Να (τα) χαίρεστε!  (της Ελένης Σβορώνου)

0
209
Καπερναούμ, η ταινία που βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός: ένα παιδί μηνύει τους γονείς του

της Ελένης Σβορώνου

 

Ένα βιβλίο για το γονεϊκότητα εύκολα θα χανόταν στον (ολοένα και πιο δημοφιλή, σύμφωνα με την έρευνα του ΟΣΔΕΛ) πάγκο των σχετικών βιβλίων αυτοβοήθειας του βιβλιοπωλείου. Αλλά το ανά χείρας βιβλίο είναι κάτι περισσότερο. Είναι μια οξυδερκής ματιά στην σύγχρονη ελληνική οικογένεια και, εντέλει, στην ελληνική κοινωνία. Είναι μια ακτινογραφία «καταστάσεων καθημερινής τρέλας» που ζούμε είτε είμαστε γονείς είτε όχι, αφού τελικά, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, γινόμαστε μέρος της. Η ελληνική οικογένεια είναι μαζί μας στις παραλίες, στα αεροπλάνα, στα πλοία, στα εστιατόρια,  στις εφημερίδες, στην τηλεόραση, στις ειδήσεις, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παντού στο δημόσιο χώρο. «Τα δικά μας παιδιά» (όπως χαρακτηριστικά τιτλοφορείται το τελευταίο βιβλίο της Σοφίας Νικολαϊδη), ήδη από τη βρεφική ηλικία έως και την επαναστατική και εσχάτως κάπως περισσότερο βίαιη εφηβική ηλικία, μας απασχολούν όλο και περισσότερο. Άλλοτε ως θύματα οικογενειακής βίας κι άλλοτε ως θύτες γίνονται ο καθρέφτης που αποφεύγουμε να κοιτάξουμε.

Η Ελεονώρα Σουρλάγκα, παιδοψυχολόγος με πολυετή εμπειρία στην ιδιωτική εκπαίδευση και στην οικογενειακή θεραπεία, έρχεται με το τρίτο της αυτό βιβλίο να καταθέσει την εμπειρία της από την επαγγελματική της ζωή αλλά και από την μητρότητα. (Το πρώτο της βιβλίο είναι το εξαιρετικά επιτυχημένο Πάσπορτ, ένα χρονικό της περιπέτειάς της με τον καρκίνο και το δεύτερο το μυθιστόρημα, το Κρυφτό, μια ανατομία ενός έρωτα που καταλήγει ένα διαρκές παιχνίδι ταύτισης και απομάκρυνσης από τον αντικείμενο του πόθου).

Ορμώμενη από τη διαπίστωση ότι η γονεϊκότητα έχει φορτωθεί ένα πολύ μεγάλο βάρος, μια τεράστια ευθύνη άπειρων «πρέπει» που επιβάλλονται από μια στρεβλή αντίληψη του ρόλου της στην ανατροφή των παιδιών, αρχίζει να αφαιρεί, κεφάλαιο το κεφάλαιο, βαρίδια από τους ώμους της αποκαλύπτοντας έναν τρόπο να απαλλαγεί από τις εμμονές ίσως και τις παθογένειές της. Προτείνεται τελικά μια νέα στάση ζωής που αφομοιώνει τα καλύτερα της νέας εποχής, της σύγχρονης μη πυρηνικής, μη τυπικής οικογένειας που γιορτάζει τη διαφορετικότητα, την ανοχή και την πραγμάτωση της ατομικότητας αλλά και τα καλύτερα «των παλιών», αφού, όπως λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας, όπως κάνουμε σε κάθε μετακόμιση, μαζί με τα άχρηστα του νοικοκυριού μας πετάξαμε και μερικά χρήσιμα των παλαιότερων γενεών στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Αυτά τα χρήσιμα του παρελθόντος ανασύρονται και βρίσκουν τη θέση τους στο σύγχρονο ελληνικό σπίτι που ψάχνει τον δρόμο του ανάμεσα στις συμβουλές της γιαγιάς και τις επιταγές της σύγχρονης εποχής.

