γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης
Το μεταφραστικό έργο του Στέλιου Χουρμουζιάδη, μία επιλογή 20 ιστοριών από το περίφημο Δεκαήμερο του Βοκάκιου, αποκτά κυρίως νόημα αν το αντιληφθούμε ενταγμένο στη μακρά ιστορία και παράδοση των νεοελληνικών μεταφράσεων της ιταλικής λογοτεχνίας, και ειδικά εκείνων των μεταφράσεων που απέδωσαν στην ελληνική γλώσσα τα σημαντικά και γνωστά μέχρι τις μέρες μας έργα του κανόνα της παλαιότερης ιταλικής λογοτεχνίας, κανόνα μέσα στον οποίο εξέχουσα θέση κατέχει το Δεκαήμερο. Θα κάνω λοιπόν μία κατ’ ανάγκην σχηματική αναδρομή σε αυτή τη μεταφραστική παράδοση, προκειμένου να φτάσω μέχρι τις μέρες μας.
Στον βαθμό που δεχόμαστε ότι η μετάφραση της λογοτεχνίας συνιστά, εννοείται στις καλές των περιπτώσεων, δημιουργική πράξη ισοδύναμη με εκείνην της συγγραφής πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου, η ιστορία των νεοελληνικών μεταφράσεων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της λογοτεχνικής μας ιστορίας. Mάλιστα το φιλολογικό ενδιαφέρον μας για τη μεταφρασμένη λογοτεχνία αυξάνεται όταν αυτή εντάσσεται οργανικά σε μια συγκροτημένη λογοτεχνική παράδοση. Μία τέτοια συγκροτημένη παράδοση ήταν οι μεταφράσεις ιδίως της ιταλικής ποίησης και γενικότερα της ιταλικής λογοτεχνίας που εκπονήθηκαν κατά το 19ο αιώνα, και ιδίως στο δεύτερο μισό του αιώνα, από τους Επτανήσιους – αναφέρω ενδεικτικά τα ονόματα του Ιακώβου Πολυλά, του Λορέντζου Mαβίλη, του Νίκου Kογεβίνα, του Γεωργίου Kαλοσγούρου, του Στυλιανού Xρυσομάλλη και του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Αυτές οι μεταφράσεις μάς κληροδότησαν αξιόλογα μέχρι σήμερα και αξιανάγνωστα στην ελληνική γλώσσα λογοτεχνικά έργα του Δάντη, του Πετράρχη, του Τάσσο, του Μαντσόνι και του Φόσκολο, για να αναφέρω μερικούς μόνο σημαντικούς παλαιότερους Ιταλούς λογοτέχνες. Οι λογοτεχνικές μεταφράσεις των Επτανήσιων δεν διέπονταν από την τελεολογία της μορφωτικής ή παιδευτικής χρησιμότητας, αλλά αντιμετωπίζονταν στο λογοτεχνικό τους πεδίο ως άσκηση δημιουργικής άμιλλας με τα κείμενα εκείνης της λογοτεχνίας που για τους Επτανήσιους αποτελούσε ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε δίδυμη αδελφή της ελληνικής λογοτεχνίας. Για τους Επτανήσιους, η αντίληψη του βαθμού δυσκολίας και η συναίσθηση της δημιουργικότητας του εκάστοτε μεταφραστικού εγχειρήματος προσδιορίζονταν και από το γραμματειακό είδος του πρωτοτύπου και, εφόσον αναφερόμαστε σε λογοτεχνικές μεταφράσεις, από το λογοτεχνικό είδος του. Ειδικά οι αποδόσεις των ποιητικών κειμένων, ιδιόμορφο και δύσκολο μεταφραστικό είδος, ευνοούσαν την εμπέδωση των δυσκολιών της μεταφραστικής πράξης και την αναγωγή τους σε μεταφραστική θεωρία. Όπως γενικά ο μεταφραστής της λογοτεχνίας, συχνά ο ίδιος λογοτέχνης, έτσι και ο Eπτανήσιος μεταφραστής είχε δεσμούς συγγένειας με το πρωτότυπο κείμενο και μεταφραστικά κίνητρα διαφορετικά από ό,τι ο μεταφραστής ενός μη λογοτεχνικού κειμένου. Ενδεικτικά είναι όσα έγραφε το 1877 ο Zακυνθινός μελετητής Mέμνων Mαρτζώκης για τη μετάφραση της Ελευθερωμένης Ιερουσαλήμ του Τάσσο από τον ποιητή Ιούλιο Τυπάλδο: «Φρονούμεν ότι ουχί απλή συγκυρία ήγαγεν τον κ. Tυπάλδον εις την μετάφρασιν ταύτην, αλλά κρύφιον ψυχολογικόν μάλλον ή καλλιτεχνικόν ελατήριον, έμφυτος του ποιητού ροπή, υπολανθάνουσά τις συγγένεια μετά της αισθητικής ιδιοσυγκρασίας του μεταφράζοντος και της του μεταφραζομένου» («H μετάφρασις της Hλευθερωμένης Iερουσαλήμ υπό I. Tυπάλδου», Zακύνθιος Aνθών, χρ. 2, τχ. 24, Aπρίλιος 1877, σ. 397).
