Προϊστορικό σπήλαιο (διήγημα του Διονύση Καλαμβρέζου)

0
187

 

 

Διονύσης Καλαμβρέζος

 

‘’… Στο τέλος θα αρχίσουν πραγματικά να φοβούνται να είναι ελεύθεροι… αυτό κρύβει όλο το μυστικό του κόσμου… Δεν υπάρχει  πιο αγωνιώδης ανάγκη για τον άνθρωπο από το να βρει, όσο γίνεται πιο γρήγορα, ένα πλάσμα που να του παραδώσει αυτή την ελευθερία, που ο δυστυχισμένος κουβαλά στην πλάτη του από τη στιγμή της γέννησής του…’’.  (Φ.Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζόβ)

 

‘’The sacred word ‘freedom’ turns out to be, just like ‘soul’, a hollow term empty of any discernible meaning. Free will exist only in the imaginary stories we humans have invented’’.  (Yuval Noah Harari, Homo Deus, A Brief History of Tomorrow)

 

 O  ΚΑΥΤΟΣ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ λαμποκοπούσε πάνω στην ακύμαντη θάλασσα με το σκούρο γαλάζιο χρώμα στη δεξιά πλευρά του δρόμου όταν ο Ντέιν είδε τη νέα πινακίδα που έδειχνε την κατεύθυνση προς το σπήλαιο της προϊστορικής περιόδου. Το σπήλαιο είχε πρόσφατα ανακαλυφθεί στο νότιο μέρος της χερσονήσου κατά τη διαδικασία εξόρυξης μεταλλευμάτων χωρίς να υποστούν ζημίες τα μοναδικά ευρήματα του. Μετά από εργασίες της Αρχαιολογικής Εταιρείας και του Υπουργείου Φυσικών Πόρων το σπήλαιο μπορούσε πια να δέχεται επισκέπτες.

Ο Ντέιν είχε ειδοποιηθεί ηλεκτρονικά για την ανακάλυψη, τις εργασίες συντήρησης και τη διάθεση στο κοινό του σπηλαίου και είχε προσκληθεί να επισκεφθεί ‘’ένα από τα μεγαλύτερα σπήλαια της προϊστορικής περιόδου με ανεκτίμητα ευρήματα το ταχύτερο δυνατόν’’. Η Διεύθυνση του σπηλαίου σημείωσε με ικανοποίηση στο ηλεκτρονικό μήνυμα ότι η πρώτη επίσκεψη ανθρώπων σαν τον Ντέιν, που αφιέρωσαν πολύ από τον ελεύθερο χρόνο τους στην επίσκεψη και μελέτη προϊστορικών τόπων και ευρημάτων θα ήταν καθοριστική και συμβολική. Μόνο που εξαιτίας των κινδύνων τρομοκρατικών επιθέσεων όλες οι επισκέψεις θα έπρεπε να προγραμματίζονται από το Δικτυακό τόπο του σπηλαίου, να ορίζονται και να εκτελούνται επακριβώς, ώστε να ελέγχονται με ασφάλεια οι επισκέπτες από τις αρμόδιες υπηρεσίες εσωτερικής ασφαλείας και ελέγχου.

Όταν ο Ντέιν έστειλε την ηλεκτρονική απάντησή του για επίσκεψη στο σπήλαιο την επόμενη Κυριακή, ξαφνιάστηκε ευχάριστα με τη σχεδόν άμεση απάντηση. Θα τον περίμεναν την  Κυριακή, μεταξύ 12 και 2, ώρες που πιθανολογούσε ότι μπορεί να έφθανε στο νότιο μέρος της χερσονήσου και θα ήταν πολύ ευχαριστημένοι που θα τους τιμούσε ένας από τους πιο επιφανείς ερασιτέχνες σπηλαιολόγους  της εποχής τους. Ο Ντέιν είχε κολακευτεί για λίγο από το ύφος του σημειώματος.

Είχαν πληροφορηθεί για το χόμπι και τη συμβολή του στη μελέτη των παλαιών σπηλαίων πολλοί, όταν από ένα συνδυασμό επιμονής, μελέτης και τύχης είχε ο ίδιος ανακαλύψει ένα μικρό σπήλαιο στο νησί δυτικά της Χερσονήσου. Μελετώντας παλαιούς χάρτες, ακούγοντας προσεκτικά ιστορίες ενός ηλικιωμένου αγρότη, ο οποίος πριν χρόνια είχε χάσει κάμποσα πρόβατα από το κοπάδι του που είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς σαν να είχε ανοίξει η γη και τα είχε καταπιεί, ανακάλυψε ένα υπέροχο υπόγειο μικρό σπήλαιο, πέντε μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης γεμάτο κατάλευκους σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Υπήρχαν αρκετές αναρτήσεις πια για αυτόν στο Διαδίκτυο.

Ξαφνικά ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος τελείωσε. Ο Ντέιν χαμήλωσε ταχύτητα καθώς το άσπρο σπορ αυτοκίνητο του χοροπήδησε στον εξοχικό δρόμο από χώμα και χαλίκια. Στα δεξιά του άρχισε μια στενή παραλία από μεγάλα άσπρα χαλίκια μήκους τεσσάρων – πέντε χιλιομέτρων όπου αποκαμωμένοι λουόμενοι ξάπλωναν κάτω από μεγάλες χρωματιστές ομπρέλες. Οδήγησε προσεκτικά στον κακοτράχαλο δρόμο κατά μήκος της παραλίας, ώσπου έφτασε μπροστά σε μια διχάλα όπου δεν υπήρχε καμία ένδειξη για το σπήλαιο.

Ο Ντέιν κοίταξε νευρικά γύρω του και είδε με ικανοποίηση την επόμενη στιγμή στα αριστερά του σε μια φυσική σκιά που σχημάτιζαν μεγάλα δέντρα με πυκνό φύλλωμα ένα ηλικιωμένο άνδρα, γυμνό από τη μέση και πάνω, να ετοιμάζεται να μπει σε ένα κόκκινο ημιφορτηγό, φορτωμένο με άχυρο.

«Γεια σας, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;» φώναξε κατεβάζοντας το τζάμι.

