Όπου ο συγγραφέας μηχανεύεται το μέλλον και τη μοίρα των ανθρώπων (της Λένας Καλλέργη)

0
735

της Λένας Καλλέργη

 

Τυχαίνει να έχω διαβάσει όλο το συγγραφικό έργο του Γιώργου Λαμπράκου (δεν έχω διαβάσει ακόμα όλο το μεταφραστικό του έργο, δυστυχώς). Διαβάζοντας το πιο πρόσφατο βιβλίο του, το «Αίμα Μηχανή» (Γαβριηλίδης, 2019), χάρηκα ιδιαιτέρως, γιατί διαπίστωσα για ακόμα μια φορά ότι εξελίσσεται διαρκώς, μέσα από την αδιάκοπη πνευματική του δουλειά, τα διαβάσματα και τις μεταφράσεις του. Κάθε του βιβλίο είναι καλύτερο από το προηγούμενο και σε κάθε βιβλίο η φωνή του είναι όλο και πιο δυνατή, καθαρή και θαρραλέα. Ήδη από τον «Ψηφιακό Νάρκισσο» (Γαβριηλίδης, 2014), το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του με διηγήματα, είχε φανεί το ενδιαφέρον του για την τεχνολογία και την εξέλιξη επιστημών όπως είναι η Βιολογία και η σύγχρονη Γενετική. Εδώ, στο «Αίμα Μηχανή», ο Λαμπράκος χρησιμοποιεί τις γνώσεις του πάνω στους τομείς αυτούς, και θέτει ψηλά τον πήχη: γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, ένα βιβλίο με πάνω από 400 σελίδες. Συνθέτει ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας με κοινωνικούς, πολιτικούς και φιλοσοφικούς προβληματισμούς, σε διαρκή και γόνιμο διάλογο με το έργο του Βρετανού συγγραφέα και φιλόσοφου Σάμιουελ Μπάτλερ και με την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία.

Η πλοκή λαμβάνει χώρα στο μέλλον, σε έναν φανταστικό κόσμο που είναι μια εκδοχή του μέλλοντος της ανθρωπότητας. Δυστυχώς, η επιστημονική φαντασία ακόμα και σήμερα δεν θεωρείται ισότιμη λογοτεχνία σε πολλά περιβάλλοντα (γιατί και στη λογοτεχνία, μερικές λογοτεχνίες είναι πιο ίσες από άλλες!) Υπάρχουν αναγνώστες που τη θεωρούν εντελώς έξω από τη ζωή και τις εμπειρίες τους και, συνεπώς, αδιάφορη. Ο Λαμπράκος όμως καταφέρνει να μας δώσει ένα στιβαρό και καλά σχεδιασμένο έργο που θα ενδιέφερε τόσο τους λάτρεις της επιστημονικής φαντασίας όσο και τους αναγνώστες που αγαπούν την καλή λογοτεχνία γενικότερα. Το μυθιστόρημα που φτιάχνει έχει μια πλοκή πολλαπλών επιπέδων και φτάνει στο σημείο να δείξει, με τον τρόπο αφήγησης που επιλέγει, την ίδια την πολυπλοκότητα των επιλογών του ανθρώπινου είδους.

Ξεκινώντας, ο αναγνώστης γνωρίζει πρώτα τον μελλοντικό αυτό κόσμο που έχει φανταστεί ο Λαμπράκος, τις ιδιαιτερότητές του και τους κατοίκους του. Γρήγορα καταλαβαίνει ότι υπάρχουν συγκεκριμένες κοινωνικές (και τεχνολογικές και βιολογικές, καθώς όλα αυτά συνδέονται) ανισότητες, οι οποίες θα φέρουν τους πρωταγωνιστές της ιστορίας μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις. Με απολαυστικό και ευφυή τρόπο, στολισμένο με άφθονο χιούμορ και ειρωνική διάθεση, στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου ο Λαμπράκος κτίζει τον κόσμο μέσα στον οποίο κινείται ο κεντρικός ήρωας Ρεστ – όνομα το οποίο παραπέμπει, ίσως, στον Ορέστη των τραγωδιών αλλά, διαβάζοντας τις σκέψεις, τις ενέργειες και τις αλληλεπιδράσεις του ήρωα, εμένα μου φέρνει στο μυαλό και το αγγλικό rest (ξεκούραση, ξεκουράσου). Άλλωστε, είναι μαλθακός ο Ρεστ, ή τουλάχιστον κάποιες πτυχές του είναι ακινητοποιημένες (στην αρχή της ιστορίας, όχι απαραίτητα στη συνέχεια!) Το κατοικίδιό του (ένας γατούνελος), το σπίτι του, η δουλειά του, η γειτόνισσά του και οι συνάδελφοί του, ο τρόπος με τον οποίο συζητούν για το παρελθόν (δηλαδή, για μια εποχή πιο οικεία σε εμάς), όλα αυτά φανερώνονται σταδιακά και απολαυστικά, και φτιάχνουν έναν κόσμο που είναι πολύ πειστικά και λεπτομερώς χτισμένος από τον συγγραφέα. Δεν είναι σπάνιο να διαβάσουμε μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας ή που διαδραματίζεται σε μελλοντικό κόσμο, στο οποίο να δίνονται μόνο νύξεις για τα γνωρίσματα της κοινωνίας αυτής ή να υπάρχει μια προσχηματική πλοκή και επίπεδοι χαρακτήρες, μόνο και μόνο για να έχει επινοηθεί άλλος ένας φανταστικός κόσμος. Ο Λαμπράκος έχει φανταστεί και σχεδιάσει τον κόσμο του βιβλίου του σε βάθος, και σε ύψος, και κινείται με ευκολία σε μέρη και καταστάσεις που έχουν και ενδιαφέρον και λόγο ύπαρξης.

