της Όλγας Αυγουστάτου
Ο Γιώργος Λιόλιος, συγγραφέας έργων μυθοπλασίας και ιστορικών έργων ζει και εργάζεται στη Βέροια με συνεχή παρουσία από το 2007, οπότε εξέδωσε το έργο Ίχνη Εβραϊκής Παρουσίας στη Σίφνο. Κεντρικά θέματα στο έργο του είναι η Σίφνος και η Βέροια, η εβραϊκή παρουσία στον ελληνικό χώρο -ειδικά στους δύο προαναφερθέντες τόπους- θα πρόσθετα, ωστόσο, (αν και νομικός ο ίδιος) και η αρχιτεκτονική, η οποία υπάρχει στα κείμενά του είτε ως κεντρικό θέμα, όπως στο έργο του Η Σίφνος του Νίκου Μουτσόπουλου – Η ποίηση στην αρχιτεκτονική-, είτε ως σημαντική παράμετρος του θέματος, όπως συμβαίνει με τη Σιδηροδρομική Ιστορία της Βέροιας.
Το βιβλίο Σιδηρόδρομος σφυρίζων εις την πεδιάδα πραγματεύεται τη σιδηροδρομική ιστορία της Βέροιας, αφότου η πόλη συνδέθηκε με τη γραμμή Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, στα τέλη του 19ου αιώνα, έως τη σημερινή παρακμή του σταθμού της.
Είναι ένα ιστορικό έργο με στέρεη τεκμηρίωση, όχι μόνο αρχειακή αλλά και φωτογραφική, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι μια ιστορία της πόλης της Βέροιας, με βασικό σημείο αναφοράς τη σιδηροδρομική γραμμή και το σταθμό της, όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει την πορεία της από την πολυεθνικότητα στην πληθυσμιακή ομοιογένεια, από την απομόνωση στην ευημερία και από την παλιότερη εποχή στη νεοτερικότητα. Το πολύτιμο Παράρτημα συμπληρώνει την αφήγηση με οπτικό υλικό, όπως πίνακες, σχέδια, φωτογραφίες. Για ένα βιβλίο σαν κι αυτό θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «αληθές μυθιστόρημα», που χρησιμοποιεί ο Πωλ Βεν, στο έργο του Πώς γράφεται η ιστορία (1975).
Ο Γ. Λιόλιος μας εισάγει στο θέμα του με τις καίριες διαπιστώσεις ότι «τα τρένα συνδέονται με την κατάκτηση του χώρου», κι ότι «οι σιδηροδρομικές γραμμές επινοούν εκ νέου το τοπίο» των T. Judt και P. Christensen, ειδικών μελετητών της ιστορίας των σιδηροδρόμων. Συνδέει επίσης τους συρμούς και τους σταθμούς με την έννοια του ταξιδιού ως περιπέτειας του σύγχρονου κόσμου. Το ταξίδι, έννοια που συνδέεται άμεσα με ιστορίες ανθρώπων, γνώρισε μια επανάσταση, τον 19ο αιώνα, με τη δημιουργία του σιδηροδρόμου, και το τρένο έγινε ένα μέσο διαχρονικά μοντέρνο, αγαπημένο θέμα ποιητών και ζωγράφων.
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος προσπάθησε, στη διάρκεια του 19ου αι. να ακολουθήσει την πορεία του εκσυγχρονισμού των ευρωπαϊκών κρατών κατασκευάζοντας το δικό του σιδηροδρομικό δίκτυο. Ο συγγραφέας μας οδηγεί σύντομα αλλά και ουσιαστικά στα κρίσιμα βήματα της σιδηροδρομικής ιστορίας της Ελλάδας, πριν αναφερθεί ειδικά στη γραμμή Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου.
Τα φωτογραφικά τεκμήρια, όπως η Ομολογία των 5.000 φράγκων της Τεχνικής Εταιρείας που ανέλαβε την κατασκευή της γραμμής, οι φωτογραφίες των μηχανικών της σιδηροδρομικής γραμμής ή και των οικογενειών τους, οι φωτογραφίες μιας από τις γέφυρες και αυτές των σταθμών, τα σχέδια, πλαισιώνουν οπτικά την ιστορική αφήγηση, η οποία δεν μένει μόνο στην αφήγηση των γεγονότων αλλά έχει εμπλουτιστεί με αναφορές από τις εφημερίδες της εποχής και έχει συσχετιστεί με ευαισθησία, εκ μέρους του συγγραφέα, με αναφορές στις Μέρες του Γ. Σεφέρη ή και άλλες.
