«Όταν ο ήλιος δύει στη ζωή μας…»: αυτοκτονία ή έγκλημα; (της Δέσποινας Παπαστάθη)

0
644
Der namenlose Tag. Το φιλμ για την τηλεόραση της ZDF

 

 

της Δέσποινας Παπαστάθη

 

 

                                             «ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἱνατί συνταράσσεις με;»

                                                                                                 Δαβίδ, Ψαλμοί, ΜΒ΄, 6

 

«ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ δεν έρχονταν μόνο τη μέρα που ήταν προορισμένη γι’ αυτούς, τη Μέρα των Ψυχών. Έρχονταν όποτε τους κάπνιζε, έμεναν όλη νύχτα, μερικές φορές δυο μαζί –πιο συχνά μόνος του ο καθένας–, λες και το ’χαν συμφωνημένο να μην κλέβουν ούτε χρόνο ούτε χώρο ο ένας από τον άλλο, ή από σεβασμό και αξιοπρέπεια».[1]

Η παρουσία των νεκρών στη ζωή του Γιάκομπ Φρανκ, αστυνομικού επιθεωρητή, άλλοτε επικεφαλής της Ομάδας Ανθρωποκτονιών του Τμήματος 11, μένει χρόνια τώρα αναπάντητη. Πάντα παρόντες στο παρόν του, αν και συνταξιούχος πλέον, «εδώ και λίγο καιρό ένας άντρας χωρισμένος και μόνος […], οι νεκροί δεν νοιάζονταν ούτε για τη θέση του ούτε για την κατάστασή του».[2] Ο Γιάκομπ Φρανκ όταν ξεκίνησε την δουλειά στην Ανώτερη Υπηρεσία, γνώριζε ή τουλάχιστον μάντευε πως είχε επιλέξει τον κόσμο τους, «κι απ’ αυτόν τον κόσμο κανένας δεν γυρίζει χωρίς σημάδια, χωρίς όνειρα».[3]

Ο Γιάκομπ Φρανκ είναι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Friedrich Ani, Η μέρα χωρίς όνομα. Ζει καθημερινά με τα φαντάσματα του παρελθόντος, όλους αυτούς τους νεκρούς τον θάνατο των οποίων έπρεπε να γνωστοποιήσει στους οικείους τους, αφού:

«Οι συνάδελφοί του αυτόν καλούσαν όταν έπρεπε ν’ ανακοινώσουν ένα θάνατο. Μια μέρα έγινε απλούστατα ο αρμόδιος αυτών των δύσκολων περιπτώσεων, η ζωντανή δικαιολογία όλων εκείνων των αστυνομικών που αντιμετώπιζαν ψύχραιμα κι επαγγελματικά αίματα και πτώματα και εγκληματίες, αλλά τα έχαναν τελείως μπροστά στους συγγενείς των θυμάτων, γέρνοντας είτε προς αδέξια αποστασιοποίηση είτε προς ψεύτικη συμπόνια και άχρηστα λόγια παρηγοριάς. Διότι δεν υπήρχε οδηγός με λεξιλόγιο κατάλληλο για την ανακοίνωση του θανάτου».[4]

Friedrich Ani, Γερμανικό Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας 2016

Είκοσι χρόνια μετά το φάντασμα της δεκαεφτάχρονης Έστερ Βίντερ που κρεμάστηκε στο έρημο πάρκο, το σούρουπο, δίνοντας βίαιο τέλος στη σύντομη ζωή της, κάθεται ξανά στο σαλόνι του επιθεωρητή και ζητά δικαίωση. Είκοσι χρόνια μετά ο πατέρας της Λούντβιχ Βίντερ είναι απόλυτα σίγουρος πως η κόρη του δεν αυτοκτόνησε, πως «δεν είχε μελαγχολία στην καρδιά της», πως έπεσε θύμα δολοφόνου» και ικετεύει τον Φρανκ, πως «αυτόν τον δολοφόνο πρέπει επιτέλους να τον βρείτε».

Το μυθιστόρημα ακολουθεί την πλοκή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος με μεγάλη δόση αγωνίας και πολλαπλές ανατροπές που διατηρούν άσβεστο το ενδιαφέρον του αναγνώστη έως την τελευταία αράδα του. Ο Friedrich Ani, γεννημένος το 1959, πολυβραβευμένος και πολυμεταφρασμένος Γερμανός συγγραφέας, έχοντας μάλιστα θητεύσει στο αστυνομικό ρεπορτάζ, γνωρίζει πολύ καλά τις συμβάσεις του είδους, ενώ έχει ασχοληθεί με όλα σχεδόν τα γένη της λογοτεχνίας: πεζογραφία, ποίηση, δράμα, αλλά και τη συγγραφή σεναρίου. Το μυθιστόρημα, ωστόσο, δεν είναι απλά ένα ακόμη εξαιρετικό δείγμα του είδους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Με αφορμή τον θάνατο της έφηβης κοπέλας, ο Ani καταγράφει τις τραγικές συνέπειες της αυτοκτονίας στη ζωή των επιζησάντων, ανιχνεύοντας τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, όταν ο ήλιος δύει στη ζωή των ανθρώπων, όταν το άτομο δεν διστάζει να ομολογήσει πως ο θάνατος φαίνεται

