του Μιχ. Γ. Μπακογιάννη(*)
.
[Άργησα πολύ] να φτάσω εδώ,
κάτω από τα γερμένα μάτια του χρόνου
και με τα μάτια του χρόνου να δω
ότι όλα υπάρχουν μες στην ίδια αιτία,
ότι όλα είναι αυτό
κι ότι αυτό που είναι δεν αλλάζει.
(Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου, σ. 27)
f
Ο χρόνος ο περασμένος κι ο μελλούμενος χρόνος
Αυτός που θα μπορούσε να ’ταν κι αυτός που ήταν
Σημαδεύουν σ’ ένα τέρμα που είναι πάντα τωρινό.
(Τόμας Στερν Έλιοτ, «Burnt Norton», στο Η Τετάρτη των Τεφρών. Τα Τραγούδια του Άριελ. Τέσσερα Κουαρτέτα, μτφ. Κλείτος Κύρου, Αθήνα, ύψιλον/βιβλία, 1994, σ. 40)
Όλο το ποιητικό έργο του Σταύρου Ζαφειρίου, βραβευμένου το 2023 με το Κρατικό Βραβείο για τη συλλογή Πράσινος ουρανός, μπλε χορτάρι, εξελίσσεται κατά κύριο λόγο ως προς τη διάσταση του βάθους. Αυτό επιβεβαιώνεται και στο τελευταίο του βιβλίο, στο Χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου (στο εξής: Χρονικό), όπου επανέρχονται ορισμένες από τις βασικές συντεταγμένες της ποιητικής του, όπως είναι αυτές της μεγάλης ποιητικής σύνθεσης, του διακειμενικού συγκρητισμού και του φιλοσοφικού προσανατολισμού ή της σχέσης της ποιητικής του πρόζας με τον θεατρικό λόγο. Στα ποιήματα της συλλογής επανέρχονται, επίσης, τα θέματα που τον απασχολούν ποικιλότροπα ήδη από τα πρώτα χρόνια της δημιουργικής του πορείας, λ.χ. η υπαρξιακή αγωνία, ο συγκερασμός της ατομικής με τη συλλογική ιστορική εμπειρία, η μνημονική γραφή, η αγωνία για την έκπτωση και τη διάψευση των πολιτικών πρακτικών, αλλά όχι και των οραμάτων, τα όρια που διαθέτει η γλώσσα ως μηχανισμός αναπαράστασης των εμπειριών και ανακάλυψης νέων πεδίων αυτογνωσίας. Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί ο αναγνώστης: Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν στο Χρονικό τη διάσταση του βάθους; Ποια είναι τα στοιχεία που υφαίνουν τη συνάφεια και τη συνοχή με το προηγούμενο έργο, ειδικά με αυτό από τη συλλογή του 1998 Η Άτροπος των ημερών και μετά;
Πριν επιχειρήσουμε να απαντήσουμε, κρίνουμε σκόπιμο να καταγράψουμε κάποιες διαπιστώσεις ως προς τη δομή του Χρονικού, η οποία φαίνεται να δημιουργεί και δύο διαφορετικές, ευδιάκριτες ποιητικές περιοχές ή, για να μην είμαστε ίσως πιο ακριβείς, δύο ποιητικές περιοχές με διαφορές. Η πρώτη περιοχή φαίνεται να απαρτίζεται από τις τέσσερις εκείνες συνθέσεις που έχουν ως ενοποιητικό συστατικό τη φράση «Ένα τραγούδι για…» στην αρχή του τίτλου: «Ένα τραγούδι», λοιπόν, «για το φεγγάρι στο ποτάμι», «για την αθέατη ραφή», «για την καντηλάφτισσα που σβήνει τα κεριά πριν αποσώσουν» και «Ένα τραγούδι για την Κατερίνα [Γώγου] στο σφαγείο». Πρόκειται για ποιήματα μικρής, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, φόρμας, τα οποία αποπνέουν μια χαμηλής έντασης ελεγειακή τονικότητα και μοιάζουν να είναι «ιντεμέρδια» ανάμεσα στα «επεισόδια» της υπόλοιπης σύνθεσης.
