σιέστας σημαίνει να αναρωτηθούμε σχετικά με το χρόνο εργασίας.

 

  • Η λέξη «ελευθερία» δεν έχει νόημα παρά μόνο αν υπάρχει έλεγχος του καθενός στο χρόνο του. Η διάθεση του χρόνου του είναι η εγγύηση της αυτονομίας του. Αυτή η εξατομίκευση του χρόνου δεν σημαίνει έλλειψη πολιτικής συνείδησης, άρνηση σεβασμού των «κανόνων» που όλη η ζωή μέσα στην κοινωνία υπαγορεύει, περιφρόνηση του άλλου, αναδίπλωση στις ατομικές μικροανέσεις· μα, αντίθετα, δηλώνει τη θέληση να είναι κανείς συμβατός με το χρόνο του, με σκοπό να διασφαλίζει την παρουσία του στον κόσμο, μαζί και μέσω των άλλων.

 

  • H σιέστα δεν χρειάζεται καμιά ρασιοναλιστική, λογική, κανονιστική εξήγηση. Γεννιέται πάλι και πάλι. Έρχεται κοντά μας και αρραβωνιάζεται τη ραθυμία μας, μας πειράζει, μας στέλνει τις ακτίνες της, μας δυναμώνει. Είναι αυτός ο νεκρός μα τόσο ζωντανός χρόνος.

 

 

 

Τώρα περνούμε σε δύο άλλες μορφές σιέστας που συνδέονται μεταξύ τους: την κινηματογραφική ταινία και την κινηματογραφική μουσική. Υπάρχει ένα μικρό ιστορικό. Οι παραγωγοί της ταινίας Siesta, η οποία θα γυριζόταν στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη, επιλέγουν το πασίγνωστο έργο Sketches of Spain των Miles Davis-Gil Evans ως το πιο κατάλληλο. Δεν αποκτούν όμως τα δικαιώματα χρήσης και αναθέτουν στον Marcus Miller να γράψει μια σύγχρονη εκδοχή που να βασίζεται στη συνεργασία Davis-Evans. Φυσικά με πρωταγωνιστή και πάλι τον ήχο και την εκφραστική της τρομπέτας του Miles Davis. Πράγματι σε δύο μόνο εβδομάδες, ο Marcus Miller παραδίδει τη μουσική του και παραδέχεται ότι ακολούθησε το ιστορικό άλμπουμ αλλάζοντας μόνο την παλέτα. Ακούμε τον δίσκο βινυλίου, χωρίς να βλέπουμε την ταινία. Η μουσική δεν αντιγράφει (κι ούτε μπορεί) την ορχηστρική τελειότητα του αρχικού έργου. Οι διαφορές βγάζουν μάτι (ή έστω αυτί). Απόλυτα ομαδική και ακουστική μουσική το 1960. Η νέα τεχνολογία με τα πληκτροφόρα, τις κονσόλες, τους προγραμματιστές, τα δειγματολόγια και τις διευκολύνσεις των στούντιο το 1987.

Εκτός από την τρομπέτα του Miles Davis, η οποία έχει χάσει τη λάμψη και τον όγκο του 1960, συμμετέχουν σε ένα κομμάτι ο καθένας οι μουσικοί: John Scofield κιθάρα (τον ζήτησε ο Miles), Earl Klugh κιθάρα φλαμένκο, ο ντράμερ Omar Hakimκαι ο φλαουτίστας James Walker. Όλα τα άλλα όργανα τα παίζει ή τα χειρίζεται ο Marcus Miller. Ο ίδιος έxει συνθέσει όλα τα κομμάτια και έχει κάνει τις ενορχηστρώσεις ή αναμείξεις. Μόνο σε ένα, το «Theme For Augustine», αναγράφεται το όνομα του Miles Davis ως συνδημιουργός του θέματος.

