Δημιουργία εντός της δημιουργίας (του Αντώνη Καρτσάκη)

0
183

 

 του Αντώνη Καρτσάκη (*)

Η κριτική είναι λόγος για τη λογοτεχνία. Η λογοτεχνική κριτική, ως «δημιουργία εντός της δημιουργίας»,[1] είναι ένα σχόλιο πάνω σ’ ένα έργο και περιλαμβάνει τον διάλογο σχετικά με τις αρχές, τη θεωρία και την αισθητική της λογοτεχνίας, τη γνωστή από το παρελθόν ποιητική και ρητορική.[2] Η αξία της έγκειται όχι στην αλήθεια αλλά στην εγκυρότητα, στον τρόπο που υποδεικνύει για την ανάγνωση της λογοτεχνίας.[3] Έχει λιγότερο αξιολογικό και περισσότερο ενημερωτικό-διαμεσολαβητικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι υποδεικνύει στοιχεία που συνθέτουν τη λογοτεχνική υπόσταση των έργων. Αυτό επιδιώκει ο κριτικός Γεώργιος Ν. Σχορετσανίτης στην πρόσφατη συναγωγή εξήντα επτά κριτικών κειμένων τα οποία στεγάζει κάτω από τον τίτλο Ανατρεπτικοί λογοτεχνικοί έρωτες.[4]

Στον καλαίσθητο τόμο, από τις εκδόσεις Οδός Πανός, ο συγγραφέας επικυρώνει την άποψη ότι «η καλή λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα, η κακή λογοτεχνία τα απαντά.[5] Ή, αλλιώς, ότι «η γνήσια λογοτεχνία δεν είναι αυτή που κολακεύει τον αναγνώστη, επιβεβαιώνοντας τις προκαταλήψεις του, αλλά εκείνη που τον κεντρίζει και τον στριμώχνει, που τον αναγκάζει να ξαναλογαριαστεί με τον κόσμο του και με τις βεβαιότητές του», σύμφωνα με τον Κλάουντιο Μάγκρις τον οποίο σχολιάζει ο Σχορετσανίτης.[6] Στον τόμο αυτό ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με βιβλία «καλής» και «γνήσιας» λογοτεχνίας που τον «κεντρίζουν».

Ποια είναι τα βιβλία αυτά; Πρόκειται για σημαντικούς λογοτέχνες, όπως ο Αμερικανός διηγηματογράφος και ποιητής Ρέιμοντ Κάρβερ (Αρχάριοι, Μεταίχμιο, 2018), ο Γιόζεφ Ροτ (Τα χρόνια των ξενοδοχείων, Άγρα 2019), ο Τζων Μπάλβιν (Η Θάλασσα, Καστανιώτης 2018), ο Λάσλο Κρασναχορκάι (Το ταγκό του Σατανά, Πόλις 2018), ο Χρήστος Αργυρού (Αίροτες Ερετικοί, Γκοβόστης 2019), ο Αντρέα Καμιλλέρι (Το ολόδικό μου, Ελληνικά Γράμματα 2019), η Τζούνα Μπαρνς (Νυχτοδάσος, Gutenberg 2019), o Σωλ Μπέλοου (Άδραξε τη μέρα, Καστανιώτης 2018), ο πρόσφατα χαμένος Μιχάλης Τζανάκης (Ο αιώνας του καπετάνιου, Ραδάμανθυς 2020), ο Μένης Κουμανταρέας (Τα μηχανάκια, Πατάκης 2019),  η Ελίζαμπεθ Στράουτ (Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, Άγρα 2019) και για άλλους πολλούς. Η περιδιάβαση στους τίτλους δείχνει ότι ο συγγραφέας δεν εφαρμόζει αποκλεισμούς ούτε δεσμεύεται από τον περίφημο «δυτικό κανόνα». Το κριτήριό του είναι η λογοτεχνική ποιότητα.

