Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως, της Παγιάλ Καπάντια «Η βροχή της Βομβάης» (του Μανώλη Γαλιάτσου)

0
88

του Μανώλη Γαλιάτσου

 

Αν το πρώτο πράγμα που ξέρει πολύ καλά να κάνει, επισήμως, μια πατριαρχική κοινωνία είναι να περιορίζει και να καταπιέζει τις γυναίκες, το δεύτερο καλύτερό της (!) είναι να απομειώνει και να ταπεινώνει τη ζωή των αντρών. Να αποξενώνει τις αναμεταξύ τους σχέσεις. Αν λοιπόν στην ταινία Όλα ‘Οσα Φανταζόμαστε Ως Φως (All We Imagine As Light, 2024) της Ινδής Παγιάλ Καπάντια (απλή συνωνυμία με τον Βρετανικής υπηκοότητας ομότεχνό της Ασίφ Καπάντια) η αντρική παρουσία είναι περιορισμένη, αυτό συμβαίνει γιατί η «αντρική κυριαρχία» έχει αποτρέψει τον ίδιο της τον εαυτό από τη δυνατότητα εκπλήρωσης της επιθυμητής συνομιλίας και συνύπαρξής της με το άλλο μισό του κόσμου. Και ασφαλώς δεν παρεισφρέει τυχαία η στρατηγική της εξουσίας της γλώσσας, όταν αναφέρεται σε όλους τους μηχανισμούς ελέγχου και καταστολής, επιλέγοντας να πει γι’ αυτούς ότι «επανδρώνονται». Έτσι η πατριαρχία, μέσω των διαφορετικών μορφών πολιτικής και οικονομικής της οργάνωσης, περιέχει, επί πλέον, την αλλοτρίωση της εκάστοτε κοινωνικής διαφοράς, της εργασιακής εκμετάλλευσης, και όλων όσων ευσχήμως καλύπτει κάτω από τον μανδύα των «αρσενικών προνομίων» της. Αυτήν την αλήθεια ίσως έχει κατά νου η σκηνοθέτιδα γι’ αυτό και την –συγκριτική- έλλειψη αντρικών χαρακτήρων απ’ την ταινία της φροντίζει να την αναπληρώνει με τη διαρκή παρουσία τους στο μυαλό των γυναικών. Σαν μια εξισορροπητική πράξη γενναιόδωρης δικαιοσύνης προς το σύνολο των θυμάτων.

Οι σκηνές ντοκιμαντέρ που χωνεύονται στη μυθοπλασία της Καπάντια διαμορφώνουν τον κοινό παρονομαστή και αποτελούν το περίγραμμα αναφοράς για τις ζωές των τριών ηρωίδων της: το πέρασμα της ταινίας από το γενικό στο ειδικό. Το μακρύ τράβελινγκ με το πρωινό στήσιμο της λαϊκής και τις παράλληλες φωνές οφ κάμερα που ξεκινά η ταινία της είναι ενδεικτικό: «Κάθε οικογένεια στο χωριό έχει τουλάχιστον ένα μέλος της στη Βομβάη». «Έζησα περίπου 23 χρόνια εδώ αλλά δεν μπορώ να το πω σπίτι. Πάντα υπάρχει η αίσθηση ότι θα πρέπει να φύγω κάποια στιγμή». Αλλά εν τέλει: «Καλά θα κάνεις να συνηθίσεις στο πρόσκαιρο». Πρόκειται για καταγραφές κατοίκων της πόλης που θα τις συναντήσουμε ξανά  κατά την εξέλιξη της ταινίας, καθώς θα τις βλέπουμε να προσφέρονται ως πρώτη ύλη και ν’ αναμειγνύονται προωθητικά με τις ιστορίες των βασικών προσώπων της μυθοπλασίας.