Τι να πεί κανείς για την κινηματογραφική ταινία Siesta. Αρχικά προκάλεσαν θετικές εντυπώσεις τα ονόματα των ηθοποιών : Ellen Barkin, Jodie Foster, Martin Sheen, Julian Sands, Isabella Rosselini, Gabriel Byrne. Το φιλμ όμως δε σώζεται. Η πρωταγωνίστρια,  Ellen Barkin τρέχει εδώ κι εκεί με ένα κόκκινο φόρεμα, ξεσκισμένο, υγρό, με αίματα και λάσπες. Τριγυρνάει σα χαμένη και, όπως φαίνεται, είναι χαμένη. Φταίει ο έρωτας; Πάλι τα ίδια μυστήρια: ο έρωτας και ο θάνατος. Το καταλάβαμε. Πώς να μπούμε στο πετσί των προσώπων όταν οι χαρακτήρες παρουσιάζονται επιφανειακοί και αρκετά κλισαρισμένοι; Σκηνοθεσία της Mary Lambert, η οποία, όπως μας ενημερώνουν, απέκτησε φήμη σκηνοθετώντας βίντεο για ποπ μουσικούς και κυρίως για την Μαντόνα. Να όμως που δεν τα κατάφερε. Με τα χίλια ζόρια βλέπεται σήμερα η ταινία Siesta. Ο Selwyn Harris, ο οποίος διατηρεί τη στήλη Jazz on Film στο βρετανικό περιοδικό Jazzwise, αναφέρεται στην ταινία και τη μουσική στο τεύχος Απριλίου 2006, με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου  Siesta στη μορφή του CD. Γράφει λοιπόν ότι, παρόλο που έπαιξαν τόσο καλοί ηθοποιοί και παρόλο που η μουσική ήταν προσεγμένη και συνδεόταν με τις σκηνές του έργου, η ίδια η ταινία χάνεται σε μια ακατανόητη αφήγηση με εξίσου ασαφές μοντάζ, ιδίως στις παράλληλες εικόνες παρόντος και παρελθόντος. Και καταλήγει ότι το φιλμ ξεχάστηκε αλλά μένει η μουσική του Marcus Miller. Στο θέμα της κινηματογραφικής μουσικής διαφέρουν οι γνώμες μας.

Ο Selwyn Harris βρίσκει πολύ καλή την μουσική στην αρχή της ταινίας με τον δυνατό άνεμο, την μηχανή του αεροπλάνου και την τρομπέτα του Miles Davis. Επίσης, ότι ο Marcus Miller χρησιμοποιεί δείγματα εγχόρδων και μπάσου κλαρινέτου δημιουργώντας εξαιρετικά ορχηστρικά ηχοχρώματα. Η άποψή μου είναι ότι ο άνεμος στην αρχή κάνει μπαμ ότι είναι ηλεκτρονικός, δηλαδή εύκολη λύση, τα έγχορδα είναι τελείως στεγνά, οι πολλές φωνές, δήθεν σαν χορωδία σε έργα σύγχρονης μουσικής αλλά χωρίς ιδιαιτερότητες. Όλα αυτά ακούγονται κάπως ερασιτεχνικά αν τα συγκρίνει κανείς με τις σημερινές εξελίξεις, που κι αυτές βέβαια έχουν τις αδυναμίες τους. Γενικώς, είναι επόμενο να ξεχωρίσει η τρομπέτα του MilesDavis – ό,τι δραματικό συμβαίνει εκεί εντοπίζεται. Σωστά, αλλά το περίβλημα γίνεται συχνά σχεδόν αδιάφορο. Ακουστικές κιθάρες ενισχύουν την ατμόσφαιρα ισπανικού περιβάλλοντος. Εντάξει, το εμπεδώσαμε, είμαστε στην Ισπανία με το χαρακτηριστικό φολκλόρ της. Διάφορα χαλιά ήχου (το ξέρω φρικτή έκφραση) γεμίζουν άσκοπα τα σαλόνια της οθόνης αφήνοντας ελάχιστο χώρο στην υπόλοιπη ακουστική μουσική. Τελικά, για να ξεφύγουμε, ανοίγουμε και πάλι την «Τέχνη της σιέστας» και αναζητώντας χαλάρωση διαβάζουμε: Η σιέστα βοηθά στην αυτοθεραπεία, είναι ένα ήπιο ναρκωτικό, ένα υπέροχο ηρεμιστικό.

 

Προηγούμενο άρθροΓια το “Δύο φορές αθώα”
Επόμενο άρθροΠοίηση και πολιτική

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