της Φωτεινής Καπελλάκη (*)
Η νεότητα κρατάει το τσαπί, αχ ας μην της το αρπάξουν ! (Rene Char)
Σε μια εποχή που η κρατική εξουσία επιστρέφει στην αυτοαναφορική καταβολή της, μέσω της ανόδου της ακροδεξιάς αλλά και της επικράτησής της κατά περίπτωση, κι η ζωή γίνεται κενό σχήμα – χαρακτηριστικό της ”μεταδημοκρατίας” του Ουελμπέκ, η ροή της εργασίας παγιώνεται εντός ενός πλαισίου που αναστέλλει τη δημιουργικότητα, το άτομο απομονώνεται από τη φύση και τις σημάνσεις της, κι οι οθόνες απορροφούν τη μεταμορφωτική αντίληψη του καίριου λόγου (όποτε εμφανίζεται), και κατ’ επέκταση τους ψυχικούς κραδασμούς ή τις χαραμάδες αλήθειας που φέρει, εντός λοιπόν αυτής της συνθήκης, αναδύονται ερώτηματα που αφορούν τον πολιτικό ποιητικό λόγο και την επιδραστικότητά του στο παρόν. Από τι εφορμάται; Δηλαδή από ποιες προβληματικές; Είναι δυνατό να καταπραύνει τη δυσφορία του σύγχρονου ανθρώπου στον πολιτισμό όπως προκύπτει από τη φροϋδική ανάλυση του περασμένου αιώνα; Κι επίσης, έχει τη δυνατότητα να επουλώσει τραύματα που ανοίχτηκαν από πολιτικά αδιέξοδα ή απ’ το ηθικό χάος των πολέμων που μαίνονται;
Η ποιητική σύνθεση ” ώρα ενδεκάτη πρωινή ” του Στάθη Ιντζέ (εκδόσεις ενύπνιο, 2024) απαντάει με άμεσο τρόπο στο ερώτημα αν η ποίηση δύναται σε κάποιες πτυχές της να γίνει ιαματική . Διαβάζεται ως μια κατάφαση που δεν είναι διόλου εύκολη. Διότι δεν πρόκειται για μια διεκπεραιωτική κατάθεση μαρτυρίας. Πραγματώνεται μέσω της μεθόδου της ανάδειξης παθογενειών, αναζητώντας παράλληλα την ομορφιά στον θρήνο και την κραυγή. Κι αυτό συμβαίνει για να μπορέσει να αρθρωθεί ως ποίημα κραταιό, ποίημα καίριο για
” ένα άταφο κορμί με τη γροθιά υψωμένη ” όπως γράφεται στους στίχους της πρώτης σελίδας του βιβλίου.
Βασίζεται στη δολοφονία του φοιτητή και ακροαεριστερού αγωνιστή της μαχητικής οργάνωσης Lotta continua, Francesco Lorusso, από καραμπινιέρο κατα τη διάρκεια διαδήλωσης στη Μπολόνια το 1977 – την περίοδο που την εξουσία είχε το κόμμα των χριστιανοδημοκρατών – και τελείται ως το καθεαυτό μοιραίο γεγονός, σαρκώνεται την υπόσταση του θύματος, αλλά και τον θάνατό του.
Αποκτά τον τρόπο που πεθαίνει κανείς. Διότι αυτός ο τρόπος για τον συγγραφέα είναι συνέπεια των δαιδαλώδων κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών και όχι κάποια μοίρα καταραμένη που το άτομο δεν κατόρθωσε να απωθήσει στο διάβα της ζωής. Ενδεικτικά γράφει:
” αφήστε τον νεκρό μας /να στεγνώσει στον ήλιο /κι αυτός θα λάμψει / σαν παιδικό όνειρο ”
Μια κρατική εξουσία παθιασμένη μπορεί και κατισχύει την ύπαρξη και τις εκφάνσεις της μέσα στην κοινωνία, μπορεί και διαρρηγνύει τη νομοτέλειά της. Η μνήμη του τραύματος για τον συγγραφέα δεν είναι θεσμική διαχείριση, αλλά ο τρόπος να συνεχίσει κανείς να ζει αγωνιζόμενος για το δίκαιο.