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα και με επίκεντρο τον Ιάκωβο Πολυλά διαμορφώθηκε στα Επτάνησα μία συγκροτημένη μεταφραστική θεωρία, δημιουργικός μοχλός της οποίας ήταν ιδίως οι μεταφράσεις της ιταλικής λογοτεχνίας. Συνοψίζω τις βασικές αρχές αυτής της θεωρίας. H μετάφραση, ιδίως εκείνη των ποιητικών έργων, η οποία πρέπει να διακρίνεται από άλλα είδη μετάφρασης, θεωρείται παράλληλη εκδήλωση της λογοτεχνικής δημιουργίας. Ειδικότερα, οι καλές ελληνικές αποδόσεις σημαντικών αρχαίων ή ευρωπαϊκών λογοτεχνημάτων μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη ή και στην τελειοποίηση της λογοτεχνικής γλώσσας και στη δημιουργία καλλιτεχνικού αισθήματος. Τα στοιχεία αυτά είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της ανύπαρκτης ή έστω καχεκτικής ακόμη εθνικής λογοτεχνίας. Οι καλές μεταφράσεις, λοιπόν, αναπληρώνουν την έλλειψη των καλών πρωτοτύπων έργων και δημιουργούν τους όρους για τη δημιουργία τους. Πάντως οι αυθεντικές μεταφράσεις θεωρούνται ήδη οργανικό σώμα της εθνικής λογοτεχνικής παραγωγής. H αντίληψη για το δημιουργικό χαρακτήρα της μεταφραστικής πράξης δεν αποκλείει ούτε τον μετασχηματισμό ή τη διασκευή του πρωτοτύπου.
Τη γενιά των μεταφραστών-λογοτεχνών τους οποίους ενέπνευσε και, ώς ένα σημείο, καθοδήγησε ο Πολυλάς, διαδέχθηκαν οι άξιοι Eπτανήσιοι μεταφραστές του 20ού αιώνα. Στο πρώτο μισό του, οι Στέφανος Mαρτζώκης, Γεράσιμος Σπαταλάς, Mαρίνος Σιγούρος, Kώστας Kαιροφύλας, Mαριέττα Mινώτου κ.ά., με την αγαθή προαίρεση του κατά Πολυλά ερασιτέχνη, επιδόθηκαν στη μετάφραση έργων της ιταλικής λογοτεχνίας, ιδίως ποιητικών, με δημιουργικό ζήλο και συστηματικότητα. Οι μεταφραστικές επιλογές τους πριμοδότησαν και νεότερους από τους παλαιούς Ιταλούς λογοτέχνες, όπως ο Λεοπάρντι, ο Καρντούτσι, ο Πάσκολι και ο Ντανούντσιο. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι αυτοί οι επίγονοι της λεγόμενης παλαιότερα Eπτανησιακής Σχολής φαίνεται να έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στις μεταφράσεις της ιταλικής λογοτεχνίας και στη μελέτη και διάδοση της επτανησιακής λογοτεχνίας, απ’ ό,τι στη συγγραφή πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου. Γιατί το κύριο μέλημά τους ήταν να συντηρήσουν ζωντανή την ευγενική πνευματική καταγωγή τους στην πανελλήνια πια πολιτιστική πρωτεύουσα, την Αθήνα.