Ο ηλικιωμένος άνθρωπος στράφηκε και τον κοίταξε. Το παχύ πρόσωπο του ήταν ροδαλό και φιλικό. Τα γκρίζα μαλλιά του ήταν αραιά, όπως και τα φρύδια του.

«Ναι» είπε με έντονη τοπική προφορά.

«Ψάχνω για το σπήλαιο της προϊστορικής περιόδου που βρέθηκε πριν από λίγο καιρό».

Ο ηλικιωμένος άνθρωπος τον κοίταξε  ανέκφραστα. Ο Ντέιν είχε για μια στιγμή την εντύπωση ότι το φιλικό βλέμμα του ανθρώπου σκοτείνιασε σαν να είχε περάσει από μπροστά του ένα μαύρο σύννεφο.

«Το σπήλαιο είναι από την αριστερή πλευρά» είπε μετά από αρκετές στιγμές «αλλά εγώ θα σας συμβούλευα να πάτε από την άλλη πλευρά».

«Από την άλλη πλευρά ….» είπε αμήχανα ο Ντέιν με ελαφριά έκπληξη. «Από την άλλη πλευρά θα καταλήξετε σε έναν όμορφο όρμο με νερά τυρκουάζ και χρυσή άμμο. Θα περάσετε ένα ωραίο απόγευμα. Εάν πάτε προς το σπήλαιο ποτέ δεν ξέρετε.»

Ο ηλικιωμένος άνθρωπος έκανε κάμποσα βήματα και πλησίασε το ανοικτό παράθυρο του Ντέιν. Χαμήλωσε το κεφάλι και του μίλησε με συνωμοτικό ύφος.

«Δεν έχω δει πολλούς επισκέπτες από τότε που άνοιξε. Ίσως και κανέναν… Πρώτη φορά ρωτάει άνθρωπος για το σπήλαιο… Οι περισσότεροι, μάλλον όλοι, έρχονται για κολύμπι στην παραλία. Μπορεί να γίνουν κατολισθήσεις. Δεν θυμάμαι ποιος το είπε, αλλά σίγουρα το άκουσα».

«Μην ανησυχείτε»  είπε φιλικά ο Ντέιν και χαμογέλασε «έχω πείρα και θα προσέχω.».

«Εγώ πάντως, προσπάθησα να σας αποτρέψω» είπε ο ηλικιωμένος άνθρωπος σαν να εκτελούσε ένα αόριστο καθήκον,  όχι με ιδιαίτερο ζήλο.

«Μην ανησυχείτε» είπε ο Ντέιν και πάτησε ελαφρά το γκάζι στρίβοντας ελαφρά αριστερά.

Ο στενός δρόμος άρχισε να γίνεται μετά από λίγο ανηφορικός και φιδωτός. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και ο Ντέιν έκλεισε το παράθυρο  και δυνάμωσε το αιρκοντίσιον. Μετά από διαδρομή τριών χιλιομέτρων έφθασε σε ένα μεγάλο κυκλικό υψίπεδο σαν τεράστιο αλώνι. Η μισή περίμετρος του φυσικού αλωνιού ακουμπούσε στη ρίζα του βουνού που ήταν γεμάτο πεύκα, βελανιδιές, καρυδιές και κυπαρίσσια και η άλλη μισή ήταν σαν μπαλκόνι από όπου αντίκριζε χωράφια, το φιδωτό ανηφορικό δρόμο, εκτάσεις σκεπασμένες από θάμνους και αγριολούλουδα, τη στενή παραλία και τη λαμπερή θάλασσα.

Σταμάτησε τη μοτέρ του αυτοκινήτου βγήκε έξω, φόρεσε τα σκούρα γυαλιά και το αθλητικό λευκό καπέλο και αναζήτησε την είσοδο του σπηλαίου στο τμήμα της περιμέτρου που ήταν προς το βουνό. Ένιωθε πως θα ήταν κάπου εκεί. Σκούπισε τον ιδρώτα που ανάβλυζε από το μέτωπό του, πλησίασε περισσότερο και ξεχώρισε τη σχετικά μικρή πόρτα, σκούρου πράσινου χρώματος που την έκανε να μην διακρίνεται από μακριά. Πλησίασε περισσότερο και είδε την επιγραφή με τα κομψά ασημένια γράμματα ‘’Σπήλαιο Προϊστορικής Περιόδου. Ώρες επίσκεψης 10-18 καθημερινά, εκτός Δευτέρας. Πιέστε το κουδούνι δεξιά’’.

Ο Ντέιν αναζήτησε το κουδούνι και είδε από πάνω του μια μικροσκοπική κάμερα που τον σκόπευε. Πίεσε το κουδούνι απορώντας, που μόνο το δικό του αυτοκίνητο βρισκόταν εκεί, που μόνο αυτός θα επισκεπτόταν το σπήλαιο τη συγκεκριμένη ώρα. Άκουσε έναν μικρό ήχο, σαν να φωτογράφιζαν και να ανέλυαν βιομετρικά την κόρη του ματιού του για να πιστοποιήσουν την ταυτότητα του και στη συνέχεια η μικρή πράσινη πόρτα άνοιξε προς τα μέσα. Ένα αστραφτερό ασημένιο φως παιχνίδιζε στο εσωτερικό της. Ο Ντέιν έβγαλε τα γυαλιά και το καπέλο, καθώς μπήκε στο χώρο του σπηλαίου.  Σε έναν μεταλλικό προθάλαμο, επιγραφές προσδιόριζαν τα τμήματα του σπηλαίου.  Μια μηχανική φωνή ζήτησε να αποθέσει το κινητό του σε ένα μεταλλικό συρτάρι, καθώς δεν επιτρεπόταν στο σπήλαιο. Άφησε με αργές κινήσεις το κινητό του και ένιωσε τη μικρή πράσινη πόρτα να κλείνει με πάταγο πίσω του. Καθώς το ασημένιο φως θάμπωσε και ο χώρος γέμισε  σκιές, καθώς ο Ντέιν προσπάθησε να συνηθίσει την ατμόσφαιρα και να δει γύρω του, το κρυστάλλινο γυναικείο γέλιο, το γέλιο από όπου ξεπηδούσε χαρά και προσδοκία, ικανοποίηση και πάθος, εκδικητική διάθεση και ψυχρότητα πλημμύρισε το χώρο. Το κρυστάλλινο, μελωδικό γέλιο της Γκέιλ, το γέλιο, που δεν είχε ακούσει στους τελευταίους έξι μήνες.

