του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Όταν ο Θανάσης Βαλτινός θα δημοσιεύσει εν έτει 1994 το μυθιστόρημά του Ορθοκωστά, κανείς δεν θα είναι ακόμη σε θέση να φανταστεί πως έχει έρθει η ώρα ενός καινούργιου γύρου για τον Εμφύλιο στην ελληνική πεζογραφία: γύρο τον οποίο θα ανοίξουν οι νεότερες γενιές σε μια περίοδο κατά την οποία ο κύκλος της μεταπολίτευσης θα έχει ολοκληρωθεί και οι όροι για την πραγμάτευση του ζητήματος που απασχόλησε κατά κόρον τους πρώτους και τους δεύτερους μεταπολεμικούς θα έχουν αλλάξει ριζικά.
Τι ακριβώς, όμως, θα κάνει ο Βαλτινός στην Ορθοκωστά και γιατί η τελευταία θα λειτουργήσει ως καταλύτης για μια τέτοια μεταβολή; Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του λογοτεχνικού ντοκουμέντου και της προσωπικής μαρτυρίας, ο Βαλτινός θα συρρικνώσει τον αφηγηματικό του χρόνο και χώρο στη διάρκεια μερικών μηνών του 1944. Ο τόπος είναι επίσης περιορισμένος και βρίσκεται ανάμεσα στην Τρίπολη, στο χωριό Καστρί και στη Μονή της Ορθοκωστάς. Η εμφύλια σύγκρουση παρουσιάζεται εν τη γενέσει της και οι μαρτυρίες τις οποίες συγκεντρώνει ο συγγραφέας στις σελίδες του αντιπροσωπεύουν το δίκαιο της παράταξης των ιστορικών νικητών: οι παρανοϊκές σφαγές, τα απίστευτα βασανιστήρια, τα προσωπικά μίση και οι εν ψυχρώ δολοφονίες δεν έχουν τα θύματά τους μόνο μεταξύ των αριστερών, αλλά εκδηλώνονται σε αντίστοιχα (ίσως και μεγαλύτερα) ποσοστά και στο δεξιό στρατόπεδο. Πρόκειται για την αλήθεια της άλλης πλευράς: μια αλήθεια που κυριαρχεί κατά τις πρώτες δεκαετίες του μεταπολέμου, αλλά υποχωρεί δραματικά ύστερα από την πτώση της δικτατορίας, όταν η Αριστερά έχει την ευκαιρία να αποκαταστήσει τη χαμένη τιμή της, κυριαρχώντας στο πεδίο της δημόσιας Ιστορίας (από τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο μέχρι βιβλία στελεχών του ΚΚΕ ή του Δημοκρατικού Στρατού, κινηματογραφικές ταινίες όπως ο Θίασος του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά και ποικίλες τιμητικές εκδηλώσεις).[1] Η Ορθοκωστά θα προκαλέσει ένα πρώτο ρήγμα σ’ αυτό το μονοπώλιο, προετοιμάζοντας ενδεχομένως κι ένα δεύτερο ρήγμα, που θα γίνει ορατό στις αρχές του 21ου αιώνα, αυτή τη φορά στο επίπεδο της ιστοριογραφίας και της πολιτικής επιστήμης.[2] Ο Βαλτινός θα εξοργίσει την Αριστερά, η οποία πενήντα χρόνια μετά την έναρξη του Εμφυλίου θα δυσκολευτεί πολύ να προχωρήσει σε διάλογο[3] με ένα έργο το οποίο έχει αποβάλει από τους κόλπους του τη ζέουσα εμπειρία τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (της γενιάς του Βαλτινού) προκειμένου να εμφανιστεί με τη μορφή της ιστορικής μεταμυθοπλασίας – μορφή που επικαλείται το εξωλογοτεχνικό ντοκουμέντο χωρίς να το αφήνει ποτέ ανέπαφο (όταν δεν το έχει επινοήσει εξ ολοκλήρου). Η Ορθοκωστά υπογραμμίζει αδιάκοπα τον τεκμηριακό της χαρακτήρα, αλλά αποφεύγει εκ συστήματος να του δώσει μιαν όντως τεκμηριωμένη βάση αφού δεν θέλει να διακρίνει μεταξύ πραγματικής και πλαστής μαρτυρίας. Υπό αυτή την έννοια, οι αφηγητές του Βαλτινού δεν παρίστανται στο βιβλίο τόσο ως αυθεντικοί μάρτυρες όσο ως υποκειμενικότητες που προσεγγίζουν τα γεγονότα κατά περίπτωση – ανάλογα με τον ψυχισμό, την οπτική και την ιδιοσυγκρασία του καθενός. Έτσι, η αλήθεια της άλλης πλευράς αποκτά όχι τελεσίδικο, αλλά δοκιμαστικό χαρακτήρα ενώ κάποτε φτάνει μέχρι και την αυτοϋπονόμευση: μέσω των εσωτερικών ρωγμών ή αντιφάσεων που ανακύπτουν από τον λόγο των συγκεντρωμένων τεκμηρίων. Οι αφηγητές στην Ορθοκωστά δεν είναι πολιτικά υποκείμενα, αλλά υπάρξεις που υπομένουν την καταπόνηση και την καταστροφή της πολιτικοστρατιωτικής σύγκρουσης – υπάρξεις οι οποίες το μόνο που μπορούν να εκδηλώσουν είναι ο μικρόκοσμος των καθημερινών τους παθών:[4] ένας μικρόκοσμος ταυτισμένος με το σύμπαν των βουβών, των ανώνυμων και των πασχόντων,[5] το οποίο συναντάμε και σε παλαιότερα, εκτός ή εντός ισχυρών ιστορικών συμφραζομένων, έργα τεκμηρίων του Βαλτινού, όπως τα Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (1989), το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη (Αμερική 1972 και Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί – ’22 2000) και ο Ανάπλους (2012).