Πρώτη παρεξηγημένη έννοια που βαραίνει γονείς και όλους μας είναι η εμμονή με την ευτυχία και τη χαρά. Από μόνη της αυτή η επιταγή της εποχής μας (που ενισχύεται από τα κοινωνικά δίκτυα) για ευτυχία και χαμόγελα δημιουργεί άγχος που συνοψίζεται στην επίμονη ερώτηση-μέτρο της καθημερινότητας: «Πέρασες καλά;». Ούτε οι ενήλικες ούτε τα παιδιά οφείλουν να περνάνε διαρκώς καλά για να είναι χαρούμενα ή κι ευτυχισμένα. Το νόημα με το οποίο επενδύεις την εκάστοτε δραστηριότητα που αποφασίζεις να αναλάβεις είναι πιο σημαντικό από την αίσθηση της ευφορίας.

«…ο σύντροφός μου,[…] τοποθετεί το ‘περνάω καλά’ σε ένα εντυπωσιακά χαμηλό σημείο του αξιακού του συστήματος και του λεξιλογίου του, σε αντίθεση με εμένα. ‘Πέρασες ωραία;’ συνηθίζω να τον ρωτώ με κάποια αγωνία. Συνήθως με κοιτάζει μπερδεμένος, σαν να μην ξέρει πώς να αρχίσει να διαμορφώνει την απάντηση. Μια φορά μου είπε το εξής: ‘Το θέμα δεν είναι αν πέρασα καλά, αλλά αν άξιζε να το κάνω’. Είναι σα να λέει ότι υπάρχουν πολλές εμπειρίες που αξίζει κανείς να έχει και οι οποίες δεν είναι απαραιτήτως ευχάριστες. Δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό στο να προτιμάς να περνάς καλά από το να ταλαιπωρείσαι. Αν όμως το να περνάς καλά είναι ο κυρίαρχος σκοπός σου και ο γνώμονας βάσει του οποίου μετράς την αξία ή την επιτυχία κάθε εμπειρίας, τότε το να περνάς καλά μετατρέπεται σε ένα πάρα πολύ εύθραυστο οικοδόμημα που κλυδωνίζεται διαρκώς από τα σκαμπανεβάσματα της καθημερινότητας».  (σ.39)

Η παιδοψυχολόγος εμβαθύνει σε αυτή την ιδέα και την προεκτείνει στα παιδιά. Αγωνιά ο γονιός να περνά καλά το παιδί του. Ταράζεται όταν το βλέπει στεναχωρημένο, ζορισμένο, θυμωμένο ή βαριεστημένο. Φέρνει όμως ένα καταπληκτικό παράδειγμα για να τονίσει την ανοχή που πρέπει να αναπτύξουμε στην εικόνα του δυσαρεστημένου παιδιού. Σε μια τηλεοπτική συνέντευξή της μία διάσημη στη χώρα μας καλλιτέχνης είπε ότι μεγάλωσε σε δυσκολεμένη, οικονομικά, οικογένεια κι ως παιδί αναγκαζόταν να περνάει αρκετές ώρες βοηθώντας τους δικούς της στη δουλειά τους. Ο δημοσιογράφος την κοίταξε με συμπόνοια και σχολίασε πως θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για εκείνη. «Καθόλου! Δεν υπέφερα. Ένιωθα χρήσιμη», απάντησε εκείνη.

Από όλο το βιβλίο προκύπτει ο ασφυκτικός κλοιός που έχουμε δημιουργήσει, γονείς και κοινωνία, στο όνομα του ευτυχισμένου παιδιού δίνοντας ένα κάπως στρεβλό περιεχόμενο στον όρο ευτυχία. Τα απαλλάσσουν από κάθε υποχρέωση εργασίας αλλά τα φορτώνουν με πνευματικές, άυλες εργασίες που έχουν αβέβαιο δείκτη επιτυχίας. («Προσπάθησε, σημασία έχει η προσπάθεια», λέει η μαμά, ναι αλλά πότε θα είσαι ευχαριστημένη; Ποια είναι το μέτρο της καλής προσπάθειας;)

