Paul Auster: Το ίχνος που χαρακώνει τη μνήμη (του Στέφανου Δημητρίου)

0
785

του Στέφανου Δημητρίου

 

I

Πρόκειται για το τελευταίο έργο αυτού του τόσο ιδιαίτερου, στοχαστικού συγγραφέα. Είναι ένα έργο για το πλέον σύνηθες, κοινότοπο, σχεδόν τετριμμένο θέμα, το οποίο, μαζί με τον έρωτα, συνιστά δημιουργική συνθήκη για τη λογοτεχνία: τη ζωή και τον θάνατο. Άλλωστε και τον ίδιο τον έρωτα, με αυτό το δίδυμο τον συνδέουμε, εμείς οι ίδιοι πρωτίστως και βεβαίως και η μεγάλη λογοτεχνία, χωρίς την οποία θα είμαστε, μάλλον, απλώς και μόνον έμβια όντα. Και αυτό το τελευταίο, όμως, πάλι σε αυτή την αξεχώριστη, πρωταρχική και τελευταία συζυγία μάς ξαναγυρίζει.

Θα ξεκινήσω κάπως ανορθόδοξα την παρουσίαση της ιστορίας που αφηγείται ο Ώστερ. Απόκειται στον αναγνώστη να κρίνει αν σε αυτή την ιστορία διακρίνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία από τη ζωή του Ώστερ. Ο πρωταγωνιστής του Ώστερ, ο  Σάι Μπαουμγκάρτνερ, καθήμενος στο γραφείο του, «σε ένα δωμάτιο στον επάνω όροφο το οποίο αποκαλεί πότε cogitorium , μελετητήριό του, και πότε λαγούμι του» (σ.7). Εκεί, λοιπόν, στο cogitorium (προφανώς από το καρτεσιανό cogito), διαβάζει το New York Review of Books. Διαβάζοντας, ξεχωρίζει κάτι πολύ ενδιαφέρον, το οποίο θέλει να το μοιραστεί. Φωνάζει την Άννα. Είναι η γυναίκα του, ποιήτρια και μεταφράστρια, με την οποία γνωρίστηκαν, όταν σπούδαζαν. Την φωνάζει, για να της δείξει και να της διαβάσει αυτό που του φάνηκε ενδιαφέρον. Όμως, η Άννα δεν ζει πια. Είναι οριστικώς απούσα, απελθούσα από τη ζωή, αλλά παρούσα, για τον Μπαουμγκάρτνερ, «ο οποίος έξι μήνες ζούσε σε μια κατάσταση τόσο βαθιάς σύγχυσης, που κάποιες φορές, όταν ξυπνούσε το πρωί, δεν θυμόταν ότι η Άννα είχε πεθάνει» (σ.39). Γι’ αυτό και την φωνάζει, για να της διαβάσει αυτό το πολύ ενδιαφέρον που βρήκε, διαβάζοντας ο ίδιος το New York Review of Books. Εκεί, μία «σελίδα εξείχε περισσότερο από τις άλλες και πάνω της είχε έναν τίτλο του New York Review of Books, καταπώς φαινόταν, που έλεγε: ‘Τι καιρό κάνει’. Η κριτική αφορούσε ένα βιβλίο που λεγόταν  Ύδατα του κόσμου και το όνομα της συγγραφέως Σάρα Ντράι.

Ο συνδυασμός ήταν τόσο απροσδόκητος κι ωστόσο τόσο χονδροειδής μες στην παιδιάστικη συμμετρία του, που ο Μπαουμγκάρτνερ έβγαλε ένα μικρό ξαφνιασμένο γέλιο σαν μουγκρητό, χτύπησε τα χέρια του στο τραπέζι και σηκώθηκε όρθιος.

“Άννα, άκου εδώ, είπε, καθώς άρχισε να προχωράει προς το καθιστικό. Θα κατουρηθείς από τα γέλια” (σ.40).