Οι μονίμως ανοιχτές και εκκρεμείς μαρτυρίες του Βαλτινού, οι οποίες δεν συνοδεύονται από καμία οδηγία ανάγνωσης εκ μέρους του συγγραφέα[6] και δεν επιδιώκουν να μεταδώσουν την παραμικρή πληροφορία, μπορούν να διαβαστούν, με τη μερικότητα και την αναπόδεικτη αξιοπιστία τους, ως καταθέσεις ή χειρονομίες προς τον εμφυλιακό Άλλο, ζητώντας του να συναινέσει σ’ ένα είδος κοινού πένθους για το τραύμα της σύγκρουσης,[7] που προϋποθέτει την αποδοχή της κοινής ευθύνης[8] για το ξέσπασμα των δεινών της.[9] Αποδοχή ικανή να πάρει σάρκα και οστά μόνο όταν η αλήθεια παρουσιάζεται, όπως στην Ορθοκωστά, ως μισοσβησμένο ίχνος και μισοθαμένο θραύσμα ή ταπεινό τρίμμα. Σίγουρα δεν είναι εδώ τυχαία η γλωσσική ομοιομορφία των ομιλητών, που ενισχύει την ταπεινοφροσύνη και την αποπροσωποποιημένη τους οντότητα.[10] Ο Βαλτινός θα δοκιμάσει μέσα από τη συντριπτική αφάνεια και ανωνυμία των ηρώων του να κοιτάξει εκ κατακλείδι πάνω από το χάσμα του Εμφυλίου, παρακολουθώντας την τύχη τους όχι στο πολιτικό αλλά στο ανθρωπολογικό πεδίο.[11] Αποκαλύπτοντας, όμως, ένα τέτοιο πεδίο μέσα από τις παιγνιώδεις μεθόδους της λογοτεχνίας των τεκμηρίων και της ιστορικής μεταμυθοπλασίας, ο συγγραφέας θα διώξει από τις σελίδες του τη ζωντανή Ιστορία, που άνθισε ως ποικιλοτρόπως οδυνηρή μνήμη στα μεταπολιτευτικά έργα των πρώτων και των δεύτερων μεταπολεμικών, τα οποία περιλαμβάνουν και έργα του ίδιου, [12] και θα αντιμετωπίσει τον Εμφύλιο ως ένα οιονεί ιστοριογραφικό υλικό. Αυτή τη μαγιά θα παραλάβουν οι νεότερες γενιές για να επιστρέψουν στον Εμφύλιο από τη σκοπιά των δικών τους αναγκών.
Για να καταλάβουμε ευχερέστερα τι σημαίνει Εμφύλιος για τις νεότερες πεζογραφικές γενιές, θα χωρίσω τους συγγραφείς σε τρεις κατηγορίες: σ’ εκείνους που αναφέρονται ευθέως στον Εμφύλιο, χωρίς να κρύβουν σχεδόν ποτέ πως το βλέμμα τους εκκινεί από το παρόν, σ’ εκείνους που καταπιάνονται με τις συνέπειές του τόσο στην υπερορία του ανατολικού στρατοπέδου (σοβιετικού και γιουγκοσλαβικού) όσο και στην Ελλάδα και σ’ εκείνους που παρακολουθούν τις παράπλευρες επιπτώσεις του στον κόσμο των παιδιών και των παιδουπόλεων. Εννοείται ότι από την κατάταξή μου παραλείπω έναν μεγάλο αριθμό έργων, που αναφέρονται σε μικρότερη ή σε μεγαλύτερη έκταση σε φαινόμενα του Εμφυλίου χωρίς, εντούτοις, ο Εμφύλιος να συνιστά το κεντρικό τους διακύβευμα, χωρίς να τροφοδοτεί με μοιραίο τρόπο την κεντρική θεματική γραμμή και τη δραματουργία τους.
