του Τάκη Γεράρδη
Ας πούμε πως σε μια μεγάλη πλατεία υπάρχει πλήθος ανθρώπων. Μια κάμερα στημένη σε μια ταράτσα μας δείχνει τον κόσμο, τον τόπο και την εποχή. Κατόπιν ο σκηνοθέτης με μια δεύτερη κάμερα στημένη μέσα στην πλατεία εστιάζει σε κάποια άτομα, τα βλέπουμε να κινούνται, να μιλούν, να γελάνε ή να κατσουφιάζουν. Κάποιες φορές μια τρίτη κάμερα, φορητή, στέκεται στο πρόσωπο ενός ανθρώπου, παρατηρεί το βλέμμα του, και μέσω αυτού προσπαθεί να εισχωρήσει στα εσώτερα του νου του.
Κάπως έτσι διαβάζω συνήθως τα ιστορικά μυθιστορήματα, σα να βλέπω μια κινηματογραφική ταινία. Και σημασία για μένα, ως προς την αντικειμενικότητα της ιστορίας, έχει όχι τόσο η κάμερα που είναι στημένη στην ταράτσα, ούτε αν θέλετε η φορητή που με μονολόγους και αναστοχασμούς περιγράφει τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, αλλά η δεύτερη που επιλέγει ποιους από το σύνολο της ιστορίας θα μας φωτίσει.
ΟΙ ΑΛΩΒHΤΟΙ είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με πολλές αναγνώσεις, ιδιαίτερα ειλικρινές και τίμιο απέναντι στην ιστορία. Ξεκινά από την Γερμανική κατοχή και διατρέχει την ελληνική πολιτική ιστορία μέχρι τα χρόνια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, αφού πρώτα μας ταξιδέψει στην ΕΣΣΔ και κατόπιν περιπλανηθεί στο Παρίσι και στην εξέγερση του Μάη του ΄68. Πριν τη γερμανική κατοχή, δυο οικογένειες μπλέκουν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Στα επόμενα χρόνια οι ζωές και η δράση των προσώπων του μυθιστορήματος θα επηρεαστούν από αυτή τη σχέση καθοριστικά. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα έχεις την αίσθηση μιας μοίρας που είναι προκαθορισμένη για τους πρωταγωνιστές και που αυτή η μοίρα, όπως στις αρχαίες τραγωδίες, εκπονεί ένα σχέδιο που ξεκινά από παλιούς, απλήρωτους λογαριασμούς των γονιών τους. Εντυπωσιακές περιγραφές της Θεσσαλονίκης με τα λασπωμένα σοκάκια και τα χαμόσπιτά τους, άνθρωποι της φτώχειας και της αντίστασης, οραματιστές που αγωνίζονται και κρύβονται από τους χαφιέδες, αστοί που συνεργάζονται με τους Γερμανούς κι ακόμη πολλά άλλα πρόσωπα που όπου κι αν βαδίζουν σκοντάφτουν μεταξύ τους.
