“Το κερί του Καρτέσιου”: φωτίζοντας τη γεωμετρία των αισθήσεων (του Γιώργου Χωματηνού)

0
404
φωτο: Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν

 

του Γιώργου Χωματηνού

Στις 12 Οκτωβρίου 2024 καταγράφηκε, για πρώτη φορά στα ιατρικά χρονικά, θάνατος οφειλόμενος στην εξαιρετικά σπάνια ψυχοσωματική διαταραχή Hyperkulteremia ή αλλιώς Σύνδρομο Σταντάλ, εντός της συλλογής διηγημάτων Το Κερί του Καρτέσιου του Αχιλλέα Κυριακίδη (Πατάκης, 2024). Καθώς το δυστυχές γεγονός μού κέντρισε την προσοχή, έπειτα από σύντομη έρευνα διαπίστωσα ότι, πέραν των ψυχοσωματικών, υπάρχουν και κάποιες εξίσου σπάνιες νευροψυχολογικές διαταραχές καταχωρισμένες στην ιατρική βιβλιογραφία˙ σε μία από αυτές, η οποία καλείται Ακινητοψία, ο ασθενής αδυνατεί να αντιληφθεί την κίνηση στο οπτικό του πεδίο: είναι σαν η εικόνα να παγώνει κι έπειτα να ξεπαγώνει ξαφνικά, με αποτέλεσμα να βλέπει τα άτομα ή τα αντικείμενα να εμφανίζονται σε διαφορετικά σημεία από εκείνα που τα είχε αφήσει – με απλά λόγια, ο ασθενής χάνει διαρκώς κάποια καρέ της ζωής του.

Σκέφτηκα ότι ίσως αυτή η διαταραχή να μην είναι πια τόσο σπάνια όσο ήταν παλιά˙ ότι, ειδικά από την πανδημία και μετά, όλοι μας, λίγο-πολύ, χάνουμε κάποια καρέ από την καθημερινότητά μας. Πιθανώς αυτό να εξηγεί το γεγονός ότι έχουν εξαφανιστεί από τον οπτικό μας ορίζοντα (και κανείς δεν αναρωτιέται πια για την τύχη τους) οι άνθρωποι του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα –αυτοί οι άνθρωποι φαντάσματα–, που εργάζονται αξημέρωτα για να βρίσκουμε εμείς στα ράφια των υπεραγορών ό,τι χρειαζόμαστε˙ ότι στεκόμαστε απαθείς μπροστά στις φαιδρότητες των τσιρκολάνων και των πιτσικόμηδων της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής˙ ότι αδυνατούμε να συνειδητοποιήσουμε την ταχύτητα με την οποία αυτός ο τόπος καθίσταται μη-τόπος αβίωτος.

Η καλή λογοτεχνία, φυσικά, δεν βοηθάει στην αντιμετώπιση αυτής της «διαταραχής» – τίποτα, άλλωστε, δεν μπορεί να θεραπεύσει η τέχνη. Μολοντούτο, κάποιες στιγμές μπορεί να γεμίσει μερικά από αυτά τα κενά, να αναδημιουργήσει ορισμένα από τα χαμένα καρέ της κοινής ανθρώπινης περιπέτειας˙ και κάποιες σπάνιες φορές, όπως καληώρα συμβαίνει με αυτή τη συλλογή του Κυριακίδη, μπορεί να προσφέρει και κάτι παραπάνω˙ να προβεί, ας πούμε, σε μια φιλοσοφική διάγνωση της νοητικής μα και καταγωγικής μας ιδιαιτερότητας:

«Με διαρκή αμφισβήτηση της αναγκαιότητας, της ακρίβειας, της αποτελεσματικότητας, αν όχι και της ίδιας της υπόστασης της μνήμης, ζούσε σ’ έναν ακαριαίο ενεστώτα, μηδενικής διάστασης, που απέκλειε όχι μόνο κάθε νοητική αναδρομή, αλλά και την κατάστρωση οποιουδήποτε σχεδίου, ακόμα και για το πιο βραχυπρόθεσμο μέλλον».