Βρέχει στη Βομβάη· βρέχει σχεδόν ακατάπαυστα. Το υγρό στοιχείο δεν απουσιάζει σχεδόν στιγμή απ’ τις εικόνες της Καπάντια, θα ‘λεγες ότι αναδεικνύεται ως κάτι περίπου συνώνυμο με τη θηλυκότητα. Άλλοτε για να περιγράψει τον συναισθηματικό της κόσμο και άλλοτε για να συμμαχήσει μαζί της. Η βροχή μουλιάζει τους δρόμους, τα δέντρα, τα κτήρια, τα πάρκα, μουλιάζει τις καρδιές. Κυρίως, όμως, αφήνει το άυλο αποτύπωμά της στο μονίμως ευγενικό όσο και θλιμμένο πρόσωπο της νοσοκόμας Πράμπα. Στην πρώτη της παρουσία στην ταινία είναι γαντζωμένη και με τα δυο της χέρια από την κάθετη μεταλλική μπάρα του τρένου που τη μεταφέρει στη δουλειά της. Αναρωτιέσαι αν περισσότερο αναζητά κάποιο στήριγμα η ψυχή της παρά το σώμα της. Αν τελικά αυτό που ψάχνει να βρει είναι κάτι αρκετά σταθερό και ικανό για να διαρκέσει για όλη της τη ζωή, παρά για μιαν απλή διαδρομή με το τρένο. Και καθώς η κάμερα εστιάζει στα γυναικεία πρόσωπα και τις ανεπαίσθητες, αέρινες κινήσεις τους, το μουσικό θέμα με σφύριγμα και τη συνοδεία ρυθμικής κιθάρας που «εισβάλλει» παραπέμπει αιφνίδια -και άλλο τόσο ευπρόσδεκτα- σε μια νοσταλγική μπόσα νόβα, και τότε οι εξαίσιες εικόνες της Καπάντια μετατρέπονται –γι’ αυτές τις λίγες στιγμές- σε σκηνή κάποιας αχρονολόγητης ταινίας του βραζιλιάνικου τσίνεμα νόβο. Μια προφανής υπενθύμιση της κοινής, ανεξαρτήτως τόπου,  ανθρώπινης συνθήκης αλλά, την ίδια στιγμή, και του διεθνιστικού –από τη φύση και τη γέννησή του- χαρακτήρα του ίδιου του κινηματογράφου.

Στις σιωπηλές της νύχτες η Πράμπα μαζεύει τα νερά της βροχής που μπαίνουν απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Μετά, άλλοτε αγκαλιάζει στο σκοτάδι –όμοια με σώμα αγαπημένου- το σκεύος για το μαγείρεμα του ρυζιού που έλαβε από τον ανώνυμο αποστολέα, και άλλοτε διαβάζει το ερωτικό ποίημα που της έδωσε ο γιατρός του νοσοκομείου, ο οποίος όσο διακριτικά κι αν την προσεγγίζει δεν είναι ποτέ αρκετό για να μην τη φέρει σε αμήχανη θέση. Το μόνο που μπορείς να κάνεις με το φως, όταν δεν το βρίσκεις στην πραγματικότητα, είναι να προσπαθείς να το φαντάζεσαι, μοιάζει να μας λέει ήδη από τον τίτλο της η Καπάντια. Αυτό που φαίνεται να διαφεύγει –προς στιγμήν;- της σκηνοθέτιδας είναι ότι το φως δεν μπορεί να λογίζεται αποκλειστικά ως φυσικό φαινόμενο γιατί τότε παραβλέπεται η εσώτερή του ιδιότητα. Και ότι δεν χρειάζεται να το φανταζόμαστε, καθώς το βλέπουμε πάντα -αν έχουμε ασκηθεί για να το βλέπουμε- και αυτό συμβαίνει μόνο γιατί το φως υπάρχει διαρκώς· υπάρχει παντού. Γι’ αυτό και η πρώτη παρουσία του που μπορείς να διακρίνεις είναι όταν το εντοπίζεις να ξεπροβάλλει αχνά μέσα από το πιο πηχτό σκοτάδι. Η Πράμπα χάνει απ’ τα μάτια της το φως γιατί το έχει χάσει από το μέσα της βλέμμα· και καταφεύγει στη φαντασία, γιατί πρέπει να υπακούσει σε άγραφους κοινωνικούς νόμους που πίστεψε εξαρχής ότι όφειλε να τους θεωρήσει διά παντός ως απαράβατους. Αγκαλιάζει τη μεταλλική μπάρα του τρένου για να κρατηθεί σε επαφή με τη ζωή της, όπως αγκαλιάζει το μεταλλικό μαγειρικό σκεύος για να μείνει πιστή στο χρέος της σ’ έναν σύζυγο που της επέβαλαν οι γονείς της και ο οποίος, μετά τη μετανάστευσή του στη Γερμανία,  έχει πάψει από καιρό ακόμα και να της τηλεφωνεί. Η Πράμπα είναι αναγκασμένη να φαντάζεται το φως γιατί δεν βλέπει πού βρίσκεται η πραγματική της ζωή για να μπορέσει να την αναζητήσει και να συνομιλήσει μαζί της. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φαντάζεται την απουσία αυτής της ζωής.