«Δεν θα φύγεις αυτή τη φόρα από κοντά μου Ντέιν» είπε γλυκά και μελωδικά η φωνή, με εκείνη τη μοναδική αρμονία και αριστοκρατικό  λούστρο, με την αίσθηση μέτρου και μουσικότητας.

Το φως θάμπωσε και άλλο και σε λίγο πυκνό σκοτάδι τον τύλιξε.

«Φοβάσαι Ντέιν» είπε περιπαιχτικά, σχεδόν ειρωνικά η φωνή.

«Όχι Γκέιλ» απάντησε θαρρετά.

«Όμως με άφησες γιατί φοβόσουν » είπε απότομα, μάλλον άγρια η φωνή που σβήστηκε σε έναν παρατεταμένο μεταλλικό κρότο.

«Δεν σε φοβόμουν Γκέιλ».

«Θα έκανα ζημία στη φτωχή ασήμαντη καριέρα σου, θα προκαλούσα εισβολή στο χαοτικό μικρόκοσμό σου, θα σπαταλούσα τον πολύτιμο χρόνο σου και δεν θα μπορούσες να μελετάς προϊστορικά σπήλαια».

Δεν έκανε ζέστη μέσα στο σκοτεινό χώρο. Ήταν δροσερά. Όμως ο Ντέιν ένιωθε έντονα ρίγη στην πλάτη του και τα μηνίγγια του σφυροκοπούσαν. Γιατί του ήταν δύσκολο να πιστέψει τι συμβαίνει, τι είχε συμβεί.

«Δεν τολμώ να πιστέψω τι έχεις κάνει» είπε σχεδόν σοκαρισμένος, με αδύναμη φωνή.

« Πάντα με υποτιμούσες Ντέιν. Δεν υπολόγιζες πού μπορώ να φτάσω για τον άντρα της ζωής μου. Δεν εκτίμησες ποτέ την ευρηματικότητα, τη φαντασία και την αποφασιστικότητά μου».

«Εκτιμούσα πάντα τη δύναμη και την εξυπνάδα σου» είπε προσπαθώντας να παραμείνει ψύχραιμος, να μη δείξει την παραμικρή αλλαγή στη φωνή του.

«Όμως δεν θέλησες να δεσμευτείς έστω χαλαρά μαζί μου. Δεν θέλησες ούτε καν να δοκιμάσουμε να μείνουμε μαζί, αν και στο πρότεινα πολλές φορές. Έπαιξες μαζί μου. Εκμεταλλεύτηκες την αδυναμία που σου είχα, εκμεταλλεύτηκες την ανάγκη μου, τη μοναξιά μου».

«Όχι Γκέιλ. Σε συμπαθούσα ιδιαίτερα. Σκέφτηκα για ένα διάστημα τη ζωή μου μαζί σου.»

Το γέλιο της γυναίκας έγινε πιο γρήγορο, πιο αγχωτικό, πιο ηχηρό.

«Ποτέ δεν το έκανες. Μου είπες ψέματα. Με κορόιδεψες. Αδιαφορούσες αν με πλήγωνες…».

«Νοιαζόμουν πάντα για σένα Γκέιλ».

«Πρέπει να τιμωρηθείς πρώτα Ντέιν» είπε η γυναίκα με αργή ζυγισμένη φωνή, «πρέπει να τιμωρηθείς για όσα έκανες. Πρέπει να αποκατασταθεί η ισορροπία από την κάθαρση, την εξιλέωση σου. Κι όταν θα είσαι ξανά αγνός, όπως ήσουν στην αρχή όταν σε γνώρισα, τότε ….».

«Γκέιλ σύνελθε» είπε με δυνατή φωνή «σταμάτα το κακόγουστο αστείο. Μπορούμε να πάμε στη γειτονική παραλία να μιλήσουμε ήσυχα εκεί.»

«Δεν θα ξαναδείς την παραλία Ντέιν…τουλάχιστον στο προσεχές μέλλον… Ίσως όμως τη δεις κάποτε. Όταν πάρεις άλλη πορεία…».

«Γκέιλ αρκετά τράβηξε το αστείο…».

Το είπε πιο πολύ για να το πιστέψει ο ίδιος. Γιατί η φριχτή υποψία του απομυζούσε τη δύναμη και του πάγωνε την καρδιά.

Αδύναμο ασημένιο φως άρχισε να αχνοφέγγει από το βάθος του χώρου. Το φως άρχισε να δυναμώνει σαν για να συνηθίσουν σιγά- σιγά τα μάτια του. Διαπίστωσε σε λίγο ότι βρισκόταν σε ένα μεγάλο τετράγωνο χώρο. Οι τρεις τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με βιβλιοθήκες. Ο εξωτερικός τοίχος, εκεί που βρισκόταν η πόρτα, ήταν διακοσμημένος με παλιούς μικρούς χάρτες. Στα αριστερά του είδε ένα δρύινο γραφείο, με ένα παλιό πορτατίφ. Μια ξύλινη σκάλα πίσω από το γραφείο οδηγούσε σε ένα εσωτερικό μπαλκόνι σε ύψος περίπου δυο μέτρων. Η οροφή, η οποία  από κάποιο τεχνολογικό εύρημα αποκτούσε τώρα την όψη καλοκαιριάτικου ανέφελου ουρανού, πρέπει να βρισκόταν σε ύψος οκτώ -εννέα μέτρων.

Την επόμενη στιγμή άνοιξε η απλή πόρτα πίσω από το εσωτερικό μπαλκόνι και εμφανίσθηκε η Γκέιλ. Ήταν όμορφη και θελκτική. Φορούσε ένα στενό μπλε παντελόνι και μια κόκκινη στενή κοντομάνικη μπλούζα. Όσο μπορούσε να διακρίνει από την απόσταση που τους χώριζε, γύρω στα έξι-εφτά μέτρα, από το χοντρό κρύσταλλο του χωρίσματος, ώστε να είναι πάντα προστατευμένη, ήταν άψογα μακιγιαρισμένη, με τις σκούρες σκιές γύρω από τα μάτια της και χτενισμένη.

