γράφει ο Λευτέρης Ξανθόπουλος
Ο στρατιωτικός γιατρός και μείζων σύγχρονος διηγηματογράφος μας Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος παίρνει μετάθεση τον Αύγουστο 1981 για την Νάουσα Ημαθίας, προκειμένου να συμπληρώσει χρόνο Διοικήσεως, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς. Ως γενικός αρχίατρος (συνταγματάρχης) αναλαμβάνει τα καθήκοντα του Φρούραρχου της πόλης. Από το στράτευμα τού παραχωρείται διαμέρισμα, που προορίζεται για κατοικία τού εκάστοτε ανώτερου αξιωματικού, πάνω από την Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Ναούσης. Ο Ηλίας εγκαθίσταται με την επίσης ιατρό σύζυγό του Νιόβη.
Από την πρώτη στιγμή τού κάνει εντύπωση ένα υψηλής αισθητικής χρωματισμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο που βρίσκεται καδραρισμένο και αναρτημένο σε κεντρικό σημείο στον τοίχο τού υπνοδωματίου. Η κρεβατοκάμαρα βλέπει στον κεντρικό δρόμο της πόλης, την οδό Μεραρχίας. Στην κάτω δεξιά μεριά του σχεδίου διαβάζει ιδιόχειρη γραφή, «Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Ναούσης, Στρατιώτης αρχιτέκτων Χρήστος Παπουτσάκης.»
Έκπληκτος με το αναπάντεχο εύρημα ο Ηλίας, τηλεφωνεί στον Χρήστο του Αντί στην Αθήνα, που τον γνωρίζει πολύ καλά από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, τον πληροφορεί για την τυχαία συνάντηση που είχε με το αρχιτεκτονικό του σχέδιο και τον ρωτάει όλος απορία, «γιατί βρε Χρήστο έβαλες το υπνοδωμάτιο πάνω στον κεντρικό δρόμο, που έχει τόση φασαρία και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε το βράδυ και δεν το τοποθέτησες όπως θα έπρεπε, στην πίσω μεριά της οικοδομής, που βλέπει σε ένα υπέροχο άλσος;»
Ο Χρήστος Παπουτσάκης, που υπηρέτησε μέρος της στρατιωτικής του θητείας σε εκείνη την περιοχή στα μέσα της δεκαετίας του ’50, του απαντάει στο τηλέφωνο, «διότι έτσι το ήθελε ο αξιωματικός για τον οποίο προορίζονταν το διαμέρισμα. Ήθελε να βλέπει από το παράθυρο τού υπνοδωματίου του την έπαρση και υποστολή της σημαίας καθώς και όλες τις στρατιωτικές παρελάσεις, ήθελε να τα παρακολουθεί όλα από ψηλά!»
Ο Ηλίας πακετάρισε την άλλη ημέρα κιόλας το κάδρο και το απέστειλε ταχυδρομικώς στον δημιουργό και νόμιμο δικαιούχο του, τον αρχιτέκτονα Χρήστο Παπουτσάκη της Δημοχάρους 60, επιφανή εμπνευστή και εκδότη του δεκαπενθήμερου περιοδικού Αντί.
Ο Χρήστος υπήρξε ο πρώτος και ο καλύτερος εργοδότης μου. Σε μια εποχή (τέλη της δεκαετίας του 1970), που ήταν πρωτάκουστο για ένα περιοδικό του είδους του να αμοίβει συνεργάτες του για άρθρα καλλιτεχνικού περιεχομένου, η Πολιτική και πολιτιστική επιθεώρηση Αντί με πλήρωνε με το μυθικό ποσό των 700 δρχ ανά σελίδα. Δύο χρόνια αργότερα, πήρα αύξηση και έφτασα στις 1000 δρχ τη σελίδα.
Τότε ζούσα στην Δυτική Γερμανία, παρακολουθούσα ανελλιπώς τα διεθνή κινηματογραφικά Φεστιβάλ καθώς και άλλα γεγονότα πολιτισμού και έστελνα τις ανταποκρίσεις μου στο Αντί. Στο τεύχος αρ. 102 της 01.07.1978 δημοσιεύθηκε το πρώτο μέρος της πρώτης μου συνεργασίας με τον τίτλο «Όμπερχάουζεν 1978 – το 10ο γερμανικό και 24ο διεθνές Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους». Στο αμέσως επόμενο τεύχος αρ. 103 της 15.07.1978 ακολούθησε το δεύτερο μέρος, και τα δύο κείμενα με τις σχετικές φωτογραφίες που συνόδευαν τις ταινίες, σύνολο σελίδων επτά. Σκέφτομαι σήμερα πως αυτό ακριβώς το άνοιγμα του περιοδικού προς το καινούργιο και το άγνωστο ως τότε χαρακτήριζε το οικουμενικό προσανατολισμό που επεδίωκε με τον αριστερό του λόγο ο Χρήστος Παπουτσάκης.