«σαν τη γιατρειά που καλωσορίζει ο άρρωστος,

σαν τη λευτεριά που βρίσκει ο φυλακισμένος μετά από χρόνια.[…]

σαν καθαρός ουρανός,

σαν τη λύση ενός αινίγματος».[5]

«Από πού έρχεται αυτός ο μαύρος ήλιος;», αναρωτιέται η Τζούλια Κρίστεβα, «από ποιον ακατανόητο γαλαξία οι αόρατες και βαριές ακτίνες του με καρφώνουν στο έδαφος, στο κρεβάτι, στην αλαλία, στην παραίτηση;»[6] Το έναυσμα της απελπισίας μπορεί να είναι ένα τραύμα, μια συναισθηματική ή επαγγελματική αποτυχία, μια στενοχώρια ή πένθος, γεγονότα που προσβάλλουν τις σχέσεις του ατόμου με τους δικούς του, είτε μια προδοσία, μια μοιραία αρρώστια, ένα ατύχημα ή μια αναπηρία που ωθούν το άτομο να αισθανθεί πως πλέον δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη των «φυσιολογικών» ανθρώπων. Ο κατάλογος των δυστυχιών δεν έχει τέλος κάνοντας τη ζωή αβίωτη, την ύπαρξη του ανθρώπου «απονεκρωμένη».[7]

Τι είναι, όμως, αυτό που ωθεί μια έφηβη κοπέλα να επιλέξει τη σιωπή και την απουσία; Ο Ani δεξιοτεχνικά συνθέτει με αναδρομικές αφηγήσεις το ψηφιδωτό της επίμονης σιωπής της έφηβης ηρωίδας, αλλά και τον αντίκτυπό της στη μετέπειτα ζωή φίλων και συγγενών, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν ποτέ να απαλλαγούν από την ενοχή που τους προκάλεσε ο θάνατος της. Τα οδυνηρά συναισθήματα που γεννά ούτως ή άλλως ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου περιπλέκονται από το γεγονός ότι διάλεξε ο ίδιος να τερματίσει τη ζωή του. Ο θυμός, ο πόνος, η σύγχυση, η ενοχή στοιχειώνουν τους ήρωες της ιστορίας. Μαζί με αυτά η προκατάληψη της κοινωνίας, το βασανιστικό ερώτημα εάν θα μπορούσε η αυτοκτονία να αποτραπεί συνθέτουν την τραυματισμένη ψυχολογία των ηρώων. Η μέρα χωρίς όνομα, η μέρα που ο θάνατος σβήνει οριστικά το όνομά της, χαράσσεται βαθιά στη μνήμη των ηρώων, τραντάζοντάς τους συθέμελα, στερώντας τους όποια στηρίγματα και σταθερές είχαν στη ζωή τους.

Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα του Freidrich Ani, Η μέρα χωρίς όνομα: Μια υπόθεση για τον Γιάκομπ Φρανκ, το οποίο δικαίως έχει βραβευτεί με το Γερμανικό βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας το 2016, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg, στη σειρά Aldina, σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, με σύντομο εισαγωγικό σημείωμα της Ζωής Μπέλλα-Αρμάου. Την καλαίσθητη έκδοση σχεδίασε και επιμελήθηκε ο Γιάννης Μαμάης.

 

(*) Η Δέσποινα Παπαστάθη είναι Δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, Παν/μιο Ιωαννίνων

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

 

[1] Friedrich Ani, Η μέρα χωρίς όνομα, μτφρ.: Μαρία Αγγελίδου, εισαγωγικό σημείωμα: Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, Gutenberg, Αθήνα 2020, σ. 20.

[2] Στο ίδιο, σ. 21.

[3] Στο ίδιο, σ. 21.

[4] Στο ίδιο, σ. 59.

[5] Στο ίδιο, σ. 197.

[6] Τζούλια Κρίστεβα, Ο μαύρος ήλιος. Κατάθλιψη και μελαγχολία, μτφρ.: Πάνος Αλούπης, Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σ. 41.

[7] Στο ίδιο, σ. 41-42.

 

Βρες το εδώ

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤότε που ζούσαμε (της Δήμητρας Δημητρίου)
Επόμενο άρθροΠέτρος Κόκκαλης,αστός επαναστάτης,ιατρός (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