Οι κεντρικοί ήρωες, ο Ρεστ και η Λ-60 ή Λεκ, (Ορέστης και Ηλέκτρα;) είναι επίσης πολυδιάστατοι, εξελισσόμενοι, και βεβαίως τραγικοί, στον βαθμό που δεν γνωρίζουν και οι ίδιοι τον εαυτό τους και είναι δύσκολο ή αδύνατο να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Ακόμα και στον μελλοντικό κόσμο του μυθιστορήματος, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν πολλές νέες παραμέτρους, τα ανθρώπινα δράματα και οι οικογενειακές τραγωδίες έχουν την ίδια ισχύ. Οι συνοδευτικοί χαρακτήρες, που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, είναι επίσης ενδιαφέροντες και πάντα έχουν ονόματα και ιδιότητες που παραπέμπουν στον ρόλο τους και στη σημασία τους μέσα στις κοινωνικές δομές (Μηχανικός, Μηχανοδηγός, Βιομήχανος, φυσικά οι Αμήχανοι, κτλ.). Οι ήρωες αυτοί διαπλέκονται σε έναν κυκεώνα αποφάσεων που πρέπει να παρθούν μέσα σε διαρκώς καινούρια δεδομένα, και φέρουν, προοδευτικά, όλο και μεγαλύτερα ηθικά διλήμματα, ευθύνες, και αγωνίες, αποκαλύπτοντας πτυχές της αιώνιας ανθρώπινης τρέλας. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε ένα υβρίδιο σασπένς, τραγωδίας, δίψας για εκδίκηση, και απαγορευμένου έρωτα. Πρόκειται, δηλαδή, για μια εξαιρετικά σύνθετη σύλληψη και εκτέλεση.

Παρά τον απαιτητικό χαρακτήρα όλων αυτών των παραμέτρων, ο Λαμπράκος μας παραδίδει ένα βιβλίο που δεν μας κάθεται βαρύ, κι ας βάζει το μυαλό και την αντίληψή μας σε διαρκείς περιπέτειες. Αντιθέτως, η πλοκή μας συναρπάζει και περιμένουμε να διαβάσουμε τη συνέχεια· άλλωστε, οι ανατροπές και οι διαφορετικές ερμηνείες των πραγμάτων κορυφώνονται όσο προχωράει το βιβλίο. Ο συγγραφέας είναι τόσο άνετος με τον εαυτό του και με τον αναγνώστη που συνδιαλέγεται και παίζει μαζί του, όχι με σκοπό να εκβιάσει αντιδράσεις, αλλά γιατί του αρέσει του ίδιου. Περνάει ο ίδιος καλά με όσα επινοεί και κάνει, και με το να μπαινοβγαίνει μέσα στην αφήγηση ειρωνευόμενος τον ίδιο του τον εαυτό. Η ελαφρότητα αυτή οφείλεται στην κατεκτημένη συγγραφική του δεινότητα· γιατί εδώ μιλάμε για ελαφρότητα όχι με την έννοια της έλλειψης ουσίας, αλλά εννοώντας ότι το βάρος του λογοτεχνικού έργου το έχει ουσιαστικά διαχειριστεί ο συγγραφέας, και δεν πέφτει ανεπεξέργαστο πάνω στον αναγνώστη.

