γράφει ο Στέφανος Δημητρίου (*)
I
Η δημοκρατία μας είναι συνταγματική, φιλελεύθερη και αντιπροσωπευτική. Το Σύνταγμα εγγυάται τον προσδιορισμό του πολιτεύματος ως δημοκρατικού, καθώς και τις δικαιοκρατικές αρχές που το συνέχουν. Και πάντοτε δοκιμάζεται κατά τη σχέση του με την Ιστορία, δηλαδή τις μεταβολές που έχει υποστεί, τα γνωρίσματα τα οποία έχει αποκρυσταλλώσει και τα αποτελέσματα που έχει επιφέρει στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία. Το Σύνταγμα φέρει το αναγνωρίσιμο αποτύπωμα του ιστορικού χρόνου. Ο Νίκος Αλιβιζάτος, δεινός συνταγματολόγος, όπως γνωρίζουμε, αλλά και στοχαστής της πολιτικής, μελετά τα παραπάνω εξετάζοντας τρία «αποτυπώματα», όπως φαίνεται και από το οδηγητικό του ερώτημα: «Ποιοι πολιτικοί της νεότερης Ελλάδας άφησαν το αποτύπωμά τους στο πολίτευμα;» (σ. 18). Ένα τέτοιο ερώτημα ίσως εκληφθεί ως αφετηρία για μία απλώς και μόνο ιστορική αναδρομή. Όμως, η σχέση του Συντάγματος με τον ιστορικό χρόνο, άρα οι δοκιμασίες της αντοχής του Συντάγματος και, ως εκ τούτου, και του πολιτεύματος, επιτάσσουν βαθύτερη εξέταση. Αυτή αντιστοιχεί σε ανάλυση και στη διαμόρφωση κρίσεων σε σχέση με τα παραπάνω, δηλαδή με το δημοκρατικό περιεχόμενο του πολιτεύματος και τη δικαιοκρατική του οργάνωση. Θα χρειαστεί, συνεπώς, ένα κριτήριο. Αυτό το κριτήριο το προσδιορίζει με σαφήνεια ο συγγραφέας: «Με κριτήριο το αν κατάφεραν να μετουσιώσουν σε πράξη τις προτάσεις που κατά καιρούς υποστήριξαν, έμεινα σε τέσσερις: τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Και οι τέσσερις είχαν την τύχη και τις ικανότητες που απαιτούνταν ώστε να δουν να ενσωματώνονται στο Σύνταγμα πολλές από τις ιδέες που είχαν υποστηρίξει σε ανύποπτο χρόνο για το πολίτευμα και τα δικαιώματα. Πολλές από αυτές ήταν πρωτοποριακές για την εποχή τους, και άξιζε για τον λόγο αυτό να αναδειχθούν. Όλες μαζί συγκροτούν ένα ενδιαφέρον, όπως πιστεύω, κεφάλαιο όχι μόνο του συνταγματικού δικαίου, αλλά και του κλάδου που συνήθως ονομάζεται ιστορία των ιδεών και των νοοτροπιών» (σ. 18). Αυτό το κριτήριο, όμως, όπως θα δούμε, δεν ισχύει μόνο για τους παραπάνω, αλλά και για τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, καθώς και για τον σπουδαίο Ηλία Ηλιού (δεν είναι του παρόντος η δικαιολόγηση αυτού του χαρακτηρισμού), και της συμβολής τους στον συνταγματικό πολιτισμό της πατρίδας μας, αλλά και στη διαμόρφωση του οικείου θεσμικού αρχιτεκτονήματος. Το ευρύ μεθοδολογικό πλαίσιο, εντός του οποίου ο Νίκος Αλιβιζάτος εξετάζει τους αρχιτέκτονες του πολιτεύματος της πατρίδας μας, είναι ο βρετανικός πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός, ο οποίος αποτέλεσε και τον γνώμονα για τη διαμόρφωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη χώρα μας.
II
Με αυτό το πνεύμα, ο Νίκος Αλιβιζάτος εξετάζει καταρχάς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο Μαυροκορδάτος, όπως τονίζει ο συγγραφέας, «υπηρετούσε ένα θεμελιώδες πολιτικό σχέδιο: μέσω αυτού, θα ξεπερνιούνταν οι τοπικισμοί και θα επιτυγχανόταν η εθνική ενότητα» (σ.25). Αποσκοπούσε στο να κατοχυρωθούν οι εγγυητικές δεσμεύσεις για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως είναι η θρησκευτική ελευθερία, η ιδιοκτησία, οι ατομικές ελευθερίες και η αξιοπρέπεια των πολιτών. Ο Μαυροκορδάτος απέβλεπε στη συγκρότηση ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα ήταν δυνατό να διασφαλίσει τις αρχές που συνοργανώνουν τη δικαιοκρατική μορφή του κράτους. Η θέσπιση του Συντάγματος, ως εθνικού ανώτατου καταστατικού νόμου του προς σύσταση ανεξάρτητου ελληνικού εθνικού κράτους, θα αποτελούσε και τεκμήριο ικανό να δείξει στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, η συνδρομή των οποίων ήταν απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του εθνικού στόχου, ότι «η Επανάσταση ήταν πρωτίστως ‘εθνική’ και όχι κοινωνικά ανατρεπτική, όπως φάνταζαν στα μάτια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων της Παλινόρθωσης οι εξεγέρσεις των καρμπονάρων και των άλλων μυστικών εταιρειών» (σ. 27). Το μείζον ζήτημα αφορά, βέβαια, το είδος, τον τύπο του πολιτεύματος στο αρτιγέννητο κράτος. Ο Μαυροκορδάτος αντιλαμβανόταν ότι, σε μία μοναρχική Ευρώπη, μόνο ένα μοναρχικό πολίτευμα θα ήταν αποδεκτό. Όμως, δεν εστράφη στη μοναρχία ως απεριόριστη, παντοδύναμη εξουσία, αλλά στη μοναρχία ως πολιτική κυριαρχία υπό συνταγματικό περιορισμό, άρα ως οριοθετημένη εξουσία. Έτσι, ο Νίκος Αλιβιζάτος εξηγεί και την εναντίωση του Μαυροκορδάτου προς τον Καποδίστρια, ο οποίος αξίωνε να έχει και να ασκεί απεριόριστη εξουσία, δηλαδή εξουσία που δεν θα υπέκειτο ούτε σε χρονικό ούτε σε θεσμικό περιορισμό ως προς τις αρμοδιότητες.
