γράφει ο Θανάσης Μαρκόπουλος
Τώρα ξέρεις: το κυνήγι του απόλυτου μια ουτοπία. Και οι απαντήσεις, από σταθερές συναρτήσεις, μεταμορφώθηκαν σε παλίρροιες.
(«Σταθερή συνάρτηση»)
Ο Γιώργος Καλιεντζίδης γεννήθηκε στην Κορυφή του Κιλκίς το 1960 κι από το 1974 ζει στη Θεσσαλονίκη. Πτυχιούχος μαθηματικός του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στράφηκε τελικά στη δημοσιογραφία κι από το 1994 εργάζεται στον Ρ/Σ 9.58 FM της ΕΡΤ3. Tο 1995 δημιούργησε τις εκπομπές «Τα ρω του έρωτα και οι στροφές της ποίησης» και «Λόγου έργα», από τις οποίες η πρώτη περιλάμβανε αναγνώσεις ποιημάτων και πεζών από λογοτέχνες και η δεύτερη συνεντεύξεις τους. Οι εκπομπές αυτές συγχωνεύτηκαν το 2003 σε μία, με τον τίτλο «Βουστροφηδόν», στην οποία καλούνται άνθρωποι από όλο το φάσμα του βιβλίου και των Γραμμάτων. Τέλος τον Σεπτέμβριο του 2011 ίδρυσε τη Λέσχη Ανάγνωσης της ΕΡΤ3, την οποία και συντονίζει έκτοτε.
Έχει εκδώσει ως τώρα πέντε ποιητικές συλλογές: Μικρές σιωπές (1981), Ανεμόεσσα (1986), Εσωτερική έφοδος (1989), Το άλλοθι (1994), Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά (2008). Η Τριλογία του είναι η έκτη (2024). Πέρα από το ποιητικό του έργο όμως ο Καλιεντζίδης συγκέντρωσε το ηχητικό υλικό και επιμελήθηκε τους ψηφιακούς δίσκους του 9.58 Ποιητές αυτοανθολογούμενοι (1997) και Πεζογράφοι αυτοανθολογούμενοι (1998), ενώ από εκπομπές-συνεντεύξεις του προέκυψαν τα βιβλία των Νίκου Μπακόλα Ατέλειωτη ιστορία (1997), Κώστα Λαχά Πλους ονείρου-Απ’ τον Εχέδωρο στον Θερμαϊκό (1997), Κλείτου Κύρου Οπισθοδρομήσεις-Αναδρομή μιας ζωής (2001) και Δημήτρη Δημητριάδη Το πέρασμα στην άλλη όχθη-συζητήσεις με τον Γιώργο Καλιεντζίδη (2005). Επίσης, αναγνώσεις των συγγραφέων Μπακόλα, Κύρου και Μαρωνίτη καταγράφηκαν από εκπομπές του σε ψηφιακούς δίσκους.
Η Τριλογία έρχεται δεκάξι χρόνια μετά την αμέσως προηγούμενη συλλογή (Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά) κι εκείνη άλλα δεκατέσσερα από την προγενέστερή της (Το άλλοθι). Αφλογιστία ασυνήθιστη, γιατί οι τέσσερις πρώτες συλλογές εκδίδονταν με μια χρονική συνέπεια και συνέχεια. Η συλλογή είναι μοιρασμένη σε τρεις ενότητες, οι οποίες ανεβαίνουν και στον τίτλο, καθιστώντας τον έτσι ιδιαίτερα μακροσκελή, και περιλαμβάνουν 10, 12 και 9 ποιήματα αντίστοιχα.