Η απούσα Άννα είναι τόσο παρούσα, ώστε να  την νιώθει κάπου εκεί δίπλα και να την φωνάζει να έλθει κοντά του∙ να την νιώθει τόσο εκεί, δίπλα του, ώστε να την θέλει εδώ, όπου βρίσκεται ο ίδιος, για να μοιραστεί μαζί της κάτι που διάβασε, γιατί, αλλιώς, εάν δεν την φωνάξει, εάν η Άννα δεν μετατρέψει το «εκεί»  σε «εδώ», τότε αυτό που διάβασε ο Σάι δεν θα έχει πια ενδιαφέρον. Δεν θα σημαίνει πια τίποτε, εάν δεν το μοιραστεί μαζί της, οπότε αυτό που διάβασε δεν θα είναι πια το ίδιο, όπως δηλαδή ήταν, όταν το είχε διαβάσει αρχικά. Και αυτό, επειδή δεν θα είναι πια και αυτός  ίδιος, εάν δεν έλθει η Άννα. Δεν είναι μπερδεμένο, και ας φαίνεται έτσι. Είναι απλό. Το να βρεις τον άνθρωπο, χωρίς τον οποίον δεν είσαι ο ίδιος, εάν δεν είναι δίπλα σου, ακόμη και όταν λείπεις και, εάν σου λείπει, ακόμη και όταν είναι στο διπλανό δωμάτιο, και αν δεν χρειάζεται να μιλάς διαρκώς, ώστε να μην υπάρχουν κενά σιωπής, γιατί αυτά τα κενά είναι πλήρη νοήματος, είναι γεμάτα νόημα μέχρι σκασμού, ώστε να σκάει ο λόγος και η γλωσσική επικοινωνία, γιατί μπορεί να  είναι αρκετή η σιωπηρή παρουσία του άλλου, όλα αυτά  είναι πολύ δύσκολο – και αμείλικτα τυχαίο –  να τα βρει κανείς. Το ότι, όμως, κάτι είναι πάρα πολύ δύσκολο  δεν σημαίνει ότι δεν είναι και απλό.