Έκανα αυτή την αναδρομή επειδή πιστεύω ότι η μεταφραστική εργασία του Χουρμουζιάδη έχει έναν μακρινό αλλά ορατό δεσμό με αυτή την ισχυρή και συγκροτημένη μεταφραστική παράδοση. Προφανώς η επισκόπηση των μεταφράσεων της ιταλικής λογοτεχνίας στην εποχή μας είναι ένα αρκετά σύνθετο ζήτημα για να θιγεί εδώ. Θα περιοριστώ όμως να επισημάνω ότι τις τελευταίες δεκαετίες το ενδιαφέρον για τα σημαντικά έργα της παλαιότερης ιταλικής λογοτεχνίας έχει μειωθεί σημαντικά. Μόνο η Commedia του Δάντη, κυρίως ένα από τα τρία μέρη της, η «Κόλαση» ή ο «Παράδεισος», όπως και άλλα έργα του Φλωρεντινού εξακολουθούν να μεταφράζονται, έτσι ώστε να έχει σχηματιστεί μία σχετική μεταφραστική παράδοση, η οποία μάλιστα εξελίσσεται σε μεταφραστικό αγώνισμα. Αλλά τα έργα άλλων σημαντικών λογοτεχνών, όπως του Πετράρχη, του Τάσσο, του Φόσκολο, είτε παραμένουν αμετάφραστα είτε υπάρχουν σε αθησαύριστες, παλαιότερες και αισθητικά ανεπαρκείς σήμερα ή γλωσσικά ξεπερασμένες μεταφράσεις. Προφανώς η νεότερη και η σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία μεταφράζονται – κι εγώ έχω κάνει μεταφράσεις ποιητικών έργων, όπως του Σάντρο Πέννα, ακόμα και για λόγους εμπορικούς, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι σήμερα υπάρχει μία συγκροτημένη μεταφραστική παράδοση, που να διέπεται από κριτήρια και να υπηρετεί στόχους. Εξάλλου, η εύλογη επικέντρωση των μεταφράσεων στη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία συνέβαλε στο να θεωρούνται πλέον “ξεπερασμένα” εγχειρήματα για την απόδοση στα ελληνικά των παλαιότερων ιταλικών λογοτεχνικών έργων. Γνωρίζω την περίπτωση μίας έγκυρης σύγχρονης μετάφρασης της Ελευθερωμένης Ιερουσαλήμ που παραμένει χρόνια τώρα ανέκδοτη, επειδή δεν υπάρχει εκδοτικό ενδιαφέρον και δεν βρίσκεται επίσης φορέας χρηματοδότησής της.
Με αυτούς τους γενικούς όρους, η ενασχόληση του Στέλιου Χουρμουζιάδη με τη μετάφραση του Δεκαημέρου εκκίνησε από την καλύτερη δυνατή αφετηρία, τον πολύ καλό γνωστικό εξοπλισμό του, καθώς η πρόσφατα ολοκληρωμένη αγγλόγλωσση διδακτορική διατριβή του, The fate of Boccaccio’s Decameron in Greek since the sixteenth century: exploring translation agency (Η ελληνική τύχη του Δεκαήμερου του Βοκάκιου από τον δέκατο έκτο αιώνα έως σήμερα: εξερευνώντας τη δράση των δρώντων περί τη μετάφραση) (2023) επιβεβαιώνει τη συστηματική γνώση του έργου του Βοκάκιου, της σχετικής με αυτό βιβλιογραφίας και της προηγούμενης ελληνικής μεταφραστικής τύχης του. Αυτό το τόσο ευνοϊκό για το μεταφραστικό εγχείρημα γνωστικό υπόβαθρο ενισχύθηκε επιπρόσθετα από τις γνώσεις που ασφαλώς διαθέτει ο Χουρμουζιάδης στο πεδίο των μεταφραστικών σπουδών. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι ο συγκεκριμένος μελετητής του Βοκάκιου και μεταφραστής του έχει δεσμούς συγγένειας με το πρωτότυπο κείμενο. Το ότι μετέφρασε ένα μέρος του Δεκαημέρου, εκείνο όπου αφηγητές των ιστοριών είναι γυναικεία πρόσωπα, έχοντας προηγουμένως αποσαφηνίσει τα κριτήρια των επιλογών του, φαίνεται από το σύντομο αλλά περιεκτικό «Εισαγωγικό σημείωμά» του (σ. 19-34), όπου θίγει ζητήματα όπως το αν και κατά πόσο το Δεκαήμερο είναι επίκαιρο σήμερα, το ποια είναι τα γνωρίσματα της λογοτεχνικής γλώσσας του, το ποιες ήταν οι επιλογές των παλαιότερων μεταφραστών, επιλογές που υπαγόρευσαν τις δικές του.