Το Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους του Όμπερχάουζεν, είναι ίσως το μεγαλύτερο στο είδος του στην Ευρώπη και το πλέον έγκυρο. Ακολούθησαν ανταποκρίσεις μου από τα Φεστιβάλ κινηματογράφου του Μάννχάιμ, την διεθή έκθεση βιβλίου στην Φραγκφούρτη και τα επόμενα χρόνια, καθώς πηγαινοερχόμουν στην Ελλάδα με τις ταινίες μου της Γερμανίας, τα Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και μικρού μήκους Δράμας καθώς και οι δραστηριότητες των κινηματογραφικών λεσχών ανά την επικράτεια.
Συνέχισα την συνεργασία μου με το Αντί και όταν επέστρεψα οριστικά, αρχές του ’80 στον τόπο μου, και παρ’ ότι νέος και άπειρος αρχικά, δεν δέχτηκα ποτέ από τον Χρήστο ουδεμία υπόδειξη ή παρέμβαση ή διόρθωση ή εντολή σε σχέση με τα κείμενά μου, τον τρόπο γραφής, τους ιδεολογικές και αισθητικές επιλογές μου. Η γενναιοδωρία, η εντιμότητά, η ακεραιότητα και το αίσθημα δικαίου που εξέπεμπε με ακολουθούν μέχρι σήμερα.
Κάποια μέρα πέρασα από τα γραφεία του Αντί να παραδώσω δαχτυλόγραφο συνεργασίας μου. Σε ένα από τα γραφεία καθόταν ο Θόδωρος Πάγκαλος, ο μετέπειτα πολιτευτής του ΠΑΣΟΚ, τακτικός συνεργάτης του περιοδικού τότε, ο οποίος και σχολίαζε αρνητικά και σε έντονα απαξιωτικό ύφος, απευθυνόμενος σε κάποιον από το απέναντι γραφείο, κείμενό μου για κινηματογραφική ταινία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την οποία ήμουν ιδιαίτερα αρνητικός. Δεν πήραν είδηση ότι βρισκόμουν μέσα στον χώρο των γραφείων και ο Πάγκαλος αντί να υποστηρίξει με επιχειρήματα την ταινία, που τού είχε αρέσει όπως ισχυριζόταν και για την οποία εγώ είχα εκφραστεί αρνητικά άρχισε να με υβρίζει χωρίς καν να με γνωρίζει· και τι δεν έλεγε, δεν θυμάμαι σήμερα πιά.
Δήλωσα αμέσως την παρουσία μου, προσπάθησα να υπερασπιστώ το κείμενό μου και στο τέλος φτάσαμε να τσακωνόμαστε άγρια και θα αρπαζόμασταν κανονικά, θα ερχόμασταν στα χέρια αν δεν πεταγόταν από το γραφείο του ο Χρήστος έξαλλος, αν δεν στεκόταν ανάμεσά μας με την ογκώδη και επιβλητική παρουσία του και αν δεν μας έβαζε και τους δυό με δυνατές φωνές στη θέση μας.
Μας τα έψαλε για τα καλά, μας είπε «ντροπή σας, ολόκληροι μαντράχαλοι» και μετά βγήκε από την αρένα φουριόζος όπως είχε μπει, γύρισε στο γραφείο του και σαν να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα έσκυψε και πάλι πάνω από τα χαρτιά, που είχε απλωμένα μπροστά του και συνέχισε να δουλεύει. Εμείς, βάλαμε κάτω το κεφάλι, ο Πάγκαλος γύρισε στη θέση του κι εγώ, σαν βρεγμένη γάτα, προτίμησα την άμεση έξοδο από το υπόγειο της Δημοχάρους 60 αφού βεβαίως είχα παραδώσει στον αρμόδιο την συνεργασία μου.