Ποια είναι η κριτική τακτική του Σχορετσανίτη στα κείμενα αυτά; Ως καλός αναγνώστης ο συγγραφέας προσεγγίζει με σεβασμό τη λογοτεχνική δημιουργία. Κατοπτεύοντας με θαυμαστή επάρκεια το έργο των συγγραφέων, παρέχει μια ευρεία αναγνωστική βάση, παραθέτοντας τις απαραίτητες βιογραφικές ή άλλες πληροφορίες, κάποτε εκπληκτικές λεπτομέρειες για έργα και δημιουργούς. Για να σχολιάσει, για παράδειγμα, την ποιητική συλλογή Σκηνές καθημερινότητας του κόμη Αλέξιου Ντε Λα Βέγκα του Βαγγέλη Αλεξόπουλου, ανατρέχει στο προηγούμενο έργο του ποιητή και ανιχνεύει σε αυτό τους σπερματικούς πυρήνες του (σ. 99-100). Η αναφορά στο προγενέστερο έργο του Ούγγρου Λάσλο Κρασναχορκάι δημιουργεί προοπτικές βαθύτερης κατανόησης του έργου (Η επιστροφή του βαρόνου Βένγκχαϊμ, σ. 377). Το ίδιο και στο λογοτεχνικό έργο της κοινωνιολόγου Χριστίνας Καράμπελα  (σ. 306) ή του Γιώργου Βέη (σ. 309 κ.ε.)

Παράλληλα, επιχειρεί να εντάξει το έργο στο ιστορικό του πλαίσιο, προκειμένου να κάνει ευχερέστερη την κατανόηση. Η αναφορά στην ιστορική πραγματικότητα της Μεγάλης Βρετανίας των αρχών του 20ού αιώνα παρέχει την υποστηρικτική βάση για την ανάγνωση του έργου της Τζούνα Μπαρνς (Νυχτοδάσος, σ. 122). Το ίδιο και η αναφορά στο ελληνικό μετεμφυλιακό κλίμα μέσα στο οποίο εξελίσσεται η πεζογραφία του Μένη Κουμανταρέα (σ. 227) ή η τραγική πραγματικότητα της μεγάλης πείνας του 1845, που υπόκειται στο εντυπωσιακό μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρι (Μέρες δίχως τέλος, σ. 237). Ο αναγνώστης κατανοεί πληρέστερα το μυθιστόρημα του Τζον Μιούκαν (Τα 39 σκαλοπάτια, σ. 343), αν το εντάξει, όπως προτείνει ο κριτικός, στα ιστορικά συμφραζόμενα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλοτε η ευρεία διακειμενικότητα και οι σχετικές πληροφορίες συντείνουν στην εξοικείωση με τον δημιουργό και το έργο: ο Σικελός Αντρέα Καμιλλέρι δίδει στον ήρωά του το όνομα του Μονταλμπάν, τιμώντας τον Καταλανό ομότεχνό του (σ. 112-113). Οι πληροφορίες για το μορφωτικό υπόβαθρο του νομπελίστα Σωλ Μπέλοου φωτίζουν την ιδεολογική του εξέλιξη (Άδραξε τη μέρα, σ. 131-133). Τα ιστορικά στοιχεία για την Κουβανική Επανάσταση συμβάλλουν ασφαλώς στην κατανόηση του Γκράχαμ Γκρην (Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα, σ. 145-146).

