Μισέλ Δημόπουλος, ο φίλος μου (της Κατερίνας Σχινά)

1
678

 

της Κατερίνας Σχινά

Πρώτα άκουσα τη φωνή του Μισέλ Δημόπουλου και μετά τον γνώρισα. Πριν από τη συναρπαστική παρουσία του υπήρξε για μένα μια υποβλητική, βαθιά, χρωματικά πλούσια φωνή  σε μια διαφήμιση ανδρικής κολόνιας των αρχών της δεκαετίας του ‘80. Yatagan: irresistible έλεγε τότε εκείνη η φωνή, ακαταμάχητη η ίδια. Θα την ξανάβρισκα αργότερα, στην «Αυγή» και λίγο αργότερα στο «Τέταρτο» ήπια και οικεία, θωπευτική και μειλίχια, ακόμη και στις διαφωνίες. Τότε ξεκίνησε η φιλία μας, όταν φωνή και λόγος συγχωνεύτηκαν, ηχητική χροιά και νοηματικό περιεχόμενο ταυτίστηκαν. Ήταν η φωνή της συζήτησης, της επικοινωνίας: ένας γαλατικών επιτονισμών κυματισμός με κορυφώσεις και ανασχέσεις, το μουσικό ρεύμα της σκέψης ενός ακόρεστου συνομιλητή που πάντα άφηνε χώρο στον άλλον, πάντα υποχωρούσε για να τον ακούσει, υποβάλλοντας σε συνεχή δοκιμασία τα όρια που χωρίζουν και ενώνουν το όμοιο με το διαφορετικό, διψώντας για την ανταλλαγή και για τη σύνθεση, δεκτικός στον αντίλογο, όχι πάντοτε διαλλακτικός αλλά ουδέποτε δυσοικονόμητος.

Τι να γράψω για την κριτική του εμβέλεια, για τη γνώση και την αγάπη του για το σινεμά, το ανήσυχο και πρωτοπόρο πνεύμα του, που τον έσπρωχνε, ως το τέλος, ν’ αναζητεί και να ανακαλύπτει νέους δημιουργούς, είδη, τάσεις, και να θέλει να τα μοιραστεί, να τα γνωρίσει σε περισσότερους, να οργανώσει, να καθοδηγήσει, να εμπνεύσει. Τι να γράψω για τον ηθικό, κατ’ εξοχήν απελευθερωτικό κοσμοπολιτισμό του, για την αδογμάτιστη προσέγγισή του στην τέχνη, για την οραματική του ευρύτητα και την πνευματική του γενναιοδωρία, για την προσήνεια ενός λογίου του σινεμά που ήταν ικανός να εντοπίσει τη σπίθα του θαυμαστού ακόμη και σε περιβάλλον αφέλειας.

Εμπλούτισε θεωρητικά τον κριτικό λόγο ως κριτικός και διευθυντής σύνταξης του «Σύγχρονου κινηματογράφου». Ως υπεύθυνος της κινηματογραφικής ζώνης της ΕΡΤ έφερε το κοινό σε επαφή με τους μεγάλους σκηνοθέτες και το έργο τους. Υποστήριξε την ανάγκη για εξωστρέφεια του ελληνικού σινεμά. Μεταμόρφωσε ένα επαρχιακό φεστιβάλ σε διεθνή θεσμό. Άνοιξε την πόρτα του στις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες. Πλούτισε την ισχνή κινηματογραφική βιβλιογραφία με σπουδαίες εκδόσεις. Αλλά, κυρίως, πάνω απ’ όλα, άσκησε μια τέχνη που δεν μαθαίνεται – την τέχνη της φιλίας. Με άλλα λόγια, την έμπρακτη καταξίωση της αυτοτέλειας του άλλου.

Τι είναι η φιλία; Μια σχέση όπου κάθε πλευρά ξέρει πώς να διευκολύνει τον δεσμό προσθέτοντας μια λεπτή απόχρωση οικειότητας, ενώ ταυτόχρονα έχει τη φρόνηση να αρνείται την απόλυτη σύμφυση, τη σύγχυση του εγώ με το εσύ. Μια σχέση αναγνώρισης και απόλαυσης, που προϋποθέτει αμοιβαιότητα, αυτογνωσία, εναρμόνιση με τον εαυτό – γιατί μόνον ο πλήρης εαυτός προσέρχεται ουσιαστικά προς τον άλλον. Αυτόν τον πλήρη εαυτό πρόσφερε τόσο απλόχερα ο Μισέλ, έναν εαυτό αρτιωμένο, ακέραιο και γι’ αυτό γοητευτικό και αξιαγάπητο. Η παρουσία του ποτέ δεν θα ξεθωριάσει από τη ζωή μας. Η μοναδική του φωνή ποτέ δεν θα σβήσει.

 

Προηγούμενο άρθρο«Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα»: η αναμέτρηση με την Ιστορία (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΑντικανονική κριτική και αντιεξουσιαστική ποίηση (Βασίλης Λαμπρόπουλος)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Κατερίνα,

    Το βαθιά βιωμένο κείμενο σου τα λέει όλα για τη φωνή του φίλου μας του Μισέλ. Δυο λόγια εδώ για τη σιωπή του, που είναι μια μαρτυρία εξ ίσου σημαντική για τον άνθρωπο. Πέρα από τη σιωπή της συνομιλίας «που άφηνε χώρο στον άλλον», όπως γράφεις, μιλάω και για τη σιωπή της αφοσίωσης, εκείνης της αφοσίωσης στα φυτά του, που μου είχε κάνει εντύπωση σαν τον παρακολουθούσα, πολλές φορές εν αγνοία του, τις μέρες φιλοξενίας μου στην Απόλλωνος.

    Θα είναι στη μνήμη μας πάντα.

    Χρήστος Τσιάμης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