Οι συγγραφείς και των τριών κατηγοριών, μαζί με μια κάπως ξέχωρη περίπτωση, που θα ανοίξει διάπλατα τον δρόμο για τη συνάντηση της σύγχρονης πεζογραφίας του Εμφυλίου με τον μεταμοντερνισμό, τόσο στο επίπεδο της κοσμοθεώρησης όσο και στο επίπεδο των αφηγηματικών τεχνικών, προσέρχονται στο θέμα τους από ένα χρονικό ύψος που έχει διαρρήξει κάθε βιωματικό δεσμό μαζί του. Κοιταγμένος από το τέλος του 20ου ή από τις αρχές του 21ου αιώνα, ο Εμφύλιος είναι ένα καθαρό, τετελεσμένο ιστορικό μέγεθος. Και ως ιστορικό μέγεθος, δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην αγκαλιά των αναγκών του παρόντος. Έτσι, οι περισσότεροι θα συνθέσουν τις ευθύνες της Αριστεράς και της Δεξιάς με αφετηρία αυτές τις ανάγκες και θα μπουν σε μια διαδικασία επούλωσης του διμερούς τραύματος, μιλώντας για τον Εμφύλιο από τη σκοπιά της δικής τους εποχής – από τη σκοπιά των δικών της προβλημάτων και των δικών της δυσπλασιών. Το τραυματικό εμφυλιακό βίωμα των πρώτων μεταπολεμικών γενεών θα μετασχηματιστεί τώρα σε αυτό που η κοινωνιολογία και η πολιτική ψυχολογία έχουν ονομάσει «πολιτισμικό τραύμα».
Παραλαμβάνοντας το εμφυλιακό τραύμα των παλαιότερων, οι νεότερες γενιές θα δοκιμάσουν τη λογοτεχνική του αποθεραπεία μέσω μιας ανασκευής της ιστορικής του βάσης, τείνοντας να αποκαταστήσουν μιαν επί δεκαετίες διασαλευμένη ισορροπία: μια ισορροπία που θα ενθαρρύνει αν όχι την αμοιβαία συγχώρηση, τουλάχιστον ένα κλίμα καταλλαγής και συνεννόησης, εφόσον το τραύμα θα μεταμορφωθεί από τραύμα σε μετατραύμα και σε πολιτισμικό τραύμα[13]ή σε μιαν «ανάμνηση τραύματος».[14] Κι εδώ θα επανέλθουμε στην παρέμβαση την οποία θα επιχειρήσει το 1994 στη σφαίρα της δημόσιας Ιστορίας ο Βαλτινός, αναλαμβάνοντας με την Ορθοκωστά τον ρόλο ενός διαμέσου μεταξύ των παλαιότερων και των νεώτερων γενεών. Δεν είναι, βέβαια, οι νεότεροι στοιχισμένοι ακριβώς στο πολιτικό πνεύμα του Βαλτινού, ούτε επικοινωνούν κατ’ ανάγκην με το αφηγηματικό στιλ και την τεχνική της Ορθοκωστάς. Επηρεάζονται, όμως, όλοι (ακόμα και συγγραφείς που προέρχονται από την πρώτη μεταπολεμική γενιά) από τη μετατόπιση του κέντρου βάρους την οποία θα σημάνει για τη δημόσια Ιστορία η Ορθοκωστά, μεταφέροντας τον λογοτεχνικό Εμφύλιο από την περιοχή της ζωντανής, άμεσης μνήμης, στην οποία κινήθηκαν η πρώτη και η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, στο πεδίο του ιστορικού αναστοχασμού. Στο επίπεδο της δημόσιας Ιστορίας, λοιπόν, εκείνα τα οποία θα λείψουν από τον νέο λογοτεχνικό γύρο για τον Εμφύλιο θα είναι όχι μόνο η άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης στον αριστερό Άλλο ή το άγχος εκμηδενισμού της Αριστεράς από το σύστημα αποκλεισμών της Δεξιάς,[15] όπως θα ισχύσουν κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο θα εξιδανικεύσει το ιστορικό παρελθόν της μεταπολιτευτικά η Αριστερά προκειμένου να ανακαταλάβει τα εδάφη που χάθηκαν από όσα εφάρμοσε εις βάρος της προδικτατορικά η Δεξιά. Όσο θα εξιδανικεύσει τον εαυτό της η Δεξιά κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 άλλο τόσο θα εξιδανικεύσει τον δικό της εαυτό η Αριστερά μετά το 1974. Αυτή, όμως, η