της Όλγας Σελλά
Η μεσαία τάξη. Αυτή που αναρωτιέται, αντιδρά, σιωπά, ανέχεται, ακολουθεί, εναντιώνεται, θυμώνει, ξεχνά, ονειρεύεται, εργάζεται, προοδεύει, υποκύπτει, ξεγελιέται, μιμείται, φαντασιώνεται, χρεώνεται, παρανομεί… Η μεσαία τάξη, το μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, της κάθε κοινωνίας, αυτή στην οποία όλοι απευθύνονται, όλοι θέλουν να την έχουν με το μέρος τους. Αυτή είναι η «πρωταγωνίστρια» όχι μόνο σημαντικών στιγμών της ιστορίας, αλλά και του έργου του Τόνι Κούσνερ, «Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα», που για πρώτη φορά παρουσιάζεται στην Ελλάδα και στο Εθνικό Θέατρο, στη «Νέα Σκηνή – Νίκος Κούρκουλος» σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού, Γιάννη Μόσχου. Ένα έργο σύγχρονο, γραμμένο από έναν ανήσυχο Αμερικανό δημιουργό, που έχει γράψει περισσότερα από 25 έργα, έχει βραβευτεί με Πούλιτζερ για το έργο του «Άγγελοι στην Αμερική» (το 1991), έχει συνεργαστεί και υπογράψει σενάρια για ταινίες του Στίβεν Σπίλμπεργκ και πάντα τον απασχολούν τα σύγχρονα θέματα της ιστορίας και της κοινωνίας (έιτζ, συντηρητική αντεπανάσταση, Αφγανιστάν, γερμανικός φασισμός και ρεϊγκανισμός, ρατσισμός, κ.λπ.)
Το «Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα» είναι ένα καθαρόαιμο πολιτικό έργο, σύγχρονο πολιτικό έργο, χωρίς παρωπίδες, με ευαισθησία, με κεραίες ανοιχτές για να καταγράψει όλες τις συμπεριφορές αυτής της περίφημης μεσαίας τάξης, όλες τις αντιδράσεις των μελών της. Ένα έργο που γράφτηκε με αφορμή την προεδρία Ρόναλντ Ρέιγκαν, εμπλουτίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα με την προεδρία Τραμπ, αλλά ο Κούσνερ αρχικά μας πηγαίνει στο Βερολίνο του 1932, λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, όπου και εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του (αυτό το μέρος του έργου παρουσιάζεται στο Εθνικό). Βρισκόμαστε σ’ ένα καλόγουστο σοφιστικέ μεσοαστικό σαλόνι, όπου συναντιέται και συζητάει μια παρέα καλλιτεχνών, πολιτικοποιημένων και ευαίσθητων κοινωνικά ανθρώπων, που ζουν την ιστορία στη γένεσή της. Οικοδέσποινα είναι η Άγκνες (Αγορίτσα Οικονόμου) μια ευαίσθητη, ανήσυχη, αλλά φοβισμένη γυναίκα, που αντιλαμβάνεται πολλά, αλλά πάντα διστάζει… Μαζί της και ο σύντροφός της Βέαλτνινκ Χατζ (Λαέρτης Μαλκότσης, σε εναλλαγή με τον Θέμη Πάνου), ένας Ρώσος εμιγκρές, τροτσκιστής, απογοητευμένος ήδη από τα ιδανικά στα οποία πίστεψε, ανάπηρος ήδη από τις μάχες της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στην παρέα είναι η οργανωμένη και παθιασμένη κομμουνίστρια Αναμπέλα (Μαρία Τσιμά), μια φιλόδοξη ηθοποιός, Πολίνκα (Ανατολή Αθανασιάδου), που μόνο της μέλημα είναι η καριέρα της , ένας καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος, επίσης ηθοποιός, ο Μπαζ (Παναγιώτης Παναγόπουλος) και ένα φάντασμα που μόνο η Άγκνες το συναντά τα βράδια στο σπίτι: είναι η Die Alte (Σοφία Σεϊρλή) παλιά ένοικος του σπιτιού, παλιά ένοικος του τόπου.
