της Ειρήνης Κίτσιου (*)
Με της οξιάς τα φύλλα και ίσκιους αναρίθμητους…
Για τον Άγγλο ποιητή Τζων Κητς συνέθεσα τώρα δα μια φαντασμαγορία, ένα όραμα σε δύο εικόνες, ακολουθώντας το παράδειγμα, τα έξυπνα τεχνάσματα του κυρίου Μπέρναρντ Σω. Εικόνα νούμερο ένα: Ο ποιητής, χαρταϊτός πολύχρωμος, πετάει ψηλά. Οι τέσσερις εποχές με όλες τις ομορφιές της φύσης και κάμποσοι μύθοι ελληνικοί συντρέχουν την πλουμιστή του κόμη. Μελωδίες του Σούμπερτ ηχούν στην τροχιά του: Η Ωραία Μυλωνού, Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι, το Kουιντέτο της Πέστροφας. Ο ρομαντισμός κρατάει γερά το σπάγκο. Εικόνα νούμερο δύο: Σπάει ο σπάγκος.
Η αιτία γι’ αυτό το ποιητικό φάσμα είναι η πρόσφατη δίγλωσση έκδοση από την Κίχλη ποιημάτων και επιστολών του Τζων Κητς, που την επιλογή, τη μετάφρασή τους και τα σχόλια υπογράφει η Ασπασία Λαμπρινίδου.
Διαβάζοντας τον πρόλογο της μεταφράστριας, αμέσως αντιλαμβάνεσαι την αγάπη και τη φροντίδα της. Και φαίνεται σα να παραδίδει τον ποιητή σε μας τους αναγνώστες με μεγάλη συγκίνηση, κατ’ ευθείαν μέσα από την αγκαλιά της. Κι έχω την αίσθηση πως θα είναι σίγουρα πολύ τυχερός αυτός που θα διαβάσει την τόσο όμορφα μεταφρασμένη ποίηση, όταν το πνεύμα του θα είναι ήσυχο και ελεύθερο να την απολαύσει.
Τον ποιητή Τζων Κητς τον πρωτογνώρισα από παράδρομους, διαβάζοντας στίχους του από δω κι από κει, πολύ παλιά, την εποχή που μελετούσα τον Μπάιρον. Η άστατη ζωή του Βύρωνα, η οξυδέρκειά του, ο ύποπτος φιλελευθερισμός του, οι γουστόζικες επιστολές του, τα πάθη του, ήταν μια υπόθεση συναρπαστική, αλλά και ό,τι αποκόμισα εκείνον τον καιρό από τους λίγους στίχους του Κητς, που μου φανέρωσαν και την ουσία του εντέλει, έμεινε χαραγμένο και αναλλοίωτο μέχρι σήμερα μέσα μου.
Ο Τζων Κητς υπήρξε ποιητής ενσυνείδητα και ολοκληρωτικά από την ώρα που γεννήθηκε, και τα ποιήματά του εντυπωσιάζουν ακόμα με την ομορφιά τους. Όσα χρόνια έζησε αυτό το λαμπερό μυαλό, αυτή η ποιητική ιδιοφυία, τα έζησε μόνο για την ποίηση, ονειρεύτηκε και εργάστηκε μόνο γι’ αυτήν έχοντας πάντοτε το πνεύμα του υπερυψωμένο και σε απόσταση από τη γη αυτή που εμείς υπερήφανα και αφελώς πατούμε. Περισυνέλεγε από αυτή τη γη μόνο ό,τι του χρειαζόταν, την ομορφιά της φύσης κυρίως. Μεταχειρίζεται τη φύση με τη σοφία και τη φερεγγυότητά της σαν ένα τεράστιο εργαστήρι ζωγραφικής.
Μια θεωρία λέει πως ο δημιουργός στην ουσία δεν το χρειάζεται το γούστο, γιατί το γούστο δεν δημιουργεί, δεν κάνει απολύτως τίποτα, μόνο δέχεται. Ο Κητς διέθετε κι απ’ αυτό, και το καλλιέργησε και με το παραπάνω. Γι’ αυτό ίσως να νοιώθουμε πως είναι ο πλέον σοβαρός και κατ’ εξοχήν ευυπόληπτος καλλιεργητής της ποιητικής ομορφιάς. Τα ποιήματά του μοιάζουν με αργοκίνητες τελετές φορτωμένες χρυσάφι, ομορφιά κι ευγένεια. Ανάμεσα από τους στίχους τους ρέει όχι μελαγχολία, αλλά ένα φυσικό είδος λύπης.
Για παρέα του είχε τα πλέον κατάλληλα πρόσωπα, καλλιτέχνες και ποιητές. Και δεν είναι τυχαίο πως ο άνθρωπος που τον συνόδεψε στο νότο, όπου ταξίδεψε για την καλυτέρευση της υγείας του, ήταν ο φίλος του ζωγράφος Τζόζεφ Σέβερν, ο οποίος φιλοτέχνησε και το πορτραίτο του ποιητή που κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης. Ήταν αυτός που τον φρόντισε και του συμπαραστάθηκε τις τελευταίες στιγμές του.