Τη μεγαλύτερη έκταση στα κριτικά κείμενα καταλαμβάνει η αναφορά στα  περιεχόμενα των έργων. Ο Σχορετσανίτης, με τρόπο εύληπτο, με αναλυτικές περιγραφές –ενίοτε υπέρ το δέον εκτεταμένες–, μας φέρνει σε επαφή με σημαντικά, κάποτε  άγνωστα, λογοτεχνικά έργα, πεζά ή ποιητικά. Τα κείμενά του δεν αποτελούν, ωστόσο, μια συγκυριακή συναγωγή. συνιστούν ένα εντυπωσιακά συνεπές και συνεχόμενο εγχείρημα. Η αναπαλλοτρίωτη γνώση και η επίπονη έρευνα τροφοδοτούν την αφήγηση, μέσω μιας ευφορικής χρήσης της γλώσσας, και συγκροτούν ένα βιβλίο με συγκεκριμένο συνεκτικό άξονα, εκείνον της πολύμορφης και πολύτροπης παρουσίας του έρωτα. Έρωτες δύσκολοι, μαρτυρικοί, θνησιγενείς, ανιαροί, ατελέσφοροι, αλλά και ρομαντικές ιστορίες αγάπης συνδυάζονται με ζητήματα καθημερινότητας, με θέματα μοναξιάς, υπαρξιακής αναζήτησης, σεξουαλικής απελευθέρωσης. Αλλά «Δεν είναι εύκολη υπόθεση ο έρωτας / ακόμη κι αν βρεις το αντικλείδι του / σε περιμένει στη γωνία ο αντίλαλος / η διαφορετική μορφή της μοναξιάς / γιατί ο εαυτός σου είναι πάντα ένας», συμπεραίνει ο κριτικός με τα λόγια του ποιητή Γιώργου Γκανέλη (σ. 364).

Ο σεβασμός στα κείμενα οδηγεί τον κριτικό στον λόγο των δημιουργών: πλάι στη δική του αφήγηση παραθέτει αποσπάσματα των έργων, οδηγώντας μας κατευθείαν στις πηγές. Αλλά η ουσιωδέστερη εισφορά του, που μαρτυρεί βαθιά γνώση των κειμένων, είναι η εστίαση στην ουσία, στα σημεία αιχμής των έργων: «Ο συγγραφέας δεν αναλώνεται», γράφει για τον Μάριο Ινσένγκι, «σε ατέρμονες μάχες, λεπτομέρειες και χρονολογίες. Αντ’ αυτών προτιμά την εστίασή του στον άνθρωπο, στον στρατιώτη, πώς αντιδρά το νευρικό του σύστημα στον χαλασμό, το μετατραυματικό σύνδρομο που κάποιοι θα εμφανίσουν υποχρεωτικά αργότερα […]» (Ο μεγάλος πόλεμος, σ. 223). Και αλλού: «Ο Γιάκομπσεν ξεδιπλώνει σε λίγες σελίδες τη βαθύτερη ψυχολογία του ανθρώπου, καταγγέλλει την υποκρισία της εποχής, την εύκολη προσφυγή του ανθρώπου στη βία, την αντικοινωνικότητα, την αμαρτία, όλα εκείνα τελικά που προηγουμένως  καταδίκαζε απερίφραστα» (Πανούκλα στο Μπέργκαμο, σ. 231).