Αυτό το απλό είναι που θυμάται ο Σάι, καλώντας την Άννα, για να της διαβάσει κάτι που βρήκε ενδιαφέρον. Θα μπορούσε να το κάνει, για να της δείξει ένα περίεργο έντομο στο τζάμι, ή σκέτο το τζάμι, ή να μην της δείξει τίποτε απολύτως. Και πάλι απλό θα ήταν.  Η μνήμη του Σάι Μπαουμγκάρτνερ είναι χαρακωμένη από το βαθύ ίχνος αυτού του απλού, αυτής της απλότητας, που είναι παρούσα, αν και το σωματικό της αποτύπωμα δεν υπάρχει πλέον. Ο Σάι Μπαουμγκάρτνερ  αποζητεί την Άννα και έτσι αφηγείται τον εαυτό του. Μόνο που ο τελευταίος δεν υπάρχει ακέραιος χωρίς την Άννα, η οποία επίσης δεν υπάρχει πλέον. Ένα κομμάτι του ίδιου του Μπαουγκάρτνερ έχει περάσει στην απεριόριστη και ακηδεμόνευτη επικράτεια της μνήμης. Σε αυτή την επικράτεια, αυτό που κυριαρχεί  είναι η αγάπη του για την Άννα. Και μεγαλύτερη απόδειξη από το ότι την φωνάζει, για να της δείξει την αστεία αντίφαση, ανάμεσα σε ένα κείμενο, που τιτλοφορείται «Ύδατα του κόσμου», και το όνομα της συγγραφέως που το έγραψε, το οποίο είναι Σάρα Ντράι, δύσκολα βρίσκεται. Τουλάχιστον, για τον Σάι Μπαουμγκάρτνερ, δύσκολα βρίσκεται. Επειδή η αγάπη μπορεί να μην τεκμαίρεται, όπως τα συμπεράσματα που συνάγονται από προκείμενες, αλλά έχει τεκμήρια. Και το να θέλει να την κάνει «να κατουρηθεί από τα γέλια» είναι αδιάψευστο τεκμήριο. Δεν το διαψεύδει ούτε η οριστική απουσία της, που κάνει αυτό που φωνάζει, το «Άννα, καθώς άρχισε να προχωράει προς το καθιστικό, θα κατουρηθείς από τα γέλια» να είναι ανελέητα παρόν. Ανελέητα, βεβαίως, επειδή δεν είναι κανείς στο καθιστικό. Παρόν, από την άλλη, γιατί το να ζει κανείς στη μνήμη είναι και μια «εκδίκηση» απέναντι στην ανυπαρξία. Μόνο που η μνήμη έχει αντικείμενο. Θυμόμαστε πάντα κάποιον και κάτι. Ενίοτε το πρόσωπο μέσα από το κάθε φορά διαφορετικό «κάτι». Τέτοια αντικείμενα, εγερτήρια της μνήμης, αναζητεί ο Μπαουμγκάρτνερ, γι’ αυτό και θα τα ψάξει στο γραφείο της Άννας. Η Άννα, ποιήτρια και μεταφράστρια, έχει αφήσει πολλά τέτοια «εγερτήρια», ικανά να ωθήσουν τον Σάι Μπαουμγκάρτνερ, ώστε να περάσει στην επικράτεια της μνήμης, εκεί όπου μπορεί να στριμώξει την ανυπαρξία. Έτσι, ο Μπαουμγκάρτνερ, καθηγητής Πανεπιστημίου, ευρισκόμενος σε επιστημονική άδεια, χειμερινού εξαμήνου, είναι πλήρως αποσυρμένος στην ιδιωτικότητα, άρα στην πλέον ευεπίφορη συνθήκη για αυτό το στρίμωγμα της ανυπαρξίας. Σε αυτήν την ιδιωτικότητα, θα αναζητήσει κείμενα της Άννας, μεταφράσεις και επιστολές, αλλά και κάποια από τα ρούχα της, κάλτσες, μαγιώ και μπλουζάκια. Έτσι, θα νιώσει τι του λείπει περισσότερο από εκείνην. Του λείπει «ο ήχος του μυαλού της». Και ο Μπαουμγκάρτνερ ευγνωμόνως θα ευχαριστεί τον Θεό για όλες τις φορές που είχε ξυπνήσει από αυτόν τον ήχο, τον ήχο που αναθυμάται τώρα: «Ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό, είπε ο Μπαουμγκάρτνερ από μέσα του, και ευχαριστώ τον Θεό για όλες εκείνες τις ωραίες πρωινές σονάτες∙ ευχαριστούσε τον Θεό για τις φορές που είχε ξυπνήσει ακούγοντας τον ήχο που έκαναν τα δάχτυλα της Άννας καθώς σφυροκοπούσαν τα πλήκτρα, τον ήχο του μυαλού της Άννας δηλαδή, που τραγουδούσε μέσα από τα δάχτυλά της καθώς σφυροκοπούσαν τα πλήκτρα, και, έχοντας ζήσει έναν μήνα μόνος στο άδειο σπίτι, του έλειπαν πια τόσο πολύ εκείνοι οι ήχοι, ώστε καμιά φορά έμπαινε στο δωμάτιό της, καθόταν πίσω από τη βουβή γραφομηχανή και δαχτυλογραφούσε κάτι, οτιδήποτε, απλώς για τους ακούσει και πάλι» (σ.60).

