της Όλγας Σελλά
Η σπανιότητα καλών σύγχρονων θεατρικών κειμένων και το μεταίχμιο στις αναζητήσεις για νέες φόρμες και νέες «γλώσσες» στο θέατρο, έχει φέρει στη σκηνή πολλά. Άλλα ενδιαφέροντα, άλλα συμπαθητικά, άλλα ανυπόφορα. Είτε κλασικά κείμενα που επιχειρούν να συνομιλήσουν με την εποχή μας, είτε λογοτεχνικά κείμενα που μεταφέρονται στη σκηνή –όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο-, είτε σύγχρονα που συχνότατα πατάνε στην επικαιρότητα των καιρών ή χαϊδεύουν το συναίσθημα του κοινού με τρόπο διόλου καλλιτεχνικό. Όταν όμως η δημιουργική έμπνευση των καλλιτεχνών συναντηθεί με την παιδεία τους και την ευαισθησία τους, μπορεί να δώσει μοναδικά αποτελέσματα.
Στον υπερθετικό βαθμό ξεκινώ αυτό το κείμενο, γιατί αυτό που παρακολούθησα την περασμένη Παρασκευή το βράδυ στο ΠΛΥΦΑ (στους χώρους που στεγάζονταν τα Πλεκτήρια και Υφαντήρια Αθηνών), στο Βοτανικό, ήταν μια, όχι τυχαία, συνάντηση στη σκηνή, του ταλέντου, της ευαισθησίας, της δημιουργικής αναζήτησης, της πρότασης. Κι εκεί, σ’ αυτόν τον παλιό βιομηχανικό χώρο, ανάμεσα σε χαμηλά σπιτάκια, ταβερνάκια και καφενεία που μετρούν δεκαετίες, η Ηρώ Μπέζου και ο Χρήστος Θάνος, με ελάχιστα σκηνικά υλικά, αλλά πολύ σοφά ενταγμένα στην ιστορία και στην παράσταση, με δυο μουσικούς δίπλα τους, αφηγήθηκαν, μ’ έναν γοητευτικό και ατόφιο θεατρικό τρόπο, μια ιστορία για τις ρίζες του καθενός, για ό,τι κουβαλάμε ως κληρονομιά από το παρελθόν, για το φορτίο που καθορίζει συμπεριφορά και χρέος και συχνά συνθλίβει, αλλά και τις μνήμες που πάντα γαληνεύουν και ίσως μας συνδέουν με την άκρη της κλωστής.
Τίτλος αυτής της πρωτότυπης και καθηλωτικής (κυριολεκτικά) παράστασης «Οι απόγονοι», και στο κάδρο βρίσκονται τα δύο πιο γνωστά πρόσωπα στο παγκόσμιο θέατρο, που κλήθηκαν να πληρώσουν τις προγονικές αμαρτίες πολλών γενεών: η Ηλέκτρα και ο Ορέστης. Με τρόπο διεισδυτικό, όσο και ποιητικό, η Ηρώ Μπέζου και ο Χρήστος Θάνος συνταίριαξαν απρόσμενα, αλλά γοητευτικά και συγκινητικά, αποσπάσματα από τις τραγωδίες «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή και του Ευριπίδη και «Χοηφόροι» του Αισχύλου με στίχους του Γιάννη Ρίτσου από «Το νεκρό σπίτι» και τον «Ορέστη» του, αλλά και δικά τους κείμενα. Και μέσα σ’ έναν συναρπαστικό «λουτρό λέξεων» –που συνοδεύονταν πολύ εύστοχα με μουσική-, μέσα από την πιο πάλλουσα σκηνή της αναγνώρισης του Ορέστη και της Ηλέκτρας που έχουμε δει ποτέ, αυτοί οι δύο καλλιτέχνες άγγιξαν την ευθύνη, τη δέσμευση, τους εχθρούς που δημιουργεί, αλλά και τη μοναξιά που ακολουθεί το «χρέος» -το οικογενειακό, το προσωπικό, το εθνικό. Και μαζί τα άψυχα, τα ενθυμήματα κρυμμένα σε βαλίτσες στο πατάρι ή τυπωμένα σε φωτογραφίες, (ή τα εμβλήματα σε πιο δημόσια θέα), που μας δεσμεύουν και μας συγκινούν την ίδια στιγμή –«συντηρώντας αντικείμενα αλλά και τις μνήμες των προγόνων». Ένα διαρκές παιχνίδι για μια συνέχεια, χρέωση και υποχρέωση που μοιάζει επιβεβλημένη-«πώς μπορεί να ζει μια ζωή μόνο απ’ την αντίθεσή της σε μιαν άλλη;» αναρωτιέται ο Ορέστης για την Ηλέκτρα- και στη διάθεση για αυτοτέλεια και ξεχωριστό περπάτημα, που δεν θέλει να κουβαλάει τα βαρίδια και τις παλιές έχθρες, παρά μόνο τις στιγμές τις τρυφερές, αυτές που μας διαμόρφωσαν με κάποιον τρόπο, και αποτυπώθηκαν σε μια στιγμιαία φωτογραφία. Πόσο εύκολο είναι; Πόσο δυνατό είναι;