Είναι σημαντικό το να σταθούμε στην έμφαση που δίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, κατά την ανάλυσή του, στην ιδιαίτερη θέση, που αναγνωρίζεται στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, στα απαράγραπτα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου. Αυτό καταφαίνεται από το άρθρο 2 της γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», του 1789, η οποία ενέπνευσε τον Μαυροκορδάτο και τους λοιπούς συντάκτες του πρώτου Συντάγματος. Πρόκειται για τα φυσικά δικαιώματα της ατομικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας, καθώς και του δικαιώματος αντίστασης στην αυθαιρεσία της τυραννικής εξουσίας και της καταδυνάστευσης που ασκεί. Η θεωρία του φυσικού δικαίου του Λοκ και η θεωρία της πολιτικής ελευθερίας, αυτονομίας, αλλά και ατομικού αυτοκαθορισμού του «Κοινωνικού Συμβολαίου» του Ρουσσώ υπονοούνται – κατά τη γνώμη μου – ως υποβολείς που παροτρύνουν προς τα ανωτέρω. Όπως τονίζει ο Νίκος Αλιβιζάτος «ο Μαυροκορδάτος και οι άλλοι συντάκτες της ελληνικής Διακήρυξης ξεκαθάριζαν έτσι ευθύς εξαρχής ότι ο ξεσηκωμός δεν απέβλεπε μόνο στην ανεξαρτησία έναντι της Τουρκίας, αλλά και στον σεβασμό των ‘φυσικών δικαίων’, που θα εξομοίωνε τους Έλληνες ‘με τους λοιπούς Ευρωπαίους Χριστιανούς’» (σ.33). Το Σύνταγμα της Επιδαύρου συμπύκνωνε και εξέφραζε το πνεύμα της αστικής απελευθέρωσης, δηλαδή της Γαλλικής Επανάστασης, ως χειραφέτησης από κάθε δυναστική εξουσία. Και, σε αυτό το σημείο, αξίζει να επισημάνουμε ότι ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία της ανάλυσης του Νίκου Αλιβιζάτου είναι η αναφορά στον Κοραή, στην πολιτική του θεωρία – πέραν του αξιοθαύμαστου φιλολογικού του έργου, εκδοτικού και μεταφραστικού, αλλά και ερμηνευτικώς σχολιαστικού – η οποία αποτελεί κορυφαίο δείγμα δημοκρατικού φιλελευθερισμού. Αυτός περιλαμβάνει και δημοκρατικά – ρεπουμπλικανικά στοιχεία, σε ό, τι αφορά τη σχέση πολιτικής ελευθερίας, ως σχέσης νόμου και ελευθερίας, υποστηριζόμενης από το πνεύμα της πολιτικής αρετής, η οποία θα πρέπει να σφραγίζει, κατά τον Κοραή, τη δημόσια στάση των πολιτών και να καθοδηγεί την πολιτική εξουσία. Αξίζει να σταθούμε στα προλεγόμενα του Κοραή, στην έκδοση και μετάφραση, το 1821, των «Πολιτικών» του Αριστοτέλη – έργο ιδρυτικό του πολιτειολογικού στοχασμού, που αποτελεί ίσως και την πρώτη πραγματεία συνταγματικής θεωρίας – καθώς των «Σημειώσεων εις το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος». Η ερμηνευτική συνεξέταση των πολιτικών ιδεών του Μαυροκορδάτου και του Κοραή, όπως την επιχειρεί και τη διατυπώνει εναργώς ο Νίκος Αλιβιζάτος, επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει ευχερώς τη βαρύτητα που έδινε ο Κοραής, εμπνεόμενος από αντιμοναρχικό πνεύμα, στη σύνταξη ενός «κοινοβουλευτικού Συντάγματος», δηλαδή μίας διαβουλευτικής συνθήκης, καθώς και στην πλήρη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων, σε σχέση με τις πολιτικές ελευθερίες. Γι’ αυτό, όπως καταφαίνεται και από την αλληλογραφία του με τον Τόμας Τζέφερσον, την οποία παρουσιάζει ο συγγραφέας, προτιμούσε το αγγλικό και αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Φαίνεται αυτό, όπως δείχνει και ο Νίκος Αλιβιζάτος, στο σχόλιο του Κοραή, επί του πρώτου άρθρου του Συντάγματος της Επιδαύρου, του αναφερομένου στην «επικρατούσα θρησκεία» και την εξήγηση της μετοχής, η οποία προσδιόριζε και την καταστατική θέση της θρησκείας, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σαφές ότι, κατά τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, η ορθόδοξη χριστιανική πίστη ήταν όντως συνεκτικός παράγοντας με βαρύνουσα σημασία. Από τη στιγμή, όμως, που ιδρύεται η συντεταγμένη, ελεύθερη και ανεξάρτητη πολιτεία, το να έχουν όλα τα μέλη της ίσα δικαιώματα, ανεξαρτήτως του θρησκευτικού τους φρονήματος, ήταν ουσιωδέστατο τεκμήριο ευνομίας. Η ευνομία, άλλωστε, ως ισονομία ήταν και το κύριο γνώρισμα της σκέψης και της δράσης και του Μαυροκορδάτου και του Κοραή.