«Γκέιλ» είπε ανήσυχος.

«Μη δοκιμάσεις να ανεβείς Ντέιν. Εξάλλου το κρύσταλλο του χωρίσματος είναι άθραυστο».

Είδε ένα μικρό τηλεχειριστήριο στο δεξί χέρι της.

«Πρέπει να τελειώνει Γκέιλ» είπε ήρεμα.

«Αντίθετα αρχίζει Ντέιν. Αρχίζει μια νέα πτυχή της ζωής μας. Ίσως είναι μεταβατική. Θα ξαναβγούμε έξω, αν είσαι πεπεισμένος πως έχεις αλλάξεις. Αν όχι, αν συνεχίζεις να διατηρείς αμφιβολίες, θα  μείνουμε εδώ».

«Εδώ» είπε άψυχα

«Έχω φροντίσει να έχεις άπειρα βιβλία να περνάς την ώρα σου. Δίπλα υπάρχει γυμναστήριο για να αθλείσαι. Στο δωμάτιο με τον προσομοιωτή μπορείς να κατασκευάζεις όποια περιβάλλοντα θέλεις   για να βιώνεις τις επιθυμίες σου, για να αλλάζεις και να μην πλήττεις. Δεν υπάρχει διαδίκτυο γιατί πάντα θα μπορούσες κάτι να επινοήσεις…».

«Θα με αναζητήσουν Γκέιλ. Θα στραφούν και σε σένα. Δεν θα το αφήσουν έτσι».

«Σήμερα παραιτήθηκες από τη θέση σου στο Ωκεανολογικό Ινστιτούτο Ντέιν. Παραιτήθηκες μόλις πέρασες την πόρτα. Επίσης, ξενοίκιασες το διαμέρισμά σου στην πόλη. Έστειλες ηλεκτρονικά μηνύματα σε πολλούς φίλους και γνωστούς σου ότι φεύγεις για μεγάλες διακοπές και αναζητάς σπήλαια προϊστορικής περιόδου  στην Αφρική».

Ήταν έκπληκτος. Προσπάθησε να μη το δείξει, προσπάθησε να διατηρήσει σταθερή τη φωνή του.

«Ήταν ανοησία μου που σου δάνεισα κάποτε το αυτοκίνητό μου. Κατάφερες και έκλεψες τον κωδικό της κάρτας μου και τον κωδικό της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μου».

«Δεν έγινε έτσι» είπε αινιγματικά η γυναίκα κι έκανε ένα μικρό βήμα  προς το κρυστάλλινο χώρισμα, πλησιάζοντας προς το γείσο του ξύλινου μπαλκονιού.

«Πρέπει να χάλασες μια περιουσία για να χτίσεις αυτή τη φυλακή».

«Είναι το σπίτι μας προς το παρόν Ντέιν. Ναι, πούλησα το σπίτι στο Σηάτλ».

Το ρίγος που έτρεχε στην πλάτη του είχε γίνει πιο έντονο. Ένιωθε τα μηνίγγια του να σφυροκοπούν. Ξανακοίταξε το χώρο. Είδε μια παλιά ξύλινη καρέκλα στην αριστερή πλευρά του γραφείου. Καθώς ένιωθε την ανάγκη να καθίσει, έσυρε προς τα εκεί τα βήματα του, προσπαθώντας να μη δείχνει το βάρος που είχαν αποκτήσει τα μέλη του. Κάθισε στην καρέκλα όσο μπορούσε πιο άνετα και σκούπισε με την ανάποδη του δεξιού χεριού τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Ύστερα κοίταξε προς το μέρος της.

Σήμερα ήταν ιδιαίτερα γοητευτική. Τα στενά ρούχα τόνιζαν τις τέλειες γραμμές της. Το συγκεκριμένο βάψιμο τόνιζε τα μεγάλα λαμπερά μάτια της. Ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο, γλυκό και ταυτόχρονα απειλητικό τρεμόπαιζε στα χείλη της.

«Είναι τρελό να σκέφτεσαι ότι θα με ανάγκαζες να μείνω μαζί σου Γκέιλ, με αυτό τον τρόπο» είπε με σταθερή φωνή.

«Είσαι μαζί μου Ντέιν. Κι αυτή τη φορά δεν μπορεί να φύγεις».

«Ξέρεις πως πάντα τα καταφέρνω να βγαίνω από τα σπήλαια», είπε πιο πολύ για να δώσει θάρρος στον εαυτό του.

«Όχι τώρα Ντέιν. Μόνο με δέσμευση πως θα είσαι για πάντα μαζί μου, θα βγεις από εδώ. Θα έχεις άπλετο χρόνο να το σκεφτείς. Θα περνάς γενικά καλά, διάβασμα, γυμναστική. Θα συνηθίσεις».

Συνειδητοποιώντας το μέγεθος του εγχειρήματος της ένα νέο κύμα ρίγους έτρεξε στην πλάτη του. Ήταν η πιο ακραία, η πιο παρανοϊκή γυναίκα είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή του. Μπορούσε να είναι η πιο γλυκιά, η πιο ερωτική και ταυτόχρονα άγρια σα Μέδουσα, υστερική, βωμολόχα, απειλητική σκληρή κι ανάλγητη. Οι ακραίες αντιδράσεις, η εξυπνάδα και αποφασιστικότητά της τον είχαν ελκύσει στην αρχή. Αργότερα η καλλιέργεια της και η οικειότητα που αναπτύχθηκε ανάμεσα τους. Όταν οι υστερικές αντιδράσεις πολλαπλασιάστηκαν, όταν η συνύπαρξή τους του προκαλούσε αρκετά προβλήματα και λίγη χαρά αποφάσισε να το διαλύσει.

«Δεν μπορείς να φύγεις Ντέιν» του είχε πει στο Ρίβερ Καφέ κάτω από τη γέφυρα του Μπρούκλιν.

