του Θανάση Αγάθου (*)
Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Χριστίνας Στεφανίδου έχει τίτλο Μητ[έ]ρα και κυκλοφορεί σε μιαν ιδιαίτερα φροντισμένη έκδοση που φέρει τη σφραγίδα του εκδοτικού οίκου Αρμός (επιμέλεια Αρετή Μπουκάλα, σχεδιασμός εξωφύλλου και σελιδοποίηση Αλεξάνδρα Μπάκα, φωτογραφία εξωφύλλου Παύλος Κοζαλίδης). Το βιβλίο αποτελείται από 33 διηγήματα μικρής φόρμας –τον ίδιο ακριβώς αριθμό διηγημάτων περιελάμβανε και το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως, που έφερε τον τίτλο 33 και κυκλοφόρησε πέρυσι (2023) πάλι από τις εκδόσεις Αρμός.
Το πρώτο διήγημα, που τιτλοφορείται «Ο γιος» δίνει τον τόνο όλης της συλλογής: μια μητέρα εκφράζει την επιθυμία της να κρατήσει τον γιο της μέσα στην κοιλιά της επί ογδόντα χρόνια (το συμβατικό προσδόκιμο ζωής), ώστε να τον προστατεύσει από τα δεινά, που θα έρθουν, μαζί με τα όμορφα, στο διάβα της ζωής του. Και το δεύτερο διήγημα, με τίτλο «Λατρεμένη», είναι ένα κατηγορώ εναντίον της αδιάφορης, αποστασιοποιημένης μάνας, που δεν αφουγκράστηκε ποτέ τα συναισθήματα του παιδιού της. Στο «Ένας μεταξοσκώληκας κάνει οτοστόπ» ένας μεταξοσκώληκας αναθυμάται τη μητέρα του που τον άφησε νωρίς. Στο διήγημα «Σύννεφα» οι μετατοπίσεις της ευάλωτης ανθρώπινης ψυχής παρομοιάζονται με τα σύννεφα, που «απλώνονται, τεντώνονται να πιάσουν τα βουνά, ξεχύνονται πάνω τους, χαϊδεύονται σαν εραστές» (σ. 14). Στο διήγημα «Δευτέρα» δεσπόζει ο ανώνυμος άγευστος, άχρωμος και παθητικός άνθρωπος των μεγαλουπόλεων. Στο διήγημα «Ρέιμοντ» μια γυναίκα που βιώνει κακοποιητικές συμπεριφορές από τον σύντροφό της βλέπει τον χρόνο να κυλάει και τον κακοποιητή της να πεθαίνει. Στο εκτενέστερο διήγημα «Απογείωση τώρα» ο εργασιομανής πωλητής πολυεθνικής εταιρείας, με τις χιλιάδες ώρες πτήσεις στο ενεργητικό του για επαγγελματικούς λόγους, εγκαταλείπει μια μέρα τη δουλειά του και μαζί με την οικογένειά του εγκαθίσταται «σε ένα μέρος που είχε σχεδόν όλο τον χρόνο ήλιο» (σ. 24). Στα «Στεγνά ποτάμια» η κάθοδος των αυτοκινήτων σε ένα ξερό ρέμα υπενθυμίζει την οικολογική καταστροφή που ο άνθρωπος έχει επιφέρει στον πλανήτη, το στέρεμα της φύσης, λογική συνέπεια του στερέματος της ανθρώπινης ψυχής. Το διήγημα «Χείμαρρος» επικεντρώνεται και πάλι στο θέμα της κακοποίησης του θηλυκού από το αρσενικό. Το διήγημα «Τα βιβλία» είναι ένας φόρος τιμής στο σύμπαν των βιβλίων και των λέξεων. Το διήγημα «Πολυκατοικία» υποβάλλει την αίσθηση του εγκλωβισμού που εκπορεύεται από το «τετράγωνο κουτί» (σ. 30) που λέγεται διαμέρισμα. Το διήγημα «David» είναι μια ποιητική αποτύπωση του κενού που αφήνει ο θάνατος. Το διήγημα «Σσσσς» εκφράζει έναν προβληματισμό για τη σιωπή, τη μοναχικότητα και την ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία. Το διήγημα «Ζάχαρη άχνη» είναι μια γλυκόπικρη απόδοση της μεταιχμιακής κατάστασης ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, από την οπτική γωνία μιας νεαρής γυναίκας που βρίσκεται σε κώμα. Το διήγημα «Το κουτί» μπορεί να διαβαστεί ως ένα αλληγορικό παραμύθι για τον χρόνο και τη φθορά. Το διήγημα «Λενιώ» προτείνει μια δυναμική διαχείριση στο τραγικό γεγονός της απώλειας ενός μικρού παιδιού. Το διήγημα «Μπουντρούμια» συσχετίζει τα σχολεία και τις φυλακές ως χώρους εγκλωβισμού και ανελευθερίας. Το διήγημα «Τέφρα» είναι ένας μελαγχολικός στοχασμός για την απώλεια. Το διήγημα «Τιρκουάζ για δύο» είναι ένας ύμνος στη δυναμική της θάλασσας του Αιγαίου. Το διήγημα «Rhythm and Blues» είναι εμπνευσμένο από το προσφυγικό δράμα της εποχής μας. Το διήγημα «Να σου πω για όπλα» αναφέρεται στη στάση