Από εκεί ελαυνόμενος ο συγγραφέας, οδηγείται προς τον Χαρίλαο Τρικούπη, γιο του Σπυρίδωνος Τρικούπη και ανιψιό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, από νεαρή ηλικία εξοικειωμένου με τον αγγλικό και γαλλικό πολιτικό στοχασμό, καθώς και με το νόημα και τη αξία του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Η έκταση αυτού του κειμένου δεν επιτρέπει την αναφορά στο πρώτο μέρος των όσων γράφει ο Νίκος Αλιβιζάτος για τον Σπυρίωνα Τρικούπη, για ένα τυχαίο περιστατικό, το οποίο εξηγεί την «κληρονομημένη αγγλοφιλία», όπως την αποκαλεί ο συγγραφέας, και η οποία εξηγείται από τα όσα ο ίδιος αναφέρει, ή τη σχέση του με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, όπως δεν επιτρέπει και τη σημαντικότατη αναφορά στον, όχι γνωστό, Ουόλτερ Μπατζότ (1826-1877) και το έργο του The English Constitution, το οποίο, μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, εκδόθηκε στη γλώσσα μας, το 1872, και «έκτοτε παραμένει το μόνο σύγγραμμα βρετανικού συνταγματικού δικαίου που έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας» (163). Αξίζει να τονίσουμε, όμως, ότι το εν λόγω έργο, με ρεαλισμό και χωρίς εξιδανικεύσεις, προσεγγίζει το βρετανικού πολίτευμα, υπό την επιρροή του Μπένθαμ και του Τζων Στιούαρτ Μιλλ, με οδηγητική αρχή τον καθοδηγητικό ρόλο του προσωπικού συμφέροντος ως προς την ανθρώπινη δράση και τους στόχους της. Ύστερα από αυτά, ο συγγραφέας προχωρεί προς το να εξηγήσει την πορεία του Χαρίλαου Τρικούπη στην πολιτική, από τα πρώτα βήματα έως την αρχή της δεδηλωμένης, τη δικομματική συνθήκη, πρωτίστως, όμως, την ίδια τη σύσταση του κοινοβουλευτισμού. Η εκδήλωση της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης των μελών της εθνικής αντιπροσωπίας συνδέεται με τον περιορισμό των βασιλικών προνομίων, όπως αυτός επετεύχθη με την καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού. Η σύνδεση, μάλιστα, της αρχής της δεδηλωμένης με τη θεμελιώδη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας (εδώ είναι σημαντική η τομή που επέφερε το Σύνταγμα του 1864), δρομολόγησε μία πορεία μακράς χρονικής διάρκειας, σε ό,τι αφορά τον διορισμό της κυβέρνησης και της εξάρτησής της από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Για το πώς επέδρασε η αρχή της δεδηλωμένης στα πολιτικά πράγματα και τη συνταγματική τάξη, είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη αναφορά του Νίκου Αλιβιζάτου: «μετά την καθιέρωση της δεδηλωμένης, το Στέμμα, που παρά τη συνταγματική αλλαγή του 1864 εξακολουθούσε να κατευθύνει ειδικά την εξωτερική πολιτική της χώρας, αποδυναμώθηκε. Στην πράξη, ο ρόλος του περιορίστηκε, καθώς μπορούσε να παρέμβει στις πολιτικές εξελίξεις μόνον στις περιόδους εκείνες, όπου ελλείψει πλειοψηφίας, η Βουλή αδυνατούσε να στηρίξει βιώσιμη κυβέρνηση. Στις περιπτώσεις αυτές, ο βασιλιάς μοιραία διόριζε κυβερνήσεις μειοψηφίας, με ταυτόχρονη διάλυση της Βουλής, για την διεξαγωγή εκλογών, οι οποίες δεν έδιναν πάντοτε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, γιατί η βία και η νοθεία είχαν και αυτές περιοριστεί. Από αυτό το πρίσμα, μπορεί ο χαρακτηρισμός της δεδηλωμένης του 1875 ως ‘ατελούς’ να είναι με τα σημερινά τουλάχιστον κριτήρια νομικά ορθός, δεν μειώνει ωστόσο τη σημασία της αλλαγής που είχε συντελεστεί. Επρόκειτο για ‘αλλαγή παραδείγματος’. Γιατί μετά το 1875, η κεφαλαιώδους σημασίας αρμοδιότητα του βασιλιά να διορίζει και να παύει τους υπουργούς του (άρθρο 31 του Συντάγματος του 1864) δεν μπορούσε να ασκηθεί αυθαίρετα, όπως στο παρελθόν. Η πανηγυρική καθιέρωση από το άρθρο 21 του Συντάγματος της λαϊκής κυριαρχίας συμπληρωνόταν, και το πολίτευμα καθίστατο δημοκρατικότερο» (σς.197-198). Αυτή είναι η μεγάλη τομή, την οποία επέφερε η καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης: το δημοκρατικότερο του πολιτεύματος, το οποίο επισημαίνει ο Νίκος Αλιβιζάτος. Και είναι τομή, διότι η κύρια έγνοιας μας θα πρέπει να είναι το πώς θα γίνεται διαρκώς δημοκρατικότερο το πολίτευμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της πολιτικής, αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας, της δυτικής δημοκρατίας, ιδίως στην ενεστώσα συνθήκη ανόδου του νεοαυταρχισμού στην Αμερική και σε χώρες της Ευρώπης. Αυτό το «δημοκρατικότερο» είναι τεκμήριο της μεγάλης προσφοράς του Χαρίλαου Τρικούπη.
