του Νίκου Χριστοφή (*)
Τη Κυριακή, στις 14 Μαΐου, η Τουρκία αντιμετωπίζει μία από τις σημαντικότερες εκλογικές αναμετρήσεις στην πρόσφατη πολιτική της ιστορία. Οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2023 έρχονται σε μια συμβολική στιγμή για την Τουρκική Δημοκρατία, αφού φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυσή της, με το κυβερνών επί εικοσαετία Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να απειλείται, ίσως για πρώτη φορά τόσο έντονα, να χάσει την εξουσία.
Ο τουρκικός λαός καλείται να ψηφίσει ανάμεσα σε δύο πόλους, σε δύο πραγματικότητες, εκλογές οι οποίες αδιαμφισβήτητα θα καθορίσουν το μέλλον του.
Μια ψήφος στις προεδρικές εκλογές υπέρ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και στις βουλευτικές υπέρ της Λαϊκής Συμμαχίας, των κομμάτων δηλαδή που συνασπίστηκαν γύρω από αυτόν και το AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), θα υποστηρίξει την εδραίωση ενός νεοφιλελεύθερου αυταρχικού καθεστώτος και την εφαρμογή μιας κατασταλτικής εθνικο-ισλαμιστικής πολιτικής.
Εδώ και παραπάνω από μια δεκαετία ο τουρκικός λαός βρίσκεται αντιμέτωπος με τη σταδιακή διολίσθηση προς την απολυταρχία, η οποία άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα εμφανής μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2011, όταν ο για τρίτη φορά νικητής των εκλογών Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άρχισε να επαινεί ένα προεδρικό σύστημα που θα του επέτρεπε να «διοικεί τη χώρα σαν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης» και να «λαμβάνει άμεσες αποφάσεις». Με την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 και την κατάσταση εξαίρεσης που ακολούθησε δόθηκε η ευκαιρία στον Ερντογάν να εδραιώσει ένα προεδρικό σύστημα «α λα τούρκα», ενώ χάρη στην υποστήριξη του ακροδεξιού κόμματος MHP (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης), ενός νέου και ουσιαστικού συμμάχου του AKP προκειμένου να διατηρήσει την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, το προεδρικό καθεστώς επικυρώθηκε οριακά (51,4%) τον Απρίλιο του 2017, μετά από ένα δημοψήφισμα γεμάτο παρατυπίες.
Με αυτόν τον τρόπο οικοδομήθηκε μια κατασταλτική αυτοκρατορία, χωρίς διάκριση εξουσιών, βασισμένη σε μια εθνικιστική-θρησκευτική ιδεολογία (ερντογανισμός), μια χαοτική οικονομική πολιτική και μια επιθετική και καιροσκοπική εξωτερική πολιτική. Οι οικονομικές επιτυχίες του παρελθόντος έδωσαν τη θέση τους σε μια σοβαρή κρίση, που χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλό πληθωρισμό, χαοτική ανάπτυξη και ιλιγγιώδη υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν οι πρόσφατοι καταστροφικοί σεισμοί, που στοίχισαν τη ζωή δεκάδων χιλιάδων πολιτών, για να αποκαλύψουν ακόμα μια φορά την αυθαιρεσία, τη διαφθορά, την απληστία, αλλά και την ανικανότητα της διακυβέρνησης Ερντογάν, μιας διακυβέρνησης η οποία, μόλις τρία χρόνια αφότου ήρθε στην εξουσία, προσέφερε αδρά «κατασκευαστικές αμνηστίες», νομιμοποιώντας κατασκευαστικά έργα τα οποία είχαν κριθεί παράνομα. Τραγική ειρωνεία, η τελευταία και πιο εκτεταμένη αμνηστία δόθηκε λίγες εβδομάδες πριν από τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2018, με την ειρωνική ονομασία «ειρήνη ανασυγκρότησης», χορηγώντας άδειες σε τρία εκατομμύρια παράνομες κατασκευές που χτίστηκαν σε ζώνες υψηλού σεισμικού κινδύνου, με αντάλλαγμα ένα ευτελές πρόστιμο, ενώ δρομολογούνταν ακόμα μία, λίγο καιρό πριν τους καταστροφικούς σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου.
