γράφει ο Φιλήμονας Πατσάκης
Στη Μόρα – Το σημάδι της Σάρας, η Κατσαρού στήνει μια δυναμική πορεία που μπορεί να θυμίζει προφορικές αφηγήσεις, παραμύθια, μύθους, αρχαίες τραγωδίες πολλών λαών. Επινοεί μια κοσμογονία, ένα έργο με πολλές στρώσεις, το οποίο μας καλεί σε έναν αναστοχασμό, μια αναζήτηση των ταυτοτήτων και των αξιών του κόσμου μας, μέσα από έναν λόγο γεμάτο ποίηση και καταστροφή, έναν λόγο που μας οδηγεί σε μια αυτογνωσία και σε μια διαρκή αναζήτηση μιας άλλης συνθήκης από αυτή που ζούμε. Όμως δεν είναι μια κατασκευή μύθου, είναι κάτι πιο περίπλοκο, καθώς η ρηγμάτωση του χρόνου που δημιουργείται σχεδόν σε κάθε σελίδα κάνει το έργο να αναφέρεται σε ένα δυναμικό παρόν. Έτσι η φράση ότι ο κόσμος μας είναι άθλιος και πρέπει να τον δημιουργήσουμε εκ νέου μέσα από μια μεγάλη καταστροφή είναι μια αναφορά στο τώρα, καθώς το χθες της καταπίεσης, το χθες της αντιμετώπισης του άλλου, του ξένου, του διαφορετικού με όρους της περίφημης φράσης «η ζωή που είναι άξια να βιωθεί» μέσα από την επικαιροποίησή του δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε ένα αέναο παρόν, σε ένα δυνητικό μέλλον. Έτσι η Ελσινόρη, η Μόρα-Μύριαμ, η Σάρα, πρόσωπα «από πάντα», όπως μας λέει η Κατσαρού, έρχονται να μας κάνουν να δούμε τον εαυτό μας, τον κόσμο μας και τις αξίες του, δημιουργεί τους όρους της αυτογνωσίας μέσα από μια γραφή γεμάτη από τη γραμμή αίματος του αγαπημένου της μεγάλου συγγραφέα. Άρα είναι ένας μύθος καταστατικός, συγκροτητικός, είναι μια αφήγηση που δομεί κοινωνίες, σχέσεις και ζωές, που θανατώνει όσους αντιστέκονται αλλά ταυτόχρονα ζητά. Εδώ άλλωστε η συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια και την έννοια του χρέους που αποτελεί ένα βασικό μέρος της κοσμοθεωρίας του μεγάλου Κρητικού. Ποιος είναι πιο καταρτισμένος να ενσαρκώσει στον λόγο του το χρέος μας να συλλάβουμε το όραμα που χωράει και εναρμονίζει τις δύο τεράστιες άναρχες ουσίες, τον ανήφορο προς τη σύνθεση και τη ζωή, τον κατήφορο προς την αποσύνθεση και τον θάνατο.
Η φωνή της λεπτό ρυάκι
φωνές χιλιάδων γυναικών προγόνων
― η φωνή της Μητέρας λεπτό γάργαρο ρυάκι
κυλούν όλες οι γυναίκες που υπήρξαν.
Με πιέζει ανάμεσα στα μάτια με λέξεις
που δεν κατάλαβα ποτέ.
Μητέρα, Μητέρα,
ψέλνω ανάμεσα σε χείλη αλμυρά,
Μητέρα, οι θάλασσες αυτές κάποτε θα πνίξουν τον
κόσμο όλο.
θάνατος για μένα δεν υπάρχει.
Ξέγνοιαστη κοιμάμαι πάλι.
Θάνατος για σένα δεν υπάρχει,
λέει η Μητέρα,
γιατί εσύ είσαι ο Θάνατος.
Η γυναίκαι σε αυτό το βιβλίο όχι μόνο δεν στέκεται μοιρολατρικά απέναντι στην επιβεβλημένη ζωή, όχι μόνο αναζητά τις ρωγμές σε ένα εν πολλοίς επιβεβλημένο σκηνικό, αλλά λέει τη δική της ιστορία η οποία οφείλει να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο.