Η δεύτερη περιοχή αποτελείται από αυτά τα «επεισόδια», που αρμολογούνται σε ισάριθμες με τα «ιντερμέδια» εκτενείς ποιητικές πρόζες, η καθεμία από τις οποίες αποτελείται από πέντε ενότητες ή μέρη, που διακρίνονται μεταξύ τους από ένα διαφορετικό κάθε φορά κόσμημα: «Το τέρας στο υπόγειο», «Είναι αυτό», «Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου» και «Ο τελευταίος ήχος του κόσμου». Στα τέσσερα «επεισόδια», το υποκείμενο αναμετράται με τις μεγάλες ανησυχίες και αγωνίες που αφορούν τον εαυτό, την πάσχουσα συνείδηση και τον βιωμένο κοινωνικό πόνο. Όλα τα «επεισόδια» είναι αρθρωμένα με την αγαπημένη στον Ζαφειρίου συνθήκη της μοντερνιστικής νεωτερικότητας και της έλξης που ασκούν το παράδοξο, το αναπάντεχο και το ανατρεπτικό χιούμορ, με το οποίο προστίθενται διακριτικές ειρωνικές πινελιές. Μολονότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να συζητήσει κανείς τις δύο αυτές ποιητικές περιοχές του βιβλίου, τις συνάψεις και τις αποκλίσεις, θα επιλέξουμε να επιμείνουμε στο κεντρικό ερώτημα: Ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν τη διάσταση του βάθους και που, σε κάποιον βαθμό, αποτελούν και έναν κοινό τόπο για τις δύο ποιητικές περιοχές;
Στο «Τέρας στο υπόγειο», οι θεματικοί πυρήνες περιστρέφονται γύρω από τον άξονα της μνήμης και του λόγου που γίνεται φορέας σημασιοδότησης του εαυτού και του κόσμου:
Έρχομαι τώρα ο αυτουργός της μνήμης
με μία βέργα από κρανιά και τον σουγιά
να χώνεται στη μαλακή της φλούδα,
[…]
Λόγε του ανθρώπου, πορεύσου.
[…]
Πορεύσου, πορεύσου στη γειτονιά που μεγάλωσα,
με τα κοντά παντελόνια αυτού του παιδιού,
με τις φέτες του μουσκεμένου ψωμιού πασπαλισμένες ζάχαρη στο χέρι,
με το χέρι σφιγμένο στον λαιμό του μικρού καναριού· (σ. 15, 18, 19)
Ο ποιητής δεν επικαλείται τον λόγο για να ανασυστήσει διά της μνήμης την παιδική και νεανική του ζωή στα στενά δρομάκια και στα τοπόσημα της Θεσσαλονίκης του τέλους του 1960 και αρχών του 1970, αλλά για να αναμετρηθεί με ό,τι τον οδήγησε στα ερείπια του παρόντος, στων μύθων [τ]ου τα άχρηστα υλικά, στην τερατόμορφη όψη του ίδιου του εαυτού:
Κι αν τώρα φέρνω πάλι στη μνήμη το κόκκινο παιδικό μου ποδήλατο,
την τσουκνίδα και την άγρια μολόχα στην παλιά μας αυλή,
τα κίτρινα μάτια του γάτου στη στέγη του αχυρώνα τις νύχτες·
κι αν τώρα επιστρέφω σ’ αυτή την ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία που δεν τραβήχτηκε ποτέ,
άλλαζε όμως την άδεια της θέση από τοίχο σε τοίχο,
σβήνοντας κάτι απ’ τα πρόσωπα κάθε φορά,
ωχραίνοντάς τα ώς την αορατότητα,
είναι επειδή έχει φτάσει το σημείο του χρόνου
όπου εκείνα που ίσως δεν υπήρξαν ποτέ υπάρχουν τώρα
σαν γοερά ερείπια στα χέρια μου,