Στον αντίποδα, ο ρεπουμπλικάνος, σοσιαλδημοκράτης, κοσμικός Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) και του συνασπισμού του οποίου ηγείται, με την ονομασία «τραπέζι των έξι», παρουσιάζεται ως η επιλογή για να επιστρέψει η χώρα στη δημοκρατία, στο κράτος δικαίου και στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Με άλλα λόγια, μια ψήφος υπέρ του CHP θα σήμαινε το τέλος του ερντογανισμού, ενός καθεστώτος ραμμένου στα μέτρα της εξουσίας ενός ανθρώπου. Ωστόσο, το ερώτημα εάν ο συνασπισμός θα είναι αρκετός για να βάλει τέλος σε ένα σύστημα το οποίο άρχισε να δομείται πριν από είκοσι χρόνια παραμένει.
Ο Κιλιτσντάρογλου, έχοντας υπόψη την πρόσφατη, σχετικά επιτυχημένη, πρώτη εμπειρία συγκρότησης ενός ενιαίου μετώπου κατά του Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές του 2019, επέβαλε στο κόμμα του ένα aggiornamento, για να σχηματίσει συμμαχίες με τα συντηρητικά κόμματα. Το «τραπέζι των έξι», ή η Συμμαχία του Έθνους, συγκεντρώνει επομένως το CHP, το Καλό Κόμμα (εθνικιστική δεξιά, που σχηματίζεται εν μέρει από διαφωνούντες του MHP), δύο φιλελεύθερα και συντηρητικά κόμματα που δημιουργήθηκαν από διαφωνούντες του ΑΚΡ και ένα κόμμα που εκπροσωπεί τον ιστορικό ισλαμισμό, σημαντικά επικριτικό απέναντι στη διαφθορά και τον νεποτισμό του AKP. Αυτά τα έξι κόμματα πρότειναν τον Κιλιτσντάρογλου ως υποψήφιο για τις προεδρικές εκλογές. Σε αυτήν τη συμμαχία θα πρέπει να προστεθεί και το φιλοκουρδικό HDP (Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα), που αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία των Κούρδων ψηφοφόρων στην Εθνοσυνέλευση, καθώς και τα διάφορα κόμματα της αριστεράς, που έχουν επίσης ζητήσει από τους οπαδούς τους να ψηφίσουν τον αντίπαλο του Ερντογάν.
Αντιμέτωπος με αυτόν τον κίνδυνο, ο Ερντογάν προνόησε να απομακρύνει από την προεδρική κούρσα τον πολύ δημοφιλή δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου (CHP), που εξελέγη το 2019, καταδικάζοντάς τον σε δύο χρόνια και επτά μήνες φυλάκιση για «προσβολή» ορισμένων ανώτερων αξιωματούχων του καθεστώτος, τον Δεκέμβριο του 2022. Αν και ο Ερντογάν ήλπιζε να δει τη Συμμαχία του Έθνους να διαλύεται αναζητώντας τον υποψήφιό της για την προεδρία, η στρατηγική του απέτυχε και η ευρεία συναίνεση που επιτεύχθηκε γύρω από έναν μόνο υποψήφιο κατά του Ερντογάν άλλαξε το παραδοσιακό πολιτικό πλαίσιο στο οποίο ο τελευταίος συνήθιζε να ελίσσεται εύκολα.
Παρά την πρόκληση που αποτελεί η αντιπολιτευτική συμμαχία για τον Ερντογάν και το ΑΚΡ, οποιαδήποτε εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος θα ήταν εξαιρετικά αβέβαιη, καθώς κανείς δεν γνωρίζει αν το αποτέλεσμα θα γίνει σεβαστό, ιδίως εάν είναι αρνητικό για τον Ερντογάν, από την τουρκική κυβέρνηση και τον ελεγχόμενο από αυτήν κρατικό μηχανισμό. Αυτό που αδιαμφισβήτητα είναι σημαντικό να τονιστεί είναι πως οι πρόσφατες εκλογές παίρνουν τη μορφή ενός «δημοψηφίσματος» μεταξύ αυταρχισμού και δημοκρατίας ή, τουλάχιστον, απόπειρας επαναφοράς μιας δημοκρατίας, με κεντρικό πυλώνα τη διάκριση των εξουσιών και την ίδρυση ενός κράτος δικαίου.
* Ο Νίκος Χριστοφής είναι αναπληρωτής καθηγητής τουρκικής ιστορίας και πολιτικής, Shaanxi Normal University, Σι’αν, Κίνα.