Η βροχή, εν τω μεταξύ, μαίνεται σχεδόν ασταμάτητα σ’ αυτήν την πόλη των ψευδαισθήσεων, όπως χαρακτηρίζουν οι κάτοικοί της τη Βομβάη. «Τρελή βροχή» την ονομάζει σ’ ένα μήνυμα στον επίδοξο εραστή της η συγκάτοικος της Πράμπα, η εμφανώς πιο ανάλαφρη και χαρούμενη Ανού. Και πώς να μάθεις να πιάνεσαι από τη βροχή; Αυτή η νεαρότερη απ’ τις τρεις φίλες, η φαινομενικά πιο επιπόλαια αλλά και ταυτόχρονα η πιο ανεξάρτητη, δεν μοιάζει διόλου διατεθειμένη να ακολουθήσει τις κοινωνικές επιταγές που την περιστοιχίζουν και προσπαθούν να της επιβληθούν από παντού. Είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει σε κανέναν και σε τίποτα να μπει ανάμεσα σ’ αυτήν και την επιδίωξη της ευτυχίας της. Είναι λοιπόν αυτή που μπορεί πιο εύκολα να παρεξηγηθεί ή να σχολιαστεί αρνητικά από τις υπόλοιπες. Αλλά είναι και αυτή που φαίνεται ότι μπορεί με το απείθαρχο πνεύμα της, το ανένδοτο πείσμα και την επινοητικότητά της να διακρίνει περισσότερο απ’ όλες το φως. Δεν θα διστάσει ούτε να αλλάξει τα διακριτικά της ινδουιστικής θρησκείας της και να φορέσει, έστω για μια μόνο νύχτα, τη μπούρκα, αν πρόκειται έτσι να καταφέρει να εισχωρήσει στο σπίτι του Μουσουλμάνου φίλου της και να συνευρεθεί μαζί του. Μπορεί, αν χρειαστεί, ακόμα και να κρατηθεί από τη βροχή: «Σου στέλνω φιλιά μέσα από τα σύννεφα. Έτσι, όταν βρέχει, τα φιλιά μου θ’ αγγίζουν τα χείλη σου» γράφει σ’ ένα άλλο μήνυμά της. Ποιος είπε ότι ο έρωτας δεν είναι το άλλο όνομα της Δημιουργίας; Ενστικτωδώς η νεαρή Ανού αντιλαμβάνεται ότι από μια παράλογη πραγματικότητα δεν μπορείς να περιμένεις να απονείμει κανενός είδους δικαιοσύνη από μόνη της, παρά μόνο αν καταφέρεις να την εξαπατήσεις· να την ξεγελάσεις και να την προσπεράσεις. Ακόμα κι αν αυτή η πραγματικότητα περιλαμβάνει στους κόλπους της όλα τα θέσφατα, τα ιερά και τα όσια, εφ’ όσον διαπιστώνεις ότι αυτά ακριβώς είναι που θεμελιώνουν και συνιστούν την περιρρέουσα απειλή. Και ποιος πάλι είπε ότι ο έρωτας δεν είναι μια γνήσια επαναστατική δύναμη; Μια πράξη βαθιάς ενδοσκόπησης που μπορεί να φτάσει μέχρι την πιο ριζική –εκ βάθρων- αμφισβήτηση και ανατροπή; Είναι, αναμφίβολα, από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία στη χαρακτηρολογική παλέτα της Καπάντια ότι οι αλλαγές που θα προκύψουν μέχρι τέλους στις ζωές των τριών γυναικών, προέρχονται μάλλον από την «ελαφριά» -και χωρίς να το πολυσκέφτεται- Ανού παρά από τη «βαριά» -και δέσμια των πατροπαράδοτων αντιλήψεών της- Πράμπα.