Η γνώση οδηγεί στη γνώμη και στην κριτική τόλμη. Ο Σχορετσανίτης εκφέρει με παρρησία την άποψή του και διατυπώνει εύστοχες παρατηρήσεις. Σχολιάζοντας το μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς Πλατεία Ουάσιγκτον, παρατηρεί: «Ο τίτλος του μυθιστορήματος σηματοδοτεί ακόμα ένα στάδιο στην πορεία της αμερικανικής δημοκρατίας στην οποία κάνουν την ενοχλητική τους εμφάνιση οι πλούσιες και κερδοφόρες περιουσίες και όπου η απλότητα έρχεται να αμφισβητηθεί και να αποφευχθεί με κάθε τρόπο από τους ανερχόμενους κοινωνικά κατοίκους» (σ. 182-3). Και αλλού: «Ο Στιγκ Ντάγκερμαν […] κοιτάζει τα πράγματα με διεισδυτικά, σοφά και έντονα αναρχικά μάτια από απόσταση, με ειλικρίνεια και συμπόνια. Η αναντίρρητη και προφανής αρετή του Ντάγκερμαν είναι ο αναρχισμός του μυαλού και του πνεύματός του και ίσως αυτό να κάνει τελικά το Γερμανικό Φθινόπωρο ένα υπέροχο αλλά και συνταρακτικό, ταυτόχρονα, βιβλίο» (σ. 187-8). Η κριτική τόλμη αποτυπώνεται ενίοτε σε παρατηρήσεις ιδεολογικού τύπου που φωτίζουν άλλες αναγνωστικές παραμέτρους της γραφής: «Ο συγγραφέας (: Λάσλο Κρασναχορκάι), γεμίζει τις σελίδες του με πινελιές ευρωπαϊκών εθνικισμών, όπως με τον αυστριακό ελεγκτή του τραίνου ο οποίος παρατηρεί ότι ακόμα και αυτοί, οι Ούγγροι, στην άλλη πλευρά των συνόρων, προσπαθούσαν να συμμορφωθούν με τα ευρωπαϊκά πρότυπα […]» (Η επιστροφή του βαρόνου Βένγκχαϊμ, σ. 381).[7]

Η ευρύτερη γνώση των λογοτεχνικών πραγμάτων επιτρέπει συσχετισμούς και παραλληλισμούς οι οποίοι, χωρίς να εκτρέπουν από τον κεντρικό στόχο, συντείνουν στην πληρέστερη κατανόηση των έργων. Σχολιάζοντας, π.χ., ο κριτικός τη νουβέλα Το τελευταίο εμπόδιο της Μαριλένας Παππά, μας οδηγεί στην τριλογία του Βασίλη Βασιλικού (Το φύλλο, το πηγάδι, τ’ αγγέλιασμα, 1961) και εστιάζει στον «συγκεκαλυμμένο συμβολισμό» αλλά και στις διαφορές που διακρίνει στα δύο έργα: Η αλληγορία, όπως εκφέρεται στον Βασιλικό, με την διάθεση εξέγερσης ενάντια στον καταπιεστικό μικροαστισμό που αποτυπώνεται στην αδάμαστη δύναμη της φύσης και που διαπερνά κάθε όριο του είδους, του φύλου, των ιεραρχικά τακτοποιημένων διαμερισμάτων της πολυκατοικίας,[8] παίρνει διαφορετική τροπή στην Παππά και εκβάλλει στην πολυπλοκότητα των σχέσεων των φύλων.

Πού αποσκοπεί το εργώδες αυτό εγχείρημα; Έργο γνώσης αλλά και αγάπης στοχεύει στη συμφιλίωση του αναγνώστη με τη λογοτεχνία. Ο κριτικός μιλά για τα έργα, παρέχει με την κριτική τακτική του πολύτιμη αναγνωστική βάση, προκειμένου να συμβάλει στην κατανόηση και στην απόλαυση των έργων. Στόχος του είναι να μιλήσουν τα έργα στην ψυχή μας. Αν τον ερμηνεύω σωστά, επιθυμεί να διακοινώσει τις αναγνωστικές του διαδρομές και να μεταφέρει τους προβληματισμούς και τις κοινωνικές ανησυχίες που τις ενέπνευσαν. Κυρίως, την αγάπη του στη λογοτεχνία. Και, βέβαια, δεν φιλοδοξεί να οικοδομήσει μια συνεκτική αναγνωστική θεωρία, αλλά να προβάλλει έργα που τον συγκίνησαν. Έτσι παρακάμπτει τη λογοτεχνική θεωρία, που έθεσε σε επιστημονική βάση τη μελέτη της λογοτεχνίας από τις αρχές ήδη του 20ού αιώνα και που έχει σήμερα εδραιωθεί. στηρίζεται μάλλον στο ένστικτο και τη διαίσθηση. Βασίζεται στην ευαισθησία και στην ενόραση, αντλεί, όπως διαπιστώνεται, από ένα συγκεκριμένο σύστημα αισθητικών αναφορών, ενώ το αξιολογικό του κριτήριο βρίσκεται πλησιέστερα στην παραδοσιακή αισθητική.[9]

