της Δήμητρας Δημητρίου
Α, εσύ είσαι; Καθίστε λίγο, παρακαλώ. Μου είστε πάντα ευπρόσδεκτος, σαν τα μαγιάτικα λουλούδια. Όχι. Αλήθεια σου λέω, καλά είμαι εδώ. Ο πόνος έμεινε μακριά. Δεν είναι για να λογαριάζεις πια γαλανή βαρκάδα αιγιαλίτισσα. Εδώ κάτω δεν είναι πολύ το φως. Η μέρα αρνιέται να ’ρθει από τα μέρη μας. Ησυχία. Για να μην μπορείς να με δεις. Και μήτε εγώ να μπορώ να σε βλέπω.
Όχι, δεν θα ήθελα πικ-νικ,* όχι στο φως άλλο δεν γίνεται. Τα φωτερά πρωινά καλοκαιριού σπιρουνίζουν τα μάτια μου σαν τριμμένο γυαλί.
Φυσικά. Ξέρω, κατά βάθος έχετε ευγενικές προθέσεις.
Θα καθίσουμε για λίγο στα αγριόχορτα, σαν άλλοτε -σαν πάντα-, εσύ θα ’χεις μαζί σου ρόδι κι ανθούς πορτοκαλιάς κι εγώ θα σου παίζω τη βασίλισσα. Θα στήσεις μπροστά μου ταπέτο ανατολίτικο κι εγώ θα σου χορεύω με λυγμούς στο σκοτάδι, να ρουφάς τους σαρκώδεις χυμούς απ’ τις σκιές μου. Τι λες; Όχι πικ-νικ, παρακαλώ.
Ας κάτσουμε μέσα σήμερα.
Σάββατο βράδυ θα περάσω. Θα περάσω να σας δω, υπόσχομαι, για τσιγάρα, μπλακ-τζακ κι εκμέκ-κανταΐφ –το πετυχαίνει πολύ η μητέρα σας αυτό το εκμέκ, λιώνει στο στόμα!–, μην ανησυχείτε, θα περάσω το Σάββατο και η βενζίνη σας πάμφθηνη, δεν λέω, από εδώ μέχρι τον Άγιο Ιλαρίωνα και πίσω εξαιρετικές οι φωτογραφίες, μα όχι πικ-νικ, παρακαλώ. Στο φως τρομάζω, οι αχτίνες με ζώνουν με χιλιάδες πρίσματα.
Τι θα λέγατε μάλλον, για μια γαμήλια φωτογράφιση;* Πίσω θα στήσουμε φόντο αποβραδίς τη Λεωφόρο Δημοκρατίας, και να μην ανησυχείτε, με κάτι παραπάνω μπορούμε να την αναπλάσουμε κιόλας,
ίσως και να την κάνουμε ακριβώς όπως ήταν, το ζαχαροπλαστείο «Κυψέλη» με τις υπέροχες πάστες χρυσομήλου – κάτι χρυσαφί σαρκωμένα χρυσόμηλα που μόνο στον τόπο μου τα
βρίσκεις –
θα βγάλουμε φωτογραφία στην καμάρα, εκεί που κόβαμε το γιασεμί, για να θυμάστε
τότε που ζούσαμε,*
τότε που γράφαμε πατημασιές σ’ άμμο ξανθή το μεσημέρι,
θα περάσουμε από την οδό Αισχύλου, «Ατμοκαθαρηστήριο Απόλλων» – και συγχωρέστε μου που ξεχνώ τώρα τα ονόματα – επισκέπτομαι, όταν ενθυμούμαι, τα ονόματα, μα πέφτει μου το κεφάλι μου βαρύ – κάτι ζαλάδες – στο ισόγειο Κέννετυ κατάστημα νεωτερισμών Ιφιγένειας Μιχαηλούδη και «Άτλας Κατασκευαί» στην Ευαγόρου για γνωστά εισαγόμενα ενδύματα – ωραία η στολή που φοράτε, πολύ σας πηγαίνει –
θ’ αφήσω το ψάθινο καπέλο μου να παρασυρθεί απ’ τον αέρα, ύστερα εσείς θα πνίξετε, μπορούμε να πνίξουμε, αν θέλετε, τα σπίτια μας στη φύση μ’ αυτή την πρασινοκίτρινη καφέ φύτευση που προσφέρει πυκνή κάλυψη εσωτερικού χώρου Οικία Στεφάνου στη συμβολή της Λεωφόρου Ελευθερίας με την Οδό Ήρας, στη γωνία αριστερά το ξακουστό μυροπωλείο του κυρίου Τάκη Μαντζούρα – να μου πάρεις ένα μυρωδικό, να μυρίζω –
Loris Αzzaro και Tabac Original
θα αφήσουμε τη μυρωδιά μας στον αέρα, καθώς θα περνούμε μπροστά από το Rivera και το Belleview διάττοντες αστέρες της χολιγουντιανής σκηνής – πάντα μου άρεσαν οι αξιωματικοί
με τις στολές –
μπορούμε να βάλουμε και γλάστρες* στις εισόδους – γεράνια να βάλεις και φασκόμηλο – πάντα η γιαγιά έβαζε κλαδάκια φασκόμηλο στις ντουλάπες, παίρνω κι εγώ τις νύχτες
-για το στομάχι –
μετά εσύ θα χτυπήσεις τρεις φορές – θα σε περιμένω στο 509 -*
αν χτυπήσεις τρεις φορές, θα σ’ ανοίξω,