II

Ο Μπαουμγκάρτνερ δεν αρκείται μόνο στον «ήχο του μυαλού» της Άννας. Χρειάζεται και την υλικότητα των αντικειμένων, με τα οποία ήταν συνδεδεμένη η Άννα, άρα  αυτά με τα οποία συνδέεται τώρα η απουσία της. Και με αυτά θα προσπαθήσει να ανασυνθέσει την εικόνα της Άννας. Ο Μπουμγκάρτνερ θα στραφεί σε μικρά αντικείμενα: έναν απολιθωμένο αμμωνίτη, το κομμάτι από τσιμέντο, από το Τείχος του Βερολίνου, επάνω σε ένα χαρτί, και άλλα. Τα σύμβολα είναι σημαντικά για τον ψυχισμό μας. Είναι περιεχόμενα της εσωτερικής μας ζωής. Σε μια από τις πιο δυνατές περιγραφές του βιβλίου, ο Ώστερ θα μας δώσει ένα στιγμιότυπο αυτής της ζωής: Ο Μπαουμγκάρτνερ ακούει ανεξήγητους ήχους, που τον κάνουν να σηκωθεί από το κρεβάτι του, «ακούει έναν θόρυβο από κάπου μέσα στο σπίτι, πιθανότατα από κάποιο δωμάτιο του ισογείου, ένα αχνό βουητό που διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα, ύστερα σταματάει για ένα δευτερόλεπτο, ξαναρχίζει για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα σταματάει πάλι για ένα δευτερόλεπτο, έναν εναλλασσόμενο παλμικό ήχο τον οποίο ακολουθεί σιωπή την οποία ακολουθεί ήχος, μια ακολουθία εκτενέστερων  διαστημάτων ήχου και συντομότερων διαστημάτων σιωπής που επαναλαμβάνεται δέκα ή δώδεκα φορές κι έπειτα σταματάει (σς.71-72). Ο Μπαουμγκάρτνερ σηκώνεται από το κρεβάτι, κυκλοφορεί στα δωμάτια στου σπιτιού, για να δει από πού προέρχεται ο περίεργος ήχος, και καταλήγει στο δωμάτιο στο οποίο δούλευε η Άννα∙ ένα δωμάτιο, στο οποίο, όπως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, τα πάντα έχουν μείνει άθικτα. Εκεί, μάλιστα, ο Μπαουμγκάρτνερ βρίσκει και το πρωτότυπο εξώφυλλο  του πρώτου βιβλίου που εξέδωσε, που είχε τον τίτλο Ο ενσαρκωμένος εαυτός (1976), τίτλος μάλλον σαρκαστικά ακριβής για κάποιον που, τώρα, αναζητεί τη χαμένη ενότητα του εαυτού του, όπως κάνει ο Μπαουγκάρτνερ, μαζεύοντας όλα τα αντικείμενα της Άννας σαν να ήταν τα σκόρπια κομμάτια αυτής της κάποτε ακέραιης ενότητας ενός κάποιου εαυτού, που τώρα είναι αλλιώς. Ο Μπαουμγκάρτνερ αναρωτιέται, ανάμεσα στα διάφορα μικροπράγματα που δίνουν περιεχόμενο στο δωμάτιο, όπου δούλευε η Άννα, και στη ζωή τη δική του, χωρίς την Άννα πλέον, αν οι ήχοι είναι από κάποιον που εισέβαλε στο σπίτι τους ή από το διπλανό σπίτι. Αλλά ο Ώστερ θα μας πει ότι ο Μπαουμγκάρτνερ «Ισορροπούσε στη μεθόριο ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο εξάλλου και σε εκείνη την υπναγωγική κατάσταση, όταν το μυαλό γίνεται ένα χαοτικό συνονθύλευμα παράξενων, παραισθητικών εικόνων, ίσως οι ήχοι να ήταν και αυτοί μια παραίσθηση. Μάλλον απίθανο, σκέφτεται, δεδομένης της πολυπλοκότητας των όσων άκουσε, όχι όμως και πέρα από τα όρια του δυνατού» (σ. 75). Ισορροπώντας σε αυτή τη μεθόριο, ο Μπαουμγκάρτνερ θα ακούσει να χτυπάει το κόκκινο τηλέφωνο του δωματίου. Μόνο που το τηλέφωνο ήταν αποσυνδεδεμένο. Αυτό άκουγε ο Μπαουμγκάρτνερ. Ο ήχος του τηλεφώνου τον έκανε να κατέβει στο δωμάτιο όπου δούλευε η Άννα: «Ο Μπαουμγκάρτνερ σηκώνει ο ακουστικό και αποτολμά ένα βέβαιο, απορημένο Παρακαλώ – ένα Παρακαλώ με ένα ερωτηματικό κολλημένο στην άκρη. Ακολουθεί σιωπή, κατά τη διάρκεια της οποίας εκείνος λέει στον εαυτό του ότι μάλλον ονειρεύεται, μολονότι είναι ξυπνητός και δεν γίνεται να ονειρεύεται, και τότε αρχίζει να του μιλάει η