Ζέτα Κουντούρη (*)
Ξέρω πως κάποια στιγμή θα το κάνω. Θα διαλέξω μια αφέγγαρη νύχτα του Σεπτέμβρη, στα τέλη του καλοκαιριού, με το κύμα να σκάει με δύναμη πάνω στα βράχια της παραλίας, εκεί όπου βρίσκεται το σπίτι μας. Θα τον έχω αφήσει να φύγει ήρεμος, χωρίς να έχει προηγηθεί ένας από τους συνηθισμένους καβγάδες μας, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς μειώνονται και πάνε. Θα τον έχω μάλιστα αφήσει να ελπίζει, για να μην πω να είναι σίγουρος, πως θα υποχωρήσω και θα του δώσω τελικά το διαζύγιο που τόσο πολύ ποθεί. Και μάλιστα, με τους όρους που ο ίδιος επιθυμεί. Οι κόρες μου θα κοιμούνται χαρούμενες κι αμέριμνες στο παιδικό τους δωμάτιο, αφού θα τις έχει φιλήσει και θα έχει παίξει μαζί τους, όπως το συνηθίζει τον τελευταίο καιρό.
«Έτσι θα είναι και μετά, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει», θα με καθησυχάσει χαμηλόφωνα φεύγοντας. «Ίσως, μάλιστα, θα είναι και ακόμη καλύτερα για εσάς τις τρεις… Θα σας φροντίζω πολύ περισσότερο, μια που δεν θα μένω πια μαζί σας… Το ξέρεις πως ποτέ δεν θα πάψω να σας αγαπώ». Ενδεχομένως να επιχειρήσει να εναποθέσει και στο δικό μου μάγουλο ένα τρυφερό φιλί, αφού θα είναι σίγουρος ότι το δύσκολο έργο του επιτέλους ολοκληρώθηκε.
Κι εγώ τότε, θα κλείσω απαλά την πόρτα πίσω του αποχαιρετώντας τον με διάθεση φαινομενικά φιλική και ύστερα, καθώς εκείνος θα έχει ανοίξει το κινητό του και θα της διηγείται με ενθουσιασμό την επιτυχή έκβαση της συνάντησής μας –μόλις φεύγει από το σπίτι μας την παίρνει ευθύς αμέσως απ’ το κινητό του- θα βγω όσο πιο αθόρυβα γίνεται πίσω του και θα τον ακολουθήσω ξυπόλυτη στη βραδινή βόλτα που κάνει πάντα πριν μπει στο αυτοκίνητό του. Για να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Για το σπίτι της, όπου ζει αφότου μας εγκατέλειψε, εδώ και λίγους μήνες.
Θα προσπαθήσω το τέλος του να είναι σύντομο και όσο γίνεται πιο ανώδυνο. Εξ επαφής. Μπαμ, μπαμ, μπαμ, το πολύ τρεις φορές, αν και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα χρειαστεί η τρίτη. Το πιστόλι που θα χρησιμοποιήσω έχει σιγαστήρα, δεν πρόκειται να μας ακούσει κανείς. Μη με ρωτήσετε πού το βρήκα, πάει αρκετός καιρός κι ευτυχώς για εμένα, ο παλιάνθρωπος που μου το πούλησε σαν να ήταν χρυσάφι είναι πια νεκρός. Θα βρουν το κορμί του αγαπημένου μου συζύγου στη θάλασσα οι λουόμενοι –αν υπάρχουν- το επόμενο πρωί, ανάλογα με το πού θα το έχει μεταφέρει το κύμα. Συνήθως φυσάει πολύ έντονα στην περιοχή μας. Θα χαρώ πολύ με τα πικρά δάκρυα που θα χύνει η νεαρή ερωμένη του, όταν εγώ, ντυμένη στα μαύρα, θα δέχομαι τα συλλυπητήρια συγγενών και φίλων στην εξόδιο ακολουθία.
Δεν τη φοβάμαι τη φυλακή. Ελπίζω να μη χρειαστεί να μπω, όχι γιατί ανησυχώ για εμένα, είμαι σίγουρη ότι μπορώ να επιβιώσω παντού, αλλά γιατί δεν ξέρω ποιος θα φροντίσει τις κόρες μου. Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα με ανακαλύψουν. Όσο αυτός θα χαϊδολογάει το συγκεκριμένο βράδυ τις κόρες μας, εγώ θα αφαιρέσω από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του το πορτοφόλι και τη θήκη με τις πιστωτικές του κάρτες. Θα το κάνω για να μοιάζει με ληστεία. Και πέρσι λήστεψαν και σκότωσαν κάποιον στην περιοχή μας, είναι εντελώς ερημική, και η αστυνομία ακόμη ψάχνει. Και στο μακρυνό παρελθόν είχαμε αντίστοιχα, ανεξιχνίαστα συμβάντα.
Μόλις σωριαστεί κάτω, η παραλία θα είναι σκοτεινή – όλα τα μπαράκια κλείνουν στο τέλος του Αυγούστου – θα πετάξω δυο τρία μέτρα μακριά του το πορτοφόλι και τη θήκη, αφού προηγουμένως θα τα έχω αδειάσει. Εννοείται πως θα φοράω γάντια, που μετά θα τα κάψω και θα πετάξω τη στάχτη τους στη θάλασσα. Και ο αέρας, θα διαλέξω οπωσδήποτε μια νύχτα που θα φυσάει μανιασμένα, θα σβήσει και τα αποτυπώματα από τα γυμνά μου πέλματα πάνω στην άμμο.