θα λυγάω καθώς θα με κρατάς σφιχτά από τη μέση μ’ ανοιχτά τα χείλια, ανοιχτά τα όμματα, θα περιμένω τα λουλούδια του μαγιού και το νερό της κόρης του ματιού θα χύνεται λυτά σε θάλασσα μουσκεμένη και πανδέγμονα,
κι έτσι, αιχμάλωτη αυτής της σκηνής της πυρπόλησης, θ’ αφήσω το καπέλο μου να παρασυρθεί από τον αέρα και, καθώς θα με χαιρετάει από τα μάκρη, θα βλέπω το γείσο του να επιπλέει στα ρηχά τινάζοντας ένα μαντίλι – το γείσο πάντα με προστάτευε από τη σπάταλη φεγγοβολή του ήλιου –
και να μη, παρακαλώ, σας διαφεύγει πως τελείωσα το Λύκειο των Ελληνίδων, μιλάω άπταιστα ελληνικά και αραμαϊκά στον ύπνο μου –Ηλί, ηλί– επί τον τύπον των ήλων θέτω τις ιδέες μου και ξηστική μιλώ σας μπροστά στις αειθαλείς φυτεύσεις και ξώφαλτση στις τετελεσμένες πραγματικότητες και ξάστερη κάτω από τον νυχτερινό ουρανό της Αμμοχώστου,* μπορείτε ακόμα κι εκεί να στήσετε μπαϊράκι, μπορείς να μπεις μέσα δαφνοφόρος, στο επιτρέπω, αν υποσχεθείτε ότι θα είστε κύριος θα πράξω μεταξύ μας συμφωνία κυρίων, μα μη, παρακαλώ σας, πικ-νικ μη μου προσφέρετε, στο φως ψήνουν το δέρμα μου οι αχτίνες, η αφή μου χάνεται στο φως κι οι θύμησες τα γόνατα λυγίζουν, μη, παρακαλώ σας, έτσι όπως στις βορινές μέσα μου περιοχές εναέριες ρίζες κισσών συγκρατούν το δέρμα μου πάνω στα κιγκλιδώματα παρακαλώ σας μη, μη λησμονάτε.
Σημειώσεις
* «πικ-νικ»: Το ποίημα αφορμάται από το πικ-νικ που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να κάνει με τον Ερσίν Τατάρ στο κατεχόμενο Βαρώσι στις 15 Νοεμβρίου 2020, για τον επετειακό «εορτασμό» της εγκαθίδρυσης του ψευδοκράτους. Σύμφωνα με ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και τη Δεύτεργ Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου (1979), την οποία προσυπέγραψε αυτός ο ίδιος ο απολογητής του taksim, Ραούφ Ντεκτάς, προβλέπεται ότι χρειάζεται να δοθεί προτεραιότητα στο θέμα της επανεγκατάστασης στα Βαρώσια των νόμιμων κατοίκων τους υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, ενώ η εφαρμογή της εν λόγω πρόνοιας θα γινόταν ανεξαρτήτως από την εξέλιξη των συνομιλιών για τη συνολική διευθέτηση του εδαφικού και άλλων πτυχών του κυπριακού προβλήματος.
* «γαμήλια φωτογράφιση»: Από ανάρτηση στο Facebook του Αμμοχωστιανού ιστορικού τέχνης Γιάννη Τουμαζή, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη μετά από το παράνομο άνοιγμα του παραλιακού μετώπου. Δημοσιεύει σχετική φωτογραφία, με νεόνυμφο ζευγάρι Τούρκων να φωτογραφίζεται μέσα στα χαλάσματα.
*«γλάστρες»: Κατά την πρώτη μέρα της διάνοιξης του παραλιακού μετώπου των Βαρωσίων, οι Τούρκοι στόλισαν την πόλη με γλάστρες, έξω από λεηλατημένα και ετοιμόρροπα σπίτια.
*«τότε που ζούσαμε»: Βλ. Γιάννης Αντωνίου, «Ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα», Ο Φιλελεύθερος, 25 Οκτωβρίου 2020.
* «509»: Από ανάρτηση στο Facebook του Γιάννη Τουμαζή, με φωτογραφία από ένα σκουριασμένο κλειδί που βρήκε, κατά την επίσκεψή του, μέσα στο χώμα και τα χαλάσματα «Ποιος να έμενε στο δωμάτιο 509 του Esperia Tower Hotel στη Δημοκρατίας, τον Αύγουστο του 1974; Από ποιον να έπεσε άραγε…»
* «κάτω από τον νυχτερινό ουρανό της Αμμοχώστου»: Βλ. το ποίημα «Γράμμα» του σπουδαίου Βούλγαρου ποιητή Nikola Vaptsarov: « Θυμάσαι / τη θάλασσα, τις μηχανές / […] / και τα μεγάλα της Αμμοχώστου / τ’ άστρα;» (στο: Marin Zhechev και Michael Berberov (επιμ.), Κύπρος αγάπη μου, [Λευκωσία] 1984.