Μέσα από το βιβλίο της Κατσαρού ενώνονται όλες οι γυναίκες και γίνονται μία. Μία, αλλά τόσο πολύπλευρη, τόσο ιδιαίτερη και περίπλοκη που κανείς ποτέ δεν μπορεί να την καταλάβει ολοκληρωτικά. Τις θνητές και τις θεές, τις μυθικές ή τις υπαρκτές, αυτές που υπήρξαν μόνο ως ιδέα, αλλά και εκείνες που πόνεσαν και υπέκυψαν στο μένος μιας αδυσώπητης πατριαρχίας. Όμως η Κατσαρού κάνει ένα βήμα παραπάνω, μιλάει για τις γυναίκες που δεν κάνουν το βήμα του απεγκλωβισμού από το υπάρχον, δεν βγαίνουν από τα στεγανά που τους έχουν επιβάλει και συμμετέχουν στην διαιώνισης μιας καταπίεσης που κάνει τον κόσμο αβίωτο.
Και το μεγάλο της όπλο είναι το σπάσιμο της αλυσίδας, η μάνα ζητά από τη Σάρα να πάει πέρα από το προδιαγραμμένο, «η Σάρα δεν έχει σκοτώσει», της δίνει μια άλλη λύση από τη σαιξπηρική άδεια σκηνή. Είναι αυτή η κίνηση μια ευρύτερη συμφιλίωση ανεξαρτήτως φύλου; Όχι ακριβώς, διότι η Κατσαρού δεν ξεχνά την καταπίεση, τη σκλαβιά, τη βία πάνω στο σώμα, τους επιβεβλημένους ρόλους. Αντίδοτο στο μίσος και στην καταστροφή είναι η δημιουργία κι η ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων, ανεξάρτητα από το φύλο τους. Κι ότι η μητρότητα είναι κατάσταση ύπαρξης, κι ας μην έχεις παιδιά.
Στη σημερινή εποχή έχουμε κατανοήσει, με πολύ άσχημο τρόπο, ότι δεν υπάρχουν γραμμικές γεννήσεις και γραμμικές ιστορικές ροές, ούτε μπορεί να υπάγεται στη μέριμνα του χρήσιμου όλη η ιστορία της ηθικής. Είναι δυνατόν να λειτουργούμε ως εάν οι λέξεις έχουν διαφυλάξει στο ακέραιο το νόημά τους, οι επιθυμίες τη φορά τους, οι ιδέες τη λογική τους;
Μας λέει η ίδια στο οπισθόφυλλο: “Η νεότερη Σάρα θα θελήσει να βάλει τέλος και να λυτρωθεί, αναδεύοντας τις αλυσίδες της μοίρας. Αν σπάσει τον κύκλο, μπορεί να διαλυθεί το σκοτάδι που τις βαραίνει όλες τους αιώνες τώρα. Ποιο είναι όμως το τίμημα της ελευθερίας; Σε έναν κόσμο που τρέφεται από το ίδιο το χρέος του, η λύση οφείλει να είναι καθολική”.
Η γυναίκα και το σώμα, το σώμα ως εγγραφή του πόνου και μιας παλλόμενης μνήμης.
Αναπόφευκτο είναι και το ερώτημα: αν το σώμα δομείται, ποιον ρόλο διαδραματίζουν οι λέξεις; Είναι σε θέση η γλώσσα να συγκροτήσει την ταυτότητα ενός σώματος; Η συγκεκριμένη λογοθεσία υποχρεώνει σε αναστοχασμό ως προς την έννοια της κατασκευής, καθώς δεν αμφισβητεί την υλικότητα του σώματος, την αναγκαιότητά του, του πόνου και ποικίλων άλλων, με κορυφαία αυτή του θανάτου, αλλά κάποιες άλλες αναγκαιότητες που εκλαμβάνονται ως καταστατικές ουσίες ως προς την ταυτότητα του ενσώματου υποκειμένου. Μάλιστα αυτές οι ρυθμίσεις του λόγου δημιουργούν μια άλλη επικράτεια, στο εσωτερικό της οποίας συγκροτούνται σώματα αποσυνάγωγα, αβίωτα, εντέλει αποκλεισμένα από τις νόρμες. Επομένως η υλικότητα των αντικειμένων δεν έχει αδρανή, χωρικό αποκλειστικά χαρακτήρα, αλλά δομείται ως ενέργεια μετασχηματισμού: Συμπερασματικά, το φύλο δεν αποτελεί ένα κατηγόρημα του υποκειμένου βιολογικά δοσμένο, αλλά νόρμα που επιβεβαιώνει ότι ένα σώμα έχει τις ιδιότητες που απαιτείται ώστε να επιβιώσει σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πεδίο. Το «εγώ» του υποκειμένου συγκροτείται μέσα από τη λειτουργία αποδοχής ενός φύλου, της ταύτισής του με τις λογοθετικές νόρμες.
