Sally Rooney, «Intermezzo»: Η Αλεξάνδρα Χαΐνη διάβασε το νέο της  «πολυμέτωπο» ερωτικό μυθιστόρημα

0
1111

 

Από την Αλεξάνδρα Χαΐνη

Θεωρώ μεγάλη τύχη να νιώθεις ότι το βιβλίο που διαβάζεις μιλάει σε σένα. Αυτό συνέβη με το «Intermezzo», το τελευταίο μυθιστόρημα της Sally Rooney, το οποίο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στα ελληνικά. Δεν είναι μόνο η ταύτιση με κάποιον ήρωα ή κατάσταση, αλλά περισσότερο η αίσθηση ότι το βιβλίο σε συντροφεύει σε μια δεδομένη στιγμή που δεν ξέρεις πώς να ελέγξεις τα συναισθήματά σου, πού να τα χωρέσεις. Βέβαια, δεν λέω κάτι καινούργιο. Όλα τα βιβλία, ακόμη και η πιο ακραία επιστημονική φαντασία ή το πιο αποτρόπαιο θρίλερ, λίγο ή πολύ θα βρουν τον τρόπο να μας μιλήσουν.

Τέλος πάντων, παρότι είναι το τέταρτο βιβλίο της Rooney, είναι το πρώτο που διαβάζω. Κυρίως γιατί η Ιρλανδή συγγραφέας μου φαινόταν πάντα (εσφαλμένα) πολύ millennial για τα γούστα μου (και την ηλικία μου) και είχα άλλες προτεραιότητες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι την έχουν χαρακτηρίσει ως «Salinger της γενιάς του Snapchat» και, ενώ η ίδια κρατάει χαμηλό προφίλ στις δημόσιες εμφανίσεις της, η έκδοση του νέου βιβλίου της γιορτάστηκε στα βιβλιοπωλεία με μεταμεσονύχτια πάρτι.

Όταν όμως είδα στο Cinobo τις δύο εξαιρετικές σειρές που βασίζονται στα ομώνυμα μυθιστορήματά της, το Normal People και το Conversations with Friends, που μάλιστα έχουν γυριστεί υπό την σεναριακή επίβλεψη της ίδιας, αναθεώρησα. Όχι τόσο χάρη στους πολύ προσεκτικά επιλεγμένους νεαρούς ηθοποιούς, γιατί αυτό θα μου πείτε δεν είναι ποιότητα που αφορά τα βιβλία καθαυτά, όσο λόγω της αμεσότητας στην αφήγηση, της φρέσκιας ματιάς της σε πράγματα παλιά και χιλιοειπωμένα.

Έτσι, παράγγειλα τα δύο βιβλία (τα οποία όμως ποτέ δεν ήρθαν), ενώ στο μεταξύ, κυκλοφόρησε και το Intermezzo (που ήρθε), οπότε από αυτό έμελλε να ξεκινήσω.

Η Kristin Davis και η Sarah Jessica Parker στα γυρίσματα του “And Just Like That” στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο, στα xέρια της Parker το βιβλίο της Rooney

Σχέσεις «στοργής»

Οι πρωταγωνιστές του «Intermezzo» είναι δύο αδέρφια, ο Peter και ο Ivan Koubek, πολωνικής καταγωγής, που ζουν στο Δουβλίνο παρότι έχουν μεγαλώσει στην ιρλανδική επαρχία. Ο μεν είναι 32 ετών (όσο περίπου είναι σήμερα η Rooney δηλαδή), ο δε σχεδόν 23. Ο μεν είναι εν ενεργεία δικηγόρος και επίσης διδάσκει σε κάποιο κολέγιο, ο δε αναλυτής δεδομένων -χωρίς σταθερή δουλειά- και σκακιστική διάνοια.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τον θάνατο του πατέρα τους, ή μάλλον αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Δίπλα τους κινούνται και περιπλέκονται τρεις γυναίκες. Από την πλευρά του Peter, η μεγάλη και παντοτινή του αγάπη Sylvia, με την οποία χώρισε λόγω ενός τραγικού δυστυχήματος (δεν αποκαλύπτω άλλα) και η 23χρονη καλλονή και σχεδόν άστεγη, Naomi, που σπουδάζει ακόμη και τα βγάζει πέρα με δουλειές στο όριο της νομιμότητας.

Αντίστοιχα, από την πλευρά του Ivan, υπάρχει η Margaret, μια αρκετά μεγαλύτερή του γυναίκα για την οποία θα πω μόνο ότι είναι ένας πολύ ιδιαίτερος χαρακτήρας, δοσμένος με εξαιρετική λεπτότητα και ακρίβεια. Η σχέση των δυο τους, η ερωτική τους χημεία και η μεταμόρφωσή τους μέσα από αυτήν, παρά τις αντιξοότητες και δυσκολίες της, δεσπόζει στο βιβλίο και ίσως αποτελεί το πιο αισιόδοξο, το πιο απελευθερωτικό, κομμάτι του.

