Ιωάννα Μπατσή.
Πάνω στον ποταμό Ουρουμπάμμπα, χαμένη μέσα στην άγρια σέλβα, κοιμόταν η μυστική πόλη Μάτσου Πίτσου. Το πρώτο μου βήμα στης γης τα σκαλοπάτια ξύπνησε την πέτρινη μάνα. Μια πόλη χτισμένη από σκαλωτά βράχια μέσα στην άγρια ζούγκλα, μέσα στον αφρό των Άνδεων.
“Ανέβα, hermana.” ψιθύρισε.
Ο αέρας έφερε τις συλλαβές ως το αυτί μου. “Δώσε μου το χέρι σου, από τον πάτο των βράχων. Αυτό είναι το σπίτι, αυτός είναι ο τόπος των σκοτεινών δρυμώνων του κόνδορα.” Αφουγκραζόμενη κάθε πάτημα ανάμεσα στο τρεχούμενο νερό και τους τοίχους, ανέβηκα τα ψηλώματα του Μάτσου Πίτσου. Το νεκρό βασίλειο ορθώνεται ζωντανό. Είδα με τα μάτια μου τη φωτισμένη με κεριά πολιτεία, τα χέρια που σπρώχνουν τις πέτρες πάνω σε κορμούς δέντρων, τα ανθρώπινα πόδια που ξαποσταίνουν δίπλα στου αετού τα πόδια, τα κεντημένα, πολύχρωμα ρούχα, τα δέρματα, τις κανάτες, τα χοντρά σπυριά από καλαμπόκι, τα καρβέλια. Με του κεραυνού την αντάρα σκόρπισαν στη γη.Ο αέρας λιγόστευε στα πνευμόνια μου. Μασούλησα φύλλα κόκας φτύνοντας την πικρίλα. Μαζί με το ελαφρό μούδιασμα στο στόμα ένιωσα τις αγάπες, τα μνήματα, τις προσευχές στο Θεό Ήλιο. Είδα από τον υπόγειο χρόνο να αναδύονται οι πολέμαρχοι με τα τρυπημένα μάτια, ο βασιλιάς με το μακρύ κρανίο, τα χρυσά φτερά και το χρυσό ράμφος, οι μάνες που μυρίζουν λεμονανθό και τραγουδούν με βραχνές φωνές.
‘’Μίλησέ μου, αρχαίε ζευγολάτη, θαρραλέε κτίστη επικίνδυνων ικριωμάτων…Μίλα μου για τα τείχη αυτά, χτισμένα από τόσο θάνατο και τόση ζωή. Ποιόν Θεό και ποιον ηγεμόνα προσκυνούν;Χρυσοχόε, χωρικέ με τα χαραγμένα χέρια, αγγειοπλάστη, μετάγγισε τους καημούς σου σε αυτό το νέο ποτήρι ζωής.Μίλησε μου από τα βάθη της γης σαν αγκυροβολημένη να ήμουν μαζί σου, για την πολιτεία που χτίστηκε δίχως ασβεστοκονίαμα.
Σμιλεμένες πέτρες, δεμένες τόσο σφιχτά ώστε μαχαίρι να μη χωρά στις σχισμές τους.Μίλησέ μου για το χαμένο αυτό βασίλειο της ατσάλινης οροσειράς, τι μυστικά σκεπάζουν τους κοιμισμένους; Ποιος έφερε την αιφνίδια καταστροφή; Ήταν επιδημίες που τα ξένα πόδια χάρισαν στη γη σας;Κοίτα με από τον πάτο της γης υφαντή, νεροκουβαλητή των παγωμένων δακρύων των ‘Άνδεων. Μελάνι ποτέ δεν έριξες στις χαραγματιές, το μυστικό πιο βαρύ είναι στο χώμα. Πέτρινη Μάνα, η άγρια σέλβα σε κάλυψε και την ύπαρξή σου προστάτευσε. Μονάχα ο σιωπηλός βοσκός το μυστικό σου φύλαξε για χρόνια
Σήμερα κοιτάζω τι απόμεινε από κείνους όλους που πέρασαν δίχως τα χνάρια τους ν’ αφήσουν. Μια πέτρινη ζωή χτισμένη από τόσες ζωές. Ας σε συντροφεύει διαβάτη η ασάλευτη ματιά τους. Εκατοντάδες χρόνια, μήνες, εβδομάδες από αγέρα, σύννεφα, χαλάζι, ανθρώπινα βήματα, σε έναν άνεμο από κόκκινη άμμο, νύχτα και θάνατο.