Το έμφυλο υποκείμενο δομείται από αυτό το πειθαρχικό καθεστώς υπό των φόβο των κυρώσεων εάν δεν συμμορφωθεί με τον διμορφισμό των φύλων και την παγιωμένη ετεροφυλοφιλία. Ουσιαστικά, αυτό δεν επιτυγχάνεται μέσω της βίαιης εφαρμογής του νόμου, αλλά υποβάλλεται έμμεσα από νόρμες, κανόνες, οι οποίοι λειτουργούν ως κανονιστικά πρότυπα, τα οποία μάλιστα μετασχηματίζουν τον ιστορικό τους χαρακτήρα, την εξιδανικευμένη πολιτισμική τους μήτρα, σε φυσική, αναπόφευκτη καταβολή και ένα βασικό στοιχείο που καθορίζει τη συγκεκριμένη συγκρότηση είναι το γλωσσικό σημείο. Ωστόσο, πολλά είναι τα υποκείμενα που αδυνατούν ή δεν επιθυμούν να συμμορφωθούν στον προδιαγεγραμμένο κανόνα, με αποτέλεσμα τον βίαιο εκτοπισμό τους και ενίοτε την εξόντωσή τους.
Τα παιδιά μου άνθρωποι δεν ήταν. Τα παιδιά μου ήταν γάτες, σκύλοι, αλεπούδες, κίσσες κι αετοί, η γυναίκα στην κοιλιά μου δεν καταδέχτηκε να γεννήσει ανθρώπους. Έγινα Μητέρα όλων των μη ανθρώπινων πλασμάτων. Του λύκου και της Σάρας. Δεν υπήρχε λόγος άλλα παιδιά να έφερνα στον κόσμο.
Ήμουν η Μητέρα όσων δεν απέκτησαν μητέρα.
Και τώρα, αιώνες μετά, έχω επιστρέψει κι εγώ στη δική μου μάνα.
Ελσινόρη
Μύριαμ, εσύ δεν κρατάς στα χέρια σου το Βρέφος, κρατάς τον Λύκο.
Ελσινόρη
Γυναίκα εσύ, όχι πια άνθρωπος, ευχή σου δίνω και κατάρα τον κόσμο να κάψεις όλο.
Η θρησκεία. Η Κατσαρού έχει μια βάση βλάσφημη, και αυτή δεν βρίσκεται στην θεοποίηση άλλων μορφών αλλά σε δύο στοιχεία που θεωρώ σημαντικά στην πλοκή. Το πρώτο είναι η εξαπάτηση του θεού. Μας λέει ότι ο άγγελος του Θεού εξαπάτησε τη μητέρα του Σαμψών, και ο ίδιος ο Θεός εξαπάτησε τη Σάρα.
Εδώ είναι φανερό ότι ο κόσμος δεν είναι τα πράγματα που σκιαγραφούσαν σαν σκηνικό τη ζωή, είναι πάνω απ’ όλα μια σειρά από ατελείωτες δυνατότητες. Ο κόσμος μεταβαίνει από την εικόνα του τετριμμένου στην εικόνα του ιερού. Όμως, ούτε αυτό το ιερό ακολουθεί νόρμες, δεν πατάει σε βήματα ήδη σκονισμένα. Ανοίγει και εκεί νέους δρόμους, οι μύθοι ξαναγράφονται, διότι έτσι αφηγούνται μια έλλειψη ορίων. Έχουμε σημεία που μέσα στην ποίηση παρεισφρέει η θρησκεία αλλά ακόμα και αυτό γίνεται από τη σκοπιά της εξέγερσης.