Της είχε πει, όσο μπορούσε ζεστά και φιλικά ότι θα ήταν καλύτερα και για τους δύο να τραβήξουν ξεχωριστούς  δρόμους.

«Δεν μπορείς πια» είχε πει δυνατά λίγο με μια χροιά προσδοκίας, λίγο απειλητική, «μου πρόσφερες εννέα κόκκινα τριαντάφυλλα,  πριν από μερικές μέρες, στις 26 Μαΐου».

Την κοίταξε αμήχανος.

«Εννέα κόκκινα τριαντάφυλλα, στις 26 Μαΐου, σημαίνουν δέσμευση για πάντα, υπόσχεση που δεν μπορείς να την πάρεις πίσω.».

Ένιωθε ήδη άσχημα. Η συζήτηση έπαιρνε ξανά παρανοϊκή τροπή. Όπως συχνά έπαιρνε η διάθεση της Γκέιλ. Από τον ακραίο κυνικό ορθολογισμό στην πιο παράλογη δεισιδαιμονία. Από την ειρωνεία της προς κάθε τι συναισθηματικό ως τις προσευχές της στα αστέρια για να πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες της.

«Φεύγω Γκέιλ».

Πλησίαζε σούρουπο. Ο ανοιξιάτικος ήλιος λαμποκοπούσε στα γυάλινα κτίρια του νότιου Μανχάταν. Τα σκούρα νερά του Ιστ Ρίβερ ήταν ακύμαντα.

«Δεν θα φύγεις για πολύ Ντέιν. Θα έρθεις ξανά σε μένα. Θα σε φέρω κοντά μου και δεν θα φύγεις πια» του είχε πει τότε με μια αποφασιστική, παγερή φωνή.

Θυμήθηκε τι είχε συμβεί μετά. Μερικά τηλεφωνήματα, που δεν απάντησε. Σποραδικά ηλεκτρονικά μηνύματα. Μια τυχαία συνάντηση στο Bloomingdale’s. Ήταν μάλλον ικανοποιημένη. Υπέθεσε ότι θα της πήγαιναν καλά τα πράγματα. Τώρα έκανε άλλες υποθέσεις. Μάλλον θα πλησίαζε προς το τέλος της η κατασκευή του ‘’σπηλαίου προϊστορικής εποχής’’.

«Δεν πρόκειται να κερδίσεις τίποτα  με τους εκβιασμούς, τη βία τις απειλές Γκέιλ. Όπως δεν κέρδισες ποτέ».

«Θα σε αφήσω για λίγο για να σκεφτείς τη νέα κατάστασή σου. Να σκεφτείς πως θα περάσεις καλύτερα. Μέχρι να αποφασίσεις, εξερεύνησε το χώρο. Μη προσπαθήσεις να χαλάσεις τίποτα. Για να μην πάθεις κανένα κακό. Θα λείπω τα περισσότερα πρωινά. Θα είμαι στη νέα μου θέση. Είναι Υποδιευθύντρια στο παράρτημα του Ινστιτούτου της Χερσονήσου. Τα απογεύματα θα είμαι πάντα εδώ. Θα είμαι στη διάθεσή σου αν χρειαστείς κάτι».

Σταμάτησε για λίγο και το πρόσωπο της  σκοτείνιασε.

«Μη προσπαθήσεις να κάνεις κακό. Θα ενεργοποιηθεί η σχετική εντολή στον κεντρικό υπολογιστή του κτιρίου και θα σε εξουδετερώσει. Θα νιώθεις μουδιασμένος και κακοδιάθετος για πολύ ώρα. Σε αφήνω. »

Υποχώρησε με μια χορευτική φιγούρα άνοιξε τη μικρή πόρτα πίσω της και χάθηκε.

 

ΌΤΑΝ ΕΜΕΙΝΕ ΜΟΝΟΣ, σα να περπατούσε για ώρες, σαν να εργαζόταν αρκετά μερόνυχτα χωρίς σταματημό,  ένιωσε παραλυτική κούραση να τον πλημμυρίζει. Σηκώθηκε με κόπο από την παλιά καρέκλα και έσυρε τα βήματα του μέχρι έναν καφέ δερμάτινο καναπέ, από κάτω από το εσωτερικό μπαλκόνι. Καθισμένος άνετα έφερε στο νου του όλη την προηγούμενη συνομιλία τους, ξανασκέφτηκε τον τρόπο που τον είχε παγιδεύσει, που τον είχε οδηγήσει στο ‘’σπήλαιο προϊστορικής περιόδου’’. Καθώς ένα κύμα πανικού πήγε να τον κυριεύσει, καθώς ένας κόμπος έσφιγγε το στομάχι του, καθώς ο λαιμός του είχε ξεραθεί και η αναπνοή του γινόταν πιο δύσκολη, καθώς η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά, κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Προσπάθησε να πειστεί ότι δεν βίωνε έναν παράλογο και απίστευτο εφιάλτη, ότι δεν είχε πέσει στην παγίδα της σαν ανόητος, ότι όλα θα τελείωναν την επόμενη μέρα. Ύστερα θυμήθηκε δύσκολες και επικίνδυνες στιγμές από το παρελθόν, όταν είχε κινδυνεύσει αλλά τα είχε καταφέρει. Όταν είχε χαθεί σε ένα ανεξερεύνητο σπήλαιο στα Ουράλια με τον Ρώσο συνεργάτη του τον Ιβάν και είχε καταφέρει να ξαναβγεί στο φως. Όταν γλίτωσε από δάγκωμα δηλητηριώδους φιδιού στην είσοδο ενός σπηλαίου στο Κιλιμάντζαρο, όταν μπόρεσε να αντιδράσει αμέσως να καθαρίσει την πληγή, να δέσει το δεξί πόδι του αμέσως και να κάνει μόνος του αντιοφικό ορό που είχε μαζί του. Όταν επεβίωσε από ένα μεγάλο σκάνδαλο οικονομικής κατάχρησης στο ταμείο της Διεθνούς Σπηλαιολογικής Εταιρείας που είχε απειλήσει να τον παρασύρει, καθώς την εποχή εκείνη ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου. Θα τα καταφέρω, μουρμούρισε μέσα στα δόντια του, δεν  πρέπει να λιγοψυχήσω, να παραδοθώ, να συμβιβαστώ. Πρέπει να φυλάγομαι από τη μανία και την τρέλα της Γκέιλ. Να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Να προσπαθήσω να χειριστώ επιδέξια την υστερία της. Να μην της παραδοθώ αλλά και να μην την αρνούμαι ευθέως και κατά πρόσωπο. Στο τέλος, ίσως η ίδια βαρεθεί.