Στην πρώτη ενότητα, «Στις γωνίες των λέξεων», ο Καλιεντζίδης αξιοποιεί τις μαθηματικές του γνώσεις από τα χρόνια των σπουδών, όπως έκανε άλλοτε ο Μανόλης Ξεξάκης στις Ασκήσεις Μαθηματικών (1980), προκειμένου να μιλήσει για τις ανθρώπινες σχέσεις: οι δύσκολες ερωτικές συναρτήσεις, η διάψευση και η εγκατάλειψη της αγάπης, τα νέα παιδιά που εξεγείρονται, γιατί δεν βλέπουν καμιά προοπτική, τα χρόνια που πέρασαν, οι άνθρωποι που χάθηκαν και οι φίλοι που ψυχράνθηκαν, οι λέξεις που άλλαξαν νόημα, η παραμέληση του καθήκοντος και η εκποίηση των αξιών αλλά κι εκείνος που πέρασε τη ζωή του ανάμεσα σε αγάπες και ηρωισμούς κι ύστερα έζησε μονάχα με τη μνήμη του. Αυτές οι σχέσεις αποδίδονται με την αξιοποίηση μαθηματικών εννοιών, όπως δηλώνουν άλλωστε και τίτλοι σαν αυτούς: Η Πυθαγόρεια αισιοδοξία, Ο μαθηματικός ορισμός της ποίησης, Ομοιοθεσία, Σταθερή συνάρτηση, Το θεώρημα του Euler:
Η ποίηση των ορίων
Εντός των ορίων του πεδίου ορισμού μιας συνάρτησης, από το μείον άπειρο, το εγώ, έως το συν άπειρο, το εσύ, ανιχνεύουμε, ιχνηλατούμε τη διακύμανση της επαφής μας με τις λέξεις. Στο τέλος, σαν κατορθώσουμε να φέρουμε εις πέρας αυτή την επαφή, η γραφική της παράσταση, μια απροσδιοριστία του χάους.
Στη δεύτερη ενότητα, «Σε ποιον ανήκει η ποίηση;», λόγος γίνεται για ορισμένες όψεις αυτού του λογοτεχνικού είδους. Ο ποιητής δεν γράφει κατά παραγγελία, αλλά εναποθέτει αυτόβουλα στο ποίημα τις ελπίδες και τα δικά του αισθήματα, δυσεξήγητα ή διφορούμενα, ανερμήνευτα ακόμα κι από τον ίδιο, ερμηνεύσιμα ωστόσο από τους αναγνώστες του μέλλοντος. Οι λέξεις στη σελίδα περιμένουν τον άνεμο της έμπνευσης, για να ταξιδέψουν στη μνήμη, προσωπική και ιστορική. Η ποίηση δεν ανήκει στον δημιουργό της από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του. Καλά καλά δεν ανήκει καν στους απογόνους αλλά στους τεθνεώτες, προγόνους και μη, άποψη που αιτιολογεί την έμφαση στην Ιστορία, την οποία ο Καλιεντζίδης γνωρίζει κυρίως από αφηγήσεις ανθρώπων του τόπου του και τη θεωρεί συνυφασμένη λίγο πολύ με τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες του Ελλήνων του Πόντου, όπως φάνηκε επίμονα στην Ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά, και στο σημείο αυτό συναντά τον συντοπίτη του ποιητή της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς Νίκο Γρηγοριάδη (1931–2012). Έτσι εύλογα ο ποιητικός ομιλητής απευθύνεται στον εαυτό του, στον άλλον που επίσης γράφει ή στον αναγνώστη και τον καλεί να μη λησμονήσει τους άντρες και τις γυναίκες που ρήμαξε η ζωή, αυτούς που μοίραζαν τα όνειρά τους δίχως να περιμένουν ανταπόδοση, αλλά και να μην αγνοήσει τους απλούς ανθρώπους, που πιστεύουν στις καλύτερες μέρες παρά την επίγνωση του ανέφικτου, εκείνους που, αδιόρθωτοι οραματιστές, δεν το βάζουν κάτω, κι ας ξέρουν πως το κέρδος διαφεντεύει αιώνες τώρα τα βήματα του κόσμου («Γανωτής στα Βαλκάνια»). Παράλληλα, στην καμπή της ζωής του, θυμάται γλυκά τις γυναίκες που αγάπησε και τον αγάπησαν, που έσβησαν την ασχήμια με την ομορφιά τους και με τα κορμιά-«ηφαίστεια» κατάργησαν τον χρόνο, κι ας έμεινε εντέλει μονάχα η στάχτη:
Να μιλήσεις πρέπει για τα κατάλευκα κόκαλα, τα πλυμένα με ξύδι και κρασί, που σε κοίταζαν απλωμένα πάνω από τον μαντρότοιχο, σαν να βιάζονταν να επιστρέψουν στη σιωπή τους, γιατί δεν μπορούσαν πια να περπατήσουν στους δρόμους, να δρασκελίσουν φράχτες, να κλέψουν καρπούζια και ροδάκινα, να πιουν κρασί, να τραγουδήσουν και ν’ αγγίξουν τα κορμιά π’ αγάπησαν.