Ο Χρήστος, την περίοδο που σπούδαζε στο Πολυτεχνείο, κατοικούσε στην γειτονιά μου στο Πολύγωνο, σε δωματιάκι που νοίκιαζε στην αυλή της Κωνσταντίας, επί της οδού Αγίου Στεφάνου, πολύ κοντά στο σπίτι μας. Εγώ ήμουν μικρό παιδί τότε, δεν τα γνωρίζω από πρώτο χέρι, μου τα διηγήθηκε πολύ αργότερα η μάνα μου. Κάποτε, ένα κρύωμα τού γύρισε σε βαριά πνευμονία, και ευτυχώς στη θαυματουργή πενικιλίνη, κάλεσαν την νοσοκόμα μητέρα μου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού να του κάνει τις σχετικές ενέσεις, γιατί αυτή ήταν η δουλειά της, η «ενεσού» της γειτονιάς. Μου έλεγε λοιπόν η μάνα μου πολλά χρόνια μετά, βάζοντας τα γέλια ότι ό Χρήστος έφαγε τόσες ενέσεις από το χέρι της, που ο πισινός του κατάντησε σουρωτήρι.
Στο τελευταίο διάστημα, ανάμεσα στις άλλες συμμετοχές μου στο περιοδικό, σχεδιάσαμε και οργανώσαμε μαζί με τον Χρήστο Παπουτσάκη και την Άντεια Φραντζή δύο σπουδαία αφιερώματα: στο τεύχος 858 – 859 / 30 Δεκ. 2005 αφιέρωμα στον Μίλτο Σαχτούρη με εξώφυλλο ανέκδοτο σχέδιο της συντρόφου τού Σαχτούρη, εικαστικού Γιάννας Περσάκη και στο τεύχος 900-901 / 27 Ιουλ.- 07 Σεπτ. 2007 αφιέρωμα στον Νίκο Εγγονόπουλο.
Τώρα πια με τον Χρήστο συναντιόμαστε σχεδόν αποκλειστικά σε κηδείες φίλων ή γνωστών. Σε μια τέτοια συνάντηση, αρχές του 2008 στο πρώτο νεκροταφείο, μετά από μια αναχώρηση που δεν θυμάμαι τώρα ποιόν αποχαιρετούσαμε, ο Χρήστος, ήδη αρκετά καταβεβλημένος από την αρρώστια που είχε ήδη εκδηλωθεί και τον τυρρανούσε εκείνη την εποχή, μου μίλησε για το αφιέρωμα που ετοίμαζε στον Αλέκο Αργυρίου. Το τεύχος 919 της 11ης Απριλίου 2008, που έμελλε να είναι και το τελευταίο τού ιστορικού περιοδικού με τίτλο εξωφύλλου ΑΝΤΙ – ΑΝΤΙΟ, κυκλοφόρησε με το αφιέρωμα στον Αργυρίου. Το Αντι έκτοτε βυθίζεται οριστικά και αμετάκλητα στο σκότος και την ανυπαρξία.
Στις 09 Μαρτίου 2009, αναχωρεί και ο Χρήστος Παπουτσάκης. Μετά την εξόδιο ακολουθία, πάλι στο πρώτο νεκροταφείο και πριν ξεκινήσει η σορός για το ταξίδι της στον γενέθλιο τόπο τα Χανιά, βρισκόμαστε να πίνουμε τον καφέ και να τα λέμε σε μιαν άκρη με τον Αργυρίου. Στη συνέχεια, ο Γιώργος Μπράμος, που διέθετε αυτοκίνητο προσφέρθηκε να μεταφέρει τον Αλέκο στο σπίτι που ζούσε τα τελευταία χρόνια, στον περιφερειακό του Λυκαβηττού.
Στη διαδρομή ο Αλέκος ήταν ιδιαίτερα ευδιάθετος, μιλούσε για το μεγάλο του έργο που πλησίαζε στο τέλος του, την Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, είχε έναν νεανικό ενθουσιασμό, τον ρωτούσαμε για τη μέθοδο δουλειάς του, πρόθυμα μας εξηγούσε τον τρόπο με την οποία είχε οργανώσει την έρευνα και την ταξινόμηση του υλικού, τι σκόπευε για τον τελευταίο τόμο, η διαδρομή όμως με το αυτοκίνητο ήταν σύντομη, εγώ ήθελα να πούμε κι άλλα, να τον ακούσω περισσότερο, υποσχεθήκαμε αόριστα να συναντηθούμε ξανά, βγήκε από το αυτοκίνητο με την κίνηση και την ευλυγισία νέου ανθρώπου, χαιρετηθήκαμε.
Ο Αλέκος Αργυρίου έφυγε κι αυτός αναπάντεχα από τη ζωή, δύο μήνες αργότερα στις 22 Μαΐου 2009.-
info: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗΣ (1934-2009), Δέκα χρόνια από την αναχώρησή του