Κάθε φορά, όμως, που εμείς, οι πολίτες της χώρας, λέμε «δημοκρατικότερο», είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι, ταυτόχρονα, προφέρουμε και ένα όνομα: Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο συγγραφέας ξεκινά να μιλά για τον Βενιζέλο από την πασίγνωστη αφετηρία, δηλαδή τον λόγο που εξεφώνησε στο Σύνταγμα, το 1910, με την άφιξή του και την ενθουσιώδη υποδοχή του, όταν επεβλήθη στο πλήθος, διά της σιωπής του τελευταίου. Αυτή επήλθε, όταν στο διά βοής αίτημα να υπάρξει πολιτειακή μεταβολή, με την κατάργηση της μοναρχίας, δηλαδή με τη σύσταση Συντακτικής Βουλής, ή να υπάρξει μετριοπαθής αναθεώρηση θεμελιωδών συνταγματικών διατάξεων του 1864, ο Βενιζέλος επέβαλε την αναθεωρητική Βουλή. Το «Συντακτική θέλουμε, συντακτική…», εκάμφη προ του «Είπα! Αναθεωρητικής» που επέβαλε ο Βενιζέλος (σ. 235). Έτσι αρχίζει και η συγκρότηση του κόμματος των Φιλελευθέρων, η ύπαρξη και η δράση του οποίου έμελλε να καθορίσει και τη διάκριση Αριστεράς (εξαιρουμένης της κομμουνιστικής) και Δεξιάς, στη χώρα μας. Ο Βενιζέλος, μετά το «Είπα! Αναθεωρητικής», εξέθεσε όλα τα σημεία του παλαιοκομματικού αναχρονισμού της χώρας και της μορφής και λειτουργίας του κράτους, χωρίς, όμως, να παρουσιάσει το δικό του πολιτικό πρόγραμμα. Θα σταθώ, ενδίδοντας στο πειρασμό, σε μία εύστοχη και λεπταίσθητη παρατήρηση του Νίκου Αλιβιζάτου, αφορώσα την ιδιοσυστασία, μάλλον, του Βενιζέλου. Ο συγγραφέας ενέδωσε και εκείνος σε παρόμοιο πειρασμό, όπως θα δούμε ότι ομολογεί ευθαρσώς: «Για την ψυχολογική προδιάθεση του Βενιζέλου, εκείνες τις πρώτες μέρες της εμπλοκής του στο πολιτικό προσκήνιο και το πώς τον έβλεπαν οι Αθηναίοι, δεν αντέχω στον πειρασμό να παραθέσω ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, που μεταφέρει ο Νικόλαος Παπαδάκης. Δεν έχει συμπληρώσει καλά καλά έναν μήνα ως πρωθυπουργός, όταν, στις 21 Οκτωβρίου 1910, οι δημοσιογράφοι τον εντόπισαν στο ‘αποπνέον μποεμισμόν’ θεατράκι του Πανελληνίου, να παρακολουθεί από ξύλινο κάθισμα τους Βρικόλακες του Ίψεν. Ιδού το ρεπορτάζ της – βενιζελικής, πάντως – Πατρίδος: ‘Πρωτοφανές! Τον Πρόεδρον ημείς τον είχομεν συνηθίσει διαφορετικά εις το θέατρον. Το εβλέπαμεν – ενθυμούμεθα ολίγον τον κ. Θεοτόκην – εις την επιθεώρησιν, εις την οπερέτταν∙ τον εβλέπαμεν μακάριον και ευτυχισμένον εις το άπλωμά του… εις μια πλατειά βελούδινην πολυθρόνα’. Τουναντίον, σημείωνε η εφημερίδα, ο Βενιζέλος ‘παίρνει ως αναψυκτικά ποτά καίοντα. Θέλει Ίψεν. Έπειτα από το βάρος της εργασίας της ημέρας, ζητεί πληροφορίας από τους γύρω του περί της φιλολογικής κινήσεως, συγχαίρει τον ‘λογοτεχνικόν Σύνδεσμον’ και πηγαίνει πεζός εις το θέατρο. Είναι ζήτημα ιδιοσυγκρασίας απλώς ή είναι πλέον ένας τόνος επίσημος διά την ανάγκην νέας πνευματικής κινήσεως; […]’. Ήταν, εξάλλου, τακτικός πελάτης του βιβλιοπωλείου του Ελευθερουδάκη, που μεταφέρθηκε στην πλατεία Συντάγματος αργότερα, το 1918, και οι έκπληκτοι δημοσιογράφοι, βλέποντάς τον να κοντοστέκεται στη βιτρίνα για να εντοπίσει τις νέες κυκλοφορίες, τον παρομοίαζαν με κυρία ‘στη μόστρα αδαμαντοπωλείου της οδού Ερμού’ (Παπαδάκης, 330, Πατρίς, 23.10.1910)» (242-2440. Εάν ο αναγνώστης, που έχει ενδιαφέρον να μελετήσει το έργο του πολιτικού, ο οποίος θεμελίωσε στο σύγχρονο ελληνικό κράτος και προσπάθησε να το καταστήσει δυτική δημοκρατία, ανατρέξει στα έργα της Λ. Μακράκη, του Σ. Στεφάνου, του Ι. Μανωλικάκη, και άλλων, βεβαίως, θα μπορέσει να συνθέσει μέρη μιας πιθανής απάντησης ως προς το τι σημαίνουν τα ανωτέρω για την ιδιοσυγκρασία του Βενιζέλου. Ο ίδιος αρκούμαι στο να εξάρω τη λεπταίσθητη επισήμανση και υποχώρηση του συγγραφέα σε αυτόν τον πειρασμό.
