της Δέσποινας Παπαστάθη
«Σε όλα τα όμορφα κορίτσια μου…»
«Από την πρώτη στιγμή της εξαφάνισής σου, η μητέρα σου με προειδοποίησε πως το να ανακαλύψω τι ακριβώς σου είχε συμβεί θα ήταν χειρότερο από το να μην το μάθω ποτέ. […]
Ήμουν ένας άνθρωπος της επιστήμης. Είτε το ήθελα είτε όχι, το μυαλό μου δεν έπαυε να παράγει υποθέσεις: Απαχθείσα. Βιασμένη. Ατιμασμένη.
Εξεγερμένη.
Αυτή ήταν η θεωρία του σερίφη, ή τουλάχιστον η δικαιολογία, όταν απαιτούσαμε απαντήσεις που δεν μπορούσε να δώσει. […]
Ήσουν δεκαεννιά χρονών. Νομικά δεν μας ανήκες πια. Ανήκες στον εαυτό σου. Ανήκες στον κόσμο.
Παρ’ όλ’ αυτά, οργανώσαμε ομάδες αναζήτησης. Συνεχίσαμε να τηλεφωνούμε σε νοσοκομεία, σε αστυνομικά τμήματα και σε καταφύγια για άστεγους. Αφισοκολλήσαμε ολόκληρη την πόλη. Χτυπήσαμε πόρτες. Μιλήσαμε στους φίλους σου. Ελέγξαμε εγκαταλελειμμένα κτήρια και καμένα σπίτια στην κακόφημη μεριά της πόλης. Προσλάβαμε ιδιωτικό ντετέκτιβ που μας πήρε τις μισές οικονομίες και μέντιουμ που πήρε σχεδόν ό,τι είχε απομείνει. Απευθυνθήκαμε και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μόνο που αυτά έχασαν το ενδιαφέρον τους αφού δεν υπήρχαν πιπεράτες λεπτομέρειες να τροφοδοτήσουν έκτακτα δελτία.[…]
…ποτέ δεν σταμάτησα να ψάχνω…»[1]
Πριν από είκοσι χρόνια εξαφανίστηκε ένα όμορφο κορίτσι δεκαεννιά χρονών, η Τζούλια, δημιουργώντας ένα μυστήριο που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ: για την αστυνομία «μια υπόθεσις σε εκκρεμότητα μέχρι νεοτέρας», για την οικογένειά της ένας εφιάλτης χωρίς λύτρωση. Η Τζούλια, η Άννα, η Κλερ, η Λίντια, και δεκάδες άλλες ανώνυμες γυναίκες θύματα πρωταγωνιστούν στο συγκλονιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα της Karin Slaughter, Όμορφα κορίτσια (Pretty Girls).
Η Karin Slaughter (1971) είναι Αμερικανή συγγραφέας που δεν διστάζει να συνομιλήσει στα έργα της με τις πιο ακραίες μορφές βίας και τρόμου, θύματα των οποίων είναι συνήθως νεαρές γυναίκες. Συγγραφέας δεκαεννιά μυθιστορημάτων αστυνομικής λογοτεχνίας εστιάζει τη ματιά της στα αίτια που ωθούν τον άνθρωπο στη σύλληψη, τον σχεδιασμό και τη διάπραξη των πλέον ειδεχθών εγκλημάτων ενάντια στον συνάνθρωπό του, αποδίδοντας με τη γραφή της, ίσως, την πιο σκληρή μορφή του λεγόμενου αστυνομικού θρίλερ.