Ίσως στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσθέσω πως είμαι συγγραφέας. Γράφω αστυνομικά μυθιστορήματα που μοσχοπουλιούνται. Και σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι ο αποθανών δεδικαίωται. Όχι, ο κάθε πούστης, με τίποτα! Το όνομά μου δεν έχει ουδεμία σημασία γιατί, έτσι κι αλλιώς, ό,τι έχω δημοσιεύσει μέχρι σήμερα είναι με ψευδώνυμο που κανείς, θέλω να πιστεύω, δεν ξέρει ποιος κρύβεται από πίσω. Η Άντα, η αδελφή μου, δυο χρόνια πιο μεγάλη, όταν ήμασταν μικρές και μ’ έβλεπε να κλείνομαι στο δωμάτιό μας και να γράφω, δεν έχανε ευκαιρία να με κοροϊδέψει. Θυμάμαι, μάλιστα, το είχε πει και σε κάποιες συμμαθήτριές της που με κοίταζαν λοξά, δεν καταλάβαινα αν ήταν με θαυμασμό ή με ειρωνεία. Σίγουρα, πάντως, όταν δει το ποσό που υπάρχει στον λογαριασμό μου και στον λογαριασμό της κάθε θυγατέρας μου θα μείνει με το στόμα ανοιχτό.
Ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις μαζί της. Ήρθε ίσως ο καιρός να επανορθώσω. Μπορεί να έφταιγα κι εγώ, ή μάλλον να έφταιγε πως είμαστε εκ διαμέτρου αντίθετοι χαρακτήρες και η μάνα μας –λάθος της- ποτέ δεν έκρυψε την αδυναμία που είχε σ’ εμένα. Ο πατέρας μας αδιαφορούσε και για τις δύο, τον έχω επανειλημμένως σκοτώσει στα μυθιστορήματά μου, φρόντισε όμως και μόνος του να εγκαταλείψει σε νεαρή σχετικά ηλικία τα εγκόσμια, πέφτοντας -ανέμελα όπως είχε ζήσει- στις ρόδες ενός φορτηγού κι αφήνοντάς πίσω του μόνο χρέη και μια πενιχρή σύνταξη. Δυστυχώς, δεν άργησε να τον ακολουθήσει και η μητέρα μας.
Η Άντα παντρεύτηκε πριν από επτά χρόνια, η τελευταία φορά που την είδα ήταν νύφη, και πολύ όμορφη, οφείλω να ομολογήσω, στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου – Δημήτρη λένε τον άντρα της – κι έκτοτε όχι μόνο δεν ειδωθήκαμε αλλά ούτε καν επικοινωνήσαμε. Παιδιά δεν έκανε, γι’ αυτό ελπίζω πως, αν μου συμβεί κάτι, μπορεί να αναλάβει τα δικά μου. Στον γάμο μου ωστόσο δεν πάτησε. Ισχυρίστηκε ότι, σαν μεγαλύτερη που ήταν και εφόσον οι γονείς μας δεν ζούσαν, όφειλε να με προστατεύσει και να με προειδοποιήσει ότι ο Άρης, ο άντρας που θα παντρευόμουνα ήταν ένας άχρηστος, που έτρωγε ανενδοίαστα τα λεφτά των γονιών του- λεφτά βέβαια που κάποια στιγμή τελειώνουν- και δεν άφηνε ούτε γάτα θηλυκή χωρίς να την πηδήξει.
Πολύ κακώς απέδωσα τα λεγόμενά της στην προϋπάρχουσα ζήλεια της. Ο Άρης, ο γοητευτικός σύζυγός μου, εμφανίστηκε στη ζωή μου ως συνέταιρος σε μεσιτικό γραφείο και όντως με μεγάλα εισοδήματα από περιουσία που του είχαν αφήσει οι γονείς του. Χρήματα που τον πρώτο καιρό της σχέσης μας ξόδευε ασυλλόγιστα. Πολλές φορές σκέφτηκα μήπως υπήρξε και η αδερφή μου θύμα της ανυπέρβλητης γοητείας του ή μήπως συνέβη το ακριβώς αντίθετο κι ο θυμός της οφειλόταν στο ότι ουδέποτε της έδωσε την παραμικρή σημασία.
Είμαι περίπου σαράντα χρονών. Ο τρόπος που ζω μου έχει ήδη στείλει τα πρώτα δείγματα πως πρέπει να βιαστώ. Θέλω να πιστεύω ότι δεν είμαι κακός άνθρωπος αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Κανείς δεν μπορεί να είναι μόνο καλός ή μόνο κακός. Αποφάσισα να τον σκοτώσω και θα το κάνω. Δύο μέρες αφότου διαγνώστηκε ο καρκίνος στο αριστερό μου στήθος, εδώ και οχτώ μήνες, -σύμφωνοι, δεν του το είπα- προφασίστηκε ταξίδι επαγγελματικό και εθεάθη στο Κόστα Ναυαρίνο με την δεκαοχτάχρονη Νέλλη, με την οποία έκτοτε συζεί.
Τον τελευταίο καιρό δέχομαι ανώνυμα τηλεφωνήματα. «Φυλαχτείτε, ο σύζυγός σας ξέρει για την περιουσία σας, την οποία εποφθαλμιά, κι ετοιμάζεται με κάθε τρόπο να την αποκτήσει», μου είπαν στο τελευταίο από αυτά. Η φωνή ήταν γυναικεία, ίσως κάποια παλιά ερωμένη που εγκαταλείφθηκε χάρη της Νέλλης και γυρεύει εκδίκηση.
Πρέπει να βιαστώ…
(*) Η Ζέτα Κουντούρη είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο το Κασκόλ από κασμίρι, Κέδρος