Το κεφάλαιο που επιγράφεται «Σιδηροδρομικός Σταθμός Karaferye (Βέροια) – Η πόλη», ο Γ. Λιόλιος το αφιερώνει Σ’ αυτούς που έφυγαν με τα τρένα και δεν γύρισαν ποτέ, εισάγοντας ένα εντελώς προσωπικό βιωματικό στοιχείο στην αφήγηση, θυμίζοντάς μας τη στενή του σχέση με την πόλη του. Παρακολουθούμε την πολυεθνική Βέροια, με το έντονο οθωμανικό αλλά και εβραϊκό στοιχείο, να εξελίσσεται και να μεταμορφώνεται σε μια δυναμικά εξελισσόμενη εμπορική και βιομηχανική πόλη. Ο σταθμός θα φέρει στην πόλη μια αρχιτεκτονική επανάσταση καθώς είναι το πρώτο της νεωτερικό κτίριο και «η πύλη της προς τον κόσμο και την πρόοδο», όπως σημειώνει ο Γ. Λιόλιος, «ένα ζωντανό κύτταρο της πόλης και σημείο κοινωνικής αναφοράς του πληθυσμού και της ενδοχώρας της, απ’ όπου διέρχονταν ποικίλοι επισκέπτες: περιηγητές, ταξιδευτές, πράκτορες και κατάσκοποι, παράνομος οπλισμός, στρατιωτικά σώματα, αξιωματούχοι […] και ανυπόμονοι παλιοελλαδίτες που ήθελαν να ανακαλύψουν την εξωτική οθωμανική Μακεδονία» (σ. 63-4). Όταν, μετά το 1895, καθιερώθηκαν οι «αμαξοστοιχίες τέρψης» άρχισαν να μετακινούνται ταξιδιώτες που έρχονται με σκοπό την ενίσχυση του ορθόδοξου στοιχείου της πόλης. Η φωτογραφία του σταθμού που αναδεικνύει το λιτό λειτουργικό του σχέδιο καθώς και οι φωτογραφίες από την εποχή των πολέμων, αρχίζοντας από τους βαλκανικούς και τελειώνοντας πρώτα με την αναχώρηση των Μουσουλμάνων μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923, συμπληρώνουν την αφήγηση που στο σημείο αυτό γίνεται περισσότερο γλαφυρή και προσωπική με πλήθος από μαρτυρίες. Η εξιστόρηση συνεχίζεται με τα γεγονότα της Κατοχής, την εκτόπιση των Εβραίων από προφορική μαρτυρία, την εποχή του Εμφυλίου και την εγκατάσταση των «ανταρτόπληκτων» στο σταθμό της πόλης. Σε όλα αυτά τα σημαντικά γεγονότα ο σταθμός είναι το θέατρο και ο συρμός του το μέσον μετακίνησης ανθρώπων και εξοπλισμού είτε πρόκειται για νίκες και για ήττες, είτε για ξεριζωμούς, για φυγή, για εγκατάλειψη βωμών και εστιών.
Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου του Γ. Λιόλιου δεν έχει διαβάσει κανείς μόνο ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της Βέροιας, αλλά έχει την αίσθηση ότι έχει διαβάσει τη βιογραφία μιας πόλης, ως ζώντος οργανισμού, όπου ο σταθμός και οι συρμοί του είναι «τα πρόσωπα» που αναδύονται μέσα από τα λογής τεκμήρια και ίχνη που έχει συγκεντρώσει ο συγγραφέας και έχει επιλέξει να παρουσιάσει. Σε αυτό συντελεί ο σχεδιασμός και η καλλιτεχνική επιμέλεια της έκδοσης από τον Ν. Διονυσόπουλο.
Το βιβλίο εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Θίνες και αποτελεί ένα ακόμη άρτιο εκδοτικό εγχείρημά της ιστορικού Ζιζής Σαλίμπα.
(*) Η Όλγα Αυγουστάτου είναι φιλόλογος
Γιώργος Λιόλιος, Σιδηρόδρομος σφυρίζων εις την πεδιάδα. Η σιδηροδρομική Ιστορία της Βέροιας, Εκδόσεις Θίνες
Αναζήτησέ το εδώ