 

ΠΕΡΑΣΑΝ ΜΕΡΕΣ, ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ, ΜΗΝΕΣ…

Στην αρχή προσπάθησε να μη τρελαθεί, να συνηθίσει στην ιδέα ότι περνάει μια μεγάλη  δοκιμασία, ίσως τη μεγαλύτερη στη ζωή του και ότι στο τέλος θα τα καταφέρει. Με διανοητικές ασκήσεις και σύνθετους συλλογισμούς, που δεν έκανε στη γεμάτη δράση, μέχρι τώρα, ζωή του, προσπάθησε να ισορροπήσει στη λεπτή  γραμμή ανάμεσα στην ελπίδα και στην απελπισία, στο θάρρος και στον φόβο, την αντίσταση  και την ήττα, στη χαρά και στην οδύνη, στη δράση και στην απραξία.

Περνούσε αρκετές ώρες διαβάσματος, διάβαζε ή ξαναδιάβαζε όποιο ανάγνωσμα ήταν στη σειρά στα ράφια, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, τη Φάρμα των Ζώων, τον Όλιβερ Τουίστ, τις εκστρατείες των Ρωμαίων, τη ζωγραφική του Γκόγια, τη βιομηχανική επανάσταση, την αποικιοκρατία, τη λειτουργία των υπολογιστών, επίσης περνούσε πολύ καιρό αναλογιζόμενος τη μέχρι τώρα ζωή του, τι θα έκανε και τι όχι αν μπορούσε να τα ζήσει όλα από την αρχή. Άλλοτε περνούσε πολύ ώρα στο γυμναστήριο, πιο πολύ για να κουραστεί από τη γυμναστική και να κοιμηθεί καλύτερα, άλλοτε ξάπλωνε στο στο μικρό κρεβάτι του δωματίου του κάνοντας σκέψεις για το μέλλον, μακριά από το σπήλαιο, τη φυλακή της Γκέιλ.

Στις σποραδικές επικοινωνίες τους προσπαθούσε να μην υποχωρήσει ψυχολογικά και συναισθηματικά, να την κρατήσει σε μια ελεγχόμενη απόσταση, να μην την αφήσει να διαβρώσει και να δηλητηριάσει την αποφασιστικότητα και την επιμονή του, να μη λυγίσει.

Η Γκέιλ, άλλοτε ήταν θερμή και φιλική και άλλοτε απόμακρη, σκληρή και νευρική. Άλλοτε οι θυμωμένες φωνές της πλημμύριζαν τον χώρο, άλλοτε του ψιθύριζε με τρελή έκφραση στα μάτια λόγια αγάπης και υποσχέσεις  για ένα χρυσό μέλλον, μια κοινή ζωή γεμάτη λάμψη, έμπνευση και δημιουργικότητα που θα ζούσαν.

Σιγά-σιγά κατάφερε να βρει διεξόδους στη μοναξιά που στην αρχή είχε τσακίσει την αντοχή του. Παίζοντας στο δωμάτιο με τον προσομοιωτή και τη μεγάλη οθόνη δημιούργησε τεχνητές φιγούρες με τις οποίες μπορούσε να ανταλλάσσει απόψεις για διάφορα θέματα.

Ήταν βέβαια και η Γκέιλ. Συζητούσαν μαζί, όταν αυτή ήθελε, όλα τα θέματα που περνούσαν από το μυαλό του, εκτός από εκείνη την πλευρά του εαυτού του που προσπαθούσε να μην ηττηθεί, να μην παρασυρθεί.

Με το πέρασμα του καιρού η Γκέιλ γινόταν όλο και πιο ήρεμη. Τα ξεσπάσματα του θυμού μειώνονταν αργά αλλά σταθερά, η φιλική διάθεση της ήταν πια μόνιμη. Περνούσε περισσότερο χρόνο μαζί του, συζητώντας όλη τη γκάμα των θεμάτων που έθιγε, αποκαλύπτοντας έτσι αυτό που είχε προσέξει πρώτη φορά, όταν την είχε γνωρίσει σε εκείνο το μακρινό ταξίδι στο Σηάτλ,  την καλλιέργεια και τη δύναμη, την ευφυία και την αποφασιστικότητα, την επιμονή και ένα είδος πνευματικής ανωτερότητας. Πόσο καλύτερη θα ήταν, αν δεν υπήρχε η σκοτεινή πλευρά του εαυτού της, αυτή που είχε δημιουργήσει την παράλογη παγίδα, αυτή που τη χαρακτήριζε η σκληρότητα, η αναλγησία, η μανία επικράτησης και η αίσθηση άκρατης υπεροχής.

Τις εποχές που έμενε μόνος, γιατί η Γκέιλ θα έμενε στην πόλη, ένιωσε συχνά τον εαυτό του να ζηλεύει. Όταν μάλιστα του μιλούσε για ενδιαφέρουσες γνωριμίες που είχε κάνει στο παράρτημα του Ινστιτούτου ή για βόλτες στην παραλία με διάφορους φίλους της ζήλευε περισσότερο, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει.

Συχνά, όταν σκεφτόταν μόνο τις θετικές πλευρές της, ένιωθε  σχεδόν ερωτευμένος, αναλογιζόταν ότι δεν έχει ποτέ συναντήσει μέχρι τώρα τόσο σημαντική, έξυπνη και δυνατή γυναίκα. Ένιωθε και ματαιοδοξία που μια τόσο γοητευτική γυναίκα ήταν παθιασμένη μαζί του, που έστω και μ’ αυτό τον παράλογο τρόπο είχε προσπαθήσει να ζήσουν μαζί.