Τις μαυροφόρες γυναίκες μην ξεχάσεις, μήτε εκείνα που εξιστορούσαν για πρόσωπα που δεν γνώρισες κι όμως αγάπησες μέσα απ’ τα λόγια τους, και γίναν άνθρωποι δικοί σου και τους μνημονεύεις κάθε τόσο στις ιστορίες σου κι εις τους αιώνες των αιώνων συνέχεια θα πορεύονται, γιατί τη σπορά των ταπεινών τη θρέφει μόνο η πρωινή δροσιά κι ο ήλιος του Νοέμβρη. («Μη λησμονήσεις»)
Η τρίτη ενότητα, «Σπουδή στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο», ανοίγει έναν δημιουργικό διάλογο με εννιά από τις διάσημες Αόρατες πόλεις του Ιταλού πεζογράφου (1972), τις μεταφρασμένες από τον Ε.Γ. Ασλανίδη και τη Σάσα Καπογιαννοπούλου (Οδυσσέας, 1982), όπως σημειώνει συστηματικά ο ποιητής κάτω από κάθε Σπουδή. Ο Καλβίνο δανείζεται υλικό, πραγματικό και μυθικό, από Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο τον 13ο αι. στην αχανή αυτοκρατορία του Κουμπλάι Χαν, του 5ου Μεγάλου Χαν των Μογγόλων, προκειμένου να μιλήσει για τις πόλεις και τον κόσμο του δικού του καιρού και να χτίσει τις δικές του προσωπικές και φανταστικές πολιτείες, που βέβαια δεν είναι ορατές παρά μονάχα με τα μάτια της ψυχής. Ο ποιητής μας δανείζεται επίσης υλικό, ιδέες, εικόνες, αντικείμενα, αλλά από τις Αόρατες πόλεις αυτός και το αναμειγνύει με τις δικές του εμπειρίες και τα δικά του αισθήματα κι έτσι οικοδομεί τις πόλεις-ποιήματα, που δεν είναι παρά οι πόλεις της καρδιάς του, όλες επώνυμες κι εδώ σάμπως γυναίκες: Διομίρα, Δωροθέα, Ζάιρα, Αναστασία, Ταμάρα, Ζόρα, Δέσποινα, Ζίρμα, Ισαύρα. Στο μεταξύ δεν ξεχνά και πάλι τις πανεπιστημιακές του σπουδές, καθώς ενίοτε λογαριάζει με νούμερα και θέτει ζητήματα με τρόπους μαθηματικούς, ενώ στο τέλος κάθε κειμένου ακολουθεί μια δεύτερη, σύντομη ενότητα ενείδει επιμυθίου. Παραθέτω ένα από τα ποιήματα αυτού του είδους, «Η πόλη Δέσποινα – Σπουδή 7η στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο», το οποίο διαλέγεται με το κείμενο του Ιταλού συγγραφέα «Η πόλη και η επιθυμία. 3» (ό.π., σ. 25-26). Για τις ανάγκες της κατανόησης επισημαίνω απλώς ότι στο κείμενο του Καλβίνο βλέπουν διαφορετικά την πόλη ένας καμηλιέρης, που έρχεται από την έρημο, κι ένας ναύτης, που φτάνει από τη θάλασσα, την άλλη έρημο. Ο πρώτος την παρομοιάζει με πλοίο κι ο άλλος με καμήλα, ενώ και οι δύο ονειρεύονται ταξίδια ανταλλάσσοντας τα πεδία τους. «Κάθε πόλη», αποφαίνεται ο πεζογράφος, «παίρνει τη μορφή της από την έρημο που αντικρίζει»:
Αυτά που είχα, τώρα μου λείπουνε κι αυτά που δεν γνώρισα δεν τα λαχταρώ όταν σε σκέφτομαι. Μήτε ναύτης είμαι, μήτε και καμηλιέρης. Ο γιος της Σοφίας και του Βάνια είμαι κι έρχομαι ταπεινός να σε γνωρίσω, σαν που συνάντησα εκείνη την ξανθομαλλούσα, τότε που η πόλη ήταν ένα όνειρο: τα σοκάκια του χωριού μοιάζαν με λεωφόρους, οι καμινάδες των σπιτιών με φουγάρα εργοστασίων, τα σπίτια με τα σαχνισιά σαν πολυκατοικίες, η γκιόλα με πισίνα κι η λίμνη με θάλασσα πλατιά. Ποτέ δεν χρειάστηκε να ονειρευτώ μήτε την έρημο, μήτε την πόλη, μήτε τη θάλασσα.
Ποτέ δεν ζήτησα εκείνο που δεν είχα, γιατί το είχα ονειρευτεί χωρίς να το θυμάμαι.
Ο Καλιεντζίδης δεν είναι ποιητής εσωστρεφής, δεν κλείνεται στον εαυτό του και στους τέσσερις τοίχους. Όχι πως δεν έχει έγνοιες προσωπικές, αγωνίες και διαψεύσεις, ερωτικές και μη, αλλά καταφέρνει να τις υπερβαίνει και να μην καθηλώνεται στη μιζέρια και την απόγνωση. Και σ’ αυτό νομίζω τον βοηθάει η εξωστρέφεια. Γιατί έχει την τάση να βλέπει έξω από το παράθυρο, στον δρόμο, στους ανοιχτούς χώρους, εκεί που η ζωή πάλλεται και οι άνθρωποι της βιοπάλης βασανίζονται ή και συνθλίβονται από την Ιστορία, για την οποία οι ίδιοι δεν φέρνουν καμιά ευθύνη. Ιστορία που νοείται πρωτίστως, όπως ήδη είπαμε, ως τραγωδία του ποντιακού Ελληνισμού, θεματική που δεν συναντούμε συχνά, όσο ξέρω, στην ποίηση, σε αντίθεση με την πεζογραφία. Και φυσικά η θεματική αυτή αντιστοιχεί σε μια ορισμένη μορφoλογική εξέλιξη.
Στις τέσσερις πρώτες συλλογές η φόρμα είναι ελευθερόστιχη, οι στίχοι ολιγοσύλλαβοι ή μέσου μεγέθους και τα ποιήματα μικρά ενγένει. Από την Ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά και μετά η κατάσταση αλλάζει. Στη συλλογή αυτήν έχουμε δύο φόρμες, στην αριστερή σελίδα πεζά ποιήματα της μισής σελίδας, με ξεχωριστούς τίτλους το καθένα, και στη δεξιά είκοσι μικρά ελευθερόστιχα, στεγασμένα κάτω από τον τίτλο «Σονάτα». Η αλλαγή δεν είναι τυχαία, καθώς φαίνεται να συμβαδίζει με την ωριμότητα της ηλικίας αλλά και με μια προτεραιοποίηση της Ιστορίας και του κοινωνικού πόνου, η οποία καθιστά τον λόγο πιο ουσιαστικό και πιο στοχαστικό, σε αντίθεση με τις προγενέστερες συλλογές, όπου η θεματική ήταν κατά βάση ερωτική, η διάθεση αμφίθυμη και η αφαίρεση μεγαλύτερη (Μικρές σιωπές, Ανεμόεσσα), ενώ, όπου δεν συνέβαινε αυτό, η στροφή προς τα έξω ήταν διστακτική στην αρχή (Εσωτερική έφοδος) και κάπως πιο τολμηρή στη συνέχεια (Το Άλλοθι). Έτσι φτάνουμε στην Ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά κι από κει στην Τριλογία, όπου τα ποιήματα είναι συνήθως πεζά, ενώ, κι όταν είναι ελευθερόστιχα, συχνά διέπονται από μια λογική πεζόμορφου τύπου. Αυτό σημαίνει πως ο ποιητής δεν ποντάρει στον μεμονωμένο στίχο αλλά στον ευρύτερο χώρο, που εξικνείται ως το σύνολο ποίημα. Αξίζει ακόμα να επισημανθούν η εκφραστική διαύγεια, η γνησιότητα του αισθήματος και ο γοργός ενίοτε ρυθμός σε εκτεταμένα ποιήματα, όταν χτυπάει πιο έντονα η φλέβα της ιστορικής και της προσωπικής του μνήμης. Ωστόσο την πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη συνιστά η αξιοποίηση των μαθηματικών και προπάντων η συνομιλία με το ιδιότυπο αφήγημα του Ίταλο Καλβίνο, εξέλιξη που εμπλουτίζει, βαθαίνει και ανανεώνει αποφασιστικά τον λόγο του Καλιεντζίδη.
Γιώργος Καλιεντζίδης, Τριλογία.Στις γωνίες των λέξεων. Σε ποιον ανήκει η ποίηση;Σπουδή στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο,Μανδραγόρας, Αθήνα 2024