Στο εξωτερικό οι ευθύνες που αναλαμβάνουν τα πολύ μικρά παιδιά, ήδη από το νηπιαγωγείο είναι σημαντικές. Πρέπει να πηγαίνουν μόνα τους στο σχολείο (διασχίζοντας βέβαια μικρές και ασφαλείς αποστάσεις), να είναι συνεπή στις εργασίες που αναλαμβάνουν κλπ. Τα γνωρίζουμε αυτά οι περισσότεροι από αναλύσεις και διηγήσεις φίλων. Δεν πρόκειται μόνο για τη διαπαιδαγώγηση υπεύθυνων πολιτών –αυτόν τον στόχο ανασύρουμε συνήθως αναφερόμενοι σε αυτή την παιδαγωγική—αλλά και για τη συναισθηματική και ψυχική ηρεμία του παιδιού και της οικογένειας. Τα παιδιά ξέρουν τι πρέπει να φέρουν εις πέρας, είναι συγκεκριμένο, και συχνά η εργασία βοηθά όλη την οικογένεια. Ακόμη και το «τακτοποίησε το δωμάτιό σου» μπορεί να είναι πιο αόριστο από το «μάζεψε τα παιχνίδια σου». Γιατί ποιο θεωρείται ένα τακτοποιημένο δωμάτιο;! Ας γίνουμε συγκεκριμένοι λοιπόν και ας σταματήσουμε να απαλλάσσουμε τα παιδιά από οποιαδήποτε εργασία στο σπίτι ή στο σχολείο μπορεί να τους αναλογεί.

Μέσα από την εύγλωττη και γλαφυρή αφήγηση συγκεκριμένων περιστατικών η συγγραφέας διαγράφει το προφίλ του σύγχρονου γονιού, κυρίως της μητέρας, που προσπαθεί διαρκώς να ανταποκριθεί στον ιδεατό τύπο της «τέλειας μαμάς». «Η τέλεια μαμά και ο βοηθός της» τιτλοφορείται το σχετικό κεφάλαιο. Ο βοηθός είναι ο πατέρας που αν και έχει σαφώς εξελιχθεί σε σχέση με το παρελθόν ως προς τον ρόλο του στην ανατροφή των παιδιών, η αλήθεια είναι ότι ακόμη αναζητεί τη θέση του στην οικογένεια (και στην κοινωνία). Δε φταίει. Τουλάχιστο δε φταίει μόνον αυτός. Υπάρχει στο βιβλίο μια ολοζώντανη σκηνή καθημερινότητας της οποίας έχουμε γίνει όλοι μάρτυρες. Ένα μεγάλο τραπέζι φίλων σε ταβέρνα, οικογένειες. Οι μαμάδες τοποθετημένες στη μέση του τραπεζιού, οι άντρες στο ένα άκρο κα τα παιδιά στο άλλο. Οι μαμάδες ελέγχουν συχνά τι τρώνε τα παιδιά, σηκώνονται, διορθώνουν, συμβουλεύουν, ρυθμίζουν. Οι άντρες λένε τα δικά τους. Βεβαίως και βλέπουμε πλέον και άλλες σκηνές με άλλους ρόλους. Ωστόσο παραμένει μια τάση να χρεωθεί η μαμά, και με δική της ίσως ευθύνη, τον ρόλο του ρυθμιστή και μάλιστα λεπτομερειών που θα μπορούν να μείνουν χωρίς ρύθμιση προς χάριν της ψυχικής ηρεμίας και της χαράς όλων. Η «τέλεια μαμά» πλανάται ως φάντασμα πάνω από τα κεφάλια όλων. Τι βαθμούς πήρε το παιδί, ποια μετάλλια, ποια διπλώματα…Μήπως και οι συνεχείς αναρτήσεις των επιτυχιών των παιδιών στα προφίλ των μανάδων δεν υπονοούν τον πρώτο πληθυντικό («πετύχαμε»), άρα είμαστε υπεύθυνες, ενώ ντρεπόμαστε και αποσιωπούμε, αν «αποτύχαμε»;

Δεν είναι εύκολη η σύγχρονη ζωή της οικογένειας. Η συγγραφέας έχει το χάρισμα να μιλάει με αγάπη και βαθιά κατανόηση για όλους, για το παιδί, τη μάνα, τον πατέρα, τους κηδεμόνες, τις ανασυσταμένες οικογένειες με τους πατριούς, τις μητριές και τα εξ αγχιστείας αδέρφια, τις γιαγιάδες, τους παππούδες, τους δασκάλους, όλους όσοι κινούνται γύρω από παιδί και την οικογένεια. Δεν κουνάει το δάχτυλο. Με κατανόηση σκύβει πάνω από κάθε στρεβλή αντίληψη της γονεϊκότητας, αναζητά τις αιτίες, προτείνει λύσεις και παραδέχεται συχνά πως έτοιμες λύσεις συχνά δεν υπάρχουν, ούτε είναι ίδιες για όλους. Γι αυτό και συνειδητά αρνήθηκε να εντάξει στο βιβλίο κουτάκια, πλαίσια, με συμβουλές. Αλλά μέσα από συγκεκριμένα περιστατικά προτείνει εναλλακτικές προσεγγίσεις που οδηγούν σε μια καθημερινότητα με περισσότερη χαρά και λιγότερο εκνευρισμό και άγχος.

Στιγμές όμορφες διαβάζει ο αναγνώστες όπως αυτές οι στιγμές που εκείνος ο «βοηθός» της «τέλειας μαμάς», ο πατέρας αναλαμβάνει για λίγο (συνήθως εξ ανάγκης) πλήρως τη φροντίδα των τέκνων. Στο τέλος της ημέρας, μπορεί τα παιδιά να έχουν περάσει λίγο περισσότερη ώρα σε οθόνη από όσο επιτρέπεται, μπορεί να έχουν φάει έτοιμα σουβλάκια ή πίτσα και να μην έχουν κάνει επιμελώς τη βραδινή τους υγιεινή. Αλλά τα νεύρα όλων βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση! Ή όταν η γιαγιά, η μητέρα της παιδοψυχολόγου, τάιζε τις δυο κόρες της με ιώβεια υπομονή εκείνα τα ζυμαρικά-κοχύλια γεμίζοντας αργά αργά κάθε κοχύλι με σάλτσα που τα κορίτσια της κατάπιναν παίζοντας μέχρι να χορτάσουν. Γιατί η τρίτη ηλικία και τα παιδιά συναντιούνται στην κοινή αντίληψη του χρόνου. Ζούνε περισσότερο το παρόν. Έχουν χρόνο να ξοδέψουν. Τα παιδιά γιατί έτσι είναι η φύση τους, ζούνε το παρόν, και οι ηλικιωμένοι γιατί έχουν ολοκληρώσει τον παραγωγικό κύκλο ζωής τους και θέλουν να χαρούν τον χρόνο που τους απομένει. Έχουν ανάγκη και οι δυο να παίξουν στο περιθώριο της χρησιμοθηρικής αντίληψης του χρόνου.

Ωστόσο οι γονείς διαρκώς προβάλλουν και επιβάλλουν στα παιδιά έναν αγώνα καθημερινής ταχύτητας χάριν του μέλλοντος. Μαθήματα, φροντιστήρια, προπονήσεις, όλα για ένα μέλλον που το παιδί δυσκολεύεται να αντιληφθεί. «Μα μου το ζήτησε το ίδιο», εξήγησε μια φορά στην ειδικό μία μητέρα όταν η πρώτη την ρώτησε γιατί να κάνει και τρίτο άθλημα, ή ό,τι ήταν αυτή η παραπανίσια δραστηριότητα, υποψιαζόμενη ότι ο εκνευρισμός του παιδιού οφειλόταν στην κόπωση. Το παιδί όμως δεν είναι σε θέση να προβλέψει πόσο αντέχει. Αυτή είναι πράγματι δουλειά του γονιού.

Είναι αδύνατο να μην έχει ένας γονιός προσδοκίες από το παιδί του. Είναι και ο ίδιος θύμα αυτών των προσδοκιών. Είναι ένας συνεχής αγώνας, δείχνει η συγγραφέας, η απαλλαγή από αυτό το βάρος, η αναγνώριση και αποδοχή της νέας πραγματικότητας που αποτελεί το παιδί (που σπάνια ανταποκρίνεται ακριβώς στην εικόνα που είχε πλάσει ο γονιός πριν καν γεννηθεί) και η υποστήριξη της καλύτερης εκδοχής του παιδιού που πραγματικά είναι. Γιατί συχνά όλος αυτός ο ξέφρενος ρυθμός των δραστηριοτήτων οφείλεται  και στις προσδοκίες των γονιών. Ακραίο παράδειγμα που αφήνει τον αναγνώστη άναυδο: μια μητέρα είχε κολλήσει την προπαίδεια πάνω από το κρεβάτι του παιδιού της (κοιμόταν στον κάτω όροφο κουκέτας) για να τη βλέπει πριν κοιμηθεί και να τη μαθαίνει. Να κοιμάσαι και να ξυπνάς με μια εκκρεμότητα κυριολεκτικά πάνω από το κεφάλι σου! Γιατί; Για ένα μέλλον που δεν κάνει κανένα νόημα στο παιδί.

Ο τρόπος γραφής του βιβλίου είναι τέτοιος που προσδίδει γενικότερο νόημα ζωής σε κάθε περιστατικό που καταρχήν αφορά την οικογένεια και την ευημερία της. Η επικοινωνία με το παιδί, ο διάλογος, η ουσιαστική επαφή, όχι μόνο για τα πρακτικά της καθημερινότητας, είναι πολύτιμη για το παιδί και για όλη την οικογένεια. Αλλά και γενικότερα. Γράφει η συγγραφέας:

«Πριν από πολλά καλοκαίρια, στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, ένα άγνωστο κοριτσάκι, που θα ήταν γύρω στα τέσσερα, ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου στην παραλία. Με κοιτούσε σαν να περίμενε κάτι, κι εγώ απέφευγα το βλέμμα της, γιατί διάβαζα το βιβλίο μου. Ύστερα από λίγο, με τη βραχνή σαν αγορίστικη φωνή της, η οποία μου φάνηκε πολύ αστεία, μου έκανε μια πρόταση: ‘Θες να μιλήσουμε;’ ‘Τι θες να πούμε;’ τη ρώτησα. ‘Λόγια’, μου απάντησε αμέσως, σαν να απορούσε που τη ρώτησα το αυτονόητο. Αυτός ο σύντομος διάλογος, καθώς και αρκετοί άλλοι παρόμοιας αποκαλυπτικότητας, σφράγισαν την απόφασή μου να σπουδάσω παιδοψυχολόγος. Αυτό που με μάγευε στα παιδιά […] ήταν η απλότητα με την οποία διατυπώνουν μια παρατήρηση που σε εκτοξεύει στη ρίζα των πραγμάτων που έχουν σημασία. Είναι σα να κατέχουν μια βαθιά φιλοσοφική γνώση την οποία σταδιακά, μεγαλώνοντας, χάνουν και περνούν το υπόλοιπο της ζωής τους μοχθώντας να την αποκτήσουν ξανά. Το κοριτσάκι στην παραλία, όπως και ο Φρόιντ, τόνισε τη θεμελιώδη αξία του να μιλάς σε κάποιον. Να λες λόγια, ασχέτως αν δεν ξέρεις για ποιο θέμα θέλεις ακριβώς να μιλήσεις. Αυτό διαμορφώνεται στην πορεία, αν αυτός που σε ακούει δεν επιδιώξει να σε κατευθύνει». (σ.262)

Είτε είσαι γονιός είτε όχι ανακαλείς την αξία που έχουν αυτά τα λόγια που απειλούνται και θάβονται κάτω από τον διεκπεραιωτικό λόγο της καθημερινότητας, συχνά μάλιστα μπροστά σε μια αναμμένη οθόνη.

Πάρα πολλές νοοτροπίες και πρακτικές που έχουν ενσωματωθεί στο DNA της σύγχρονης οικογένειας και δεν τίθενται υπό εξέταση αναδεικνύονται εδώ ως «κλέφτες της χαράς». Αθόρυβοι και αποτελεσματικοί κλέφτες γιατί είναι τέλεια μεταμφιεσμένοι με τον μανδύα καλών (και ειλικρινών) προθέσεων.