Η ανάλυση του Νίκου Αλιβιζάτου νομίζω ότι εδράζεται σε δύο πυλώνες: ο ένας είναι ότι ο Βενιζέλος, ήδη από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, δεν ήθελε τον αρχηγό του κράτους σε διακοσμητικό ρόλο. Ο δεύτερος είναι η περαιτέρω ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Και οι δύο στήριξαν τον εκσυγχρονιστικό έργο του, με κορυφαία ίσως στιγμή την ίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας, του οποίου «η πανηγυρική έναρξης της λειτουργίας έγινε στις 17 Μαϊου 1929, στην οικία Σλήμαν, το Ιλίου Μέλαθρον της οδού Πανεπιστημίου, πρώτη έδρα του» (σ.286), το κοινωνικό έργο του (καθιέρωση του οκταώρου, αναγνώριση του κοινωνικού ζητήματος ως εργατικού ζητήματος, αναδιανομή της αγροτικής γης, των τσιφλικιών, θεμελίωση του ΙΚΑ κ.ά), αλλά και τον ρόλο του στον Εθνικό Διχασμό, τη μικρασιατική εκστρατεία, την αντικομμουνιστική νομοθεσία κ.ά. Η πολιτεία του Βενιζέλου είναι πολυσχιδής όσο και η προσωπικότητά του και η παρουσίαση και εξήγησή της, από τον Νίκο Αλιβιζάτο, είναι μετριοπαθής, ακριβής και καλά ζυγιασμένη ως προς την κατανομή του βάρους των ευθυνών, αλλά και την αναγνώριση της απαράγραπτης προσφοράς.
Αξίζει να σταθούμε στο «Excursus II», του Νίκου Αλιβιζάτου για τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον οποίο δικαίως αποκαλεί «αριστερή συνείδηση του Βενιζέλου» (313). Ο συγγραφέας αρχικώς εκθέτει τους κύριους βιογραφικούς σταθμούς της πορείας του Παπαναστασίου, ο οποίος μετέσχε «στην κατάρτιση των Συνταγμάτων του 1911, του 1925 και του 1927. Ένα μάλιστα από αυτά, το Σύνταγμα του 1925, έφερε τόσο ανάγλυφα τη σφραγίδα των απόψεών του, ώστε πήρε το όνομά του: Σύνταγμα Παπαναστασίου. Να ήταν άραγε τυχαίο ότι ήταν το μόνο από τα τρία που δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη;» (σ.314). Το ερώτημα είναι δυσαπάντητο. Ίσως και να μην μπορεί να απαντηθεί, κατά τη γνώμη μου, αλλά, ως μη συνταγματολόγος, σχετικοποιώ ο ίδιος τη βαρύτητα της γνώμης μου. Είναι σημαντικό, πέραν των ανωτέρω, να εστιαστούμε στη μεγάλη τομή που επέφερε ο Παπαναστασίου με την καθιέρωση της απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος, όπως την είχε προηγουμένως επεξεργαστεί στο έργο του Δημοκρατία και εκλογικόν σύστημα (1923). Ωστόσο, αυτή η μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ως προς την περαιτέρω διεύρυνση της δημοκρατίας, έδειξε τα όριά της: «Επιχείρησε μάλιστα και την κατοχύρωση της απλής αναλογικής στο Σύνταγμα του 1925, το οποίο όριζε ότι οι βουλευτές εκλέγονται ‘επί τη βάσει των αρχών της αναλογικής αντιπροσωπείας’. Ακολουθούσε, στο σημείο αυτό, το γερμανικό Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Ούτε όμως στη Γερμανία (1933) ούτε στην Ελλάδα (1936) η απλή αναλογική απέτρεψε την επιβολή δικτατορίας. Διότι, όταν τα κόμματα αρνούνται πεισματικά να συνεργαστούν, δεν αρκεί η έλλειψη αυτοδυναμίας για να κυβερνήσουν» (σ.315). Και, σε αυτό το σημείο, αφορμώμενος από τη στοχαστική παρατήρηση του Νίκου Αλιβιζάτου και το «όταν τα κόμματα αρνούνται πεισματικά να συνεργαστούν», διερωτώμαι αν, με την κρίση του 1965, τα Ιουλιανά, την αποστασία και τη συγκρότηση του ΦΙΔΗΚ, είχαν συνεργαστεί η Ένωσις Κέντρου και η ΕΡΕ, ώστε να αποκαταστήσουν την πολιτική σταθερότητα, ίσως να μην είχε γίνει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, εφόσον η αδίστακτη χούντα των επίορκων συνταγματαρχών, αυτήν ακριβώς την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε.