” Εκείνοι /οι πρώτοι του κόσμου φοιτητές /σπάνε τα θερμόμετρα / στους δρόμους /και μοιράζουν τα δέκατα με φέιγ βολάν…”
Αυτοί είναι οι στίχοι που ανοίγουν την ποιητική σύνθεση του Στάθη Ιντζέ, και φανερώνουν την πρόθεσή του να μιλήσει για μια νεότητα που αγωνίζεται, τη γενιά εκείνης της εποχής που συμπίπτει ιστορικά με την εξέγερση των φοιτητών του Πολυτεχνείου το 1973 κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών. ‘Αλλωστε όπως εύστοχα γράφει o Char
” Η νεότητα κρατάει το τσαπί, αχ ας μην της το αρπάξουν.’‘
Η ”ώρα ενδεκάτη πρωινή” δεν είναι μια σπουδή πάνω στον θάνατο με την έννοια του τέλους παντός νοήματος , δεν αποπνέει εκείνο το κοινό αίσθημα εσχατολογικής λαγνείας, αλλά ένα επιτακτικό αίτημα για ζωή, εφόσον :
”τα παιδιά που’ χουν λουλούδια στην καρδιά/ δεν τους ταιριάζει να πεθαίνουν/μα να κοιτούν
τ’ άστρα/ ξαπλωμένα στο γρασίδι /και να γεύονται τους γαλαξίες με τη γλώσσα τους.
Γίνεται επίσης μια ηχηρή συναίνεση για τρυφερότητα κι ομόνοια :
” γιατί κι αν μας χωρίζουν σύνορα / γνωρίζουμε πως τα δάκρυά μας / χύνονται απ’ τον ίδιο αδένα.
Και καταλήγει έχοντας διανύσει ένα οδοιπορικό βίας στους δρόμους της Μπολόνια
” Κι εκείνος, ( εννοώντας τον Θάνατο ), με στηθοσκόπιο καπίστρι / να αφουγκράζεται ταχυπαλμίες στα λιθόστρωτα. ” να φτάσει στο έδαφος της εγχώριας πραγματικότητας. Αφήνει χώρο να ανατρέξουμε σε πολιτικές δολοφονίες που έχουν λάβει χώρα στην Ελλάδα, είτε με την παρεμβολή ενός κάδρου ειδήσεων που αφορούν την αστυνομική βία, είτε στο τελευταίο ποίημα της σύνθεσης με τους στίχους : ‘‘ Κι ύστερα κοκκινομάλλα Μπολόνια / κάρφωσε τον ήλιο / στις κόκκινες σκεπές σου /κι εσύ, μελαχρινή Αθήνα, κρέμασέ τον / στις κεραίες των ταρατσών / σε Εξάρχεια και Κερατσίνι”. Αυτοί οι στίχοι έρχονται να υπενθυμίσουν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο που στα 15 του χρόνια έπεσε νεκρός από τον αστυνομικό Ε. Κορκωνέα στα Εξάρχεια στις 6 Δεκεμβρίου του 2008, και πυροδότησαν τα λεγόμενα Δεκεμβριανά του 2008, καθώς και τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα, στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 στο Κερατσίνι από τον Γ. Ρουπακιά, μέλους της νεοναζιστικής και εγκληματικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής.
Όταν έκλεισα το βιβλίο, ήδη συγκινημένη από την ανάγνωση ξαναδιάβασα στο οπισθόφυλλο τους στίχους :
” Κόσμε, / σε μυρμηγκιάζει το χρώμα του αίματος ;
Πόσες γλώσσες σου θρέφονται από τα πτώματα των φοιτητών;”
Σκέφτηκα πως ο κόσμος εξαντλεί τις δυνάμεις του όταν η νεότητα δολοφονείται απ’ το περίστροφο της λήθης, ή σύμφωνα με τον Στάθη Ιντζέ στην ” ώρα δεκάτη πρωινή ” με τρόπο ακαριαίο από την ανθρωποφαγία, όπου στον πυρήνα της βρίσκεται η προσπάθεια για αυτοεπιβίωση, στη διάρκεια της οποίας το ον εξακτινώνεται στο σώμα της κοινωνίας, σαν νεκρό αστέρι πεθαίνει και σβήνει, κάθε φορά που το βλέμμα διαστέλλεται ηδονοβλεπτικά στη φαντασμαγορία της βίας.
(*) H Φωτεινή Καπελλάκη είναι ποιήτρια
Στάθης Ιντζές, Ώρα ενδεκάτη πρωινή ”, εκδόσεις ενύπνιο, 2024