Εξαιρετικές είναι και οι αναφορές που αφορούν τους αποχωρισμούς. Από την πρώτη μέρα στο σχολείο ως την πρώτη μέρα του φοιτητή που φεύγει από το σπίτι, την δυσκολία φαίνεται πως την έχει ο γονιός μάλλον παρά το παιδί. Το παιδί θα κλάψει, θα στεναχωρηθεί, αλλά θα μάθει να ανακαλύπτει τον άγνωστο κόσμο εκεί έξω, να τον αντιμετωπίζει και να τον χαίρεται.

«Η Άννα, σε ηλικία οκτώ ετών, σε ένα χωριό στον Ταΰγετο. Ήταν τέλη Νοεμβρίου, νύχτα. Βρισκόμασταν σε ένα πανηγύρι στο δάσος, γεμάτο πάγκους και τοπικά προϊόντα, τσίπουρα και παρέες που διασκέδαζαν. Από τα μεγάφωνα αντηχούσαν λαϊκά τραγούδια. Καθώς φεύγαμε, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, η Άννα άφησε το χέρι μου και κατευθύνθηκε προς μια μεγάλη φωτιά που είχαν ανάψει. Έκπληκτη την είδα να στέκεται μπροστά στις φλόγες, να ανοίγει τα χέρια της και να χορεύει για λίγα μόνο δευτερόλεπτα κάτι που έμοιαζε πολύ με ζεϊμπέκικο. Το ύφος της θύμιζε μεγάλο άνθρωπο που παραδίδεται στο πάθος του μαγνητισμένος. Φευγαλέα ένιωσα μια ψύχρα να με διαπερνά, σαν να μεταμορφώθηκε σε κάποιον άγνωστο. Ταυτόχρονα ένιωσα κάτι σα ζήλια, δέος ή θαυμασμό. Σα να είχε φτάσει κάπου όπου εγώ δε θα τολμούσα να πάω». (σ.168)

Είναι έτοιμοι οι γονείς για τους αλλεπάλληλους αποχωρισμούς από τα παιδιά τους; Αποχωρισμοί που επιβάλλονται από τη ζωή αλλά και από την διαφορά ανάμεσα σε αυτό που το παιδί είναι και αυτό που εκείνοι προσδοκούσαν ότι θα είναι; Διαβάζοντας, όχι συμπωματικά, και το Τα δικά μας παιδιά, της Σοφίας Νικολαΐδου, αμέσως μετά το βιβλίο της Ελεονώρας Σουρλάγκα, και ρωτώντας τους λογοτεχνικούς ήρωες-γονείς της ΝικολαΪδου, που τα παιδιά τους βρήκαν τον δρόμο τους ενώ όλα γύρω μύριζαν βία, διαφθορά και παραβατικότητα, «ρωτώντας» τους τι ακριβώς έκαναν σωστά που δεν έκαναν οι άλλοι, κατέληξα πως ήταν αυτό ακριβώς που περιγράφει η παιδοψυχολόγος: Άντεξαν την εικόνα των παιδιών τους που απείχε πολύ από αυτήν που εκείνοι είχαν οραματιστεί  γι αυτά και άφησαν το χέρι τους να πάνε να χορέψουν το δικό τους ζεϊμπέκικο (ραπ στην προκειμένη περίπτωση!) χαράζοντας ένα φωτεινό μονοπάτι μέσα στο ζόφο ενός δυσκολεμένου κοινωνικού και ψυχικού τοπίου.

 

Info

Ελεονώρα Σουρλάγκα, Να τα χαίρεστε, Κέδρος, 2024.

Ελεονώρα Σουρλάγκα, Κρυφτό, Κέδρος, 2014.

Ελεονώρα Σουλάγκα, Πάσπορτ, Κέδρος, 2012.

Σοφία Νικολαΐδου, Τα δικά μας παιδιά, Μεταίχμιο, 2024.

 

 

Προηγούμενο άρθροΕρωτικές ιστορίες (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΥπαρξιακό μεταίχμιο (του Γιάννη Στρούμπα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