Είναι, ωστόσο, παρήγορο ότι μέσα στη σημερινή εξέλιξη, με τον πυκνό ιστό αστάθμητων διασυνδέσεων, ο έμπειρος χειρουργός, ενεργώντας ως ανατόμος, όχι ως δικαστής, προσεγγίζει λογοτεχνικά κείμενα με σεβασμό και αγάπη και επιλέγει να μιλήσει για την  ανάγνωση της λογοτεχνίας. Για την τέχνη η οποία, σύμφωνα με τον σύγχρονο θεωρητικό, μάς βοηθά να ζούμε:

[…] Όταν αναρωτιέμαι σήμερα γιατί αγαπώ τη λογοτεχνία, μου έρχεται αυθόρμητα η απάντηση: γιατί με βοηθάει να ζω. Δεν ζητώ πια από αυτή, όπως κατά την εφηβεία μου, να με γλιτώσει από τα τραύματα που θα μπορούσα να υποστώ κατά τις συναντήσεις μου με πραγματικά πρόσωπα. Αντί να με ανακουφίζει από τις βιωμένες εμπειρίες μου, με κάνει να ανακαλύπτω κόσμους συνεχόμενους με αυτές και μου επιτρέπει να τις κατανοήσω καλύτερα […].[10]

Η λογοτεχνία διευρύνει τον κόσμο μας ανοίγοντας άπειρες δυνατότητες επικοινωνίας. Οδηγεί αβίαστα στη γνώση («μεταβάλλει τη γνώση σε γιορτή», μας είπε ο Ρολάν Μπαρτ[11]) και στην απόλαυση («επιστήμη των ηδονών και της λαλιάς»[12]), στη χειραφέτηση της σκέψης, στην ουσιαστική αυτογνωσία και ανθρωπογνωσία. Μαζί με την ιστορία μάς μαθαίνει να μην καταλήγουμε αναγκαστικά σε ένα συμπέρασμα, αλλά να είμαστε σε διαρκή αναζήτηση, μαχόμενοι ενάντια στον πνευματικό εφησυχασμό. Η λογοτεχνία, εντέλει, για να παραφράσω τον Νίκο Εγγονόπουλο, μας βοηθά να ζούμε, και μάλιστα να ζούμε καλύτερα, συνειδητοποιώντας βαθιά τους νόμους της ανθρώπινης ζωής.

Από την άποψη αυτή το βιβλίο του Γιώργου Σχορετσανίτη Ανατρεπτικοί Λογοτεχνικοί Έρωτες – Κριτικά Σημειώματα 2020 συνιστά «δημιουργία εντός της δημιουργίας», ο λόγος του είναι λόγος κριτικός, που περικλείει την κρίση, τη διάκριση, τη διακριτικότητα,[13] και θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε στο σημείο αυτό την άποψη του Αχιλλέα Κυριακίδη, που αναφέρθηκε στην αρχή, αντικαθιστώντας τον όρο «λογοτεχνία» με τον όρο «κριτική»: η καλή κριτική θέτει τα ερωτήματα, ενώ η κακή κριτική τα απαντά.  Η καλή κριτική θέτει εδώ σημαίνοντα ερωτήματα που πυροδοτούν την περιέργεια και την ευαισθησία όσων αγαπούν τη λογοτεχνία και την κριτική.

 

(*) Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας Παν. Κρήτης

[1] Όσκαρ Ουάιλντ, Ο κριτικός ως δημιουργός [μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς], Στιγμή, Αθήνα 1984, σ. 55. Ο Ουάιλντ αντιλαμβάνεται την κριτική ως «ένα ουσιώδες μέρος του δημιουργικού πνεύματος», «πιο δημιουργική από τη δημιουργία», ως «πρακτικά της ψυχής ενός ανθρώπου» (σ. 56).