Όσο περνούσε ο καιρός οι αρνητικές πτυχές του χαρακτήρα της είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Ακόμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είχαν γλυκάνει, όπως και η φωνή και οι κινήσεις της. Όλα του φαίνονταν καλύτερα. Μερικές φορές έπιανε τον εαυτό του να είναι χαρούμενος. Να είναι σε ένταση και αγωνία, αλλά γεμάτος δύναμη και πνεύμα δημιουργικότητας. Να υποφέρει από την πνιγηρή αρπάγη του κλειστού χώρου, του απατηλού σπηλαίου, αλλά παράλληλα η ελπίδα ότι όλα θα αλλάξουν και θα  γίνουν λαμπερά και όμορφα να είναι τόσο ισχυρή που σχεδόν ξεχνούσε πως είναι φυλακισμένος. Μερικές φορές τον καταλάμβανε υπόγειος φόβος και βασανιστική αμφιβολία. Ότι κινδύνευε να συνηθίσει την κατάσταση, να την αποδεχτεί σαν να ήταν η μοίρα του, να σταματήσει να αντιστέκεται διανοητικά, να σταματήσει έμμεσα και με τρόπο να της αναφέρει ότι έπρεπε να δοθεί ένα τέλος στην παράλογη κατάσταση, να σταματήσει να επικοινωνεί με τις εικονικές φιγούρες που είχε δημιουργήσει στον προσομοιωτή.

Όμως αυτές οι σκέψεις δεν διαρκούσαν πια πολύ. Γιατί μπορούσε να εκτιμά πια όλη την εικόνα. Γιατί στους πέντε μήνες που είχαν περάσει, ένιωθε πως είχε αποκτήσει εξαιρετικά πιο μεγάλη καλλιέργεια, άριστη φυσική κατάσταση και σημαντική αυτογνωσία. Βέβαια, είχε κι αυτός μεγάλη ευθύνη για τη χαοτική εξέλιξη της επαφής τους. Αυτός της είχε μιλήσει πρώτος για την ιστορία αγάπης που άνθισε μεταξύ τους στο Σηάτλ στην αρχή και μετά στη Νέα Υόρκη, αυτός της έστελνε ερωτικά ηλεκτρονικά μηνύματα με αόριστα αλλά ευδιάκριτα την ίδια στιγμή υπονοούμενα για ένα κοινό μέλλον. Είχε μεγάλη ευθύνη που η Γκέιλ είχε παρασυρθεί σ’ αυτό το παράλογο παιχνίδι επιβολής και δύναμης. Την είχε ουσιαστικά προσκαλέσει χωρίς να αντιλαμβάνεται όλες τις διαστάσεις της κατάστασης που χτιζόταν σιγά σιγά, χωρίς να σκεφτεί ιδιαίτερα τα δικά της θέματα και προσδοκίες, αφού τον κατέκλυζαν τα δικά του.

Σκεφτόταν ότι η παράδοξη αιχμαλωσία του είχε γίνει αφορμή να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, τις φωτεινές και σκοτεινές πλευρές του, τα ισχυρά στοιχεία και τις αδυναμίες του, να σταθμίσει ξανά τη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους, να ενισχύει τα προτερήματα και να ελαχιστοποιήσει την επιρροή των ελαττωμάτων του, της ματαιοδοξίας και χωρίς σχέδιο ζωής, της επιμονής να μην αναλάβει καμία ευθύνη προς άλλους ανθρώπους. Περνούσε ώρες κάνοντας υπόγεια αυτοκριτική αλλά και δίνοντας κρυφές υποσχέσεις στον εαυτό του ότι όταν τελείωνε η δοκιμασία του να μην επέτρεπε ποτέ πια στον εαυτό του  να φερθεί με εγωισμό, απληστία, αδιαφορία, μικρότητα και δειλία, να φέρεται πάντα με ειλικρίνεια και θάρρος, με αποφασιστικότητα και ενδιαφέρον για τους άλλους. Στον έκτο μήνα σχεδόν ένιωθε τη σημαντική, θετική αλλαγή που είχε συντελεστεί μέσα του. Την ωριμότητα του, την αυτογνωσία του, τη βελτίωση της κατανόησης του κόσμου, την ενίσχυση της δύναμής του. Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν έτοιμος για όλα.

Έκανε πολλές προσπάθειες να ξεφύγει αυτό το διάστημα. Στην αρχή προσπαθώντας να εντοπίσει τρόπους επηρεασμού του κεντρικού υπολογιστή, στη συνέχεια της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και εξαερισμού. Καθώς δεν υπήρχαν εργαλεία ή αιχμηρά αντικείμενα χρησιμοποιούσε στυλό, χαρτοκόπτες, πιρούνια και κουτάλια, σκαλίζοντας, τα πρωινά, όταν έλειπε η Γκέιλ, τις κλειδαριές, τις πρίζες, το εσωτερικό μιας κονσόλας μπροστά στην τηλεόραση. Όμως χωρίς αποτέλεσμα. Ο κατασκευαστής της φυλακής-σπιτιού είχε φροντίσει, σύμφωνα με τις οδηγίες που θα του είχαν δοθεί, να μην μπορεί να γίνει καμία επέμβαση από το εσωτερικό στα βασικά δίκτυα. Τη μόνη φορά που οι προσπάθειες του Ντέιν είχαν κάποιο αποτέλεσμα ήταν όταν κατάφερε να θέσει εκτός λειτουργίας τον προσομοιωτή. Όμως, χωρίς αυτόν, βαρέθηκε και αναγκάστηκε να τον επισκευάσει μόνος του υπό το ειρωνικό βλέμμα της Γκέιλ. Κάποια φορά που αποπειράθηκε να σπάσει τον διαφανή διαχωριστικό τοίχο,  μια ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση τον κλώτσησε πίσω.

Πάντως, παρά τη σημαντική πρόοδο του, δεν ένιωθε ακόμη έτοιμος, ένιωθε πως ακόμα δεν είχε φτάσει στο σημείο που έπρεπε. Ένιωθε αόριστα πως χρειαζόταν κι άλλο χρόνο.

Έτσι, όταν η Γκέιλ εμφανίστηκε, μάλλον ανέκφραστη, εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, επτά μήνες από την παγίδευσή του στο σπήλαιο-σπίτι για να του ανακοινώσει το νέο με κάπως σβησμένη για το ταπεραμέντο της  φωνή, ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, σχεδόν δεν ήθελε να το πιστέψει, δεν ήταν ακόμα έτοιμος γι αυτό.