μηχανική αντιστροφή της μεταπολίτευσης θα κατατείνει προς έναν επιδερμικό συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο παρατάξεις: ένας συμβιβασμός που θα επικαλυφθεί εν συνεχεία από την έξαρση του κοινωνικού εγωκεντρισμού,[16] όπως θα τον παρακολουθήσουμε να αποτυπώνεται τόσο στην πεζογραφία της πρώτης μεταπολιτευτικής γενιάς όσο και στην κατοπινή γενιά της παρωδίας. Κόντρα σε όλα αυτά, ο νέος λογοτεχνικός γύρος για τον Εμφύλιο θα θέσει την κυριαρχία του εγώ και του ατόμου εντός παρενθέσεως και θα αναζωπυρώσει τη δημόσια μνήμη, μπαίνοντας στον δρόμο της μετατραυματικής ίασης. Είναι ο δρόμος τον οποίο θα προαναγγείλει η Ορθοκωστά ακόμα κι αν δεν τη θεωρήσουμε σύνθεση των αριστερών και των δεξιών ευθυνών, αλλά, απλώς, το αντίπαλο δέος της αριστερής αλήθειας. Είτε η Ορθοκωστά αποτελεί σύνθεση ευθυνών είτε αντίπαλο δέος της αριστερής αλήθειας, οι συγγραφείς που θα επανακάμψουν στον Εμφύλιο μετά απ’ αυτήν δεν θα συμμεριστούν εφεξής κανέναν ιστορικό και ιδεολογικό μύθο. Η μια αλήθεια θα συγχωνευτεί στην άλλη και το βιωματικό τραύμα θα κλείσει, με τη διαφορά πως οι διεργασίες που θα ενεργοποιήσει τώρα η ανάδυση του πολιτισμικού τραύματος θα υποδείξουν πλέον κάτι άλλο: την ιστορική αποτύπωση των κοινών παθών του Εμφυλίου σε διάφορες προβληματικές όψεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας – ιστορική αποτύπωση που ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό και την ιστορική τους αιτιολογία.
Σε μια τέτοια γραμμή, μπορεί κάποιοι να ανυψώσουν τον Εμφύλιο σε κληρονομιά μιας καινούργιας αριστερής ιδεολογίας (Κώστας Βούλγαρης Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο 2001) ή να ξεκινήσουν ένα καινούργιο πένθος για τα θύματα της Δεξιάς (Βασίλης Τσιαμπούσης Η γαλάζια αγελάδα 2013), αλλά ουδείς θα παραγνωρίσει τα πάθη και τα παθήματα από τα οποία θα υποφέρουν και οι δύο πλευρές της ένοπλης σύγκρουσης. Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, μένοντας στην ίδια κατηγορία, θα βαδίσουν όντως πέραν των μύθων και θα μιλήσουν επί τη βάσει ενός μεταϊδεολογικού βλέμματος άλλοτε για τη διάψευση (Νίκος Δαββέτας Το θήραμα 2004, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ 2006, Η εβραία νύφη 2009, Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη 2013) και άλλοτε για την ηθική αποκατάσταση (Μάρω Δούκα Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ 2010, Θανάσης Σκρουμπέλος Το δίκοχο του Μίμη 2013) των αριστερών αξιών. Δεν θα λείψουν εν προκειμένω και εκείνοι που θα παρουσιάσουν τη μετεμφυλιακή καθημερινότητα σαν ένα σιωπηλό δράμα με τη μνήμη των επιγόνων να λειτουργεί ως πηγή οδυνηρής απομάγευσης (Βασιλική Ηλιοπούλου Σμιθ 2009, Η άσκηση του Ροτ 2013). Συναφώς προς αυτό θα τεθεί και ένα άλλο ζήτημα: το πώς ο Εμφύλιος θα δυσκολευτεί, παρά την καταφανή μείωση της ιστορικής του έντασης, να άρει τις παρατεταμένες κοινωνικές του στρεβλώσεις (Δημήτρης Νόλλας Το ταξίδι στην Ελλάδα 2013). Αίφνης, πάντως, δεν αποκλείεται από τα εμφυλιακά αποκαΐδια να βγει κι ένα μετατραυματικό μήνυμα για την αθανασία του έρωτα (Μαριλένα Παπαϊωάννου Νικήτας Δέλτα 2013) .