[2] Βλ. René Wellek, «Λογοτεχνική κριτική» [μτφρ. Σταύρος Θωμαΐδης], Εκηβόλος, τχ. 2-3, άνοιξη-καλοκαίρι 1978, σ. 205-232: 205.

[3] Βλ. Γιώργος Αράγης, «Η έννοια της λογοτεχνικής κριτικής», Εκηβόλος, τχ. 6, χειμώνας 1981, σ. 417-435: 418. του ίδιου, «Για τη νεοελληνική κριτική της λογοτεχνίας» στο: Ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής Β΄, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1988, σ. 74-80.

[4] Γεώργιος Ν. Σχορετσανίτης, Ανατρεπτικοί λογοτεχνικοί έρωτες. Κριτικά σημειώματα 2020, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2024.

[5] Αχιλλέας Κυριακίδης, Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία λογοτεχνίας, Κίχλη, Αθήνα 2015, σ. 13.

[6] Γεώργιος Ν. Σχορετσανίτης, «Κλάουντιο Μάγκρις, Στιγμιότυπα, Αφηγήματα. Μετάφραση: Μαρία Σπυριδοπούλου, Καστανιώτης, Αθήνα 2020», στο: Ανατρεπτικοί λογοτεχνικοί έρωτες, ό.π., σ. 339-343.

[7] Βλ. και Ανδρέας Μανιός, «Βιβλίο που συνδυάζει την αγάπη για τη λογοτεχνία με την κριτική σκέψη και την κοινωνική ανάλυση», Fractal, 9-7-2024.

[8] Βλ. και Αναστασία Νάτσινα, Η φύση τόσο μακριά, τόσο κοντά. Μια οικοκριτική μελέτη για τη νεοελληνική πεζογραφία, Κάλλιπος, Ανοιχτές ακαδημαϊκές εκδόσεις, 2023, σ. 116.

[9]  Βλ. σχετικά Δημήτρης Τζιόβας, «Αναζητώντας τις θεωρητικές αρχές της νεοελληνικής κριτικής», στο: Μετά την Αισθητική. Θεωρητικές δοκιμές και ερμηνευτικές αναγνώσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Γνώση, Αθήνα 1987, σ. 329. Επίσης, Γιώργης Αριστηνός, «Προβλήματα νεοελληνικής κριτικής κατά την τελευταία εικοσαετία», Πρακτικά Δευτέρου Συμποσίου Ποίησης. Πανεπιστήμιο Πατρών, 2-4 Ιουλίου 1982 [επιμ. Σωκρ. Λ. Σκαρτσής], Γνώση, Αθήνα 1983, σ. 311-320.

[10] Τσβετάν Τοντορόφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, μετάφραση Χρύσα Βαγενά, Εισαγωγή Νάσος Βαγενάς, Αθήνα, Πόλις 2013, σ. 29-30.

[11] Ρολάν Μπαρτ, Η απόλαυση του κειμένου, μετάφραση Φούλα Χατζηδάκη – Γιάννης Κρητικός, Ράππας, Αθήνα 1977, σ. 12.

[12] Ό.π.

[13] Βλ. Παναγιώτης Μουλλάς, Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, στιγμή, Αθήνα 1992, σ. 213.

 

Γεώργιος Ν. Σχορετσανίτης,Ανατρεπτικοί Λογοτεχνικοί Έρωτες – Κριτικά Σημειώματα 2020, Εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2024

 

Προηγούμενο άρθροΓια τα 150 χρόνια της Πηνελόπης Σ. Δέλτα (συνέδριο, Μ.Μπενάκη, 7-9/11/2024)
Επόμενο άρθροΟ εκδορέας του σκότους (γράφει ο Γιώργος Λίλλης)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