Άννα, να του μιλάει με την ίδια δυνατή φωνή που είχε όταν ήταν ζωντανή, αποκαλώντας τον αγάπη μου και αγαπημένε μου, εξηγώντας του ότι ο θάνατος διόλου δεν είναι αυτό που φαντάστηκε ποτέ κανείς, ότι οι δυο τους και όλοι οι άλλοι υλιστές έκαναν λάθος να θεωρούν πως δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, αλλά, σε ό, τι έχει να κάνει με το υπερπέραν του καθενός τους, οι χριστιανοί, οι Εβραίοι, οι μουσουλμάνοι, οι ινδουιστές, οι βουδιστές και όλοι οι υπόλοιποι επίσης έχουν πέσει έξω. Δεν υπάρχουν θεϊκές τιμωρίες ή ανταμοιβές ούτε σάλπιγγες ούτε φλόγες της Κολάσεως ούτε κάμαρες ουράνιας έκστασης και κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν θα επιστρέψει ποτέ στη Γη ως πεταλούδα, κροκόδειλος ή η επόμενη ενσάρκωση στης Μέριλιν Μονρόε. Αυτό που συμβαίνει μετά τον θάνατο είναι ότι εισέρχεσαι στο Απέραντο Πουθενά, σε έναν μαύρο χώρο όπου τίποτα δεν είναι ορατό, σε ένα άηχο κενό μηδενικότητας, στη λήθη της ανυπαρξίας»(σς. 76-77). Πιθανόν, όσο το επιτρέπει η αναπόφευκτη αναγνωστική μας αυθαιρεσία, που προκύπτει όταν υποκύπτουμε στην αντίστοιχη ερμηνευτική πλάνη, στην οποία μάλλον θέλει να μας οδηγήσει ο συγγραφέας, διότι, σε αυτή την αφήγηση,  τίποτε δεν είναι, με τον συνήθη τρόπο, κατανοήσιμο, τα παραπάνω να μη βγάζουν νόημα. Μάλλον, όμως, βγάζουν νόημα για τον ήρωα του Πωλ Ώστερ. Βγάζουν νόημα για τον Μπαουμγκάρτνερ, που έχασε την Άννα και τη δική του εσωτερική ενότητα. Το ερώτημα «βγάζει αυτό νόημα;» απαντάται θετικά, μόνο αν δύο, ή περισσότεροι, άνθρωποι έχουν τη βεβαιότητα ότι βγάζει. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να περιλάβει τους ανθρώπους αυτής της συνομιλίας. Η Άννα, άλλωστε, «δεν είναι σίγουρη για τίποτα, λέει, υποψιάζεται όμως ότι εκείνος είναι που την κρατάει σ’ αυτή την ακατανόητη μεταθανάτια ζωή, σ’ αυτή την παράδοξη κατάσταση ενσυνείδητης ανυπαρξίας, η οποία πρέπει να λάβει τέλος, και θα λάβει τέλος κάποια στιγμή, έτσι αισθάνεται, μα, όσο εκείνος είναι ζωντανός και ικανός ακόμη να την συλλογίζεται, η συνείδησή της θα συνεχίσει να αφυπνίζεται ξανά και ξανά από τις σκέψεις του, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε ενίοτε εκείνη θα μπορεί να διαβάζει το μυαλό του και να ακούει αυτές τις σκέψεις και να βλέπει όσα βλέπει εκείνος μέσα από τα μάτια του. Δεν έχει ιδέα πώς συμβαίνει αυτό ούτε καταλαβαίνει γιατί είναι σε θέση να του μιλάει τώρα, όμως ξέρει σίγουρα ένα πράγμα, ότι οι ζωντανοί και οι νεκροί συνδέονται, και μια σύνδεση τόσο βαθιά όσο ήταν η δική τους όταν εκείνη ζούσε μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και στον θάνατο, διότι, όταν ο ένας πεθαίνει πριν από τον άλλο, ο ζωντανός μπορεί να διατηρήσει τον πεθαμένο σε ένα είδος προσωπικού λίμπο ανάμεσα στη ζωή και στη μη ζωή, αλλά, όταν ο  ζωντανός πεθάνει κι εκείνος, αυτό είναι το τέλος, και η συνείδηση του πεθαμένου εξαλείφεται για πάντα. Η Άννα σταματάει μια στιγμή να πάρει ανάσα και τότε, ξεφυσώντας, κάνει μια ερώτηση για πρώτη φορά από τη στιγμή που εκείνος σήκωσε το ακουστικό: ‘Βγάζει τίποτε απ’ όλα αυτά νόημα για σένα;’» (σς. 78-79). Επανέρχεται, λοιπόν, το ερώτημα, για το αν αυτά  βγάζουν νόημα, μόνο που, σε αυτήν την περίπτωση, η επικράτεια του νοήματος δεν κατοικείται από τις συνήθεις, βολικές, για εμάς, σημασίες. Ξεβολευόμαστε.