Ο Τζων Κητς πέθανε στα 25 του χρόνια στη Ρώμη. Στον τάφο του σύμφωνα με την επιθυμία του χαράχτηκαν τα λόγια: «Εδώ κείται κάποιος που το όνομά του γράφτηκε στο νερό».
[…]
Δεν είναι που ζηλεύω την καλή σου μοίρα,
είναι που με μεθά η χαρά σου,
καθώς, ελαφροφτέρουγη δρυάδα εσύ,
σε σύμπλεγμα μελωδικό
με της οξιάς τα φύλλα και ίσκιους αναρίθμητους,
το καλοκαίρι υμνείς με τη λαμπρή λαλιά σου. […]
(«Ωδή σε ένα αηδόνι»)
Οι επιστολές του Κητς προς τα αδέλφια, τους φίλους του και τους εκδότες του, που συμπεριλαμβάνονται στον τόμο, είναι το ίδιο σημαντικές με τα ποιήματά του. Με σοβαρότητα και αξιοθαύμαστη πνευματική ικανότητα γράφει τις σκέψεις του, τις αγωνίες, τα οράματά του και κυρίως γράφει για την ποίησή του, που φαίνεται να είναι και η σωτηρία του. Ένα φιλοσοφικό συναίσθημα διακρίνεται σ’ αυτές, και μια διάχυτη πίκρα, η πίκρα θαρρείς της προφητείας.
[…] Δεν θυμάμαι να βασίστηκα ποτέ ιδιαίτερα στην ευτυχία –δεν την αναζητώ παρά μονάχα στο παρόν· τίποτα δεν με εκπλήσσει πέρα από τη στιγμή. Ὁ ήλιος που δύει πάντα με επαναφέρει σε ισορροπία – κι αν ένα σπουργίτι έρθει στο παράθυρό μου γίνομαι μέρος της ύπαρξής του και τσιμπολογάω κι εγώ ανάμεσα στα χαλίκια. […]
[…] Έχω τη βεβαιότητα πως αυτό που με κάνει να γράφω δεν είναι άλλο από τη λαχτάρα και την αγάπη μου για την ομορφιά, ακόμα κι αν οι κόποι της νύχτας μου πρέπει να καίγονται κάθε πρωί και κανένα μάτι να μην πέφτει πάνω τους. […]
[…] Ετούτο το πρωινό η ποίηση νίκησε. Ξανακύλησα σ’ αυτές τις αφηρημένες έννοιες που είναι όλη μου η ζωή. Νοιώθω ότι ξέφυγα από μια νέα, παράξενη και απειλητική θλίψη, κι είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Υπάρχει μια τρομερή ζεστασιά στην καρδιά μου, σαν φορτίο αθανασίας. […]
Πρέπει εδώ να ομολογήσω, ως οφείλω άλλωστε, πως το βιβλίο αυτό εν μέρει με αναστάτωσε, με έβαλε σαν να λέμε σε μπελάδες. Γιατί δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση να διαβάζεις εκ νέου ένα μεγάλο ποιητή του 19ου αιώνα σε μια δελεαστική μετάφραση αξιώσεων, που απαιτεί μια ποιητική ματιά από τη μια και μια εκλέπτυνση, μια ελευθερία στην αισθητική αντίληψη από την άλλη. Ύστερα υπάρχουν τα χρόνια που πέρασαν. Είναι ευτύχημα εντέλει που ο «Υπερίων» σημαίνει για μένα σήμερα πολύ περισσότερα από όσα την πρώτη φορά που τον διάβασα. Και πιστεύω πως δεν έπαιξε ρόλο εδώ μόνον η πείρα τόσων χρόνων ζωής, ούτε οι πόνοι που σε οδηγούν σχεδόν δια της βίας στη γνώση και τη σοφία, αλλά και η μετάφραση της Ασπασίας Λαμπρινίδου, η οποία διατηρεί κατά τη γνώμη μου την ουσία της ποιητικής του Άγγλου ποιητή.
[…] Ίχνη ποδιών μεγάλων στην άμμο, οδηγούσαν
εκεί που το βήμα του τον είχε φέρει
κι όπου τώρα κοιμόταν. Στο υγρό χώμα
αδύναμο, άτονο, νεκρό, χωρίς το σκήπτρο
το χέρι του· τα μάτια του κλειστά, δεν κυβερνούσαν.
Η κεφαλή σκυφτή σα να αφουγκράζεται τη Γη,
αρχαία μητέρα του, στερνή παρηγοριά του. […]
(«Υπερίων»)
Για μένα τώρα δεν υπάρχει άλλος Κρόνος· ούτε εκείνος ο όμορφος του Ρούμπενς, ούτε αυτός ο αγροίκος φτωχοδιάβολος του Γκόγια, παρά μόνο τούτος δω του Τζων Κητς· του ποιητή που αγάπησε τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων το ίδιο με τη φωτεινή. Γιατί και τα δυο, καθώς λέει, οδηγούν στο στοχασμό.
(*) Η Ειρήνη Κίτσιου είναι συγγραφέας. Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας – Περιοδικό “www.oanagnostis.gr” 2022
Υπέροχη η κριτική της Ειρήνης Κίτσιου !!!!