Από τους συγγραφείς οι οποίοι θα καταπιαστούν με τις συνέπειες του Εμφυλίου στους τόπους της πολιτικής εξορίας ή στην Ελλάδα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα τον εικονογραφήσουν ως σημείο μιας παντελώς αδιάγνωστης αλήθειας (Κώστας Ακρίβος Κίτρινο ρώσικο κερί 2001) ή, εκ νέου, ως παραγωγό, παρά τη θεραπεία του τραύματος, νεώτερων παθολογιών, όπως τα σκάνδαλα των υιοθεσιών, πολλά εκ των οποίων έλκουν την καταγωγή από τα μεταπολεμικά ανοσιουργήματα με τα παιδιά και τις οικογένειες (Μαρλένα Πολιτοπούλου Η μνήμη της πολαρόιντ 2009). Ο Εμφύλιος, όμως, εδώ θα χρησιμεύσει και ως ιστορική σκηνή του συγγραφικού εργαστηρίου (για να μη λησμονούμε τη λειτουργία του και ως καθαρώς ιστοριογραφικού υλικού) ενώ παράλληλα θα μεταστοιχειωθεί ξανά σε σκοτεινό τόπο της επιγονικής μνήμης, μηδενίζοντας κάθε αναφορά στο ηρωικό παρελθόν (Έλενα Χουζούρη Πατρίδα από βαμβάκι 2009, Δυο φορές αθώα 2013). Σε μιαν ανάλογη οπτική, ο Εμφύλιος θα ενισχύσει τη μηδενική του εικόνα (Γιώργος Πρασσάς …και έτσι έκλεισε ο κύκλος 2009) και θα καταγραφεί ως σύμπτωμα προχωρημένης παράνοιας (Ανδρέας Μήτσου Ο κίτρινος στρατιώτης 2012). Από την κατηγορία αυτή δεν θα λείψουν και οι συγγραφείς που θα αντιμετωπίσουν τον Εμφύλιο με όρους ιστορικού-περιπετειώδους μυθιστορήματος (το αμιγώς ιστοριογραφικό υλικό και πάλι στο προσκήνιο), υπενθυμίζοντας, ωστόσο, εκ παραλλήλου τους καταστροφικούς του δεσμούς με τον σταλινισμό, έστω κι αν για κάτι τέτοιο θα χρειαστεί το λατρευτικό πορτραίτο ενός διακεκριμένου σταλινικού εγκαθέτου, όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης (Αλέξης Πάρνης Η Οδύσσεια των διδύμων 2009).
Από τους συγγραφείς που θα στραφούν στον κόσμο των παιδιών και των παιδουπόλεων, μια ομάδα θα ψυχογραφήσει τον λούμπεν πληθυσμό της νικήτριας παράταξης. Το αγκάθι των υιοθεσιών θα επανέλθει εν προκειμένω, αφήνοντας ένα σοβαρό τραυματικό υπόλοιπο (Βασίλης Μπούτος Τα δάκρυα της βασίλισσας 2000, Θανάσης Σκρουμπέλος Bella Ciao 2005). Μια άλλη ομάδα, όμως, θα προσεγγίσει τα εμφυλιακά παθήματα μέσα από ένα εμφανώς μετατραυματικό βλέμμα, που μπορεί από τη μια μεριά να οδηγήσει σε πλήρη κατάρρευση (Γιώργος Λίλλης Ίχνη στο χιόνι 2012), θα εξασφαλίσει, όμως, από την άλλη μια βαθμιαία (βήμα προς βήμα κατακτημένη) ισορροπία, αλλά και απελευθέρωση (Γιάννης Ατζακάς Διπλωμένα φτερά 2007, Θολός βυθός 2008 και Φως της Φονιάς 2013).
Τέλος, ένας ακόμα, αυτή τη φορά καθ’ ολοκληρίαν, μηδενισμός του Εμφυλίου θα έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας της ιστορικής αλήθειας: μια εκκωφαντική, μεταμοντέρνας κοπής παραγραφή, που θα διεμβολίσει με διαλυτικό τρόπο και το παρόν (Μισέλ Φάις Πορφυρά γέλια 2010).