Δεύτε φάγετε, αυτή είναι η σάρκα μου, το αίμα μου, η καρδιά μου, η ψυχή μου.
Δεύτε φάγετε. Γιατί μετά θα σας φάω εγώ.
Ο τόπος του Άμλετ, η άσπιλη αειπάρθενος, η στείρα γυναίκα, μια μητρογραμμική συνέχεια που συνέχει και ενέχει όλες τις γυναίκες που υπήρξαν και θα υπάρξουν, μεταφέροντας από τη μια γενιά στην άλλη ένα άλιωτο χρέος που τις βυθίζει ολοένα περισσότερο στο σκοτάδι.
Ίσως, στο τέλος, η λύτρωση μιας γυναίκας να γίνει ο φάρος για όλες τις άλλες.
Γιατί όμως Άμλετ;
Ποτέ στη λογοτεχνία, ίσως μέχρι τον Ντοστογιέφσκι, κανένα άλλο πλάσμα δεν μίλησε τόσο ωμά, άκαμπτα και βάναυσα για θέματα ουσίας του ανθρώπου, όπως μίλησε ο Άμλετ. Αυτό το ξένο πρόσωπο που μένει πάντα ξένο και όμως τόσο οικείο. Ο ίδιος ο μεγάλος Ρώσος θα πει «Ο Σαίξπηρ περιγράφει τους ανθρώπους και τη ζωή χωρίς να φανερώνει τι φρονεί ο ίδιος για τα ζητήματα τα οποία λύνουν τα δρώντα πρόσωπα, το καθένα με τον τρόπο του. Ο Οθέλλος λέει ναι και ο Ιάγος όχι, ο Σαίξπηρ σιωπά». Δεν είναι μια σιωπή ουδετερότητας αλλά μια σιωπή δημιουργίας, μια σιωπή που αφήνει το δράμα να φτάσει μέχρι το μεδούλι του άλυτου γρίφου που είναι το ον. Το δράμα δεν το γεννά, το παρασύρει, το εμπλέκει. Η αυγή που προανήγγειλε ο Δον Κιχώτης γίνεται κάπως αποκρουστική, το αληθινό είναι φρικώδες και η αυτοκτονία είναι μια νέα έκφραση του αυτεξούσιου που θα πάρει τις οριστικές της διαστάσεις στον Κιρίλωφ. Πάμε από την αρχή. Ηθική, πολιτική, θάνατος, ζωή, όλα πρέπει να δομηθούν εκ νέου, χωρίς υπερβατικότητες, διαφυγή καμιά. Άρα; Άρα Άμλετ. Η γρήγορη και πραγματικά τραυματική ματιά στην άβυσσο, έχει την καταγωγή της στον Άμλετ. Το απόλυτο θρυμματίζεται σε χιλιάδες επιμέρους σημεία που το καθένα αποζητά μια λύτρωση. Ο Άμλετ περιφέρει τη γενική δυσθυμία του, εκρήγνυται μέσα στις συμβάσεις της παραδοσιακής τάξης την οποία κατ’ ανάγκη εκπροσωπεί, αλλά παρόλο που θα έπρεπε να συνδέσει τις ψηφίδες αυτές του απόλυτου, ο Άμλετ στοχάζεται πάνω στη ζωή και τον θάνατο των αληθειών.
Η ποίηση είναι μια διαρκής επέκταση σε ένα αλλού, πρέπει να τινάζει στον αέρα παμπάλαιες βεβαιότητες βάζοντας αμφιβολίες σε όλους τους προκαθορισμούς. Η Κατσαρού αυτό το υπηρετεί, γι’ αυτό η ποίησή της είναι τόσο αιχμηρή, ξεβολεύει και ζητά μια ενεργητική ανάγνωση.
Ο κόσμος είναι αδύνατον να περιοριστεί σε τούτα τα στενά όρια, όπου καθετί είναι από πριν δοσμένο. Διατρέχουμε το χάος μιας ποιητικής εγρήγορσης, που οικοδομεί έναν δρόμο ενός άλλου δυνατού. Η ποιητική βία που εξαπολύεται είναι απρόσμενα ισχυρή, μια διαρκής αναζήτηση των καθορισμών εκ νέου. Είναι η πρώτη φορά που το ανθρώπινο πεπρωμένο αναμετράται με τον σπαραγμό του, με την ουσία του θανάτου. Στην Κατσαρού είναι παντού κυρίαρχο το σώμα, ένα σώμα που αποζητά τη ζωή και είναι διαρκώς μαχόμενο με τον θάνατο. Μπορούμε να ανακτήσουμε εκείνη την παρόρμηση της ελευθερίας που υπερνικά τη δυστυχία; Και πώς θα το κάνουμε αν όχι με μια δίψα για ζωή, ποια ζωή όμως; Είναι οι πράξεις του ανικανοποίητου που δεν μπορούν να περιοριστούν από τελεολογικούς αφορισμούς.
Αν η ελευθερία είναι η ουσία της ποίησης, αν η ελεύθερη και αυτεξούσια συμπεριφορά είναι η μόνη που αξίζει μια σπαρακτική αναζήτηση, η ποίηση δεν θα δεχθεί τον κυρίαρχο τρόπο αφήγησης του κόσμου, πρώτα πρώτα γιατί τη βαραίνει η εκπροσώπηση μιας μνήμης της καταπίεσης, μιας μνήμης που η διαρκής της μάχη με τη λήθη την ωθεί στον σπαραγμό και την ανάγκη για σαφήνεια.
Μπορούμε να αναδημιουργήσουμε τον κόσμο με όχημα την ποίηση; Αυτή την τρομερή αίσθηση της μοναδικότητας που αναμετράται με την τραγικότητα και αναζητά ένα νέο σημείο επαφής με τον κόσμο είναι εκπληκτική. Αλλά η λογοτεχνία είναι μια σύνθεση λόγου και σιωπής. Όλα είναι δισταγμός, μεταθέσεις των μερών, οι μεταβολές και οι σχέσεις τους συμβάλουν σε ένα ρυθμικό σύνολο που θα είναι η σιωπή του ποιήματος.
Θα μας πει ο Ρεμπώ: «Προσπαθώ να γίνω απόβρασμα όσο μου είναι μπορετό. Γιατί; Θέλω να γίνω ποιητής και παλεύω να μετατραπώ σε προφήτη. Δεν καταλαβαίνετε τίποτα από όλα αυτά κι είμαι σχεδόν ανίκανος να σας τα εξηγήσω. Σκοπός μου είναι να προσεγγίσω το άγνωστο απορυθμίζοντας όλες τις αισθήσεις».
Οι ταραγμένες εξομολογήσεις μιας ανθρώπινης συντριβής γεμάτες από μεταπτώσεις. Είναι το βιβλίο πριν τη φυγή, ένα βιβλίο παραδοχής μιας ποιητικής και υπαρξιακής ήττας, όμως δεν είναι ένα βιβλίο παραίτησης, αλλά τελικά ένα σάλπισμα προς τον καλύτερο κόσμο που είναι απαραίτητος.
Γιατί αυτή η ποίηση που μιλά για τον πόνο, την απώλεια, τη ματαίωση, την ήττα, τη σκλαβιά, μόνο έτσι θα μπορούσε να γραφτεί. Ο έρωτας είναι πανταχού παρών αν και με νέους όρους, ο ενταφιασμένος στον τοίχο Χ είναι σε μια συνθήκη δυνατότητας, σε ένα πλαίσιο μη ορατού, μιας ουσιαστικής ανάγκης. «Θα απαιτήσουμε την αγάπη με τους όρους μας, δεν θα σκύψουμε το κεφάλι, δεν θα μείνουμε σιωπηλές, δεν μας έχετε ξεφορτωθεί ακόμα». Ποίηση της καρδιάς μέχρι που στο τέλος τίποτε από εκείνη να μη μείνει. Όπως και στις Χαρακίδες είναι μια εκπεφρασμένη αγωνία να κομματιάσει την ποιητική καρδιά της και να την κάνει αντίδωρο σε όλους εμάς.
Βίκυ Κατσαρού, Μόρα – Το σημάδι της Σάρας, ενύπνιο