Η παράσταση ξεκινάει με την αφήγηση του γενεαλογικού δέντρου των Ατρειδών, μια απαρίθμηση φόνων, συνωμοσιών, βίας, πόνου, πένθους, εκδίκησης, τύψεων και βαριάς κληρονομιάς. Και τελειώνει με την αφήγηση του γενεαλογικού δέντρου της Ηρώς Μπέζου και του Χρήστου Θάνου, αφού οι δυο τους είναι πρώτα ξαδέλφια από τις μητέρες τους (Ναταλία και Ηδύλη Τσαλίκη). Η διαδρομή αυτού του γενεαλογικού δέντρου είχε ταξίδια, μετοικήσεις (ακούσιες ή εκούσιες), συναντήσεις, δημιουργία, έρωτα, αγάπη, δημιουργία. Έχουν περάσει πολλοί αιώνες από τη γενιά των Ατρειδών. Έχουν αλλάξει οι προτεραιότητες, οι συμπεριφορές, οι αξίες, τα «πρέπει». Πάντα όμως, ανάλογα με τους καιρούς, ο καθένας φέρει τη δική του κληρονομιά, ακόμα κι όταν πιστεύει ότι την έχει αφήσει κάπου πίσω. Την μετουσιώνει και την προχωράει, κρατώντας τις απαρχές, την ιστορία, τις μνήμες, προσπαθώντας να ξεπεράσει «την αμηχανία του καιρού»: «Κι όταν, καμιά φορά, το χάραμα, περνάει ο σκουπιδιάρης στο πέρα προάστιο,/ το μακρινό κουδούνι του αντηχεί σ’ όλα τα γυάλινα ή μετάλλινα σκεύη,/ στους μπρούντζους των κρεβατιών, στα κάδρα των προγόνων,/ στα κουδουνάκια απ’ το κοστούμι του πιερότου, που ‘χε φορέσει/ ο μικρός αδελφός μας/ μιαν όμορφη νύχτα μασκαράτας –κι όταν γυρίζαμε σπίτι τρομάξαμε,/ μας γάβγισαν κάτι σκυλιά, το φόρεμά μου πιάστηκε στο φράχτη,/ έτρεξα να προφτάσω τους άλλους. Το φεγγάρι κόλλησε το πρόσωπό του/ τόσο σφιχτά πάνω στο πρόσωπό μου –δεν μπορούσα πια να περπατήσω/ κι οι άλλοι με φώναζαν πίσω απ’ τα δέντρα/ κι ακούγονταν σ’ έναν άλλο χώρο οι γυάλινες χάντρες των μεταμφιεσμένων/ και τα γυάλινα κρόσσια των άστρων πέρα, μακριά, πάνω απ’ το/ αόρατο Μυρτώον πέλαγος,/ κι όταν έφτασα τέλος με κοίταξαν όλοι σαστισμένοι/ γιατί έφεγγε το πρόσωπο μου βαμμένο με χρυσόσκονη/ σαν εκείνη που βάφαν τις παλιές, κρεμαστές λάμπες της τραπεζαρίας/ ή τους καθρέφτες των σαλονιών με τις κομψές, χιλισκάλιστες κονσόλες- (…)» (Γιάννης Ρίτσος, «Το νεκρό σπίτι»).
Μια διαδρομή στην ιστορία τη μεγάλη και στις μικρές ιστορίες που κουβαλάμε όλοι μας ήταν «Οι απόγονοι». Μια παράσταση καμωμένη από κείμενα-κληρονομιές, που έχουν καταφέρει να μην έχουν πιάσει σκόνη, αλλά να χωράνε και να ταιριάζουν σε κάθε σημερινό μας «σπίτι». Και μαζί, καμωμένη από αγάπη και νοιάξιμο, χωρίς υπερβολές, αλλά με μέτρο και γνώση τόσο του θεάτρου όσο και της μουσικής. Μια πρόταση και για τη σκηνή και για τη σκέψη, που τελεσφόρησε.
- Η παράσταση «Οι απόγονοι» ολοκληρώνει σήμερα τις παραστάσεις της στο ΠΛΥΦΑ, που ξεκίνησαν στις 11 Ιανουαρίου. Δεν πρόλαβα να τη δω νωρίτερα, αλλά δεν μπορούσα να μην μεταφέρω την αίσθησή μου. Εύχομαι να επαναληφθεί κάποια στιγμή, φέτος ή την επόμενη σεζόν, στον ίδιο χώρο ή αλλού (αν και ο χώρος «χωνεύτηκε» στην παράσταση).
Η ταυτότητα της παράστασης
Δραματουργική Σύνθεση: Ηρώ Μπέζου – Χρήστος Θάνος, Σκηνοθεσία – Μουσική: Χρήστος Θάνος, Σκηνικά – Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου, Σχεδιασμός φωτισμών: Κώστας Μπεθάνης, Οργάνωση Παραγωγής: Λητώ Τριανταφυλλίδου, Φωτογραφίες-teaser: Πάτροκλος Σκαφίδας
Συμπαραγωγή: «Εμείς», ΠΛΥΦΑ
Ηθοποιοί: Ηρώ Μπέζου, Χρήστος Θάνος
Μουσικοί επί σκηνής: Παναγιώτης Γκίκας (κιθάρα), Τεό Φοινίδης (electronics)
ΠΛΥΦΑ
Κορυτσάς 39, Βοτανικός 104 47, Αθήνα