Στην πολύπλευρη συνομιλία της μυθοπλασίας με το ντοκιμαντέρ, τα λόγια ενός κατοίκου της Βομβάης, που έχουμε ακούσει απ’ την αρχή της ταινίας, θα βρουν την έκφρασή τους στην ιστορία της τρίτης -και μεγαλύτερης- από την παρέα των γυναικών, της Πάρβατι. Η έξωση που της επιβάλλουν οι εργολάβοι από το σπίτι της, μετά από εικοσιδύο χρόνια διαμονής σ’ αυτό, μας δίνει μιαν ερμηνεία για το τι σημαίνει να «υπάρχει πάντα η αίσθηση ότι πρέπει να φύγεις κάποια στιγμή» και μαζί κι ένα δείγμα της πιο ανάλγητης κοινωνικά εκδοχής του «πρόσκαιρου». Αυτό που θα μάθει –με τον δύσκολο τρόπο- η μεσόκοπη μαγείρισσα του νοσοκομείου είναι ότι: «Στη Βομβάη είσαι αληθινός μόνο αν έχεις χαρτιά». Η Πάρβατι θ’ αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη μεγαλούπολη και οι άλλες δύο θα τη συνοδεύσουν βοηθητικά σ’ αυτήν την απόφαση για την αιφνίδια μετακίνησή της.

Η βροχή, λοιπόν, θα είναι ο κρυφός πρωταγωνιστής της ταινίας μέχρι τη στιγμή του ταξιδιού των τριών γυναικών στο χωριό της πρεσβύτερης εξ αυτών. Μετά τη βροχή, το υγρό στοιχείο -που θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί- θ’ αλλάξει μορφή και –ίσως- και ρόλο. Τον λόγο πλέον θα λάβει η μεγάλη θάλασσα. Στο σκοτάδι της θαλασσινής σπηλιάς, εκεί όπου στις στοές της μπορείς ν’ ακούσεις να καταλαγιάζει -και αργά να σβήνει- ο αχός των κυμάτων, η Ανού μαζί με τον –εν αναμονή- εραστή της, μέσα από  τις πανάρχαιες μορφές τις χαραγμένες στους βράχους που θα της αποκαλυφθούν, θ’ αρχίσει απρόσμενα να ερμηνεύει τη λαξευμένη σοφία τους, θα νιώσει να ωριμάζει αιφνίδια και θα δει το φως να εμπλουτίζεται μέχρι το έσχατο βάθος του. «Είναι σαν ένας διαφορετικός κόσμος» θα ψελλίσει σαστισμένη από την Τέχνη που κράτησαν οι βράχοι στο πέρασμα των αιώνων. Εκεί, σ’ αυτόν τον διαφορετικό κόσμο, θα έχει την ευκαιρία να αντιληφτεί, για πρώτη ίσως φορά, μέσα από τις αισθήσεις και ταυτόχρονα πέρα απ’ αυτές. Να σκεφτεί πιο μακριά, στον μέλλοντα χρόνο: «Μετά από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια… πώς θα είναι η ζωή σου; Θα είμαι κι εγώ εκεί, δίπλα σου;» Έπειτα από την εμπειρία της σπηλιάς, το νεαρό ζευγάρι θα μπορέσει επιτέλους να βιώσει την ένωσή του στο πραγματικό φως, εκεί έξω· στο φιλόξενο και δεκτικό δάσος.

