του Σπύρου Κακουριώτη
Η ανθρωπότητα εισήλθε στο τελευταίο έτος του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα. Διάστημα αρκετό για να απαιτεί τον αναστοχασμό της εμπειρίας που συσσωρεύτηκε μέχρι τώρα, αλλά και γεμάτο προκλήσεις που υποθηκεύουν το μέλλον και επιβάλλουν κοπιώδη στοχασμό προκειμένου να ανταποκριθούμε σε αυτές. Είτε κοιτούν μπροστά είτε πίσω, μερικά από τα βιβλία που ακολουθούν μπορούν να πυροδοτήσουν τη σκέψη.
Patrick Boucheron, Τα ραντεβού της ιστορίας, Πόλις
Στην ιστορία υπάρχουν συμβάντα που χαράσσουν μια ξεκάθαρη τομή στο σώμα του χρόνου, ορίζοντας σαφώς ένα πριν και ένα μετά. Αυτή η τομή είναι κάτι που άλλοτε γίνεται αντιληπτό σχεδόν ταυτόχρονα με το γεγονός και άλλοτε ορίζεται ως τέτοια αρκετά αργότερα, από την ιστορική μνήμη. Η Γαλλική Επανάσταση ή η Άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Στην πορεία του χρόνου, βέβαια, συναντώνται και χρονικά σημεία που γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους του καιρού τους ως τομές, χωρίς να συνδέονται με κάποιο γεγονός, όπως ήταν το έτος 1000 μ.Χ. για τη χριστιανική Δύση – ή το Millenium για ολόκληρο τον πλανήτη. Πώς όμως δημιουργούνται αυτά τα «γεγονότα»; Μέσα από ποιους κοινωνικούς και διανοητικούς μηχανισμούς κατασκευάζονται; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα που θέτει ο γάλλος ιστορικός Πατρίκ Μπουσρόν, προκειμένου να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους επιστρέφει σε μια τόσο «παραδοσιακή» ιστορική γραφή από την οποία αναδίδεται «σχολική νοσταλγία». Και το κάνει μέσα από ένα «σενάριο» –αυτό ακριβώς περιέχεται στο ανά χείρας βιβλίο του, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Γιώργος Καράμπελας– το οποίο συνέθεσε για την ομώνυμη σειρά ντοκιμαντέρ του τηλεοπτικού καναλιού Arte, όπου και προβλήθηκε μεταξύ 2017-2020. Η αφήγηση ή, μάλλον, η «συλλογή διηγημάτων», όπως αποκαλεί τα κείμενά του ο γάλλος ιστορικός, εκτυλίσσεται μέσα από τριάντα κείμενα, που αφορούν ισάριθμα ιστορικά συμβάντα της παγκόσμιας ιστορίας, ξεκινώντας από το έτος 1000 μ.Χ. και τελειώνοντας με το πραξικόπημα στη Χιλή, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, χωρίς αυτές οι χρονολογίες να συνιστούν όρια, καθώς η αφήγηση δεν είναι σε καμία περίπτωση χρονολογική (περιλαμβάνει συμβάντα που εκκινούν από τη χάραξη των βραχογραφιών στο σπήλαιο του Λασκώ, το 16000 π.Χ., και φτάνει μέχρι την απελευθέρωση του Νέλσον Μαντέλα το 1990), αλλά θεματολογική. Οι εκπομπές κατανέμονται σε δέκα μεγάλες ενότητες, που αφορούν ζητήματα όπως οι στρογγυλές χρονολογίες, τα ιδρυτικά γεγονότα, οι καταστροφές, τα εγκλήματα, οι μάχες και οι ανακαλύψεις κ.λπ. Επιπλέον, οι χρονολογίες αυτές δεν συνιστούν κάποιο άτεγκτο πλαίσιο για τον ιστορικό: μιλώντας για την ανακάλυψη του Λασκώ μιλά για τη σύγχρονη ιστορία και μιλώντας για τον Μαντέλα μιλά για το μακρύ παρελθόν της αποικιοκρατίας. Μπορεί, καταφεύγοντας σε ένα τέτοιο χρονοδιάγραμμα να επιστρέφουμε πρόσκαιρα «στη σχολική αίθουσα των παιδικών μας χρόνων», όπως λέει, όμως εδώ προτείνει «να κάνουμε σκασιαρχείο», γυρνώντας στο πιο απαιτητικό σχολείο, αυτό που μας μαθαίνει ιστορία εκτός των σχολικών τειχών.