Ένα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα της πολιτικής ορθοφροσύνης του Παπαναστασίου, όπως το επισημαίνει ο συγγραφέας, είναι η κοινωνική διεύρυνση της κρατικής πολιτικής, ιδίως ως προς την παιδεία, αλλά, κατά τέτοιον τρόπο ώστε «Η κατοχύρωση όμως αυτή του διευρυμένου ρόλου του κράτους και της αναδιανεμητικής λειτουργίας του για την άμβλυνση των ανισοτήτων, δεν εμπόδιζε τον Παπαναστασίου να υποστηρίζει την ανάγκη για (αυτό)περιορισμό του, όταν διακυβεύονται stricto sensu ατομικά δικαιώματα» (σ. 320). Πρόκειται για την αξιόλογη σύνθεση στοιχείων κοινωνικής δικαιοσύνης, υπό το πνεύμα ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού, συναιρούμενου με κύριες αρχές πολιτικού φιλελευθερισμού. Ίσως, με αφετηρία αυτήν την παρατήρηση, να αχθούμε προς το ότι ο Νίκος Αλιβιζάτος μάς δείχνει το πώς ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου «υποστήριξε με συνέπεια ένα αριστερό μεταρρυθμιστικό σχέδιο για μια δικαιότερη κοινωνία, μέσω ενός γνήσιου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το οποίο πάντως απέτυχε τελικά να ιδρύσει» (313). Βέβαια, πολύ αργότερα, ο Όμιλος «Αλέξανδρος Παπαναστασίου» άφησε ιδεολογική και αξιακή παρακαταθήκη και, εδώ, αξίζει να κάνουμε ξεχωριστή μνεία στον Κώστα Σημίτη, όχι μόνο για τον ρόλο του στην ίδρυση και τη λειτουργία του Ομίλου, αλλά και για όλη τη μετέπειτα πορεία και στο πώς η σοσιαλδημοκρατική πολιτική μπορεί να αποτελεί ρεαλιστική αποτύπωση της ιδέας της κοινωνικής δικαιοσύνης, με όλες τις δυσκολίες και όλα τα προβλήματα. Αλλά και δημοκρατικός σοσιαλισμός, χωρίς τέτοιες δυσκολίες και τέτοια προβλήματα, θα είναι απλώς θολή θεωρητική άσκηση.
Το τελευταίο μέρος της μελέτης αφορά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και, αναπόφευκτα, χωρίζεται στην περίοδο πριν από τη δικτατορία και μετά αυτήν. Άλλωστε, τα προσφάτως εορτασθέντα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης αφορούν τη μεταπολιτευτική δημοκρατία μας, που φέρει τη σφραγίδα του, ιδίως ως προς την αρχική της στερέωση, όπως δείχνει και ο Νίκος Αλιβιζάτος, σε αυτήν την ενότητα του βιβλίου του (σς. 393-430). Ο συγγραφέας ξεκινά με όλα τα απαραίτητα βιογραφικά στοιχεία, την κυβερνητική του θητεία στην κυβέρνηση Παπάγου και, βεβαίως, τη «βαθεία τομή», δηλαδή την απόπειρα συνταγματικής αναθεώρησης, το 1963, για την οποία «ο Καραμανλής δήλωσε επανειλημμένα ότι, αν είχε ευοδωθεί, δεν θα είχε επιβληθεί η δικτατορία το 1967» (σ.382). Η «βαθεία τομή», ως αναθεωρητικό εγχείρημα του Συντάγματος του 1952, αποτελούσε εκδήλωση του πνεύματος και «προϋπόθεση της ‘ειρηνικής επανάστασης’ την οποία επαγγελλόταν» ο Καραμανλής» (σ. 361). Παράλληλα, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην πολιτική των διώξεων σε βάρος της ΕΔΑ, καθώς και στη σύγκρουση του Καραμανλή με το Παλάτι. Αλλά και η πολιτική των διώξεων, σε βάρος της Αριστεράς, συνδέεται, κατά την κρίση του Νίκου Αλιβιζάτου, με την αποτυχία του αναθεωρητικού εγχειρήματος της «βαθείας τομής», γι’ αυτό και ο ίδιος επισημαίνει ότι «η ‘βαθεία τομή’ ναυάγησε γιατί, ενώ ξεκίνησε ως εκσυγχρονιστική πρωτοβουλία, που απέβλεπε στην αποτελεσματικότερη νομοθέτηση και την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας στο πνεύμα των καιρών, κατέληξε, με πρώτιστη ευθύνη όχι τόσο του ίδιου του Καραμανλή, αλλά του Κωνσταντίνου Τσάτσου, να αποτελεί πρωτοβουλία περιοριστική των ελευθεριών, με έντονο αντικομμουνιστικό χρώμα. Και ναι μεν, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, η πρωτοβουλία αυτή δεν ξένιζε στη διαιρεμένη Ευρώπη της δεκαετίας του 1960, πλην όμως στην Ελλάδα του δημοκρατικού ανοίγματος και της πολιτιστικής άνοιξης εκείνης της περιόδου, δεν λάμβανε υπόψη τη διάχυτη αξίωση να επουλωθούν τα τραύματα του Εμφυλίου και η χώρα να προχωρήσει» (σ.382). Όμως, υπήρξε πολιτικός που εξέφραζε την έμφρονα στάση για λήθη, για υπέρβαση του εμφυλιακού διχασμού – έχοντας κάνει κριτική και στην Αριστερά για τα λάθη της – και για το τέλος του μίσους και