Και για όσους ίσως σκεφτούν ότι ο τρόπος ύπαρξης των κατοίκων του Λαμπρακικού κόσμου είναι πολύ μακριά από την σημερινή πραγματικότητα, η απάντηση είναι και πάλι θέμα αποφάσεων, επιλογών και ερμηνειών. Πάντοτε οι άνθρωποι είχαν σωματικά και πνευματικά βοηθήματα: Ένα ξύλινο πόδι, αν έχαναν ένα μέλος. Ένα χέρι-γάντζο, αν ήταν πειρατές. Ένα ζευγάρι γυαλιά, αν δεν έβλεπαν καλά. Πλέον, μπορούν και να αποφύγουν τα γυαλιά με εγχειρήσεις με λέιζερ. Η ίδια η γραφή, είναι ένα βοηθητικό της μνήμης. Οι Μηχάνθρωποι του Λαμπράκου έχουν πολλά παραπάνω, που θα ανακαλύψετε διαβάζοντας το βιβλίο. Δεν είναι όμως και τόσο μακριά από τα σημερινά βοηθήματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, που επιτρέπουν στους ανθρώπους να ζουν περισσότερο και καλύτερα, και να κάνουν πράγματα που δεν φαντάζονταν (ή, ίσως, μόνο φαντάζονταν) στο παρελθόν.

Υπήρξε κάτι στο «Αίμα Μηχανή» που δεν μου άρεσε; Ναι, υπήρξε. Έρχεται ένα σημείο στην αφήγηση όπου ο αναγνώστης καλείται να εμπλακεί στην εξέλιξη της ιστορίας. Προσωπικά, δεν προτιμώ αυτού του είδους την αλληλεπίδραση. Θέλω ο αφηγητής να με πάρει από το χέρι, να με οδηγήσει στα μονοπάτια του και να μην παίρνω αποφάσεις άλλες πέρα από αυτές του παραδοσιακού αναγνώστη. Επομένως, το στοιχείο αυτό μου διέκοψε τη συνέχεια της απόλαυσής μου. Βέβαια, ο Λαμπράκος το κάνει και αυτό με μαεστρία και με χιούμορ, έτσι που δεν μπορείς να του κρατήσεις κακία. Αφού όμως με έβγαλε από τη βολή μου, μια, δυο, τρεις, συνειδητοποίησα, συνεχίζοντας, πόσο αυτή η τεχνική έχει νόημα για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Βάζει τον αναγνώστη να συμμετέχει με τρόπο που καταλαβαίνει ακόμα βαθύτερα τον κόσμο του μυθιστορήματος και των ηρώων του. Δεν γίνεται απλώς για να δώσει άλλον ένα ρόλο στον αναγνώστη, αλλά για να του δείξει κάτι πυρηνικό από τον κόσμο του βιβλίου. Η πολυπλοκότητα των επιλογών, που ανέφερα παραπάνω, φανερώνεται και μέσα από την (πιθανή) εμπλοκή το αναγνώστη. Είναι σαν κάποιος να επιλέγει να γράψει σονέτο ή μαδριγάλι αντί για ελεύθερο στίχο επειδή ταιριάζει με το περιεχόμενο και με το μήνυμα του ποιήματός του. Έτσι λοιπόν, είδα τη σημασία ακόμα και της τεχνικής που δεν μου άρεσε, και τον λόγο ύπαρξης της μέσα στο «Αίμα Μηχανή», την εκτίμησα, και την αποδέχτηκα.

Δεν είναι πολλά τα βιβλία σύγχρονων Ελλήνων λογοτεχνών που πραγματεύονται τέτοια θέματα με αυτό τον τρόπο. Το «Αίμα Μηχανή» είναι, κατά τη γνώμη μου, μια ελπιδοφόρα έκπληξη και ένα μυθιστόρημα που στέκεται άξια δίπλα στα σύγχρονα μυθιστορήματα και εκτός της χώρας μας. Πέρασα πολύ ωραία διαβάζοντάς το, και είναι ευτυχία στη ζωή να απολαμβάνει κανείς ένα ωραίο βιβλίο, άξιο να σε κάνει να περνάς καλά μαζί του.

 

info: Γιώργος Λαμπράκος, Αίμα Μηχανή, Γαβριηλίδης, 2019

Προηγούμενο άρθροΠερί βίας, κιτρινισμού, αυτοδικίας και άλλων δαιμονίων (της Θεοδώρας Δ. Πατρώνα)
Επόμενο άρθροKarin Slaughter: μελέτη φόνου (της Δέσποινα Παπαστάθη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