Ως αναγνώστης της μετάφρασης του Χουρμουζιάδη, πιστεύω ότι υπό την εύνοια των παραπάνω προϋποθέσεων κατόρθωσε να αποδώσει στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα ένα αντιπροσωπευτικό μέρος του Δεκαημέρου σε μία εκσυγχρονισμένη εκδοχή του έργου, τέτοια που να ενδιαφέρει, να τέρπει και να ερεθίζει στοχαστικά τον μέσο αναγνώστη της λογοτεχνίας. Εκ πρώτης όψεως ορισμένες από τις γλωσσικές επιλογές του μεταφραστή, όπως οι αρκετοί λόγιοι ή ιδιωματικοί γλωσσικοί τύποι και η μακροπερίοδος σύνταξη του λόγου ενδέχεται να ξενίσουν τον ανειδοποίητο αναγνώστη. Αλλά στο εισαγωγικό σημείωμά του ο Χουρμουζιάδης, καλός γνώστης της γλώσσας του πρωτοτύπου, εκθέτει πολύ πειστικά τους λόγους που υπαγόρευσαν αυτές τις επιλογές, προκειμένου να διατηρηθούν στο μεταφρασμένο κείμενο τα γνωρίσματα της γλωσσικής ιδιοτυπίας του Δεκαημέρου. Έτσι η πιστότητα προς το πρωτότυπο συντονίζεται με το γράμμα και με το πνεύμα του.
Η επιλογή να μεταφραστούν οι ιστορίες όπου αφηγήτριες είναι οι επτά νεαρές γυναίκες, η Παμπινέα, η Φιλομένα, η Λαουρέττα, η Εμίλια, η Ελίσσα, η Φιαμέττα και η Νεϊφίλη, συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό ή την επικαιροποίηση του Δεκαημέρου, στη δική μας εποχή, εποχή διεκδικήσεων της ισότητας των φύλων, διεκδικήσεων που μέσα από σημαντικά έργα, όπως αυτό του Βοκάκιου, αντιλαμβανόμαστε ότι απλώνουν τις ρίζες τους σε μακρινές εποχές που όμως μας είναι οικείες. Αλλά το κύριο ερώτημα που θέτει στον αναγνώστη η μεταφραστική επιλογή του Χουρμουζιάδη είναι αν η εποχή του Δεκαημέρου είναι μακρινή, αδρανοποιημένη στο παρελθόν της. Κάθε άλλο. Αυτές οι συναρπαστικές ιστορίες ερώτων, έτσι όπως εξελίσσονται ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, τον ρεαλισμό, ενίοτε νατουραλιστικό και με σαφείς κοινωνικές αιχμές, και τη φαντασιακή υπέρβαση της πραγματικότητας, το φυσικό και το υπερφυσικό, το θαυμαστό και το απωθητικό, την ερωτική πίστη και την απιστία, την ειλικρίνεια και το ψεύδος, την τήρηση των συμβάσεων και την ανατροπή τους, την εξαπάτηση των άλλων και τον ενάρετο βίο, την άφεση στον σεξουαλικό πόθο και την εγκράτεια, γίνονται αντιληπτές ως σύγχρονες, αν τους αφαιρέσουμε τον μανδύα του παρελθόντος και τις αντιστοιχήσουμε στο παρόν μας, δηλαδή στην ανθρώπινη κατάσταση που στο βάθος της μένει ίδια, όταν ιστορείται από την καλή λογοτεχνία όλων των εποχών. Η παρέα των δέκα νέων ανθρώπων –μαζί με τις επτά γυναίκες υπάρχουν και τρεις άνδρες– που εγκαταλείπει τη Φλωρεντία για να σωθεί από τη μαύρη πανώλη του 1348 και διασκεδάζει με την αφήγηση των 101 ιστοριών έρωτα και περιπέτειας βρίσκεται στην άλλη όχθη του καιρού. Στην εδώ όχθη, του δικού μας καιρού, μαίνονται δύο πόλεμοι και η κλιματική κρίση τείνει να κάνει τους θαλερούς κήπους του Δεκαημέρου φανταστικά τοπία. Με αυτό το σκεπτικό, καθώς το Δεκαήμερο παραμένει διαχρονικά επίκαιρο, εύχομαι να ευοδωθεί η ευχή που διατυπώνει ο Φραντσέσκο Νέρι, διευθυντής του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών, στον πρόλογό του στο βιβλίο Δεκαήμερο. Οι γυναίκες αφηγούνται. Είκοσι ιστορίες. Πρόκειται για την ευχή ο Στέλιος Χουρμουζιάδης να μας προσφέρει στο μέλλον τη μετάφραση ολόκληρου του Δεκαημέρου.
Βοκάκιος, Δεκαήμερο. Οι γυναίκες αφηγούνται. Είκοσι ιστορίες, Επιλογή-Εισαγωγή-Μετάφραση: Στέλιος Χουρμουζιάδης, Αθήνα, Περισπωμένη 2024, σσ. 217