Κυρίαρχα θέματα στο μυθιστόρημα του Τσιράκη είναι η φιλία και ο έρωτας. Ο έρωτας συντηρεί την τραγωδία, αυτός προσπαθεί να την ξεπεράσει. Άλλοτε αυτή η υπέρβαση κατορθώνεται, άλλοτε όχι. Νέοι άνθρωποι αδιαφορούν για τα ταξικά δεσμά τους, ερωτεύονται και συμπορεύονται. Από τα πολλά πρόσωπα που δρουν τέσσερα είναι τα ουσιαστικά. Η γυναίκα, και οι τρεις φίλοι. Η φιλία των τριών αντρών, είναι σαν ακρογωνιαίος λίθος που στηρίζει όλο το οικοδόμημα. Ο Πασχάλης, αριστερός, μορφωμένος και αγωνιστής. Ο Στάθης, συντηρητικός, κεντρώων απόψεων, παλαντζάρει ανάμεσα στο να αφεθεί στο αντιγερμανικό ρεύμα και στο να συνεργαστεί πειθήνια με τους κατακτητές. Οι οικογενειακοί δεσμοί τον κρατούν να μην κάνει το δεύτερο. Η ταλαιπωρία του με τη Μακρόνησο είναι μια συγγραφική υπερβολή, αλλά από τις ελάχιστες που υπάρχουν στο 1ο μέρος του βιβλίου. Κρατώ μιαν επιφύλαξη για το γεγονός πως ίσως είναι αληθινή ιστορία. Άλλωστε έχουμε σε γοητευτική εξιστόρηση, από το ένα μέρος τα ιστορικά γεγονότα και από το άλλο τα πρόσωπα και τις προσωπικές τους καταστάσεις, και δύσκολα αποσαφηνίζεται αν αυτά είναι πλάσματα υπαρκτά ή φανταστικά κι αυτό είναι στα θετικά της γραφής.
Ο τρίτος της παρέας, ο Μήτρος, είναι ο συνεργάτης των Γερμανών, που όμως, μόλις κλείσεις το βιβλίο, γίνεται ο πλέον αληθινός και συμπαθής. Κι αυτό γιατί παρόλο που είναι συνεργάτης των κατακτητών κάνει αντιφατικές αλλά και τολμηρές ενέργειες για να προστατεύσει φίλους του που είναι στην αντίπερα όχθη. Ο Μήτρος είναι ερωτευμένος με μια γυναίκα αγνοώντας, τα πρώτα χρόνια, πως αυτή είναι η γυναίκα του φίλου του Πασχάλη, ο οποίος είναι ήδη αντάρτης στο βουνό. Η Μυρτώ είναι φανατικά προσκολλημένη στο όραμά της, αυτό το να δει την Ελλάδα ελεύθερη και κομμουνιστική, δρα στα δρομάκια της Θεσσαλονίκης αντιστασιακά έχοντας ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά της, κρύβεται και συμμετέχει με πάθος στον αγώνα. Κι ο Μήτρος γίνεται η σκιά της, ο φύλακάς άγγελός της, ποτέ δεν αξιοποιεί το πλεονέκτημα της εξουσίας του για να την κατακτήσει. Περιμένει πως η Μυρτώ θα τον δει από μόνη της τρυφερά, περιμένει, μαθαίνει, βοηθά και τα χρόνια περνούν.
Και μετά τον εμφύλιο άλλος καταφεύγει στο Ανατολικό μπλοκ, γίνεται μεγαλογιατρός, ενσωματώνεται κι αυτός εκεί, στις σοσιαλιστικές χώρες, σε μια διαφορετική αλλά και όμοια εξουσία και άλλος εξελίσσεται σε διευθυντικό μέλος της τράπεζας, ζει την τακτοποιημένη του ζωή χωρίς πολλές – πολλές τύψεις. Κι απομένουν η Μυρτώ που μπαινοβγαίνει στις φυλακές και στα ξερονήσια, ο Μήτρος που την καρτερεί με τραγική υπομονή κι ο μικρός γιος της Μυρτούς και του Πασχάλη, που το κράτος πρόνοιας της απέσπασε βίαια. Κι αυτό το παιδί στην εξέλιξη της υπόθεσης κουβαλά ένα μυστικό, το οποίο ο Μήτρος το γνωρίζει αλλά αποφασίζει να μην της το πει. Ήθελε η Μυρτώ να τον αγαπήσει για όλα τα άλλα του.
Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Το 1ο μέρος είναι πλήρες και αληθινό, οι χαρακτήρες επισκιάζουν την τραγικότητα των ιστορικών συμβάντων που περιγράφονται. Ως αναγνώστη ο Τσιράκης με παρέσυρε μαεστρικά να εστιάσω όχι τόσο στα ιστορικά γεγονότα, όσο στους ήρωές του, στα δικά τους καθημερινά περιστατικά, στις αλλαγές που συντελούνταν στους χαρακτήρες τους, στις δικές τους αποφάσεις και δράσεις. Αυτοί οι άνθρωποι ακόμη κι όταν είναι κακοί και συμβιβασμένοι, γίνονται οικείοι και συμπαθείς, πότε τρυφεροί, πότε βίαιοι, άλλοτε αγωνιστές, άλλοτε καταδότες. Η τέχνη του συγγραφέα είναι μοναδική. Με γράψιμο πότε υπαινικτικό, πότε ωμά ρεαλιστικό φωτίζει όλες τις πλευρές των χαρακτήρων των υπερβολικά πολλών προσώπων που μας παρουσιάζει. Κάθε σελίδα, παρόλο που σαν αναγνώστης θες να την τρέξεις για να μάθεις την εξέλιξη, ταυτόχρονα την απολαμβάνεις διαβάζοντάς την αργά, σα να είσαι πεινασμένος μέρες κι όταν σου στρώσουν ένα τραπέζι με καλομαγειρεμένα φαγητά εσύ να μασάς αργά τις μπουκιές σου για να νιώσεις πρώτα τα υγρά να απλώνονται στη γλώσσα και στον ουρανίσκο σου, να απολαμβάνεις το γεύμα σου όχι σαν πρωτόγονος πεινασμένος άνθρωπος, αλλά σαν ένας γνήσιος καλοφαγάς.
Στο 2ο μέρος τα ιστορικά γεγονότα είναι καταιγιστικά, κάποιους από τους ήρωες τούς συμπαρασύρουν και τους μεταπλάθουν, αλλά όχι όλους. Ορισμένοι ενσωματώνονται πλήρως στο σύστημα, κάποιοι άλλοι συνεχίζουν όχι ΑΛΩΒHΤΟΙ, αλλά τραυματισμένοι, να αναζητούν μια λύτρωση στη δική τους ιστορία. Και παραμένουν ανικανοποίητοι κι αλύτρωτοι. Πάντως, είχα την αίσθηση σ’ αυτό το 2ο μέρος, μιας συστηματικής αποδελτιοποίησης πολιτικών συμβάντων, τα οποία κατά τη γνώμη μου, όσο συναρπαστικά κι αν είναι, όσο ενδιαφέρον κι αν έχουν σαν γεγονότα, αποδυνάμωσαν την ύψιστη αίσθηση της τραγικότητας του 1ου μέρος που εισέπραξα. Η δολοφονία του Λαμπράκη, οι αγώνες της Νεολαίας Λαμπράκη στους δρόμους της Αθήνας, η ΕΔΑ, τα γεγονότα του Μάη του ΄68 στο Παρίσι και η εξέγερση του Πολυτεχνείου, μπορεί να υπήρξαν σπουδαία γεγονότα, όμως το άπλωμα του μυθιστορήματος σε αυτά ίσως να λειτούργησε σαν παραπανίσιο στολίδι σε μια αγνή και τρυφερή κοπέλα. Όχι μόνο δεν το είχε ανάγκη, αλλά αυτό το στολίδι στο τέλος επισκίασε την θεϊκή της ομορφιά. Αλλά, αυτά τα παραπάνω, είναι μια μεροληπτική αίσθηση που αποκόμισα από την ανάγνωση. Γιατί οι θεατές μιας ταινίας ή οι αναγνώστες ενός βιβλίου είμαστε ένα ετερόκλητο και μη αντικειμενικό πλήθος ανθρώπων, και ο σκηνοθέτης ή ο συγγραφέας προσπαθεί να βρει για εμάς μια κοινή συνισταμένη. Ο Τσιράκης το κατάφερε. Έγραψε ένα ιδιαίτερα καλό και ενδιαφέρον μυθιστόρημα, που αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα μάθημα ιστορίας.
info: Βασίλης Τσιράκης, Οι αλώβητοι, Τόπος