Το έργο εκτυλίσσεται σε διάστημα ενάμιση χρόνου (από την Πρωτοχρονιά του 1932 και μετά) μέσα σε 26 σύντομες σκηνές, στο ίδιο σαλόνι, στο οποίο μπαίνουν και βγαίνουν διαρκώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι, τις οποίες συνδέει ο Γκότφριντ Σβετς (Θανάσης Ραφτόπουλος) σε ρόλο κομπέρ –ρόλο που ο Γιάννης Μόσχος ενέταξε στην παράστασή του επιτυχώς, αφού το έργο έχει αρκετές δόσεις χιούμορ και γρήγορο κινηματογραφικό ρυθμό και ο κομπέρ, παραπέμποντας στην εποχή του Μεσοπολέμου, σχολιάζει με ελαφρότητα, δηκτικότητα και χιούμορ. Μέσα σ’ αυτές τις 26 σκηνές, ο Τόνι Κούσνερ καταφέρνει να σμιλέψει τους χαρακτήρες του και να ξεδιπλώσει όλη εκείνη τη σύνθετη, τρομακτική και πυκνή σε γεγονότα περίοδο, που οδήγησαν τον Χίτλερ στην Καγκελαρία: από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μέχρι την εκλογική άνοδο του ναζιστικού κόμματος, και τους τρόπους που κατάφερε να κυριαρχήσει εκλογικά και κοινωνικά: εμπρησμός του Ράιχσταγκ, κατάργηση του Κοινοβουλίου, απόλυτη εξουσία στον Χίτλερ, Νύχτα των Κρυστάλλων, πογκρόμ των Εβραίων… Μια διαδρομή που οδήγησε στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γεγονότα τρομακτικά, άσβηστα από τις μνήμες και την Ιστορία. Γι’ αυτό και σύντομα δεν στεκόμαστε στα γεγονότα, αλλά στον τρόπο που οι ήρωες αυτής της ιστορίας αντιδρούν στον ερχομό τους. Άλλοι αντιλαμβάνονται τα σημάδια και ανησυχούν. Άλλοι αντιδρούν με ελαφρότητα ή παρατηρούν να δουν με ποιους τους συμφέρει να ταχθούν. Άλλοι σιωπούν και δεν εκτίθενται. Άλλοι, με ωμό και κυνικό τρόπο, διαλαλούν τις επαφές τους με τη νέα κατάσταση. Άλλοι είτε λόγω ιδεολογίας, είτε λόγω κομματικής ταυτότητας και στράτευσης οργανώνονται και επιχειρούν να αντιδράσουν, δονκιχωτικά κάποιες φορές, χωρίς πάντα να προσμετρούν τις νέες ανάγκες των καιρών. Οι κομματικές και ιδεολογικές ταυτότητες φτιάχνουν γρήγορα στρατόπεδα μέσα στις παρέες. Οι συγκρούσεις, η απομάκρυνση και η απογοήτευση είναι αναπόφευκτες. Η μοναξιά και η έλλειψη εμπιστοσύνης και εγγύτητας με τον μέχρι τότε φίλο, γίνεται κυρίαρχο αίσθημα: «Δεν αισθάνομαι καμία συγγένεια, καμία ομοιότητα με τους ανθρώπους που κυκλοφορούν στο δρόμο»… Και όλοι φοβούνται: «Είμαστε παγωμένοι από το φόβο, χωρίς ίχνος πίστης».
Κι αυτή είναι η σπουδαιότητα του έργου του Κούσνερ. Οι ήρωές του υπάρχουν και το 1932 κα το 1942, και το 1955, και το 1968 και τον 21ο αιώνα. Είναι, είμαστε, η μεσαία τάξη. Που προχωράμε με τα φαντάσματά μας, με τις φοβίες μας, με τις αδυναμίες μας, με τις αρχές μας, ηθικές ή ιδεολογικές, (ή με την απουσία τους). Και οι ήρωες του Τόνι Κούσνερ δεν βρίσκονται μόνο σ’ ένα σαλόνι του Βερολίνου το 1932. Είναι αναγνωρίσιμοι, βρίσκονται και στην Αθήνα, και στο Παρίσι, και στο Λονδίνο, και στη Νέα Υόρκη, και στο Βερολίνο, και στην Πράγα και στη Μόσχα, και στην Κωνσταντινούπολη παντού. Είναι ένα διεθνές και διαχρονικό έργο το «Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα». Που για πρωταγωνιστές έχει τους ανθρώπους που τους έλαχε να βρεθούν μπροστά σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας και αναζητούν τη σωστή πλευρά. Αναζητούν τη στάση ευθύνης απέναντι στους συγκαιρινούς τους και στους επόμενους. «Αυτός ο αιώνας χρειαζόταν ήρωες. Αλλά έχει εμάς: τόσο συγκροτημένους, αλλά εντελώς απαθείς. Η ιστορία λέει ‘σηκωθείτε’, κι εμείς τρικλίζουμε και καταρρέουμε κλαίγοντας, ανίκανοι να σηκώσουμε το φορτίο των καιρών», λέει ο Κούσνερ θυμωμένος μ’ εκείνους που δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους απέναντι στην ιστορία. Στο έργο οι μόνοι άνθρωποι που μένουν να σηκώσουν τις συνέπειες και το φορτίο των καιρών, όταν όλοι έχουν φύγει, είτε για να σωθούν, είτε για να αποφύγουν τη σύγκρουση, είναι η Άγκνες και η Die Alte. Κάθονται και τραγουδούν οι δυο γυναίκες, όταν όλοι έχουν πάρει άλλους δρόμους. Δύο απλοί άνθρωποι, που στα πρόσωπά τους αποτυπώνονται δύο μεγάλοι πόλεμοι. Από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της παράστασης.