Στο παρασκήνιο, υπάρχει και η μητέρα, η Christine. Μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα η οποία φέρεται να εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη και τα παιδιά της όταν ήταν ακόμη πολύ μικρά. Όπως και ο Alexei, ο σκύλος του Ivan, που σε διάφορες φάσεις -ειδικά τις πιο έντονες συναισθηματικά- λειτουργεί καταπραϋντικά.

Πολλαπλοί αφηγητές

Η αφήγηση είναι στο τρίτο πρόσωπο εστιάζοντας πρωτίστως στα δύο αδέρφια, χωρίς όμως η συγγραφέας να δίνει λιγότερη αξία και στις δύο βασικές ηρωίδες-δορυφόρους τους, στις οποίες αντιθέτως προσφέρει αρκετές σελίδες για να ξετυλίξουν τη σκέψη και τα συναισθήματά τους. Οι προσωπικοί μονόλογοι είναι συχνοί και κάποιες φορές, ιδίως όσον αφορά τον μεγάλο αδερφό Peter, παραληρηματικοί. Η μόνη που μένει μακριά από την εξίσωση, με μικρές μόνο εκλάμψεις, είναι η Naomi.

Οι φράσεις της Rooney είναι ως επί το πλείστον μικρές και κοφτές. Ο λόγος της αποσπασματικός. Ελλειπτικός. Με παύσεις και απότομες τελείες. Είναι ένας λόγος σχεδόν προφορικός, αλλά συνάμα ουσιαστικός, θα έλεγα ακόμη και ποιητικός. Τα αγγλικά βοηθάνε σε αυτό τον τρόπο γραφής γιατί είναι αρκετά περιεκτικά ως γλώσσα – τουλάχιστον σε σχέση με τα ελληνικά που είναι πιο επεξηγηματικά.

Οι διάλογοι είναι μεστοί και διακριτοί, αν και ενταγμένοι μέσα στη ροή της αφήγησης. Και παρόλο που δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα δράσης -με τη συνήθη τουλάχιστον έννοια- υπάρχει μια αγωνία για την εξέλιξη της πλοκής, για το αν, για το πότε και το πώς.

Συζητήσεις με φίλους

Έρωτας: οδηγίες χρήσης

«Όποιος έχει διαβάσει προηγούμενη δουλειά της Rooney -και κυρίως το  “Conversations With Friends” (2017), που αφορά δύο φίλες από το κολέγιο που εμπλέκονται στη ζωή ενός παντρεμένου ζευγαριού και το “Normal People” (2018), σχετικά με τις ταξικές διαφορές ανάμεσα σε ένα ζευγάρι νεαρών εραστών- γνωρίζει ότι το βασικό της θέμα είναι ο έρωτας στις διάφορες παραλλαγές του, τα όσα μικρά ή μεγάλα συμβαίνουν όταν είσαι μέσα ή έξω από αυτόν», επισημαίνει ο γνωστός και μη εξαιρετέος Dwight Garner, στην εφημερίδα New York Times, τονίζοντας ότι η Rooney «γράφει εξίσου καλά γι’ αυτό το θέμα όσο ο οποιοσδήποτε εν ζωή συγγραφέας. Σαν η Iris Murdoch ή η Edna O’Brien να έχουν συμφωνήσει να εκδώσουν μια τριλογία στη σειρά Harlequin.»

Η Rooney είναι απλόχερη στο ξεδίπλωμα του συναισθηματικού κόσμου των ηρώων της. Προσπαθεί -φαίνεται χωρίς κόπο- να μεταφέρει όλες τις πλευρές της προσωπικότητας τους, τις εσωτερικές τους συγκρούσεις, τις αγωνίες και τους φόβους τους, τα φαντάσματα του παρελθόντος και το αβέβαιο μέλλον, τις ελπίδες και τις προσδοκίες, αλλά και τον τρόπο που σχετίζονται με τους άλλους, τα καλά και τα κακά, τα ωραία και τα άσχημα, με δυο λόγια όλα όσα μας κάνουν ανθρώπους. Το κάνει ανεπιτήδευτα, χωρίς φτιασιδώματα, απόλυτα φυσικά. Στις σελίδες του «Intermezzo», όπως και στα υπόλοιπα βιβλία της, αναγνωρίζουμε κομμάτια από τον εαυτό μας.