Έχετε διαβάσει πιο λιτή αποτύπωση της νεοελληνικής συνθήκης, που να εξηγεί με ακρίβεια την αδυναμία μας να δημιουργήσουμε κάτι στέρεο που θα αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου;

Το απόσπασμα που παρέθεσα παραπάνω ανήκει στο διήγημα με τίτλο «Ζεν» της συλλογής, όπου ένας «Έλλην εκ Καΐρου» είχε καταγοητευτεί από κάποια ευφυή παραδοξολογήματα, «πολλά από τα οποία περιστρέφονταν γύρω από την ιδέα ότι ο κόσμος είναι ένα δημιούργημα της σκέψης μας, ένα εκτόπλασμα της φαντασίας μας, ένα μπερκλεϊανό παράδοξο, όπου όλα ζουν αλλά τίποτα δεν υπάρχει όσο δεν υποπίπτει στις αισθήσεις μας». Αυτή η αναφορά του Κυριακίδη στον ιδεαλιστή φιλόσοφο Τζορτζ Μπέρκλεϊ παραπέμπει ευθέως στο διήγημα τού Μπόρχες «Τλον, Ούκμπαρ, Όρμπις Τέρτιους» και μας κόβει εισιτήριο για ένα ταξίδι στον φανταστικό πλανήτη Τλον, ο οποίος, όπως μας πληροφορεί ο Μπόρχες στο εν λόγω διήγημα, αποτελεί «έργο μιας μυστικής εταιρείας αστρονόμων, βιολόγων, μηχανικών, μεταφυσικών, ποιητών, χημικών, αλγεβριστών, ηθικολόγων, ζωγράφων, γεωμετρών» και εσχάτως διηγηματογράφων, μεταφραστών και μικρομηκάδων.

Η γεωμετρία αυτού του φανταστικού πλανήτη περιλαμβάνει δύο κλάδους, εν είδει, τρόπον τινά, διαστάσεων: τον οπτικό και τον απτικό (πάει να πει, την όραση και την αφή), ενώ βάση της αποτελεί η επιφάνεια. Σημειώστε ότι η αίσθηση της αφής στον Τλον είναι αντίστοιχη με τη δική μας, αλλά υπάγεται στην όραση˙ το πώς μπορεί η αφή να μπει στο σώμα της όρασης μάς το εξηγεί ο Μιχάλης Γκανάς στο παρακάτω ποίημά του από τη συλλογή Τα μικρά, που το έχει, μάλιστα, αφιερωμένο στον Κυριακίδη:

Σιγά σιγά έπεσαν τα μαλλιά του.

Όχι πως ήταν όμορφα μαλλιά

μονάχα που πολλές φορές η μάνα του

είχε αποθέσει πάνω τους

τη ροζιασμένη της παλάμη.

Η μυθοπλαστική κατασκευή που οικοδομεί στο νέο του έργο ο Κυριακίδης εδράζεται σε αυτή ακριβώς τη δισδιάστατη γεωμετρία που διέπει τον Τλον: από την πλευρά της όρασης, χρησιμοποιεί ως εργαλείο τούς Στοχασμούς περί της Πρώτης Φιλοσοφίας του Καρτέσιου, και δη το παράδειγμα του κεριού που λιώνει και σώνεται, για το οποίο ο Καρτέσιος αναφέρει ότι δεν το αντιλαμβανόμαστε μέσω της όρασης, αλλά με την ικανότητα του κρίνειν, η οποία είναι το πνεύμα μας˙ από την πλευρά της αφής, ο Κυριακίδης δανείζεται από τον Μπόρχες τη χρήση τού Δοκιμίου για μια νέα θεωρία της όρασης του Μπέρκλεϊ, όπου προτείνεται μια εμπειρική συσχέτιση της όρασης με την αίσθηση της αφής, για την επιτυχή περιγραφή της αντιληπτικής εμπειρίας του υποκειμένου.

Με άλλα λόγια, ο Κυριακίδης δημιουργεί την επιφάνεια μιας αρένας όπου συγκρούονται η αισθητηριακή εμπειρία του κόσμου με το πνεύμα. Και δεν σταματάει εδώ: διαγράφοντας ο ίδιος τροχιές γύρω από αυτή την αρένα, όχι ως Orbis Tertius αλλά ως Tertius Gaudens, επωφελείται από αυτή τη διαμάχη και υπερίπταται για να δημιουργήσει τη διάσταση του υφολογικού ύψους, η οποία θα μας οδηγήσει στο βάθος της ουσίας των πραγμάτων.