Αλλά και η κεντρική ηρωίδα, η πιο «συνετή» και «εγκρατής» από τις τρεις φίλες, θα γνωρίσει επίσης τη δική της εμπειρία σ’ αυτό το ταξίδι, που θ’ αλλάξει τις συντηρητικές απόψεις της μια για πάντα. Στον πνιγμένο που θα τον επαναφέρει από τον θάνατο με το φιλί της ζωής -και «αναγνωρίζει» αργότερα σε αυτόν τον επί χρόνια μετανάστη στη Γερμανία σύζυγό της- βλέπει άραγε αρχικά τη φαντασίωση ενός ευσεβούς πόθου που «επανορθώνει» την άδικη εις βάρος της πραγματικότητα; Και είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να επινοήσει για να ξαναφτιάξει τη ζωή της; «Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από τη μοίρα σου» είναι το παγιωμένο πιστεύω της και η συμβουλή της ταυτόχρονα προς τη νεαρότερη συγκάτοικό της. Η πολλή σύνεση αργά καταπνίγει το πάθος. Η εγκράτειά της δεν της έχει επιτρέψει λίγο πριν να αφεθεί στην άστατη θάλασσα που την καλεί η Πάρβατι, και έχει προτιμήσει να παραμείνει «γειωμένη», να περιπλανηθεί στο γνώριμο και στέρεο έδαφος του δάσους. Αλλά ο «πνιγμένος» είναι το δώρο που της φέρνει η αφειδώλευτη θάλασσα. Και αν ακόμα δεν είναι ο πραγματικός της σύζυγος, αυτός που την υποχρέωσαν κάποτε οι γονείς της να δεχτεί, είναι όμως αυτός που του έσωσε τη ζωή, τον ξεχώρισε, τον έσυρε από τον θάνατο και, αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε είναι το κάρμα που της δίνει τη δυνατότητα –για πρώτη φορά- να διαλέξει αυτή το ταίρι της. Έστω και για μια στιγμή. Στο πρόσωπο του άγνωστου άντρα θα βρει τη δύναμη να αρνηθεί τον επί χρόνια μακριά και χωρίς επικοινωνία μαζί της σύζυγό της. Είτε για να βρει το θάρρος να δεχτεί στη θέση του έναν άλλον άντρα – είτε για να μπορέσει να τον ξεπεράσει αν πρόκειται πράγματι γι’ αυτόν. Και αν ακόμα προς στιγμήν φαίνεται να ενδίδει και να λυγίζει από το βάρος των συναισθημάτων της, είναι μόνο για να μπορέσει στο τέλος να του πει: «Δεν θέλω να σε δω ποτέ ξανά». Και τότε, το δώρο της υδάτινης επικράτειας γίνεται δώρο της λύτρωσης από τα δεσμά των καταδυναστευτικών παραδόσεων που έντυναν με κρύο μέταλλο τα ανήσυχα βράδια της, αντί να της δίνουν «μια λάμπα αναμμένη για να κρατά ζεστές τις νύχτες» της, όπως της έγραφε στο ποίημά του ο γιατρός. Μετά από την προσωπική της απελευθέρωση η Πράμπα είναι έτοιμη να εννοήσει και να δεχτεί την «άνομη» σχέση της Ανού. Ξεσπάμε συχνά (με) την κρίση μας στους άλλους γιατί αδυνατούμε να δούμε τους ίδιους εμάς; Με τον ίδιο τρόπο που φανταζόμαστε το φως μόνο γιατί δεν μπορούμε να το δούμε να «γράφεται» μέσα μας; Εκείνη ακριβώς τη νύχτα, στο φτωχικό παραθαλάσσιο καφενεδάκι με τα ταπεινά γιορταστικά φωτάκια του κάτω απ’ τον έναστρο θόλο, οι τρεις γυναίκες και ο ερωτευμένος «αλλόθρησκος» θα ονειρευτούν για πρώτη φορά μια καινούργια κοινότητα, αδέσμευτη και απροκατάληπτη· μια ουτοπία βιώσιμη, φτιαγμένη στα μέτρα της καρδιάς τους και των δικών τους, πραγματικών ανθρώπινων αναγκών.

 

Προηγούμενο άρθροΔΗΠΕΘΕ Κρήτης – 50 Χρόνια Θέατρο – Ένα Ζωντανό Αρχείο (15/2- 30/4)
Επόμενο άρθροGilles Deleuze: H Φιλοσοφία της Série Noire (μτφρ : Διονύσης Μπαλτζής)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