του σημερινού ανθρώπου απέναντι στη φρίκη του πολέμου. Το διήγημα «Από τον φωταγωγό» αναφέρεται στην ενσυναίσθηση που σώζει ζωές. Το διήγημα «Σούπερμάρκετ» είναι μια σαρκαστική καταγγελία του καταναλωτισμού. Το διήγημα «Λευκός καπνός» εστιάζει στην αξία της ανθρώπινης ζωής μετά από έναν καταστροφικό σεισμό. Το διήγημα «Πριν, τώρα και μετά» επικεντρώνεται στη διαδοχή των γενεών σε μιαν οικογένεια. Το διήγημα «Ξεθωριασμένες μελιτζάνες» είναι η γλυκόπικρη ιστορία ενός ηλικιωμένου κυρίου, διαψασμένου για ανθρώπινη επικοινωνία, που ονειρεύεται ότι κερδίζει στο λαχείο και μοιράζεται τα χρήματα με μια νεαρή γυναίκα που γνωρίζει στο μανάβικο. Το διήγημα «Κενό» είναι η αρχή μιας ερωτικής ιστορίας μέσα σε ένα τρένο που δεν φτάνει ποτέ στον προορισμό του. Τα κείμενα «Κόκκινος γλάρος» και «Βασίλισσα» είναι δύο πεζοτράγουδα που αναφέρονται στην αναζήτηση του απόλυτου και στον θάνατο. Στον θάνατο επικεντρώνεται και το διήγημα «Death Wish», στον φόβο του θανάτου των αγαπημένων προσώπων. Το διήγημα «Άγαλμα» κάνει λόγο για την ειδωολοποίηση, την εξιδανίκευση του ερωτικού συντρόφου. Το διήγημα «Τι θα πει ο …» είναι επικεντρωμένο στην ανάγκη του ανθρώπου να πάψει να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τη γνώμη των άλλων. Το διήγημα «Άυλο», με το οποίο ολοκληρώνεται η συλλογή είναι μια γλυκιά και ουσιαστική εξομολόγηση αγάπης της μάνας προς τον γιο.
Η συλλογή λοιπόν ανοίγει και κλείνει με διηγήματα που παρουσιάζουν μια μάνα να απευθύνει λόγια αγάπης, τρυφερότητας και παρηγοριάς στον γιο της. Κυκλική σύνθεση, επομένως, σε μια συλλογή διηγημάτων που ήδη από τον τίτλο της δείχνει τη διάθεση της Στεφανίδου να ανοίξει διάλογο με την αρχή της ζωής, τη μητέρα και τη μήτρα. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο της θέμα. Οι διαψεύσεις των ονείρων, οι ματαιώσεις, η πορεία προς την ενηλικίωση, τα διαφορετικά πρόσωπα της αγάπης, οι ερωτικές απογοητεύσεις, οι κακοποιητικές συμπεριφορές του άντρα απέναντι στη γυναίκα, η οικολογική καταστροφή, το προσφυγικό πρόβλημα, η φρίκη του πολέμου, η ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία, ο φόβος του θανάτου είναι μερικά από τα υπόλοιπα θεματικά μοτίβα των διηγημάτων της συγγραφέως.
Οι μικρές ιστορίες της Στεφανίδου φέρνουν πάντα στον προσκήνιο τον σύγχρονο ταλαιπωρημένο και αντιφατικό άνθρωπο. Γυναίκες και άντρες κινούνται στον άγριο, απρόσωπο, απρόβλεπτο κόσμο του σήμερα και παλεύουν με τα φαντάσματα του χτες, μετεωρίζονται ανάμεσα στην ευαισθησία και τη σκληρότητα, προσπαθώντας να ορθοποδήσουν και να διατηρήσουν την αξιοπρέπεια, το κουράγιο και, κυρίως, την ανθρωπιά τους.
Όπως και στο πρώτο βιβλίο της Στεφανίδου, η φύση δίνει έντονο παρών. Τα σύννεφα, τα βουνά, τα δέντρα, η θάλασσα, τα ποτάμια, ο ήλιος, ο ουρανός συντροφεύουν τους ανθρώπους και παρακολουθούν τη δράση τους και τις σκέψεις τους, λειτουργώντας ως πηγές ζωής, αλλά και ως τόποι μνήμης και παραμυθίας.
Υπάρχει μια συνέχεια και μια συνέπεια της θεματολογίας της Στεφανίδου σε σχέση με το ελπιδοφόρο ντεμπούτο της, το 33, με τη διαφορά ότι εδώ έχει προστεθεί ο συγκινητικός διάλογος με τη μητρότητα. Η γραφή της εμφανίζεται ακόμη ωριμότερη και πυκνότερη, χωρίς καμία εκζήτηση, ωραιολογία ή ροπή προς τον εύκολο συναισθηματισμό. Λόγος λιτός και μεστός, τρυφερός και σαρκαστικός ταυτόχρονα, πάντα ουσιαστικός, με έμφαση σε μικρές λεπτομέρειες που υπογραμμίζουν την ομορφιά και την ασχήμια, το φως και το σκοτάδι της ανθρώπινης κατάστασης.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Χριστίνα Στεφανίδου, Μητ[έ]ρα, Αρμός, Αθήνα 2024, σελ. 72