Στην ερώτηση «ποιο ακριβώς είναι αυτό το βάθος;» οι απαντήσεις ποικίλλουν. Θα μπορούσε να είναι το βάθος της προσευχής στο οποίο η Παναγία φανερώνεται ως μεροκαματιάρα γυναίκα που σφουγγαρίζει την Εκκλησία των ανθρώπων (στο διήγημα «Γονοκλυσίες»), ή εκείνο της τρίσβαθης έκστασης που μας οδηγεί η μεγάλη Τέχνη (στο διήγημα «Σταντάλ»). Θα μπορούσε να είναι το αποτύπωμα της Σταύρωσης, που καθιστά τον Ιησού «κοινόχριστο» και πιο απτό μέσα στο αχνό πλαίσιο της θεότητάς του (στο διήγημα «Ο ρυθμός του κόσμου»), ή το χρονικό ασυνεχές των ονείρων όπου τσακίστηκαν οι στρογγυλές ελπίδες που έταζε ο σερ Γκαουέιν για την ιστορία της ανθρωπότητας (στο διήγημα «All’s Welles That Ends Welles»). Ίσως πάλι να είναι το άπατο βάθος στο οποίο έφτασε, με την εδεμική αθωότητά της, η Μάγα, κολυμπώντας στα μεταφυσικά ποτάμια, όπως η χελιδόνα κολυμπάει στον αέρα (στο διήγημα «Το κερί του Καρτέσιου»), ή να εντοπίζεται στα μυστηριακά απουσιολόγια της Ιστορίας, στις ματωμένες σελίδες των οποίων πετάνε ρίζες οι θρύλοι (στο διήγημα «Missing Persons»). Μπορεί, εντέλει, να πρόκειται απλώς για το ύψος της κατάπληξης (εκείνο το Αριστοτελικό «θαυμαστόν» της Ποιητικής) που προκαλεί η μαγγανεία του διηγήματος που σφραγίζει αυτή εδώ τη συλλογή, με τίτλο «Τρόπος να κλείσεις το μυθιστόρημα Πέμπτη», με το οποίο διήγημα «τώρα μπορεί να ξαναρχίσει το τέλος». Και κάπως έτσι, αυτή η σύγκρουση στην κυριακίδεια αρένα διακόπτεται, καθώς, όπως ακριβώς επιτάσσουν οι μεταφυσικοί του Τλον, η κατάπληξη που μπορεί να προκαλέσει κάθε νέα πραγματικότητα που δημιουργεί η τέχνη της μυθοπλασίας υπερβαίνει την όποια αλήθεια ή την όποια αληθοφάνεια μπορούν να προσφέρουν το πνεύμα και οι αισθήσεις μας.

«“Αν όλοι οι άνθρωποι έκλειναν ταυτόχρονα και για μισό λεπτό τα μάτια, σ’ αυτό το μισό λεπτό πού θα ήταν ο κόσμος;” ρώτησε ο μαθητής. “Εκεί που είναι πάντα: στη φαντασία των τυφλών” απάντησε ο δάσκαλος του ζεν», διαβάζουμε στο απόσπασμα από το διήγημα «Ζεν» στο οπισθόφυλλο της συλλογής. Ας αφεθούμε, λοιπόν, κι ας κλείσουμε για μια στιγμή τα μάτια˙ το σίγουρο χέρι του Αχιλλέα Κυριακίδη –αδιαμφισβήτητα, ένα από τα χέρια κι αυτό του Μπρεσόν– οδηγεί, θυμάται, κεντάει, σημαίνει, κοινωνεί, ειρωνεύεται, αγαπά, μα, πάνω απ’ όλα, πατά το κουμπί που προκαλεί την παροδική, στοιχειώδη επαναφορά των εργοστασιακών ρυθμίσεων του ανθρώπινου βίου: όλοι μας είμαστε κεριά που φωτίζουν τον κόσμο γύρω τους μέχρι να λιώσουν, όχι λόγω του χρώματος, της όψης ή της καταγωγικής μας μήτρας, αλλά της ικανότητάς μας να κρίνουμε και να μετέχουμε της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων.

Είναι συγκινητικό και συνάμα ανεκτίμητο που αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται ανάμεσά μας και μας παρατηρεί, μας αφυπνίζει και μας διεγείρει να κάνουμε το μοναδικό πράγμα που είναι πραγματικά στο χέρι μας: να είμαστε παρόντες στο παρόν, με την ελπίδα πως κάποτε θα καταφέρουμε να το αναλάβουμε – γιατί «το τέλος ή θα είναι οικουμενικό ή δεν θα είναι».

Αχιλλέας Κυριακίδης ,Το Κερί του Καρτέσιου,  (Πατάκης, 2024)

Προηγούμενο άρθροΓια τη «Δευτέρα Παρουσία» (γράφει η Ελένη Τζατζιμάκη)
Επόμενο άρθρο Ο Γιώργος Μεταξάς και οι τρανς γυναίκες της Ταϊλάνδης και της Καμπότζης (του Φώτη Θαλασσινού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