Το μυθιστόρημα είναι αρκετά μεγάλο σε έκταση (442 σελίδες) και τους χωράει όλους και όλες. Τους μέσα και τους έξω: «Είναι σαν να παρακολουθείς μια χορευτική συνομιλία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους σε ένα δωμάτιο (παρόλο που δεν μιλάνε μόνο καθώς κάθε 50 περίπου σελίδες πέφτουν στο κρεβάτι)» παρατηρεί πολύ εύστοχα ο Anthony Cummins στην Guardian.

Τα μέτωπα της απώλειας

Πέρα ωστόσο από το ερωτικό κομμάτι, το «Intermezzo» διατρέχει η απώλεια. Μια πολυμέτωπη απώλεια όμως – όχι μόνο του πατέρα. «Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο δράμα που έχει συντελεστεί στη διάρκεια συνομιλιών που έγιναν υπό την πίεση γεγονότων που άλλαξαν τη ζωή των πρωταγωνιστών κατά την προϊστορία του μυθιστορήματος: το δυστύχημα της Sylvia, η αδυναμία του έφηβου τότε Ivan να βοηθήσει τον αδερφό του», λέει ο Cummins. Πράγματι, ο αναγνώστης αισθάνεται διαρκώς τις πολλαπλές στρώσεις της απώλειας και του πόνου –του παλαιού και καταπιεσμένου αλλά και των νέων τραυμάτων– όπως ακριβώς συμβαίνει δηλαδή και στην πραγματική ζωή.

Ο θάνατος επιδρά καταλυτικά στις ζωές των αδερφών Koubek. Ο νεκρός πατέρας -ερήμην του πλέον (έχει ενδιαφέρον ότι ελάχιστα μαθαίνουμε για εκείνον κατά την αφήγηση, με το σημαντικότερο ότι ήταν «ένας άνθρωπος που χρειαζόταν προστασία», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Peter)- καθοδηγεί τις σχέσεις τους, όλες ανεξαιρέτως, ακόμη και με τον Alexei, τον σκύλο.

Έχοντας χάσει πρόσφατα τον πατέρα μου, δεν μπόρεσα να μην συγκινηθώ από την εξομολόγηση του Ivan: «Νομίζω ότι ακόμη δεν μπορώ να το δεχτώ. Την ιδέα ότι ο μπαμπάς μου έφυγε […] Σαν να έκανε την έξοδό του από τον χρόνο, κι εμείς να πρέπει να συνεχίσουμε μέσα στον χρόνο […] Γιατί ένας ζωντανός άνθρωπος έχει τη δική του πραγματικότητα […] Ο άνθρωπος που έχει φύγει δεν έχει πλέον καμία πραγματικότητα παρά μόνο στις σκέψεις μας. Και όταν φύγει από τις σκέψεις μας, τότε θα έχει φύγει στ’ αλήθεια. Αν δεν τον σκέφτομαι, στην ουσία, εξαφανίζω την ύπαρξή του».

Μια παρτίδα σκάκι

Στον αντίποδα, ως αντίβαρο, ίσως, όλου αυτού του συναισθηματικού φορτίου που κουβαλάνε οι ήρωές της, η Rooney βάζει το σκάκι. Ένα σπορ που απαιτεί προσήλωση, ακρίβεια, απόλυτο έλεγχο συναισθημάτων – ειδικά όταν παίζεις επαγγελματικά και σε διεθνή τουρνουά (όπως συμβαίνει με τον Ivan). Όπως εξηγεί η ίδια η συγγραφέας στον επίλογο, για να μπορέσει να γράψει το βιβλίο, έκανε αρκετή έρευνα και συμβουλεύτηκε την σκακιστική κοινότητα του κολεγίου Trinity στο Δουβλίνο.

Δεν ξέρω αν θα ήταν αυθαίρετο -δεδομένου μάλιστα ότι δεν παίζω σκάκι- να πω ότι όλο το μυθιστόρημα είναι δομημένο σαν μια παρτίδα σκάκι, με την έννοια της ακρίβειας και των μελετημένων κινήσεων, αλλά πιστεύω ότι η Rooney χτίζει την πλοκή της με βάση ένα πολύ συγκεκριμένο σχέδιο, και όχι χαλαρά και με μια βασική ιδέα την οποία αναπτύσσει στην πορεία. Μπορεί όμως να κάνω και λάθος.

Προηγούμενο άρθροΓια το «Στάσιμο Κύμα» της Πηνελόπης  Μιχαλακοπούλου (γράφει ο Φώτης Βλαστός)
Επόμενο άρθροΟρθοκωστά: το μυθιστόρημα του Βαλτινού- ένας νέος λογοτεχνικός γύρος για τον Εμφύλιο (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