όπου εκείνα που ίσως δεν ήταν ποτέ είναι τώρα
η γοερή φωνή του τέρατός μου. (σ. 20)
Στο πεντάπτυχο ποίημα «Είναι αυτό», ο αναγνώστης παρακολουθεί μέσα από αλλεπάλληλες καταφάσεις την κατάκτηση από την ποιητική φωνή μιας νέας περιοχής αυτοσυνειδησίας, που συμβολοποιείται ως άβυσσος, η οποία, αν και θα περίμενε κανείς να προκαλεί τρόμο για τον ζόφο και την έκτασή της, οδηγεί στον αναστοχασμό για τη φύση και την ιδιοσυστασία τού τέρατος-εαυτού:
Εδώ, εδώ· να φτάσω εδώ και να βρω
πως είναι δικά μου και η φωτιά και η στάχτη,
το νερό που αναβλύζει κι η στερεμένη πηγή,
πως είναι δικό μου το δάκρυ στην παρειά του αλόγου,
δικό μου το ρόδο που ανθίζει,
δικό μου το ρόδο που έχει πια μαραθεί. (σ. 27-28)
Η αίσθηση της αβύσσου που γεννά στον ποιητή ο ατομικός και ο συλλογικός εαυτός-τέρας, ειδικά όταν αυτός περιπλέει τα όρια της ελεύθερης βούλησης, καθώς και η αναστοχαστική διάθεση που προκαλείται παίρνουν μια νέα κατεύθυνση στα τρία εκείνα μέρη του ποιήματος «Είναι αυτό» τα οποία, με μια δόση ανατρεπτικού χιούμορ, έχουν ενσωματωμένες πολιτισμικές ορίζουσες από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία, από την εμβληματική ντοστεγιεφσκική μυθοπλαστική φιγούρα του Ρασκόλνικοφ και από την πρόσφατη ευρωπαϊκή φιλμογραφία, για να αναδειχθεί έτσι το έξοχο του ανθρώπου που ηττήθηκε / στη βιβλική του μάχη με τον άνθρωπο και να εκφραστεί η θλίψη της ποιητικής φωνής που σαν σε λούπα παρακολουθεί τη δίχως νόημα, ανόητη ζωή, που αρκεί, αρκεί, αρκεί να ’ναι ζωή (σ. 29).
Και από τον άνθρωπο που ως ον ηττήθηκε, η ποιητική φωνή επιστρέφει στη συνείδησή της, για να ξαναθέσει ερωτήματα σαν αυτά: Κατά πόσον μπορεί ο βιωμένος χρόνος να ανασυσταθεί με πληρότητα; Ποιος είναι ο απόηχος από την ανεκπλήρωτη μεσσιανική υπόσχεση διαρκείας για τον παράδεισο; Ποιες είναι οι αντοχές του ποιητή απέναντι στο φορτίο της μνήμης, του έρωτα, της απώλειας και του θανάτου; Στα οριακά σημεία αυτής της εσωτερικής ψηλάφησης, η ποίηση γίνεται η νησίδα, το ποθητό θαύμα, αυτό το merveilleux που θα επιτρέψει στην ποιητική συνείδηση ν’ αρταίν[ει] τις λέξεις / που μ’ αυτές θα καλεί η ψυχή [της] τον μάγο της, για να παρηγορεί την ανθρώπινη ύπαρξη, όταν αυτή δοκιμάζεται από την ήττα του προσώπου της, από τη μοναξιά, από τα μεγάλα διλήμματα και από την αβάστακτη ελαφρότητα της ελευθερίας:
Πορεύσου στο λίγο, πορεύσου στο πολύ
–— λίγος είναι ο μεγάλος ουρανός που ονειρεύεσαι,
πολύς ο λίγος ουρανός που σε παρηγορεί.
Πορεύσου. Πορεύσου.
Πήγαινε στο σωστό, πάνε στο λάθος·
σ’ αυτόν που λέει:
«Ό,τι έχει υπάρξει μια φορά, θα υπάρχει πάντα»·
σ’ αυτόν που λέει:
«Υπάρχει πάντα μονάχα εκείνο που δεν έχει υπάρξει ποτέ».
Ποιο είναι το λάθος; Ποιο είναι το σωστό;
Λόγε του ανθρώπου, λόγε μου πορεύσου. (σ. 33-34)
Όπως, όμως, συμβαίνει σχεδόν πάντα στο έργο του Ζαφειρίου, έρχεται η στιγμή κατά την οποία η ποιητική φωνή θα αντικρίσει απευθείας το βαθύ συλλογικό και ατομικό τραύμα που άφησαν στη συνείδησή της η Ιστορία και ο κοινωνικός πόνος, ακόμα και εάν αυτό το τραύμα δεν σχετίζεται απευθείας με το βίωμα αλλά με τη διαμεσολαβημένη υποδοχή και αναγνώρισή του — ίσως μάλιστα και ακριβώς εξαιτίας αυτού η πληγή να παραμένει δυσεπούλωτη και αέναα παρούσα, προκαλώντας στη συνείδηση κύματα ενοχής. Ήταν εκείνος ο καιρός που γύριζαν τα νύχια των αντρών / και το αίμα αγρίευε στων γυναικών τα καταμήνια.. / Κι ένα μονάχα βήμα χώριζε τις ψυχές απ’ τον σκορπιό τους, γράφει στην αρχή του τρίτου «επεισοδίου» (σ. 39), που έχει τον τίτλο που δόθηκε σε ολόκληρο το βιβλίο. Ο αναγνώστης παρακολουθεί στο «Χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου» την ιδιαίτερη εμπειρία της συνείδησης, η οποία, με έναν ρυθμό κοφτό, δωρικό, με έναν ρυθμό της μιας ανάσας, μπορεί να μελαγχολεί για το πεδίο των νεκρωμένων πραγμάτων και να νιώθει δέος ή αγωνία για τη σχάση του χωροχρόνου, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί και λαμβάνει, όπως και ο αναγνώστης, το ίαμα, που βέβαια είναι δραστικό μόνον μέσα στην περιοχή της φαντασίας και του ποιητικού λόγου: Ο ποιητής φέρνει δίπλα δίπλα μια ολόκληρη κοινότητα ανθρώπων, από τη Λούξενμπουργκ και τον Τσε, από τον Παλληκαρίδη και τον Αντύπα, από τον Τρακλ, τον Καρυωτάκη και τη Γώγου μέχρι και τον άστεγο που πεθαίνει πάνω στο χαρτονένιο του στρώμα, ο θάνατος των οποίων συμβολοποιεί με πολλούς τρόπους και τη διαμαρτυρία και την καταγγελία, μα και το ζωντανό όραμα για έναν διαφορετικό κόσμο. Η κοινότητα αυτή αξιώνεται έτσι μια νέα γένεση, εντός του σύμπαντος που δημιουργεί ο Ζαφειρίου:
Και βρίσκομαι εδώ, στο σημείο γραφής μνημονεύοντας·
και αυτό ίσως να είναι αρκετό,
αν είναι αρκετό ένα όνομα πλάι στον θάνατό του,
αν είναι αρκετός ένας θάνατος για όλες τις εποχές, για όλη τη μνήμη.