 

III

Ο Μπαουμγκάρτνερ, όμως, άπαξ και, προηγουμένως, αναμετρήθηκε με το ερώτημα «γιατί;», γνωρίζει για ποιον λόγο στρέφεται σε αυτά τα μικρά αντικείμενα, που δίνουν υπόσταση στον «ήχο του μυαλού» της Άννας.  Έτσι, ο ίδιος θα ομολογήσει στον εαυτό του ότι «στον βαθμό που είμαι ικανός να κατανοήσω όσα περνάω αυτή τη στιγμή, μπορώ ειλικρινά να πω ότι δεν λυπάμαι τον εαυτό μου και δεν βουλιάζω στον αυτοοικτιρμό ούτε ωρύομαι βάζοντάς τα με τον Θεό. Δεν λέω: Γιατί σ’ εμένα; Γιατί όχι σ’ εμένα; Οι άνθρωποι πεθαίνουν. Πεθαίνουν νέοι, πεθαίνουν γέροι, και πεθαίνουν στα πενήντα οκτώ. Μου λείπει, αυτό είν’ όλο. Ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που αγάπησα ποτέ και τώρα πρέπει να βρω έναν τρόπο να συνεχίσω να ζω χωρίς αυτήν» (σ.43). Ο Μπαουμγκάρτνερ μοιάζει, χωρίς την Άννα πλέον, να ζει σε ένα νέον κόσμο, που τον ζει χωρίς να ταυτίζεται με αυτόν. Το είπε, άλλωστε, και ο ίδιος: «Μου λείπει, αυτό είν’ όλο». Μόνο που, πάντοτε, «αυτό είν’ όλο»: η απουσία. Χωρίς αυτήν, η μνήμη θα ήταν άνεργη. Ο Μπαουμγκάρτνερ θυμάται. Θυμάται, μέσω των μικρών αντικειμένων, μέσω των αναπολήσεων συγκεκριμένων μικροστιγμών και μικροπεριστατικών, όλα όσα θα μπορούσαν να ανασυστήσουν την κερματισμένη ενότητα. Ή μάλλον την πληγωμένη ενότητα.  Σε αυτήν την ενότητα, μπορεί να ανασχηματίσει την εικόνα της Άννας. Αυτή την εικόνα μάλλον παλεύει να κρατήσει ζωντανή. Μένει έτσι σταθερός ο Μπαουμγκάρτνερ; Σταθερός, όμως, σε τι; Εφόσον «αυτό είν’ όλο», μένει σταθερός στο να θυμάται. Ίσως αποκτά μία νέα, άγνωστη για εκείνον μέχρι τότε, εσωτερική αυτάρκεια. Φαίνεται παράδοξο το «Μου λείπει, αυτό είν’ όλο» να σχετίζεται με ένα είδος εσωτερικής αυτάρκειας. Η τελευταία είναι κάτι σαν ύβρις προς το «Μου λείπει». Αλλά αυτή η αυτάρκεια μάλλον δεν είναι πλέον αυτάρκεια ως προς τη ζωή, αλλά ως προς τον σκοπό της. Και ο σκοπός του Μπαουμγκάρτνερ είναι το να μη λησμονήσει, να μην ξεθωριάσει η μνήμη, να κρατηθεί ζωντανή η εικόνα. Η μνήμη θα γίνει το εσωτερικό κέντρο του, το ψυχικό κέντρο που θα τον κρατήσει σταθερό.  Ίσως, μόνο τότε, μπορεί κάποιος να συνδέσει τις δύο παραδοχές, δηλαδή το «Μου λείπει» με το «αυτό είν’ όλο».  Ο Μπαουμγκάρτνερ το ομολόγησε: «και τώρα πρέπει να βρω έναν τρόπο να συνεχίσω να ζω χωρίς αυτήν». Η συνέχεια του Εγώ του έχει διακοπεί, γιατί αυτό το Εγώ είχε ως «ετέρα μορφή» του (όχι με την ακριβή θεολογική σημασία) την Άννα. Μόνο μέσω της μνήμης μπορεί να αποκαταστήσει τη συνέχεια αυτού του Εγώ. Μόνο ανασυνθέτοντας την εικόνα της και κατοπτρίζοντας τη μορφή της στη νέα αυτάρκειά του, που την συνέχει η μνήμη ως εσωτερικό-ψυχικό κέντρο αυτής της αυτάρκειας, μπορεί να συνεχίσει. Συνεχίζουμε ακέραιοι, έστω και με την μεριστή ακεραιότητα αυτής της αυτάρκειας. Χωρίς τη μνήμη της