Στα Όμορφα κορίτσια η εξαφάνιση της νεαρής Άννα Κιλπάτρικ, η ατελέσφορη προσπάθεια της αστυνομίας να την εντοπίσει, το δράμα της μητέρας και του πατέρα της αγνοούμενης, ξυπνούν μνήμες του παρελθόντος στις δύο πρωταγωνίστριες του μυθιστορήματος, την Κλερ Σκοτ και τη Λίντια Ντελγάδο, αδερφές που οι δρόμοι τους χωρίστηκαν βίαια μετά την εξαφάνιση της Τζούλια Κάρολ, της μεγαλύτερης αδερφής τους, πριν από είκοσι χρόνια. Το οικογενειακό και προσωπικό δράμα των ηρώων του μυθιστορήματος ξετυλίγεται στα διάφορα επίπεδα αφήγησής του. Παράλληλα με την τριτοπρόσωπη αφήγηση των γεγονότων, στην οποία παρακολουθούμε την εναγώνια προσπάθεια της Κλερ και της Λίντια να αντιμετωπίσουν τους εφιάλτες του παρελθόντος αλλά και του παρόντος, αφού γίνονται θύματα ενός, πέρα από κάθε υποψία, κατά συρροή σαδιστή δολοφόνου, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επτά πρωτοπρόσωπες εγκιβωτισμένες αφηγήσεις του νεκρού πλέον πατέρα των ηρωίδων μέσω των γραμμάτων που έγραφε στην αγαπημένη Τζούλια στην προσπάθειά του να δώσει απαντήσεις στην εξαφάνισή της και να αντιμετωπίσει τους εσωτερικούς δαίμονες που του προκάλεσε:
«Μπορώ να παραδεχτώ σ’ εσένα ότι είμαι μόνος; Ότι κάθε πρωί ξυπνάω σε ένα γυμνό, άδειο δωμάτιο και κοιτάζω για ώρα το κίτρινο ασβεστωμένο ταβάνι και αναρωτιέμαι αν αξίζει να σηκωθώ από το κρεβάτι; Ότι δεν αντέχω στη σκέψη της οδοντόβουρτσάς μου να στέκεται μόνη της χωρίς της μητέρας σου; Ότι έχω δύο πιάτα, δύο κουτάλια, δύο πιρούνια και δύο μαχαίρια, όχι γιατί τα χρειάζομαι αλλά γιατί τα πουλούσαν μόνο σε ζευγάρια; Ότι έχω χάσει τη δουλειά μου; Ότι τελικά έχασα και τη μητέρα σου; Ότι έχω σταματήσει να ζητάω από τις αδερφές σου να με επισκέπτονται, γιατί σε κάθε συζήτηση νιώθω ότι τις τραβάω κι αυτές στον πάτο;»[2]
Στο πυρήνα της αφήγησης των γεγονότων που συγκλονίζουν τη ζωή των ηρώων του μυθιστορήματος βρίσκεται η απόδοση της ψυχολογίας τους, η περιγραφή της ζωής και η διαμόρφωση της συμπεριφοράς τους μετά το έγκλημα που διαπράχθηκε εις βάρος τους, ενώ η ατμόσφαιρα και ο τόνος της ιστορίας συνδέονται άρρηκτα με τη φύση των εγκλημάτων. Οι πρωταγωνίστριες απειλούνται από δυνάμεις ισχυρές όχι μόνο λόγω της διαστροφής των εγκληματιών, αλλά και εξαιτίας του οικονομικού και κοινωνικού κατεστημένου στο οποίο ανήκουν, καθώς δημιουργείται η αίσθηση πως κανείς νόμος δεν είναι ικανός να τους αγγίξει, αφού η διαφθορά και η σήψη έχουν εισβάλλει στον χώρο της αστυνομίας και της πολιτικής. Η περιγραφή των βίαιων ακόμα και σοκαριστικών στις λεπτομέρειές τους φόνων των νεαρών γυναικών που γίνονται θύματα του μένους μιας ολόκληρης συμμορίας ισχυρών αντρών και ενός δικτύου σαδιστικής πορνογραφίας διευρύνουν τα όρια του είδους, αφού εντοπίζουμε ποικίλα στοιχεία του «σκληρού» αστυνομικού, της ιστορίας μυστηρίου, του ψυχολογικού θρίλερ ή του «μαύρου» μυθιστορήματος, που τον πρώτο ρόλο έχει ένας αθέατος, σε πρώτη ανάγνωση, κατά συρροή δολοφόνος.[3]
Η αποκάλυψη της αλήθειας γίνεται ταυτόχρονα και στα δύο επίπεδα αφήγησης. Από την μια η Κλερ και η Λίντια μετά από ένα δεξιοτεχνικά στημένο από τη συγγραφέα συναρπαστικό παιχνίδι μέσα στις σκιές με τον κατά συρροή δολοφόνο, που όλα αυτά τα χρόνια βρισκόταν τόσο κοντά τους, έρχονται αντιμέτωπες με τον αποτρόπαιο βασανισμό και τελικά θάνατο της αδερφής τους, ενώ από την άλλη ο πατέρας με τα γράμματά του φωτίζει την αλήθεια για τα πρόσωπα και τα πράγματα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων:
«Πρέπει να παραδεχτώ, γλυκιά μου, πως έχω αμελήσει τον τοίχο με τα στοιχεία μου. Το «άχρηστο συνονθύλευμα» το αποκάλεσε η μητέρα σου τη μοναδική φορά που εδέησε να κοιτάξει το έργο μου. Δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω μαζί της αλλά φυσικά όταν έφυγε έτρεξα στο λεξικό.