Johnathan Israel, Μια επανάσταση του νου, Εκδόσεις του 21ου
Στον Ριζοσπαστικό Διαφωτισμό και τις διανοητικές απαρχές της σύγχρονης δημοκρατίας είναι αφιερωμένη η ανά χείρας μελέτη, μέρος μιας μνημειώδους τετραλογίας του βρετανού ιστορικού, ενός από τους κορυφαίους μελετητές του Διαφωτισμού και της ιστορίας των επαναστάσεων. Ως Ριζοσπαστικός Διαφωτισμός ορίζεται εκείνο το ρεύμα σκέψης –και στη συνέχεια πολιτικής δράσης– που διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στην εδραίωση των βασικών εξισωτικών και δημοκρατικών αξιών και ιδεωδών του νεωτερικού κόσμου: δημοκρατία, φυλετική και έμφυλη ισότητα, ελευθερία σκέψης, έκφρασης, επιλογής τρόπου ζωής, εκκοσμίκευση του κράτους. Χωρίς αναφορά στον Ριζοσπαστικό Διαφωτισμό είναι αδύνατον να κατανοήσουμε ή να ερμηνεύσουμε τη Γαλλική Επανάσταση ούτε εκείνες που ακολούθησαν, υποστηρίζει ο συγγραφέας, που επιχειρεί να μελετήσει την ανάδυση των ιδεών της ισότητας, της δημοκρατίας και της ελευθερίας σε συνάρτηση με το ιστορικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο, μέσα, δηλαδή, στην ιδεολογική σύγκρουση που χαρακτήριζε τον αιώνα που προηγήθηκε του 1789, ανάμεσα, κυρίως, στον ριζοσπαστικό και τον μετριοπαθή Διαφωτισμό. Η μελέτη του Τζόναθαν Ίσραελ, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Διονύσης Παπαδουκάκης, αποτελείται από έξι κεφάλαια, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες διαλέξεις που ο συγγραφέας έδωσε στην Οξφόρδη το 2008. Αρχικά, εξετάζει το θέμα της προόδου και τις διαφορετικές εννοιολογήσεις της από τους στοχαστές του Διαφωτισμού, που οι μεν την αντιλαμβάνονταν ως μια βελτίωση που οδηγεί στην ισότητα και τη δημοκρατία οι δε ως μια περιορισμένη μεταρρύθμιση του μοναρχικού συστήματος. Στη συνέχεια, εξετάζει το ρήγμα ανάμεσα στους οπαδούς του δημοκρατικού εξισωτισμού και εκείνους της κοινωνικής ιεραρχίας, όπως συγκροτείται κατά τις δεκαετίες του 1770 και 1780, για να περάσει κατόπιν στις θέσεις των δύο πλευρών σχετικά με την οικονομία και το συναφές πρόβλημα της ισότητας και της ανισότητας. Ακόμη, μελετά την κριτική του πολέμου εκ μέρους των ριζοσπαστών του Διαφωτισμού και την αναζήτηση της «αιώνιας ειρήνης», την αντιπαράθεση των δύο ρευμάτων σε θέματα ηθικής φιλοσοφίας – που οι ριζοσπάστες ερμηνεύουν ως αίτημα για δίκαιους νόμους και κυβερνήσεις. Τέλος, η πραγμάτευση ολοκληρώνεται με την αντιπαράθεση των δύο φιλοσοφικών συστημάτων πάνω στο ζήτημα της θρησκείας, τα οποία εδώ εκπροσωπούνται από τον ντεϊσμό του Βολταίρου, ο οποίος επιτίθεται στο φιλοσοφικό σύστημα του Σπινόζα, το οποίο θεωρεί ως βάση του αθεϊσμού των εγκυκλοπαιδιστών. Αναλύοντας όλες αυτές τις θεματικές γύρω από τις οποίες αναπτύχθηκε η αντιπαράθεση ριζοσπαστών και μετριοπαθών, ο συγγραφέας φωτίζει τις στρατηγικές και συμμαχίες που καλλιέργησαν διανοητικά το έδαφος για την Εποχή των Επαναστάσεων
Jean-Jacques Rousseau, Οι ονειροπολήσεις ενός μοναχικού περιπατητή, Ροές
Ένας «επικίνδυνος στοχαστής», που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κυνηγημένος και είδε πολλές φορές τις ιδέες του, τα βιβλία του δηλαδή, να καίγονται σε δημόσια θέα, ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ έγραψε τις Ονειροπολήσεις κατά τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, χωρίς να προλάβει να τις ολοκληρώσει. Αυτό έμελλε να είναι το τελευταίο έργο του, το οποίο εκδόθηκε μεταθανάτια, το 1782. Στις σελίδες του, ο φιλόσοφος από τη Γενεύη, εγκατεστημένος τότε στη Γαλλία, μετά από χρόνια περιπλανήσεων, καταγράφει δέκα ονειροπολήσεις, που αναδύονται κατά τη διάρκεια των καθημερινών του περιπλανήσεων. Πρόκειται για κείμενα μιας συνείδησης που αναστοχάζεται τον εαυτό της, έντονα αυτοβιογραφικά, τα οποία συμπληρώνουν τις Εξομολογήσεις και τους Διαλόγους του. Χώρος των ονειροπολήσεων του αφηγητή είναι η μοναχική ύπαιθρος, που αποτελεί άσυλο και λύτρωση από την παγίδα του αστικού χώρου. Για τον Ρουσσώ, η ύπαιθρος είναι συνδεδεμένη με τη μοναξιά και, κατά συνέπεια, με την ευτυχία. Τα δίπολα πολιτισμός/φύση και κοινωνικότητα/μοναχικότητα οργανώνουν τη σκέψη του φιλοσόφου, εγκαθιδρύοντας μια νεωτερική αντίθεση που αντικαθιστά εκείνη του επίγειου/επουράνιου κόσμου. Η μοναχική παραμονή στην ύπαιθρο αποτελεί το απείκασμα της πρωταρχικής, «γνήσιας» ανθρώπινης κατάστασης, καθώς ο πολιτισμός εκλαμβάνεται ως πηγή διαφθοράς του «φυσικού» ανθρώπου – σε αντίθεση με την πίστη του Διαφωτισμού στη διαρκή πρόοδο. Οι Ονειροπολήσεις, που μετέφρασε στα ελληνικά η Έφη Κορομηλά, αποτελούν, ακόμη, «έναν πειραματικό μηχανισμό καταγραφής μιας υποκειμενικότητας έξω από την κοινωνία», επισημαίνει στο επίμετρό της η καθηγήτρια Κατερίνα Καρακάση, προϊόν μιας συνείδησης που «μπορεί να βιώσει τον εαυτό της αναστοχαζόμενη, ενθυμούμενη διαρκώς το παρελθόν, παρατηρώντας και καταγράφοντας το παρόν της και καθιστώντας έτσι ορατή τη διαδικασία τόσο της διαμόρφωσης όσο και της αναπαράστασής της». Οι ονειροπολήσεις που γεμίζουν τους μακρινούς περιπάτους του φιλοσόφου είναι οι μόνες ώρες της ημέρας όπου, όπως λέει, «είμαι αυτό που θέλησε η φύση να είμαι», σκηνοθετώντας, με άλλα λόγια, τον εαυτό του ως μετενσάρκωση του «αγαθού αγρίου» που ζει μέσα του.
Αλέξης Ηρακλείδης, Ισλάμ και ισλαμική σκέψη, Θεμέλιο
Μια συστηματική εισαγωγή στα βασικά ρεύματα της ισλαμικής σκέψης, μέσα από την εξέταση των διανοητικών ρευμάτων που αναπτύχθηκαν στους κόλπους του ισλαμικού κόσμου ανά τους αιώνες, αποτελεί ο ανά χείρας τόμος, που στοχεύει στην ανάδειξη του ισλαμικού μοντερνισμού έναντι του φονταμενταλισμού, επιλογή συμβατή με τις αρχές της νεωτερικότητας, που μπορεί να συμβάλει στην ισότιμη ένταξη των μουσουλμάνων πολιτών στον σύγχρονο κόσμο. Θεωρώντας ότι η ισχυρή θρησκευτική ταυτότητα και ο τρόπος ζωής που συγκροτεί αποτελεί βασική αιτία της δυσκολίας μεγάλου τμήματος του μουσουλμανικού κόσμου να συνδιαλλαγεί με τη νεωτερικότητα, ο συγγραφέας εκκινεί την πραγμάτευσή του με μια εισαγωγή στα θεμέλια της ισλαμικής πίστης, αναλύοντας διεξοδικά κρίσιμες έννοιες, αλλά και ελέγχοντας τα στερεότυπα των δυτικών συγγραφέων σχετικά με το Ισλάμ και τον Μωάμεθ. Στη συνέχεια, αναφέρεται στη Χρυσή Εποχή της επέκτασης του Ισλάμ και στη συνάντησή του με ρεύματα της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας (8ος – 14ος αι.), και στη διαμόρφωση δύο ρευμάτων που οδηγούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις: εκείνου των φιλοσόφων, με κορυφαίο τον Αβερρόη, και εκείνου των ουλεμάδων, των διερμηνευτών του ισλαμικού νόμου, η επικράτηση των οποίων είχε ως αποτέλεσμα μια περίοδο διανοητικής στασιμότητας μέχρι τον 19ο αιώνα και τη συνάντηση με τη Δύση. Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, το ζήτημα της προσαρμογής του μουσουλμανικού κόσμου στα σύγχρονα πρότυπα θα επανέλθει, με επίκεντρο το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φέρνοντας αντιμέτωπους τους υπερασπιστές του ισλαμικού μοντερνισμού και τους εχθρούς του. Διαμορφώνονται έτσι δύο μεγάλα ρεύματα, το φονταμενταλιστικό, με ριζοσπαστικές εκδοχές που αγκαλιάζουν τον τζιχαντισμό και μετριοπαθέστερες νεο-παραδοσιακές τάσεις, και το φιλελεύθερο, στο πλαίσιο του οποίου διακρίνονται συμβιβαστικές και ριζοσπαστικές τάσεις συνδιαλλαγής με τη νεωτερικότητα, προκρίνοντας, αντίστοιχα, είτε την επιλεκτική προσαρμογή είτε τη ριζική αλλαγή της μουσουλμανικής νοοτροπίας. Το βιβλίο του Ηρακλείδη αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην ευάριθμη ελληνόγλωσση βιβλιογραφία σχετικά με το Ισλάμ, προσφέροντας στον αναγνώστη μια καλειδοσκοπική εικόνα της ισλαμικής σκέψης και των σχολών που διαμορφώθηκαν εντός της, αποφεύγοντας τα στερεότυπα με τα οποία ο αναγνώστης βομβαρδίζεται καθημερινά από τον δημόσιο λόγο.
Bertrand Buffon, Νεωτερικότητα και χυδαιότητα, Ποταμός
Η χυδαιότητα εκδηλώνεται σήμερα παντού: στη γλώσσα, στη συμπεριφορά, στο ντύσιμο, τόσο από τους «ανώνυμους» όσο και από τους πλέον υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους· κυριαρχεί στα μέσα ενημέρωσης, στη διαφήμιση, στα κοινωνικά δίκτυα κατεξοχήν, δίχως την παραμικρή αναστολή, γίνεται όπλο κατίσχυσης στα χέρια επιτήδειων πολιτικών, όπως ο νεοεκλεγείς πλανητάρχης, που κοσμεί το εξώφυλλο της ανά χείρας έκδοσης, η οποία αποτελεί μία σπάνια μελέτη της εξάπλωσης αυτού του φαινομένου στην εποχή της νεωτερικότητας. Ο Μπερτράν Μπυφόν, γάλλος πολιτικός επιστήμονας που ειδικεύεται, μεταξύ άλλων, σε ζητήματα ρητορικής, στο βιβλίο του, που μετέφρασε ο Ορέστης Χρυσικόπουλος, ταυτίζει την όξυνση της κυριαρχίας της χυδαιότητας στις κοινωνικές σχέσεις με τον θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος οδήγησε στα άκρα τον ατομικισμό, τη χρησιμοθηρία, τον καταναλωτισμό, συμπεριφορές που συνδέονται στενά με τη νεωτερικότητα, αλλά γίνονταν ανεκτές μέχρι τώρα, αν δεν περνούσαν απλώς απαρατήρητες. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ενώ η αβρότητα ήταν ένα επιβεβλημένο χαρακτηριστικό του Παλαιού Καθεστώτος, η χυδαιότητα αποτελεί μια παράπλευρη απώλεια που ακούσια επέφερε η νεωτερικότητα, με τη σταδιακή απο-επισημοποίηση των σχέσεων μεταξύ των ατόμων. Εντοπίζοντας τη γένεσή της σε αυτή την ιστορική τομή, εκκινεί την έρευνά του από την εμφάνιση του όρου και τις χρήσεις του μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όπως και την ύπαρξή της πριν από την επινόηση της έννοιας, εξετάζοντας λογοτεχνικούς ήρωες των προεπαναστατικών γαλλικών γραμμάτων. Στη συνέχεια διερευνά την «ακατανίκητη» ανάπτυξη της χυδαιότητας στο πλαίσιο της καινούργιας ελίτ που βρέθηκε στην εξουσία, αλλά και τις εναντίον της επικρίσεις, στο όνομα ηθικών, αισθητικών κ.ά. ιδανικών, που στάθηκαν αναποτελεσματικές. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης του, ο συγγραφέας εξετάζει διεξοδικά τα νεωτερικά στοιχεία εκδήλωση των οποίων, στρεβλή ή όχι, αποτελεί η χυδαιότητα: τη νεωτερική ελευθερία και τον άνθρωπο κάτοχο δικαιωμάτων, τον εξισωτισμό και τον ωφελιμισμό, αλλά και τη δημοκρατία των ίσων, και τις επιβλαβείς επιπτώσεις τους στα ήθη, που οδηγούν στον εκχυδαϊσμό των τρόπων. Χωρίς να αποτελεί νοσταλγικό θρήνο –κάθε άλλο…– η μελέτη του γάλλου πολιτικού επιστήμονα, εκτός από μια έρευνα στην «αρχαιολογία της χυδαιότητας», είναι και μια προειδοποίηση για τους κινδύνους που εμπεριέχει η ριζοσπαστικοποίηση της ύστερης νεωτερικότητας.
Δ. Καλτσώνης – Ε. Ντ. Λόπες, Το μέλλον της δημοκρατίας, Τόπος
Καρπός της συνεργασίας δύο πανεπιστημιακών, ενός έλληνα και ενός κουβανού, το βιβλίο αυτό είναι πολλαπλά επίκαιρο: αφενός, η κρίση της δημοκρατίας όπως τη γνωρίζουμε και η εμφάνιση μιας σειράς «ανελεύθερων δημοκρατιών» είναι πανθομολογούμενη, αφετέρου, η επανεκλογή Τραμπ έφερε για μια ακόμη φορά στο επίκεντρο του προβληματισμού τη θεσμική αρχιτεκτονική της αμερικανικής δημοκρατίας και τις παθογένειές της. Ακριβώς σε αυτά τα ζητήματα επικεντρώνονται οι δύο συγγραφείς. Στο πρώτο μέρος, ο Δημήτρης Καλτσώνης αναφέρεται, με τρόπο ευσύνοπτο και εκλαϊκευτικό, στα βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και της κρίσης της, στη διαμόρφωση της «σιδερόφρακτης δημοκρατίας» και ανιχνεύει τις δυνατότητες για μια διαφορετική δημοκρατία, που θα αντιμετωπίζει τα σύγχρονα προβλήματα, όπως τις ολοένα και μεγαλύτερες ανισότητες, την κοινωνική αδικία αλλά και τις απειλές περιβαλλοντικής κατάρρευσης. Στο δεύτερο μέρος, ο Ερνέστο Ντομίνκες Λόπες επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: τη φύση, το καθεστώς και τη δυναμική της δημοκρατίας όπως αυτή υφίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες, χώρα που θεωρείται από πολλούς υπόδειγμα δημοκρατικής διακυβέρνησης και οι θεσμοί και οι διαδικασίες της (τα γνωστά «check and balances» ) σημείο αναφοράς. Στο δικό του κεφάλαιο, ο κουβανός πολιτικός επιστήμονας διερευνά το αμερικανικό εκλογικό σύστημα με τις πολυπλοκότητες και τους περιορισμούς του και συζητά φαινόμενα όπως η πολιτική πόλωση και η ανάδυση του λαϊκισμού. Τα φαινόμενα αυτά εξετάζονται από τη σκοπιά της δυναμικής της εξουσίας και του ρόλου των ελίτ, των μετασχηματισμών του αμερικανικού και του παγκόσμιου καπιταλισμού και της συνακόλουθης επιδείνωσης της κοινωνικής θέσης μεγάλων ομάδων του πληθυσμού. Στον πυρήνα της ερμηνείας της κρίσης του μοντέλου της φιλελεύθερης δημοκρατίας τίθεται, λοιπόν, η απονομιμοποίηση των θεσμών και η αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που προκαλούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που συνεπιφέρει η εξέλιξη του καπιταλισμού. Σε συνθήκες άνισων κοινωνιών, όπως αυτές που παράγει ο καπιταλισμός, τονίζουν οι δύο συγγραφείς, για να είναι βιώσιμη η συμπεριληπτική δημοκρατία απαιτούνται θεμελιώδεις αλλαγές, αν δεν θέλουμε οι διαρθρωτικές κρίσεις να οδηγήσουν σε καθεστώτα αποκλεισμού και καταστολής.
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η επινόηση της ετερότητας, Καστανιώτης
Σε αυτή τη νέα και συμπληρωμένη έκδοση, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς επιστρέφει, δεκαπέντε, σχεδόν, χρόνια μετά, στην παλιότερη μελέτη του για να εξετάσει «ταυτότητες» και «διαφορές» στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, στο φως όσων μεσολάβησαν έκτοτε, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και, κυρίως, της κλιματικής κρίσης που μεταβάλλεται ραγδαία σε υπαρξιακή πρόκληση για τον πλανήτη. Στο ανά χείρας δοκίμιο εξετάζει την εξέλιξη των κοινωνικών παραστάσεων για την ταυτότητα στο πλαίσιο των ιδεών που κυριάρχησαν στην Ευρώπη από τον Διαφωτισμό και μετά, δίνοντας έμφαση σε μια πρώτη ταυτοτική διαφοροποίηση, αυτή των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Στη συνέχεια, παρατηρεί τις αποφασιστικές μετατοπίσεις που συντελούνται στους όρους πρόσληψης των συλλογικών ταυτοτήτων στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, με την κινητικότητα των πληθυσμών και την οικουμενική επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων, όπου ακόμη και οι θεμελιωδέστερες ταξινομικές κατηγορίες της νεωτερικότητας τίθενται σε αμφισβήτηση. Η αποσάθρωση της εθνικοκρατικής ιδέας και η ανάδυση της ατομικής πολιτισμικής αυτοδιάθεσης, παρατηρεί, συμβαδίζουν με την αποκαθήλωση των δημόσιων αρμοδιοτήτων και την εξατομίκευση της ευθύνης του καθενός για τη ζωή και το μέλλον του. Ιδιαίτερα επισημαίνει τις επιπτώσεις αυτών των νέων προτύπων κοινωνικοποίησης στη δομή των μηχανισμών αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων, και κυρίως της εκπαίδευσης, όπου εισάγεται ένα στοιχείο ενδημικής αβεβαιότητας, με παράδειγμα την καινοφανή ιδέα της «διά βίου μάθησης». Τέλος, ο συγγραφέας μελετά τις πολιτικές διαστάσεις αυτών των μεταλλαγών, καθώς το «δικαίωμα στη διαφορά» φαίνεται να εμφανίζεται ως απάντηση στην υποχώρηση των μηχανισμών εξασφάλισης του παλιότερου κοινωνικού κράτους. Με αυτήν την έννοια, οι νέες, υβριδικές ταυτότητες δεν απειλούν αλλά μάλλον αντιστοιχούν πλήρως στις εσωτερικές μεταλλαγές της εξουσίας. Πλέον, όπως γράφει χαρακτηριστικά, «δεν μαθαίνει κανείς να ζει με τους άλλους, αλλά να αντλεί δύναμη από τη μοναξιά του». Προτάσσοντας έναν εκτεταμένο πρόλογο, ο Τσουκαλάς, αφού επικαιροποιήσει τις αναλύσεις του, επιστρέφει στο «δέον», καθώς μπροστά στα αδιαίρετα περιβαλλοντικά αδιέξοδα η απάντηση δεν μπορεί να είναι μια «πολιτική των ταυτοτήτων», η εμμονή σε κάποιο ατομικό «δικαίωμα στην ετερότητα», αλλά μάλλον η ισομερής συμμετοχή όλων σε μια κοινή και αλληλέγγυα ανθρώπινη μοίρα.
Béatrice Hibou, Η γραφειοκρατικοποίηση του κόσμου στη νεοφιλελεύθερη εποχή, Πλήθος
Πόσα χαρτιά χρειάζονται για να ταξιδέψεις, να εγγραφείς στο πανεπιστήμιο ή να εξαργυρώσεις ένα ασφαλιστήριο; Ακόμα και για απλές κινήσεις, όπως η ενοικίαση ενός διαμερίσματος ή το άνοιγμα ενός τραπεζικού λογαριασμού, ο πολίτης είναι αντιμέτωπος με όλο και περισσότερες και πιο σύνθετες τυπικές διαδικασίες. Αυτή η πολυπλοκότητα των διαδικασιών που βρίσκονται πίσω από τη νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατικοποίηση της καθημερινής ζωής, όπως την χαρακτηρίζει η γαλλίδα πολιτική επιστήμονας Μπεατρίς Ιμπού, αντανακλά την εξάπλωση, στην κοινωνία και το κράτος, των γραφειοκρατικών πρακτικών που παράγονται από την αγορά και τις επιχειρήσεις – γι’ αυτό και, παρά την ψηφιοποίηση, αντί να μειώνονται, τις περισσότερες φορές αυξάνονται. Όπως επισημαίνει στη μελέτη της, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Βασίλης Πατσογιάννης, η σημερινή γραφειοκρατία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται απλώς ως ένας ιεραρχικός μηχανισμός που ανήκει στο κράτος, αλλά μάλλον ως ένα σύνολο κανόνων που επεκτείνονται στην κοινωνία στο σύνολό της. Άλλωστε, όπως διευκρινίζει η συγγραφέας, η γραφειοκρατία δεν πρέπει να συγχέεται με την κρατική διοίκηση, καθώς χαρακτηρίζει επίσης τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, την οικονομία της αγοράς και τις οργανώσεις που θεωρούνται τμήμα της κοινωνίας των πολιτών. Εκκινώντας από τις αναλύσεις του Μαξ Βέμπερ αλλά και του Μισέλ Φουκώ, η Ιμπού διερευνά τις μεταμορφώσεις του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού αναδεικνύοντας τον ρόλο της γραφειοκρατικοποίησης για την κυριαρχία της απορρύθμισης, της φιλελευθεροποίησης και της ιδιωτικοποίησης που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Η νεοφιλελεύθερη γραφειοκρατικοποίηση αποτελεί, όπως επισημαίνει, μια από τις μορφές έκφρασης της κυριαρχίας στις σύγχρονες κοινωνίες, η οποία καθορίζεται από την παντοδυναμία του τεχνικού ορθολογισμού και από την αυξανόμενη παρουσία των κανόνων της αγοράς και των επιχειρήσεων. Είναι, συνεπώς, μια κοινωνική μορφή εξουσίας που δεν πηγάζει απλώς «από τα πάνω», αλλά συχνά απαντά σε απαιτήσεις, προσδοκίες και συμπεριφορές «από τα κάτω», που συνιστούν ένα είδος «συμμετοχής» στη γραφειοκρατία, όπως δείχνει η έρευνα της συγγραφέως, η οποία συνδυάζεται με μια εμπειρική ανάλυση που έχει τις ρίζες της στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής.
Gavin Mueller, Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά, Εκτός Γραμμής
Η εμφάνιση της Gen AI, δηλαδή της «δημιουργικής» ή «παραγωγικής» τεχνητής νοημοσύνης, και της πιο γνωστής της εφαρμογής, του ChatGPT, προκάλεσε αν όχι πανικό σίγουρα δικαιολογημένο φόβο σε αρκετούς κλάδους εργαζομένων – και πανηγυρισμούς, απόλυτα δικαιολογημένους, στους περισσότερους εργοδότες, που βλέπουν στην επέλασή της μία ακόμη ευκαιρία για κέρδη, που έρχεται να προστεθεί στην εκτεταμένη και μαζική ψηφιοποίηση που επέφερε η πανδημία. Σε πείσμα όσων πιστεύουν ότι η τεχνολογία ανοίγει τον δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον, ότι «η πρόοδος της ανθρωπότητας είναι ένα και το αυτό με την πρόοδο στις μηχανές και τα μαραφέτια», ο συγγραφέας, που διδάσκει Νέα Μέσα και Ψηφιακό Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, τάσσεται με τη μεριά των εργαζομένων που γνωρίζουν πως κάθε τεχνολογική πρόοδος δεν είναι παρά μια βίαιη προσπάθεια του κεφαλαίου να μετασχηματίσει διά των μηχανών τις σχέσεις παραγωγής –εις βάρος της ζωντανής εργασίας– με αποτέλεσμα την περαιτέρω ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων. Διαπιστώνοντας ότι οι άνθρωποι που αισιοδοξούν για το μέλλον σήμερα είναι λιγότεροι από ποτέ –και ακόμα λιγότεροι όσοι πιστεύουν στα ευεργετικά αποτελέσματα των εξελίξεων στα ψηφιακά δίκτυα, τον αυτοματισμό ή την τεχνητή νοημοσύνη– ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ένας δυναμικός ταξικός αγώνας θα στοχοποιούσε κατ’ ανάγκη τις μηχανές του καιρού του. Γι’ αυτό και στη μελέτη του καταγράφει τις στιγμές όπου κάτι τέτοιο συνέβη, ξεκινώντας από τους τόσο συκοφαντημένους, από τους φιλελεύθερους αλλά και από τους μαρξιστές, «οπαδούς του βασιλιά Λουντ», τους λουδίτες. Μέσα από μια προσεκτική επανανάγνωση του ιστορικού αυτού κινήματος των υφαντουργών της Αγγλίας, στις αρχές του 19ου αιώνα, το αποκαθιστά ως κάτι πολύ περισσότερο από μια τυφλή, καταστρεπτική δύναμη «συντήρησης». Οι λουδίτες πίστευαν ότι οι νέες μηχανές υπονόμευαν τα μέσα βιοπορισμού τους και κατέστρεφαν τις κοινότητές τους, έτσι η στοχοποίηση αυτών των μηχανών ήταν μια εύλογη στρατηγική στον αγώνα για να τις σταματήσουν. Μέσα από τη μελέτη αυτή, που μετέφρασαν οι Γιώργος Καλαμπόκας και Αντώνης Φάρας, ο συγγραφέας επιδιώκει να αναδείξει το πολιτικό σκεπτικό πίσω από το κίνημα αυτό, το οποίο τους οδήγησε σε μαχητική στάση απέναντι στην τεχνολογική αναδιοργάνωση της εργασίας που επιχείρησαν οι πρώτοι καπιταλιστές. «Οι λουδίτες ήξεραν γιατί μισείς τη δουλειά σου», αποφαίνεται στον υπότιτλο, θέλοντας να επισημάνει την επικαιρότητα των μορφών αντίστασης του κόσμου της εργασίας στην υπαγωγή του συνόλου του βίου στην εξουσία του κεφαλαίου.
Martin Wolf, Η κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού, Αλεξάνδρεια
Αρχισυντάκτης και οικονομικός σχολιαστής των Financial Times του Λονδίνου ο συγγραφέας, είναι βαθύτατα πεισμένος για τη συμβατότητα και τη στενή σχέση ανάμεσα στην οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ιδιαίτερα εκείνην που αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες των δύο παγκοσμίων πολέμων, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα. Αντιμέτωπος με τους πολιτικούς και οικονομικούς κλυδωνισμούς του 21ου αιώνα, διαπιστώνει πως η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτικό έχει διαρραγεί, όπως και εκείνη ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, το εθνικό και το παγκόσμιο. Πλέον, η οικονομία δεν προσφέρει την ασφάλεια και την ευημερία που προσμένει μεγάλο τμήμα των σύγχρονων κοινωνιών – αντιθέτως, η οικονομία αποσταθεροποιεί την πολιτική, αλλά και το αντίστροφο. Συμπτώματα αυτής της αποτυχίας της οικονομίας, τα οποία εντοπίζει ο Μάρτιν Γουλφ, είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης στις ελίτ, η άνοδος του αυταρχισμού και του λαϊκισμού, και των πολιτικών της ταυτότητας, καθώς και η απώλεια της εμπιστοσύνης στην έννοια της αλήθειας. Μολονότι θεωρεί ότι «μάλλον έχουμε αποφύγει τα μεγαλύτερα λάθη του πρώτου μισού του 20ού αιώνα», πιστεύει πως οι γονείς του στις σημερινές εξελίξεις θα είχαν «αναγνωρίσει την ηχώ από το παρελθόν τους». Προκειμένου κάτι τέτοιο να αποφευχθεί, είναι ανάγκη η σχέση ανάμεσα στις δημοκρατικές πολιτείες και την οικονομία της αγοράς να μετασχηματιστεί, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο πλαίσιο. Έτσι, στο ανά χείρας βιβλίο του, που μετέφρασε στα ελληνικά ο Κωστής Πανσέληνος, αφού πρώτα εξετάσει την υποκείμενη σχέση δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς και πώς, στην πράξη, διαμορφώθηκε τους τελευταίους δύο αιώνες, μελετά στη συνέχεια την ανισορροπία μεταξύ πολιτικής και οικονομίας στις πλούσιες χώρες, και ειδικά στις ΗΠΑ, αναλύοντας τα αίτια, αλλά και εντοπίζοντας τους τρόπους με τους οποίους η πολιτική, μέσα από αυτή τη διαδικασία άλλαξε, ανοίγοντας τον δρόμο στην άνοδο ενός επικίνδυνου αντιπλουραλιστικού λαϊκισμού. Τέλος, εκκινώντας από τα οικονομικά προβλήματα, αναζητεί τα σημεία ισορροπίας που θα μπορούσαν να υπάρξουν ανάμεσα στη φιλελεύθερη δημοκρατία και τον καπιταλισμό, αλλά και τρόπους βελτίωσης και των δύο, ξεκινώντας από την ανανέωση του καπιταλισμού και την εφαρμογή ενός νέου Νιου Ντηλ –και τι θα σήμαινε αυτό– για να φτάσει στην ανανέωση της δημοκρατίας. Η μελέτη ολοκληρώνεται με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο δημοκρατικός καπιταλισμός, που για τον συγγραφέα είναι η ανάδυση του αυταρχισμού, η άνοδος της Κίνας και η κλιματική κρίση, και τι σημαίνουν για εμάς σήμερα.
Giuliano da Empoli, Οι μηχανικοί του χάους, Κέδρος
Στην άνοδο του λαϊκισμού την εποχή του αλγορίθμου και των κοινωνικών δικτύων επικεντρώνεται η μελέτη του ιταλοελβετού πολιτικού επιστήμονα Τζουλιάνο ντα Έμπολι, όπως διευκρινίζει και ο υπότιτλος του έργου του. Ποιους ονομάζει όμως «μηχανικούς του χάους»; Άνθρωποι όπως ο Στηβ Μπανον, ο άνθρωπος-ορχήστρα της διεθνούς ακροδεξιάς, ή ο Μάιλο Γιαννόπουλος, εμβληματική φιγούρα της αμερικανικής alt-right. Όπως ο Ντόμινικ Κάνινγκς, επικεφαλής της καμπάνιας του Brexit και πολιτικός σύμβουλος του Μπόρις Τζόνσον ή ο Τζιανρομπέρτο Καζαλέτζιο, ο επικοινωνιακός «γκουρού» του Κινήματος των 5 Αστέρων. Αυτοί και άλλοι πολλοί, είναι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου, μορφές που ο συγγραφέας κατατάσσει στις γραμμές του «λαϊκισμού», μολονότι οι περισσότεροι από αυτούς πυκνώνουν, απλώς, τις τάξεις της ακροδεξιάς. Πολιτικός σύμβουλος του ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι στο παρελθόν, ο συγγραφέας τονίζει την ανάγκη κατανόησης και όχι απλώς καταδίκης του «λαϊκίστικου κύματος», επισημαίνοντας ως πηγές του, αφενός, το μίσος των λαϊκών στρωμάτων, που στηρίζεται σε πολύ πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές αιτίες και, αφετέρου, σε μια «υπερδυναμική μηχανή», που δεν είναι άλλη από τα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που αποτελούν το προνομιακό εργαλείο «εκείνων που θέλουν να πολλαπλασιάσουν το χάος». Σε αυτούς τους τελευταίους επικεντρώνεται το βιβλίο (σε μετάφραση Μαρίας Μαλαφέκα), γιατί είναι εκείνοι που αντιλήφθηκαν νωρίς τα σημάδια της αλλαγής και κατάφεραν να επωφεληθούν από αυτό, προκειμένου να περάσουν από το περιθώριο στο κέντρο του συστήματος. Είτε αναγνωρίζει κανείς την αναλυτική χρησιμότητα της έννοιας του «λαϊκισμού» είτε όχι, αναμφίβολα έχει πολλά να μάθει από αυτούς τους «δασκάλους της κακίας» – αν μη τι άλλο για να αντιπαλέψει την επιρροή τους…
Michael Shermer, Συνωμοσίες, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Γιατί τόσοι λογικοί άνθρωποι πιστεύουν τόσο παράλογα πράγματα, αναρωτιέται ήδη από τον υπότιτλο του βιβλίου του ο Μάικλ Σέρμερ, αμερικανός ιστορικός της επιστήμης και δραστήριος σε θέματα ελέγχου ψευδοεπιστημονικών και υπερφυσικών ισχυρισμών, όπως έκανε και με το προηγούμενο βιβλίο του που κυκλοφόρησε με επιτυχία στα ελληνικά, Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε παράξενα πράγματα; Ψευδοεπιστήμη, προλήψεις και άλλες πλάνες του καιρού μας (ΠΕΚ, 2003). Στο παρόν έργο του επιχειρεί να εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε θεωρίες συνωμοσίας, να διακρίνει ποιες εξ αυτών είναι, ενδεχομένως, αληθινές και, εντέλει, πώς μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε. Οι άνθρωποι, τονίζει ο συγγραφέας, πιστεύουν καταφανώς λανθασμένα πράγματα για φαινομενικά ορθολογικούς λόγους – κι αυτό ακριβώς συνιστά το φαινόμενο της συνωμοσιολογίας. Ανάμεσα στις θεωρίες συνωμοσίας διακρίνει τρεις μείζονες κατηγορίες: εκείνες που αντιπροσωπεύουν μια βαθύτερη μυθική, ψυχολογική ή βιωματική αλήθεια, εκείνες που λειτουργούν ως υποκατάστατα πεποιθήσεων οι οποίες θεωρούνταν στο παρελθόν θεμελιώδη στοιχεία πολιτικής, θρησκευτικής, κοινωνικής ή ιδεολογικής ταυτότητας και, τέλος, θεωρίες που αντιπροσωπεύουν πραγματικές συνωμοσίες, κάτι που, από ιστορική σκοπιά, έχει συχνά αποδειχθεί. Ο συγγραφέας διαφωνεί με τον χαρακτηρισμό όλων των τέτοιου είδους θεωριών απλώς ως ψευδών πεποιθήσεων. Αντιθέτως, αφού κάνει διάκριση ανάμεσα στις παρανοϊκές θεωρίες συνωμοσίας, για τις οποίες υπάρχουν ελάχιστες ή καθόλου αποδείξεις, και τις ρεαλιστικές, που αφορούν τη δράση υπαρκτών πολιτικών ή επιχειρηματικών θεσμών, που επιδιώκουν να διασφαλίσουν αθέμιτα πλεονεκτήματα, υποστηρίζει πως η συνωμοσιολογία είναι μια ορθολογική αντίδραση σε έναν επικίνδυνο κόσμο. Ακριβώς γι’ αυτό, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του, ο Σέρμερ επικεντρώνεται στον τρόπο εξακρίβωσης του αν αυτές οι θεωρίες είναι αληθείς ή ψευδείς, παραθέτοντας και μια «εργαλειοθήκη ανίχνευσης συνωμοσιών» και διατυπώνοντας την άποψή του για πολλές από τις πιο δημοφιλείς θεωρίες συνωμοσίας που συναντώνται στις μέρες μας ή στο ιστορικό παρελθόν. Η μελέτη, την οποία μετέφρασε στα ελληνικά ο Μιχάλης Λαλιώτης, ολοκληρώνεται με έναν πρακτικό αλλά κρίσιμο «οδηγό» για το πώς να μιλάμε στους συνωμοσιολόγους και, κυρίως, πώς να ανοικοδομήσουμε την εμπιστοσύνη μας στην αλήθεια.
Γιάννης Η. Χάρης, Στοιχήματα και ασκήσεις μνήμης (α’+β’ τόμ.), Εστία
Σε μια αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση, ο καλός μεταφραστής και δεινός αρθρογράφος παρουσιάζει στους δύο αυτούς τόμους παλαιότερα και νεότερα κείμενα από την τακτική συνεργασία του με τα Νέα, παλιότερα, και την Εφημερίδα των Συντακτών. Κατανεμημένα θεματικά σε δύο τόμους, που αφορούν ο μεν ζητήματα σχετικά με τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και τη μετανάστευση, ο δε ζητήματα πολιτικής και ιδεολογίας, τα σύντομα αλλά πάντα ευθύβολα αυτά κείμενα παρατίθενται με χρονολογική τάξη. Κείμενα που ο ίδιος αποκαλεί «στοιχήματα» απέναντι στα στερεότυπα, που εμφανίζονται σαν αυτονόητα, αλλά και «ασκήσεις μνήμης» απέναντι στον εξωραϊσμό του παρελθόντος και τον αναθεωρητισμό. Κείμενα που επιχειρούν να αναδείξουν, αφενός, τον «καθρέφτη μέσα στον οποίο αντικρίζουμε το πραγματικό μας πρόσωπο, το φοβικό και άξενο», ο οποίος δεν είναι άλλος από «τους ξένους μας», τους συμπολίτες μας που γεννήθηκαν αλλού και γι’ αυτό και μόνο τον λόγο στερούνται τα περισσότερα από τα δικαιώματα του πολίτη· αφετέρου, κείμενα για μείζονα πολιτικά ζητήματα και γεγονότα των τελευταίων χρόνων και για τη στάση μας απέναντί τους, που ανατέμνονται σε μια «προσπάθεια να ανακτήσουμε το παρελθόν μας, βασική προϋπόθεση για τον ασφαλή βηματισμό μας στο παρόν». Γραφή απολαυστική, με διαρκή μέριμνα για τη γλώσσα (πάντα σε αντίθεση με τους ποικίλους ηθικούς πανικούς των γλωσσαμυντόρων), τα κείμενα του Γιάννη Χάρη αποτελούν όχι απλώς ένα ωφέλιμο ανάγνωσμα αλλά κι ένα μάθημα για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει στις μέρες μας ένα λόγιο αλλά και γνήσια δημοσιογραφικό ύφος. Από αυτήν την άποψη, τα στοιχήματα που θέτει ως συγγραφέας είναι μάλλον κερδισμένα…
Σταύρος Παναγιωτίδης, Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της ελληνικής ιστορίας 2, Κέδρος
Έχοντας βρει σημαντική ανταπόκριση από το αναγνωστικό κοινό με την πρώτη συλλογή αφηγήσεων «για γεγονότα που όλοι γνωρίζουμε, αλλά ποτέ δεν συνέβησαν», ο συγγραφέας επανέρχεται με ακόμη περισσότερες τέτοιες μικρές αφηγήσεις, που ανατρέπουν μια σειρά από εδραιωμένες πεποιθήσεις για ιστορικά «γεγονότα» που ουδέποτε συνέβησαν και συνθήκες που ουδέποτε υπήρξαν. Η απομυθοποιητική ματιά του εκτείνεται από την προϊστορική αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας σχεδόν. Απογοητευμένος ή ενθουσιασμένος –με πιθανότερο το δεύτερο– ο αναγνώστης του θα διαπιστώσει ότι οι Μινωίτες δεν ήταν ελληνικό φύλο και, συνεπώς, δεν μιλούσαν ελληνικά· ότι, αντίθετα με όσα κανοναρχεί η ομοφοβική ακροδεξιά, στην αρχαία Αθήνα οι ομοφυλόφιλοι δεν διώκονταν ούτε τιμωρούνταν, αντιθέτως, μάλλον επιβραβεύονταν, όπως οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτονας, που φαίνεται πως μάλλον σκότωσαν τον τύραννο Ίππαρχο λόγω ερωτικής αντιζηλίας. Ούτε το Βυζάντιο ούτε η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας ξεφεύγουν από την αναθεωρητική γραφίδα του Παναγιωτίδη, το μεγαλύτερο όμως μέρος του βιβλίου απασχολούν οι μύθοι της σύγχρονης και της πρόσφατης ιστορίας μας, από το αίτημα για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα (που δεν διατύπωσε πρώτη η Μελίνα Μερκούρη) μέχρι τον ανύπαρκτο εύζωνα Κουκίδη, που ο μύθος θέλει να πέφτει από την Ακρόπολη τυλιγμένος με την ελληνική σημαία μπροστά στους ναζί· αλλά και από τον (αναπόδεικτο) ρόλο των Αμερικανών στην οργάνωση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 μέχρι την χρησιμοποίηση του Παναγούλη, εν αγνοία του, βέβαια, στους ενδοχουντικούς ανταγωνισμούς. «Οι άβολες αλήθειες στην ιστορία μας», παρατηρεί, «δεν είναι λίγες. Στην πραγματικότητα, όμως, μας κάνουν να νιώθουμε αμήχανα όχι εξαιτίας του παρελθόντος αλλά εξαιτίας του παρόντος».
David Baker, Σεξ, Μεταίχμιο
Δύο δισεκατομμύρια χρόνια αναπαραγωγής και απόλαυσης, σύμφωνα με τον υπότιτλο, επιχειρεί να διατρέξει μέσα από την αφήγησή του ο αυστραλός Ντέιβιντ Μπέικερ. Ιστορικός που θεραπεύει την αποκαλούμενη Big History, εκείνο το είδος της παγκόσμιας ιστορίας που εξετάζει τον πλανήτη στο σύνολό του, από το Big Bang μέχρι τις μέρες μας, αντιμετωπίζει το φαινόμενο του σεξ ως μια ολότητα από την αρχή μέχρι το τέλος, από τις στοιχειώδεις χημικές διεργασίες όπου δυο μικρόβια ανταλλάσσουν το DNA τους μέχρι τις πιο παράξενες και περίπλοκες εκφάνσεις του. Διαθέτοντας αρκετό χιούμορ, χρησιμοποιώντας αρκετές «βρώμικες» λέξεις και ιστορικά ανέκδοτα «με μόνο σκοπό τον σκανδαλισμό του αναγνώστη», όπως λέει, ανατρέπει πολλούς δημοφιλείς μύθους προκειμένου να παρουσιάσει το «πραγματικό χάος» της σεξουαλικής ιστορίας μας με όλες τις «ενοχλητικές της λεπτομέρειες». Στο πρώτο μέρος της πραγμάτευσής του εξετάζει τον αργό σχηματισμό των θεμελιωδών στοιχείων του σεξ, από τις απαρχές της ζωής μέχρι την εξαφάνιση των δεινοσαύρων· στο δεύτερο μελετά το μακρύ και δύσκολο ταξίδι που οδήγησε στη δημιουργία των ανθρώπινων σεξουαλικών ενστίκτων και, τέλος, στο τρίτο διερευνά το πώς οι εξελικτικές τάσεις αλληλεπιδρούν με τις ποικίλες μορφές κουλτούρας και ιδεών που επεξεργάστηκε ο άνθρωπος, καθώς και τη συσχέτιση φύσης και ανατροφής μέσα στη μακρά πορεία της ανθρώπινης ιστορίας, από την εποχή των τροφοσυλλεκτών στη γεωργική και, τέλος, τη σύγχρονη εποχή. Ακόμη, ο συγγραφέας επιχειρεί να ρίξει μια ματιά στο μέλλον και να διακρίνει πού μπορούν να οδηγήσουν οι σημερινές τάσεις τα επόμενα χρόνια, εξετάζοντας ποικίλες εκδοχές μέλλοντος. Τη μετάφραση στα ελληνικά έκανε ο Ηφαιστίων Χριστόπουλος.