την ανάγκη συνύπαρξης και συνεννόησης, εντός του πλουραλιστικού πλαισίου, των δικαιοκρατικών αρχών και του – διεπόμενου από αυτές τις αρχές – δημοκρατικού πολιτικού ανταγωνισμού. Και αυτός ο πολιτικός, ο άνθρωπος που διέπρεψε στον πολιτικό στίβο και στο Κοινοβούλιο, αφού προηγουμένως κατέβαλε τον οβολό του μαρτυρίου στη Μακρόνησο, ήταν – και ως αξιακός σηματωρός του τι είναι πραγματικά αριστερή πολιτική παραμένει διά της παρακαταθήκης του – ο Ηλίας Ηλιού. Στο «Excursus IV» του βιβλίου, ο Νίκος Αλιβιζάτος περιγράφει την πολιτική και κοινοβουλευτική δράση του Ηλία Ηλιού, καθώς και τη νομική του συγκρότηση. Η τελευταία, μάλιστα, κατεφάνη και με τη συμμετοχή του σε μεγάλες δίκες, όπως η δίκη στελεχών του παράνομου ΚΚΕ, κατηγορηθέντων για κατασκοπία, τις δίκες της Αυγής κ.ά. Ο συγγραφέας, όμως, παρουσιάζει και το σχετικό συγγραφικό έργο του Ηλιού. Αυτό, μαζί με το μεταφραστικό του έργο, ιδίως το νομικό, και μάλιστα ως προς τον νομικό θετικισμό ( υπάρχουν βέβαια και οι ακόλουθες μεταφράσεις του Ηλιού: «Ρητορική» του Αριστοτέλη, «Κατά Τιμάρχου» του Αισχύνη, καθώς και το «Το μήνυμα του Θουκυδίδη»), αναδεικνύει την προσωπικότητα ενός αγωνιστή πολιτικού, ενός μαχόμενου λογίου, δεινού κοινοβουλευτικού και πολιτικού ρήτορα, ο οποίος ξεχώριζε για την οργάνωση των επιχειρημάτων, το εκφραστικό μέτρο, τη νοηματική συνοχή και τη συντακτική ορθοέπεια (στοιχεία άγνωστα, πλέον, για τους αγορεύοντες πολιτικούς και της Αριστεράς και της Δεξιάς), αλλά και για το αδιαμφισβήτητο – ακόμη και από εκείνους που τον αντιμετώπιζαν ως πολιτικό εχθρό και απεπειρώντο να τον κατεβάσουν από το βήμα του Κοινοβουλίου, όταν μιλούσε – ήθος. Όπως σημειώνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, «Κορυφαία στιγμή του Ηλία Ηλιού στον ευγενή όσο και δίκαιο αυτόν αγώνα ήταν η προφητική καταγγελία του, τον Ιούλιο του 1965, από το βήμα της Βουλής, της ‘χούντας των στρατοκρατών’ και ειδικά του ‘αντισυνταγματάρχου Παπαδόπουλου’, τον οποίον κατονόμαζε, του υπ’αριθμ. 817760 επίδοξου πραξικοπηματία του σχεδίου ‘Περικλής’» (σ.433). Με το πραξικόπημα, ο Ηλιού, ο πολιτικός που πήρε την καθημαγμένη μετεμφυλιακή, ελληνική Αριστερά και την έκανε αξιωματική αντιπολίτευση, το 1958, ο πολιτικός της μετριοπάθειας, της ευπρέπειας και του ακατάβλητου σθένους, βασανίζεται στον Ιππόδρομο, όπου είχαν συγκεντρώσει τους πρώτους συλληφθέντες, κατ’ εντολή του Παπαδόπουλου, από τον ίλαρχο υπασπιστή του, ως πράξη εκδίκησης για την αποκάλυψη στην οποία προέβη ο Ηλιού, αλλά και προς εκφοβισμό όλων των άλλων. Πέραν όμως αυτών, ο συγγραφέας εστιάζεται και σε κάτι ακόμη: πρόκειται για περιστατικό που «παρουσιάζει ενδιαφέρον, όχι μόνον για τον ιστορικό και τον πολιτικό επιστήμονα, αλλά και για τον νομικό. Αφορά το θεμελιώδες ζήτημα της δυναμικής που αναπτύσσουν οι κανόνες ειδικά του συνταγματικού δικαίου, ακόμα και οι πιο αυταρχικοί, από τη στιγμή που τεθούν σε ισχύ. Είναι σαν το παιδί που, καθώς μεγαλώνει, το αφήνεις να τρέξει και, ενδεχομένως, αυτό σου ξεφεύγει και δεν μπορείς να το ελέγξεις. Πρόκειται για τη στάση που υιοθέτησε μπροστά στην απόπειρα της απριλιανής Χούντας, το φθινόπωρο του 1973, να ‘φιλελευθεροποιηθεί’, όταν ο Παπαδόπουλος διόρισε πρωθυπουργό τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη» (σ.435). Πράγματι, ο Ηλιού, είχε δηλώσει στα «Πολιτικά Θέματα», καθώς και στο «Βήμα», τα εξής: «Θεωρώ ότι η αποχή ή συμμετοχή είναι δύο διαφορετικές μορφές τακτικής, ενώ ο στρατηγικός στόχος παραμένει ένας: η αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας […] αφού όμως η βία αποκλείεται, είναι φανερό ότι ο λαός θα πρέπει να αξιοποιήση κάθε νομική δραστηριότητα που του παρέχουν αυτοί οι ανελεύθεροι θεσμοί, να διεισδύση από κάθε ρωγμή που παρουσιάζει το οικοδόμημα της απολυταρχίας και να διευρύνη την ρωγμή αυτή» (σς.436-437). Η ανωτέρω προσέγγιση είναι χαρακτηριστική της μεγάλης πολιτικότητας και της πολιτικής ευφυϊας που διέθετε ο Ηλιού. Φάνηκε, άλλωστε, αυτή και κατά το «Αντισχέδιο