«Όλα τελείωσαν Ντέιν. Είσαι πια ελεύθερος να φύγεις».

Ένιωσε ξαφνικά ταραχή, άφησε τον Άτλαντα των χωρών του Καυκάσου που μελετούσε και κάθισε στην παλιά καρέκλα, δίπλα στο γραφείο που είχε περάσει πολλές ώρες. Ήθελε να κρύψει την αλλαγή της διάθεσης του, να φαίνεται ψύχραιμος και αξιοπρεπής. Όμως δεν τα κατάφερε γιατί σαν να είχε φραχτεί το στόμα του, να μη μπορούσε να σχηματίσει λέξεις, έμεινε σιωπηλός.  Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του εκείνη τη στιγμή.

Πόση γνώση και δύναμη είχε αποκτήσει το διάστημα της παραμονής του στο κοινό σπίτι με την Γκέιλ, έστω με το γυάλινο διαχωριστικό, πόση αυτογνωσία και βελτίωση της φυσικής κατάστασης του,  πόση ασφάλεια και ικανοποίηση. Θα έχανε τις συνθήκες όπου είχαν ανθίσει όλα. Το κοινό σπίτι ήταν ο μικρόκοσμος που είχε δημιουργήσει αυτή την καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Πως θα ήταν έξω; Όταν έφευγε; Όταν μάλλον έφευγε και από την Γκέιλ, μάλλον αυτό σήμαινε η ανέκφραστη, παγερή κι αδιάφορη έκφρασή της.

«Τελείωσε, μπορείς να φύγεις Ντέιν» επανέλαβε με αργή φωνή.

Είχε κατεβεί την ξύλινη σκάλα από το εσωτερικό μπαλκόνι, εκεί που την είχε δει για πρώτη φορά στο κοινό σπίτι, με αρμονικές κινήσεις και χάρη χορεύτριας. Φορούσε ένα στενό μπλε παντελόνι, παπούτσια με ψηλά τακούνια και γαλάζια στενή μπλούζα. Ήταν έντονα μακιγιαρισμένη και τα μαύρα διεισδυτικά μάτια της έλαμπαν. Θα έβρισκε ποτέ άλλη παρτενέρ τόσο λαμπερή και μοναδική σαν αυτήν; Κρατούσε ένα μικρό τηλεχειριστήριο και το πίεσε στρέφοντας το προς την πράσινη εξωτερική πόρτα που άνοιξε αργά.

«Έξω θα βρεις το αυτοκίνητό σου. Είναι καθαρό, έχει γίνει σέρβις».

Είχε σταθεί δίπλα του και τον κοίταζε με ανέκφραστο βλέμμα.

«Είχες κάνει αίτηση επαναπρόσληψης στο Ωκεανολογικό Ινστιτούτο και έχει γίνει δεκτή. Αρχίζεις εργασία τη Δευτέρα. Ο λογαριασμός σου στην Τράπεζα έχει αυξηθεί. Έσοδα από άρθρα σου σε ηλεκτρονικά έντυπα και κέρδη στο χρηματιστήριο. Θα ξαναρχίσεις ομαλά την προηγούμενη  ζωή σου».

Σηκώθηκε από την καρέκλα και διαπίστωσε ότι όλο του το σώμα είχε επηρεαστεί από το απροσδόκητο νέο. Πως θα ζούσε χωρίς την Γκέιλ, χωρίς την ασφάλεια, τη ζεστασιά, τη διαρκή γνώση, τη βελτίωση όλων των πτυχών του εαυτού του;

«Με συγχωρείς για όλα Ντέιν, για τη βάρβαρη στέρηση της ελευθερίας σου. Όμως είχα τυφλωθεί. Είχα τρελαθεί. Πέρασε καιρός, άπειρες επισκέψεις σε ψυχοθεραπευτές και Ινστιτούτα Συναισθηματικής Αγωγής για να το ξεπεράσω. Να πειστώ ότι μπορώ να ζήσω τη ζωή μου χωρίς εσένα, να ζήσω και να είμαι εξίσου καλή ή και καλύτερη, με άλλους ανθρώπους».

Δυσκολεύτηκε να μιλήσει. Δεν  έλεγχε την επόμενη φράση του.

«Δεν θα φύγω… Θέλω να μείνω Γκέιλ…».

Τον κοίταξε παγερά.

«Είσαι ελεύθερος να φύγεις. Λυπάμαι για όλα. Λυπάμαι και για τις δικές σου ανοησίες, αλλά κυρίως για τις δικές μου. Είχα μπλέξει την αποφασιστικότητα με την επιβολή πάνω σου, τη δύναμη με την άσκηση βίας, την αγάπη με την αιχμαλωσία σου….».

Αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

«Πρέπει να τραβήξουμε μπροστά. Η ζωή συνεχίζεται. Έκανα λάθος που επέμεινα μαζί σου, που δεν έφυγα μετά το Ρίβερ Καφέ. Έμεινα από ανάγκη, από αδυναμία. Τώρα όμως θέλω να φτιάξω πραγματικά τη ζωή μου και πατάω καλά στα πόδια μου…».

Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του. Το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Η ζωή έξω από το κοινό σπίτι με την Γκέιλ, η παράδοξη συνύπαρξή τους και το αβέβαιο μέλλον του, όπου θα έπρεπε να τα αρχίσει ξανά όλα, να φροντίζει ξανά μόνος του για όλα.

Αγνόησε το σχεδόν ειρωνικό, το σχεδόν απειλητικό χαμόγελό της, την έκφραση απόρριψης και έχθρας που έλαμπε στα μάτια της.

«Θα μείνω Γκέιλ…».

 

 

 

8.11.2024

Προηγούμενο άρθροΟρθοκωστά: το μυθιστόρημα του Βαλτινού- ένας νέος λογοτεχνικός γύρος για τον Εμφύλιο (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΣυλλογικοί βορβορυγμοί στο Νόμπελ του Χαλανδρίου (του Δημήτρη Σαραφιανού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