Άννας, το βάθος της ατομικότητας του Μπαουμγκάρτερ μικραίνει, λιγοστεύει, φτωχαίνει. Χωρίς αυτή την «ετέρα μορφή», δεν θα είναι αυτός ο ίδιος. Εάν παύσει να είναι αυτός ο ίδιος, τότε πώς θα συνεχίσει; Εν τέλει ποιος θα είναι αυτός που θα συνεχίσει; Το «πρέπει να βρω έναν τρόπο να συνεχίσω να ζω χωρίς αυτήν» δεν είναι παρά το να ζει με αυτήν μέσω τη μνήμη της. Η τελευταία είναι αυτή που θα αναδιοργανώσει την εσωτερική τάξη. Δεν φτιάχνει έναν πλασματικό, ψεύτικο κόσμο. Φτιάχνει τον πραγματικό κόσμο της απουσίας του άλλου. Εκεί μπορούμε να βρούμε την αίσθηση της μέγιστης κλίμακας του χρόνου, αλλά  και της ελάχιστης κλίμακας της δικής μας ύπαρξης, μέσα στο σύμπαν. Στον κόσμο που ζούμε εύκολα κανείς μπορεί να νιώσει «κάποιος», συνήθως και σπουδαίος. Κάνει το ένα, κάνει το άλλο, δημιουργεί, κερδίζει αναγνώριση, αισθάνεται επιβεβαίωση και αποζητεί και από τον εαυτό του να του επιβεβαιώσει αυτός ο ίδιος ότι υπάρχει πληρότητα. Αλλά το «πλήρης», σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πιο απαιτητικό και ζόρικο από το «γεμάτος». Το πρώτο είναι δυσεπίτευκτο, το δεύτερο «ένα και στο χέρι», που λέμε. Το πρώτο, όμως, περιλαμβάνει και άλλους, που έχουν ξεκόψει από το «εδώ» και που κανένα τοπικό επίρρημα δεν μπορεί να είναι το πεδίο αναφοράς τους. Συναρτάται με έναν εσωτερικό κόσμο, στον οποίον οι άνθρωποι που χάσαμε ζουν μέσα μας ,με τον δικό τους τρόπο, ξυπνώντας το πρωί, για να πάνε στη δουλειά, ή γλεντίζοντας με τους φίλους, με λύρες και λαούτα και ανωγειανό πηδηχτό και μαλεβιζιώτη, ή, απλώς, σιωπώντας. Δεν τους κρατάμε εκεί από συνήθεια. Τους κρατάμε, γιατί αποζητούμε αυτήν την πληρότητα. Τους κρατάμε, για να μην κηρύξουμε συναισθηματική και νοηματική πτώχευση. Η δεύτερη αφορά το αν θα βγάζουμε νόημα, πια, εμείς οι ίδιοι για εμάς, για τον εαυτό μας. Ίσως για αυτό θυμόμαστε. Ίσως για αυτό η μνήμη μας  αυλακώνεται από τα σημάδια του περάσματος των ανθρώπων μας από αυτόν τον κόσμο. Εάν είναι έτσι, τότε ζούμε σε έναν αναδιπλασιασμένο κόσμο, που, όμως, ίσως να αναδιπλασιάζει και εμάς. Εκεί, σε αυτόν τον κόσμο, μπορεί, ίσως, και να συνεχίσει να ζει ο  Σάι Μπαουμγκάρτνερ, επειδή η μνήμη της Άννας θα είναι ένα ανεξάλειπτο ίχνος που θα χαρακώνει τη δική του μνήμη. Όμως, ιχνηλατώντας προχωρούμε. Το ίδιο και ο Μπαουμγκάρτνερ. Το ερώτημα, βέβαια, παραμονεύει: βγάζει αυτό νόημα;

(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Paul Auster, Μπαουμγκάρτνερ, Μετάφραση: Ιωάννα Ηλιάδη. Μεταίχμιο, Αθήνα 2024.

Προηγούμενο άρθροΑποχαιρετώντας το 2024, καλωσορίζοντας το 2025 με γέλιο: Κ. Μαρκουλάκης, Γ. Τσουρής, Στ. Φασουλής (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΤεχνητή Νοημοσύνη και συγγραφική δημιουργία (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