Συντάγματος», το οποίο συνυπέβαλαν, το 1975 η ΕΔΑ και το ΚΚΕ εσωτερικού, με τον Λεωνίδα Κύρκο. Την δείχνει όμως και ο Νίκος Αλιβιζάτος, όταν περιγράφει τη διανοητική ρώμη του Ηλιού, καθώς και τη μεθοδικότητά του: «Σκέψη αναλυτική, βασισμένη σε μελέτη και καλή γνώση των ‘φακέλων’, αναγνώριση όχι μόνον της λειτουργίας του Συντάγματος ως εγγυητή των δικαιωμάτων των ασθενεστέρων, αλλά και του συνόλου κανόνων δικαίου και αρχών που δεν ταυτίζονται αναγκαστικά με τη βούληση των κυβερνώντων, αλλά έχουν ως έναν βαθμό τη δική τους λογική, δημιουργικές συνθέσεις, σαφή ‘διά ταύτα’, με ταυτόχρονη αναζήτηση αποχρώσεων. Να μερικά από τα χαρακτηριστικά της συνταγματικής ‘φιλοσοφίας’ και του πολιτεύεσθαι του Ηλία Ηλιού, που τον ξεχώρισαν από τους άλλους ηγέτες της Αριστεράς της εποχής του» (σ. 439). Αυτά, βεβαίως, εξηγούν και την εκτόπισή του στο κομματικό περιθώριο από την εξόριστη ηγεσία του ΚΚΕ. Εξηγούν, όμως, αλλά και δικαιολογούν πλήρως, το γιατί ο Ηλίας Ηλιού – ο πολιτικός που, κατά τη γνώμη μου, εάν δεν είχε υπάρξει ο αναθεματισμένος Εμφύλιος, θα μπορούσε να είχε κυβερνήσει τη χώρα – ακόμη και όταν συγκρουόταν, αποσκοπούσε στη συνεννόηση, καθώς και την επίτευξη συναινέσεων, απότοκων των δημιουργικών συνθέσεων, που ανέφερε, στο ανωτέρω απόσπασμα, ο Νίκος Αλιβιζάτος. Ο Ηλίας Ηλιού υπήρξε ο ίδιος δημιουργική σύνθεση αλκίμαχου πολιτικού και ηθικού φρονήματος, αλλά και πολιτικής ευβουλίας, με στοιχεία αριστοτελικού μέτρου. Ως εκ τούτου, παρόλο που φαίνεται αντιφατικό, ήταν πολύ πιο πάνω από το μέτρο των άλλων πολιτικών, κατ’ εμέ, μηδέ του Γεωργίου Παπανδρέου εξαιρουμένου.
III
Η μελέτη του Νίκου Αλιβιζάτου είναι πόνημα εθνικής και πολιτικής αναστοχαστικότητας και αυτογνωσίας. Είναι μελέτη των προϋποθέσεων του πώς μπορούμε να συνυπάρχουμε ισοτίμως, σε ένα πλαίσιο εναρμονισμένων σχέσεων. Αυτό, όμως, αποτελεί και διαρκές ζητούμενο. Τέτοια ζητούμενα αντιστοιχούν σε ανοιχτά ερωτήματα, που αποτελούν προκλήσεις για τη συνταγματική μας δημοκρατία. Μπορεί η τελευταία να τα απαντήσει επαρκώς; Ας δούμε τι φρονεί ο συγγραφέας, αναφερόμενος σε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προκλήσεις των τελευταίων ετών: «Θα αναφερθώ, τέλος, στα ζητήματα που θέτει η διάδοση της ‘κουλτούρας της ανοχής’. Με τον όρο αυτόν μεταφράζω τη woke culture, δηλαδή την απόρριψη κάθε μορφής ρατσισμού εις βάρος των ‘διαφορετικών’ είτε πρόκειται για εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες, είτε απλά για τις γυναίκες, είτε τέλος για τους ‘άλλους’, σεξουαλικά και όχι μόνον. Όσο αποδοκιμαστέα είναι κάθε πρακτική που στρέφεται εναντίον των ανωτέρω για μόνον τον λόγο ότι αποκλίνουν από την επικρατούσα, την πλειοψηφική αντίληψη, άλλο τόσο λάθος θα ήταν και η επιβολή ‘διά διατάγματος’ της κουλτούρας της ανοχής στους πάντες. Άλλο ανοχή στην πράξη, η οποία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζεται, και άλλο υποχρεωτική επιβολή ενός τρόπου σκέψης, που κάποιος μπορεί να μη συμμερίζεται. Πιστεύω ότι αυτό καθ’ εαυτό το μοντέλο της συνταγματικής δημοκρατίας που διαμόρφωσαν σ’ εμάς οι τέσσερις αρχιτέκτονες δεν δίνει από μόνο του απαντήσεις στις ανωτέρω προκλήσεις. Παρέχει, ωστόσο, τη δυνατότητα να βρεθούν απαντήσεις εν ειρήνη, με την ψήφο και την ενεργό συμμετοχή όλων μας στα κοινά». Καταλαβαίνουμε ότι μόνο το μοντέλο της συνταγματικής δημοκρατίας, δηλαδή μιας ανοιχτής, πλουραλιστικής, δημοκρατικής κοινωνίας, είναι αυτό που επιτρέπει οι κάθε αφορά απαντήσεις να μετατρέπονται σε νέα ερωτήματα και ο, κάθε φορά, εκφερόμενος λόγος να έχει κλεισμένο ραντεβού με τον εξεταστικό του αντίλογο. Αυτή η σύμφυση δημοκρατίας και πολιτικού φιλελευθερισμού είναι η ίδια μια πρόκληση, ώστε να κατανοήσουμε ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η συνθήκη που επιτρέπει την ανάδειξη προκλήσεων και ερωτημάτων. Χωρίς αυτήν, θα έχουμε μόνο απαντήσεις, χωρίς να τολμά κανείς να θέσει ερωτήματα. Τότε, θα περισσεύει το «διά διαταγμάτων».
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου