γράφει ο Γιώργος Λίλλης
Παρακολουθώ την ποίηση του Πέτρου Γκολίτση από το 2009 όπου έκδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Από τη Μνήμη του χαρτιού, έως την πρόσφατη, Ο εκδορέας του σκότους, παραμένει πιστός σε μια γλώσσα που έχει ως επίκεντρο την αισθητική της κορύφωση.
Ο Γκολίτσης είναι ένας ποιητής που αγγίζει το συναίσθημα. Δεν τον ενδιαφέρει η φιλολογία, προτιμά να αφεθεί σε αυτό το μυστήριο της ανατροπής που καθορίζει την ποιητική τέχνη όταν δεν πέφτει στην παγίδα του να εξηγεί τις τεχνικές της μεθόδους.
Αυτή η ποίηση με έλκει. Που σε παρασύρει στον ιδιαίτερο ρυθμό της. Που ο ποιητής δεν χάνεται, ούτε κρύβεται, αλλά ξεγυμνώνεται μπροστά σου. Είναι ένα θάρρος που δεν το θεωρώ αυτονόητο.
Ο Γκλολίτης είναι ένας ποιητής που δεν φοβήθηκε αυτή την έκθεση. Δεν θέλησε να εγκλωβιστεί η γραφή του σε ταμπέλες και θεωρίες, αναζήτησε την προσωπική του αλήθεια και την κατέγραψε με σθένος. Το γράφει εξάλλου σε ένα ποίημα της τελευταίας του συλλογής:
Ο ποιητής είναι η καρδιά, ναι, ο μυς με τις τέσσερις κοιλότητες του νεωτερικού σώματος(η τρόμπα που σπρώχνει αδιάκοπα, ως γνωστόν, το αίμα), αλλά αντί να αιματώνει όλα τα μέλη του σώματος, από τα ακροδάχτυλα μέχρι της κεφαλής τις ρίζες, ασχολείται με τα νοητικά- φανταστικά μορφώματα και με τις παραισθήσεις του εγκεφάλου, προκαλώντας δυσλειτουργίες και αλλοιώσεις μακροχρόνιες, βλάβες ανεπανόρθωτες που οδηγούν σε δρόμους άλλους.
Παραθέτω αυτούς του στίχους, οι οποίοι εσκεμμένα κλίνουν προς το δοκίμιο, γιατί εδώ στήνεται το σκηνικό της κοσμοθεωρίας του ποιητή. Ο κόσμος όσο γίνεται περισσότερο πεζός, όσο η πραγματικότητα δεναφήνει το περιθώριο για υπέρβαση, κάτι μέσα σου, ανεξήγητο, ωστόσο ισχυρό, ανατρέπει την ευθεία οδό και σε ωθεί να ανακαλύψεις άλλους δρόμους. Αλλιώς δεν θα είχαμε ανάγκη την τέχνη. Θα αρκούμασταν σε ένα πιάτο φαί κι ένα κρεβάτι.
Ο ποιητής είναι αυτός που αιματώνει τα νοητά – φανταστικά μορφώματα. Μπορεί να ακούγεται μπανάλ, μια μορφή υπερβολής, αλλά στέκομαι σε αυτή σαν κάποιον που προσπαθεί να πιαστεί από μια σανίδα για να μην πνιγεί.
Ο Γκολίτσης πιστεύει, ευτυχώς πως μπορεί ο μύθος να υπερασπιστεί, πως η ποίηση, ενώ δεν προσφέρει λύσεις, είναι ουσιαστικά μια αντίσταση χρήσιμη. Δεν μπορώ να μην συγκινηθώ από την Προσευχή του όταν γράφει:
ξέρω, ναι, και συμφωνώ,
πως ξεκινήσαμε αγνωστικιστές –ή έστω άθεοι αν θες-
και πως πλησιάζει η ώρα, στο προσκεφάλι αυτό,
τώρα που ξεψυχάς στο νεκροκρέβατο,
που πρέπει να καταλάβεις,
και πρωτίστως να καταλάβω εγώ,
πως ο θεός δεν είναι ζήτημα φωτός
παρά μονάχα αγάπη
Τρυφερός και συνάμα συμφιλιωμένος με την απώλεια και το χρόνο που περνά βιαστικά, ο Γκολίτσης συνθέτει την αυτοβιογραφία του. Ακόμα κι όταν γράφει για Φέρετρα τυλιγμένα σε ζελατίνη, κατά την γνώμη μου ένα από τα πιο σπουδαία ποιήματα για την περίοδο του Κόβιντ, ο Γκολίτσης αναζητά ένα νοητό παράθυρο για να ατενίσει τον ορίζοντα:
τη στιγμή που σχεδιάζω τρισδιάστατα
ουράνια σώματα σε τροχιές,
-κοίτα- σκάμε σαν πυροτεχνήματα εδώ πέρα
Διαβάζοντας τον Εκδορέα του σκότους, νιώθω μια καθοδήγηση, σαν να μου απλώνει το χέρι ο ποιητής για να ενώσουμε, αναγνώστης και συγγραφέας, τα κενά μας και να πορευτούμε μαζί στη γλωσσική αυτή συνθήκη. Τα ποιήματα της συλλογής, αποτελούν μαρτυρίες μιας έντονης αγωνίας για προσδιορισμό σε ένα κόσμο που γίνεται ολοένα και πιο ακατανόητος.
Η γλώσσα φακός μέσα στο σκοτάδι. Ο δραματικός τόνος ενισχύει αυτή την ώριμη στιγμή της ολοκλήρωσης όπου ο ποιητής καταθέτει την προσωπική του αλήθεια σε κοινή θέα για να την οικειοποιηθούμε. Και το καταφέρνει.
Πέτρος Γκολίτσης, Ο εκδορέας του σκότους, Θράκα