Συνονθύλευμα: μια μείξη, ένα μπερδεμένο σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων, κάθε παράλογη πρόσμιξη.[…]
Σου έχω πει για τον νέο άντρα της Κλερ, τον Πολ; Σίγουρα ποθεί την Κλερ, αν κι αυτή το έχει καταστήσει σαφές ότι είναι δικιά του. Δεν είναι ένα ισορροπημένο ταίριασμα. […]
Είχα τη γνώμη πως πρόκειται για το είδος του ανθρώπου, που, αν δεν έχεις το νου σου, μπορεί να σου κάνει μεγάλο κακό.»[4]
Η συγγραφέας οδηγεί τις ηρωίδες της να υπερβούν τους φόβους αλλά και τις επιθυμίες τους, να αντιμετωπίσουν τον δολοφόνο και να αντισταθούν στην καταπάτηση των δικαιωμάτων τους, στον παραλογισμό και τη βία. Στο μυθιστόρημα η Slaughter επιμένει στο μοτίβο των κακοποιημένων γυναικών που συναντάμε και στα υπόλοιπα έργα της, οι οποίες, ωστόσο, κατορθώνουν να σταθούν όρθιες απέναντι στους δυνάστες τους και να εξιχνιάσουν οι ίδιες τα εγκλήματα που βαραίνουν τη ζωή τους. Παράλληλα, «αναπτύσσεται μια πολύπλευρη και ρεαλιστική προσέγγιση της περιπλοκότητας των οικογενειακών δεσμών, όπως αυτοί φανερώνονται στην καθημερινότητα αλλά και υπό την πίεση ακραίων καταστάσεων και τραυματικών γεγονότων».[5] Τα Όμορφα κορίτσια είναι θύματα απάνθρωπης και πέρα από κάθε φαντασία απαξιωτικής συμπεριφοράς, αλλά στο τέλος της ιστορίας κατορθώνουν να αντιστρέψουν τους ρόλους αναλαμβάνοντας δράση και απονέμοντας δικαιοσύνη μιας και τελικά όλοι οι θύτες θα τιμωρηθούν όπως τους αρμόζει, έτσι ώστε ο νεκρός πατέρας να μπορεί να ονειρεύεται:
«Ύστερα, χαμογελάς και σφίγγεις το χέρι μου και ακόμα και στον ύπνο μου καταλαβαίνω την αλήθεια, ό,τι κι αν σου συνέβη, όποιο τρόμο κι αν δοκίμασες όταν σε πήραν, θα είσαι για πάντα το όμορφο κοριτσάκι μου».
Το αστυνομικό μυθιστόρημα της Karin Slaughter Όμορφα κορίτσια (Pretty Girls) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά Aldina Μυστήριο, σε μετάφραση και σύντομη εισαγωγή του Κωνσταντίνου Αρμάου και της Μαρίας Πλουμιτσάκου, ενώ η επιμέλεια και ο σχεδιασμός της εξαιρετικής αυτής έκδοσης είναι του Γιάννη Μαμάη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Karin Slaughter, Όμορφα κορίτσια, μτφρ.: Κωνσταντίνος Αρμάος, Μαρία Πλουμιτσάκου, Gutenberg, Αθήνα 2019, σ. 13-14.
[2] Στο ίδιο, σ. 322.
[3] Για μια σύντομη περιγραφή των χαρακτηριστικών και κατηγοριοποιήσεων του crime thriller μπορεί κανείς να δει: John Scaggs, Crime Fiction, Routledge, London and N. York 2005, σ. 105-121.
[4] Karin Slaughter, ό.π., σ. 391.
[5] Κωνσταντίνος Αρμάος, Μαρία Πλουμιτσάκου, «Εισαγωγικό σημείωμα των μεταφραστών», στο: Karin Slaughter, ό.π., σ. 8.