Το προηγούμενο υλικό θα συμπληρώσουν, πέρα και μετά από τις κατηγορίες συγγραφέων και έργων που προηγήθηκαν, μυθιστοριογραφικές προσεγγίσεις του Εμφυλίου από τη σκοπιά της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα οι οποίες εκρέουν στην ίδια κοίτη ιστορικο-πολιτικού προβληματισμού: στο πώς η ηγεσία της Αριστεράς βασάνισε πρωτίστως τους δικούς της ανθρώπους (πολλώ δε μάλλον αν οι άνθρωποι αυτοί ήταν οι πλέον αδύναμοι και παρεμποδισμένοι), συμμετέχοντας στην κακοδαιμονία του Εμφυλίου (Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης Το χιόνι των Αγράφων 2022)` στο πότε η εμφύλια σύγκρουση διεκδικεί μια διπλή αλήθεια, τη συστέγαση του λόγου νικητών και ηττημένων σε ένα τοπίο ολοκληρωτικής σφαγής και απέραντης υπαρξιακής στέγνας, με έναν τόνο όχι από την Ορθοκωστά μα από την Κάθοδο των εννιά του Βαλτινού (Μάκης Καραγιάννης Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται, 2023)` και στο πώς θα συνενωθούν μυθιστορήματα για τον Εμφύλιο γραμμένα από συγγραφείς γεννημένους δεκαετίες μετά τη λήξη του και μυθιστορήματα που εστίασαν στην οικονομική κρίση από το 2010 και εφεξής, έχοντας, επίσης, εννοείται, γραφεί από νεότερους συγγραφείς, με έναν αντιδραματικό σχολιασμό του πολυετούς πολιτικού διχασμού (Κώστας Καλτσάς Νικήτρια σκόνη. μετάφραση Γιώργος Μαραγκός 2024).
[1] Για την έννοια της δημόσιας Ιστορίας, βλ. Michael Frisch, A Shared Authority: Essays on the Craft and the Meaning of Oral and Public History, The State University of New York Press, 1990, όπως και James B. Gardner και Peter S. LaPaglia (επιμέλεια), Public History. Essays from the Field, Krieger Publishing, Malabar, Florida, 2004.
[2] Πρόκειται για τον επιστημονικό εμφύλιο τον οποίο θα προκαλέσει ο Εμφύλιος με αφορμή παρεμβάσεις που θα προσανατολιστούν (όπως και η Ορθοκωστά ) στην αλήθεια της άλλης πλευράς. Ως προς τις τελευταίες, βλ. ενδεικτικά Στάθης Καλύβας και Νίκος Μαραντζίδης, «Νέες τάσεις στη μελέτη του εμφυλίου πολέμου», εφημερίδα Τα Νέα, ένθετο «Βιβλιοδρόμιο», 20 Μαρτίου 2004, Στ. Καλύβας, «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστεράς στην Κατοχή», Marc Mazower (επιμέλεια) Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα 1943-1960, μετάφραση Ειρήνη Θεοφυλακτοπούλου, Αλεξάνδρεια, 2003, Ν. Α. Μαραντζίδης (επιμέλεια) Οι άλλοι καπετάνιοι. Αντικομμουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2006, και Δημήτρης Βλαντάς, Ημερολόγιο 1947-1949, επιμέλεια Ν. Μαραντζίδης-Γιώργος Αντωνίου, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2007. Το αξιόμαχο της μαρτυρίας του τελευταίου θα αμφισβητηθεί έντονα με το επιχείρημα ότι γράφτηκε εκ των υστέρων. Βλ. τις βιβλιοκρισίες της Ιωάννας Παπαθανασίου, περιοδικό Ιστορικά, Δεκέμβριος 2007, τεύχος 47, αλλά και Ιανουάριος 2009, τεύχος 49 (η δεύτερη αποτελεί αντίδραση στην απάντηση των επιμελητών, περιοδικό Νέα Εστία, Μάιος 2008, τεύχος 1811), ή του Ηλία Νικολακόπουλου, εφημερίδα Τα Νέα, ένθετο «Βιβλιοδρόμιο», 7 Φεβρουαρίου 2009. Έντονες επικρίσεις (αν και μετριοπαθέστερες αυτή τη φορά) θα δεχτεί και το έργο του Ν. Α. Μαραντζίδη Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας 1946-1949, Αλεξάνδρεια, 2010. Βλ. τις βιβλιοκρισίες του Δημήτρη Κουσουρή, εφημερίδα Τα Νέα, ένθετο «Βιβλιοδρόμιο», 19 Ιουνίου 2010, και του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη, εφημερίδα Η Αυγή, ένθετο «Αναγνώσεις», 29 Αυγούστου 2010. Για εκτενέστερη βιβλιογραφία και κριτικογραφία της επιστημονικής διαμάχης, βλ. Δημήτρης Παϊβανάς, Βία και αφήγηση. Ιστορία, ιδεολογία και εθνικός πολιτισμός στην πεζογραφία του Θανάση Βαλτινού, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2012.