Ο Γιάννης Μόσχος είχε στα χέρια του και μας χάρισε ένα δυνατό κείμενο, με εναλλαγές σκηνών, με γρήγορες ατάκες και πυκνό λόγο (μας έλειψε το κείμενο από το πρόγραμμα) τα οποία ανέδειξε πλήρως, ακολουθώντας το πνεύμα του κειμένου, του πικρού χιούμορ και των μικρών ξεσπασμάτων χαράς. Η μόνη παραφωνία (;), υπερβολή (;) ήταν οι δύο στιγμές που οι πιο πολιτικοποιημένοι από τους ήρωες –η Αναμπέλα [Μαρία Τσιμά] και ο Βέαλτνινκ [Λαέρτης Μαλκότσης]- γυρίζουν μετωπικά προς το κοινό, ανάβουν τα φώτα πλατείας και μοιάζει πολύ ξύλινος εκείνη τη στιγμή ο μονόλογός τους. Σαν τοποθέτηση σε συνέλευση.
Από τις ερμηνείες ξεχωρίζω πρώτα δύο ιδιαίτερες παρουσίες, της Σοφίας Σεϊρλή και της Ανατολής Αθανασιάδου (που είχα πολλά χρόνια να τη δω στο θέατρο). Η Αγορίτσα Οικόνομου, για άλλη μια φορά, υπόκωφα, αθόρυβα, υπαινικτικά αλλά καίρια, σμιλεύει τον χαρακτήρα που καλείται να ζωντανέψει, αγωνιά, τρέμει και υπομένει στωικά τη μοίρα της, χωρίς να ξέρει και τι να κάνει, με την αξιοπρέπεια και την ταπεινότητα που πάντα αναζητούμε στους ανθρώπους. Ο Λαέρτης Μαλκότσης μετέφερε μοναδικά την πίκρα της γνώσης και της απογοήτευσης, ο Θανάσης Ραφτόπουλος ήταν ένας καλός κομπέρ, η Μαρία Τσιμά ενσάρκωσε ωραία τη στρατευμένη αριστερή και το πάθος της. Ωραία πινελιά ο Γιλμάζ Χουσμέν και η Υψιπύλη Σοφιά στους δύο νεολαίους του κομμουνιστικού κόμματος, τους μεθυσμένους από την Οκτωβριανή Επανάσταση και τα οράματά της. Στο πρόσωπό τους βρήκε την ευκαιρία ο Τόνι Κούσνερ να θίξει τον τρόπο λειτουργία των κομμουνιστικών κομμάτων. Πιο αδύναμη η παρουσία του Παναγιώτη Παναγόπουλου.
Το Εθνικό Θέατρο, επιτελώντας μία από τις ευθύνες του, μας γνώρισε ένα σημαντικό σύγχρονο, και μια καλοστημένη παράσταση, που σεβάστηκε και ανέδειξε το έργο, με ρυθμό και καλές ερμηνείες, που δεν χάνει στιγμή τον θεατή.
Η ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη, Σκηνοθεσία, δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Μόσχος, Σκηνικά: Τίνα Τζόκα, Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα, Μουσική, ήχοι: Θοδωρής Οικονόμου, Κίνηση: Ανθή Θεοφυλλίδη, Bίντεο: Αποστόλης Κουτσιανικούλης, Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, Διδασκαλία κλακετών: Θάνος Δασκαλόπουλος, Ιστορικός σύμβουλος: Βασίλης Μπογιατζής, Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Νάκου, Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Θωμαΐς Τριανταφυλλίδου, Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Καρδακάρης, Βοηθός σκηνογράφου: Σταύρος Μπαλής, Βοηθός ενδυματολόγου: Aλέξανδρος Γαρνάβος
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Ανατολή Αθανασιάδου: Πολίνκα Έρντνους
Λαέρτης Μαλκότσης/Θέμης Πάνου: Βέαλτνινκ Χατζ
Αγορίτσα Οικονόμου: Άγκνες Έγκλινκ
Παναγιώτης Παναγόπουλος: Γκρέγκορ Μπάζβαλντ (Μπαζ)
Θανάσης Ραφτόπουλος: Γκότφριντ Σβετς
Σοφία Σεϊρλή: Die Alte
Υψιπύλη Σοφιά: Ρόζα Μάλεκ
Μαρία Τσιμά: Αναμπέλα Γκόστλινγκ
Γιλμάζ Χουσμέν: Εμίλ Τράουμ
Φωτογραφίες παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Εθνικό Θέατρο, Κτίριο Τσίλερ (Αγίου Κωνσταντίνου), Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»
Hμέρες και ώρες παραστάσεων:
Τετάρτη στις 19:30, Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 και στις 21:00,
Κυριακή στις 19:30