Και αυτό ίσως να είναι αρκετό, αν είναι η γραφή η συνείδηση
του πάντοτε τελευταίου θανάτου. (σ. 46)
Η αναμέτρηση του ποιητή με την άβυσσο του εαυτού-τέρατος, με το τραύμα της απώλειας του ανθρώπινου προσώπου από τη δραματική επενέργεια των μεταπολεμικών «δύσκολων καιρών», με την περιστασιακή ή μονιμότερη αίσθηση της σχάσης του χωροχρόνου, δεν οδηγεί τελικά την ποιητική φωνή σε αδιέξοδο, όσο οδυνηρή και εάν γίνεται αυτή η εμπειρία. Στις κρίσιμες καμπές αυτής της αναμέτρησης, επανέρχονται ως αντισταθμίσματα η ανακουφιστική λειτουργία του ποιητικού λόγου, τροφοδοτημένη από τη διασταύρωσή της με τη βαθιά ριζωμένη πολιτική υπόσταση του Ζαφειρίου και ενισχυμένη από το μπόλιασμα του λόγου με τα πλούσια κοιτάσματα των διαβασμάτων του ποιητή από την ελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση και νεωτερικότητα, από τον διάλογό του με τον δυτικό πολιτισμικό κανόνα και με τις φιλοσοφικές και θρησκειολογικές εκδοχές του. Μετά από μια τέτοια οδοιπορία, στην τελευταία ποιητική σύνθεση του βιβλίου, στο τελευταίο πια «επεισόδιο», που έχει τον τίτλο «Ο τελευταίος ήχος του κόσμου», αισθητοποιείται ένας χώρος όπου στιγμιότυπα και ήχοι από την παιδική ηλικία και την ενηλικίωση, εικόνες από τη βιωμένη κοινωνική πραγματικότητα και εμπειρίες από τις αναγνωστικές, οπτικές και ακουστικές παραστάσεις συμβολίζουν την αντίσταση στην ερείπωση του παρόντος και στην τραγωδία της ήττας του ανθρώπινου προσώπου:
Ο κόσμος όμως δεν θα τελειώσει έτσι:
Ούτε με έναν κρότο ούτε μ’ ένα λυγμό.
Με όλους τους ήχους του μαζί θα τελειώσει.
Με όλους τους ήχους μου να τους ακούω μαζί. (σ. 59)
Το νέο βιβλίο του Ζαφειρίου προστίθεται στο ευρύτερο ποιητικό εγχείρημά του, για τις διαστάσεις, τη σύσταση και τους εσωτερικούς αναβαθμούς του οποίου είναι μάλλον νωρίς να μιλήσει κανείς. Ή εν πάση περιπτώσει δεν είναι της ώρας. Θα αρκούσε ίσως να σημειώσουμε ότι το Χρονικό, πέρα από το συγκινησιακό αποτέλεσμα, αποτελεί και ένα παράδειγμα, μια ουσιαστικά ευκαιρία αναστοχασμού για τον αναγνώστη. Και αυτό γιατί, σε μια εποχή όπου το άτομο εξακολουθεί να θέλει με πολλούς τρόπους να επιβεβαιώνει την αξία της ατομικότητάς του, σε μια εποχή σχεδόν ασυγκράτητου ναρκισσισμού και μιας πλαστογραφημένης αυτοεικόνας με την οποία συχνά πλαστογραφούνται και φαλκιδεύονται ο εαυτός, η συνείδηση και η ελευθερία της, ο ποιητικός λόγος του Ζαφειρίου επαναφέρει μέσα από την ατομική εμπειρία, η οποία εκβάλλει στο συλλογικό πολιτισμικό και πολιτικό γίγνεσθαι, τη σημασία που έχουν η αίσθηση, ο στοχασμός και η περίσκεψη για τον ιστορικό χρόνο, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τον κόσμο όχι σαν διαστολή μιας ταυτότητας που βρίσκει ενδιαφέρον μόνον σε ό,τι αντανακλά όψεις του νάρκισσου εαυτού και της κουλτούρας της αυτοεπιβεβαίωσης. Ο λόγος του Ζαφειρίου μας προσκαλεί να μην εγκαταλείψουμε ούτε την εμπιστοσύνη μας στη δύναμη του στοχασμού και της αντίληψης ούτε το όραμα για έναν κόσμο με ανθρώπινο πρόσωπο, επειδή μπορεί να μας πληγώνουν ερωτήματα σαν αυτό (σ. 44): Πώς ζήτησε τόσο αίμα ένα τριαντάφυλλο, για να πορφυρωθεί;
(*) Ο Μιχ. Γ.Μπασκογιάννης είναι καθηγητής ΑΠΘ. Το κείμενο είναι από την παρουσίαση του βιβλίου, στη Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου (19 Μαΐου 2024).
Σταύρος Ζαφειρίου, Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου, Αθήνα, Νεφέλη, 2024