[3] Αντί για επιχειρήματα, πολλοί αριστεροί κριτικοί θα προτιμήσουν να εκφράσουν την οργή και τον αποτροπιασμό τους: από τον Άγγελο Ελεφάντη, περιοδικό Ο πολίτης, Ιούνιος–Ιούλιος 1994, τεύχος 126, και τον Τάκη Μενδράκο, εφημερίδα Η Αυγή, 17 Ιουλίου 1994, μέχρι τον Γιώργη Μωραΐτη, εφημερίδα Ριζοσπάστης, 4 Σεπτέμβρη 1994, την Αιμιλία Καραλή, εφημερίδα Πριν, 18 Σεπτεμβρίου 1994, και τον Κώστα Βούλγαρη, περιοδικό Ο πολίτης, 1999, τεύχος 68-69. Ο τελευταίος θα επανέλθει μια πενταετία αργότερα με τη μελέτη του Η παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας, Βιβλιόραμα, 2004. Οι παρεμβάσεις του Παντελή Μπουκάλα, εφημερίδα Η Καθημερινή, 24 Μαΐου 1994, τώρα και Ενδεχομένως. Στάσεις στην ελληνική και ξένη τέχνη του λόγου, Άγρα, 1996, του Δημήτρη Ραυτόπουλου, περιοδικό Αντί, 16 Σεπτεμβρίου 1994, τώρα και Εμφύλιος και λογοτεχνία, εκδόσεις Πατάκη, 2012, και της Τζ. Πολίτη, περιοδικό Η λέξη, Γενάρης-Φλεβάρης 1995, τεύχος 125, οι οποίες θα σχολιάσουν την Ορθοκωστά όχι ως παραταξιακό μανιφέστο αλλά ως κείμενο πολιτικής λογοτεχνίας, θα εξισορροπήσουν ώς ένα σημείο τις αρνητικές αντιδράσεις. Ωραία συνοψίζει το κλίμα το οποίο θα επικρατήσει μέχρι τέλους στην κριτικογραφία της εποχής ο Χρήστος Ι. Σκούπρας, «Η Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού και η κριτική», περιοδικό Νέα Εστία, αφιέρωμα στον Θανάση Βαλτινό, Ιούλιος-Αύγουστος 2007, τεύχος 1802.
[4] Βλ. την εύστοχη παρατήρηση του Μισέλ Φάις στην κριτική του για την Ορθοκωστά, περιοδικό Διαβάζω, Μάρτιος 1995.
[5] Βλ, τους χαρακτηρισμούς της Τζ. Πολίτη στην κριτική της για την Ορθοκωστά, περιοδικό Η λέξη, όπ.π.
[6] Βλ. Δ. Ραυτόπουλος, «Το μυθιστόρημα τεκμηρίων κατά Βαλτινόν», περιοδικό Νέα Εστία, αφιέρωμα στον Θανάση Βαλτινό, όπ.π., τώρα και Εμφύλιος και λογοτεχνία, όπ. π.
[7] Βλ. τις ακροτελεύτιες παρατηρήσεις της Πηνελόπης Παπαηλία, «Δίνοντας φωνή στη Δεξιά;», περιοδικό Νέα Εστία, αφιέρωμα στον Θανάση Βαλτινό, όπ.π.
[8] Βλ. Δ. Ραυτόπουλος «Το μυθιστόρημα τεκμηρίων κατά Βαλτινόν», περιοδικό Νέα Εστία, αφιέρωμα στον Θανάση Βαλτινό, όπ.π., όπως και Δ. Παϊβανάς, Βία και αφήγηση, όπ. π: «Η κοινότητα που εικονογραφείται στην «Ορθοκωστά» γνωρίζει ότι διεπράχθησαν αγριότητες από αμφότερες τις πλευρές αλλά δεν είναι σύμφωνη για το νόημά τους. Και αλλού: Μέσα από την πολυπρισματική αφήγηση τοπικών πεπραγμένων του Εμφυλίου, η «Ορθοκωστά» φαίνεται να επικαλείται μια εισέτι άγραφη «ιστοριογραφία» που δεν θα «ορθοφρονεί» αντιμετωπίζοντας την εμφύλια σύρραξη ως διαμάχη αγίων και δαιμόνων».
[9] Ό,τι είναι αδύνατον να καταπιούν οι αριστεροί κριτικοί που επιτίθενται στην Ορθοκωστά. Εν έτει 1994, επισημαίνει η Βενετία Αποστολίδου, Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, Πόλις, 2010, σχολιάζοντας την κριτική διαμάχη γύρω από την Ορθοκωστά, αρκετοί δεν είναι ακόμη έτοιμοι να αναγνωρίσουν το τραύμα του Άλλου. Ως προς την ίδια την Ορθοκωστά, η Αποστολίδου σημειώνει: «Η προβολή του τραύματος της μιας πλευράς στην Ορθοκωστά σε καμιά περίπτωση δεν αποκλείει την αναγνώριση του τραύματος της άλλης` αντίθετα, καθώς οι αφηγήσεις πληθαίνουν, ο αναγνώστης, ο οποίος, σημειωτέον, δεν ψάχνει για δικαίωση, εμπλέκεται στον φαύλο κύκλο της εμφύλιας βίας και μέχρι το τέλος του βιβλίου τού έχει καταστεί αδιάφορο για ποιας πλευράς το τραύμα πρόκειται».
[10] Γράφει για τη λειτουργία των προσώπων στο έργο του Βαλτινού η Ελ. Κοτζιά, «Το κλασικό και το ρομαντικό στο έργο του Θανάση Βαλτινού», περιοδικό The Athens Review of Books, αφιέρωμα στον Θανάση Βαλτινό, όπ. π: «Τα πρόσωπα του Βαλτινού είναι απρόσωπα. Στην πεζογραφία του δεν ισχύει το ρεαλιστικό πρόταγμα. Στόχος της δεν είναι η ιδιοπροσωπία και η ποικιλοτροπία των ανθρώπινων μορφών. Στόχος είναι αντιθέτως η σύνθεση μιας κοινής, ενός λεκτικού ιδιώματος, ενός ρηματικού θησαυρού, ενός γλωσσικού ταμείου από το οποίο οι άνθρωποι δανείζονται τον λόγο τους».
[11] Υπογραμμίζει ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Το παιχνίδι της μνήμης και της λήθης. Ζητήματα ιδεολογίας και ιστορίας στην πεζογραφία του Θανάση Βαλτινού», περιοδικό Νέα Εστία, αφιέρωμα στον Θανάση Βαλτινό, όπ. π: «Η βιωμένη εμπειρία της Ιστορίας, η εξατομικευμένη απαίτηση δηλαδή του υποκειμένου να ‘’εισέλθε’’ στην ιστορία του, να ζήσει την απόσταση που χωρίζει τις επιθυμίες από τις πραγματικότητες, να συντριβεί και τελικά να συμφιλιωθεί με τα τραύματα της μνήμης είναι ένα ανθρωπολογικό σχήμα για την ερμηνεία της Ιστορίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχει απαραίτητα και ιστορική προοπτική».
[12] Ο συγγραφέας θα αναμετρηθεί με τη ζωντανή ιστορία του Εμφυλίου και θα ταυτιστεί με την οπτική της γενιάς του στη συλλογή διηγημάτων Εθισμός στη νικοτίνη (2004) και στο μυθιστόρημα Ανάπλους (2012), όπου και θα λειτουργήσουν η προσωπική εμπειρία και η ατομική μνήμη.
[13] Ο Νίκος Δεμερτζής, βλ. την εισαγωγή του στον τόμο των Ν. Δεμερτζή, Ελένης Πασχαλούδη και Γιώργου Αντωνίου (επιμέλεια) Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα, Αλεξάνδρεια, 2013, ορίζει την έννοια του πολιτισμικού τραύματος ως μνήμη και μεθερμηνεία εξαιρετικά οδυνηρών , όπως και καθοριστικών για το μέλλον ιστορικών γεγονότων. Πρόκειται για γεγονότα που αναθεωρούνται από τους νεώτερους προς μια κατεύθυνση άρσης των συνεπειών τις οποίες είχαν τα ίδια στα αισθήματα όσων τα έζησαν.
[14] Για τον όρο «ανάμνηση τραύματος», που εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το πολιτισμικό τραύμα, βλ. Νίκος Σιδέρης «Νηπενθή σημαίνοντα», Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα, όπ.π.
[15] Βλ. τις επισημάνσεις του Ν. Σιδέρη, «Νηπενθή σημαίνοντα», Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα, όπ. π.
[16] Γι αυτού του τύπου τον εγωκεντρισμό, βλ. Ν. Δεμερτζής, «Ο Εμφύλιος Πόλεμος: από τη συλλογική οδύνη στο πολιτισμικό τραύμα», Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα, όπ.π.