Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου.
Έχουν οι λέξεις ηλικία; Όχι οι άνθρωποι έχουν ηλικία, καμιά φορά και οι ουρανοί που αυθαίρετα και αναιδώς αποφασίζουν να την αλλάξουν, για να υποκύψουν οι άνθρωποι «στη μάνητα των φθόγγων». Η Καλλιόπη Εξάρχου με το βιβλίο αυτό δείχνει αποφασιστική μες στα διλλήματά της. Έχοντας αποδεχτεί εκ προοιμίου την ήττα της ως νίκη, αποφασίζει να ορθοτομήσει και να διαμοιράσει τα τραύματα, όπως θα έκαναν μετά τη μάχη οι πολεμιστές. Λες και μια επιτακτική προθεσμία την αναγκάζει να ταξινομήσει τις εκκρεμότητες, να καταγράψει τις απώλειες, να τις αποδεχτεί, να κλείσει θαρρείς τα ανοιχτά ζητήματα που ταλανίζουν την ψυχή της. Σκιαγραφώντας μας τους άξονες που ορίζουν την προβληματική της
1. Η ποίηση και ο λόγος ως πράξη αντίστασης στην αφωνία των καιρών
2. Το σώμα και η σχέση έλξης-άπωσης που βιώνει με τον έρωτα
3. Ο χρόνος, ως ελάχιστη πύκνωση του φευγαλέου μες στη μικρή στιγμή
αποφασίζει να ασχοληθεί με την πράξη της γραφής και να μιλήσει για την απαιτούμενη προεργασία: εξημέρωση, ανασκαφή, ξεδιάλεγμα-πέταγμα, σπορά, ωρίμανση στο σκότος και πίστη κυρίως στην υπόσχεση που δίνουν οι λέξεις για τον επιτυχή πολλαπλασιασμό της Τέχνης εντός τους.
Αναγνωρίζει και παραδέχεται, για να μην πω αυτόβουλα ομολογεί, ότι η Ποίηση γυρεύει θολωμένους και αδίστακτους, άφοβους και τολμηρούς, σταθερά ασταθείς και αναποφάσιστους, ψυχές που αψηφούν τον νόμο της βαρύτητας και αντιστέκονται με το βαρίδιο των φτερών τους στην ελαφρότητα του κόσμου. Αποστρέφεται τους γήινους και τους ρεαλιστές, τους υπολογιστές και καιροσκόπους και τάσσεται με τη μερίδα εκείνων που, όταν τους λιγοστεύει η ανάσα, εκείνοι ξεντύνονται τη στενή φορεσιά και ντύνονται την αιρετική περιβολή των ανυπόδητων αλλά ελεύθερων ονείρων. Καταγγέλλει τους άφωνους, τους ηθελημένα σιωπηλούς που διαθέτουν ένα σιγαστήρα στη θέση του στόματός τους και προειδοποιεί:
«Τα απόμακρα στόματα / φοβού / που σ’ εξορίζουν / από τη γλώσσα σου»
(Λόγος παραινετικός)
ενώ για τις δύσκολες ώρες της αφωνίας συμβουλεύει:
«Αν σε εγκαταλείψει / η λαλιά σου / σκάψε στα βράγχια των ψιθύρων» (Σημάδευσε)
Τον λόγο λοιπόν επικαλείται και αυτόν προτείνει ως ύστατη πράξη συνέπειας του όντος απέναντι στη φύση του και στον προορισμό του. Και είναι αποφασισμένη τίποτα να μη σταθεί εμπόδιο σ’ αυτό. Τη γλώσσα λοιπόν και τις δυνατότητές της αποτολμά να διευρύνει, επεμβαίνοντας με ενέργεια ακόμα και διαγραφής εκείνων των λέξεων που ανακόπτουν τούτη την επέκταση, παραπέμποντας με έναν τρόπο στο «δεν» και στο «αδύνατον» του Ελύτη.
«Πειράζει / να ελαφρύνω / τα λεξικά / από μερικά εμπόδια; / Να μη σκοντάφτω στο «αδύνατον» / να μη με πληγώνει / το «αποκλείεται» / Είναι που θέλω / να φαρδύνουν / οι αρτηρίες μου / να χωρούν / τρεχάμενο χυμό» (Απαλείψεις)
Η γραφή ως διαμαρτυρία και ως μνημείο, με την έννοια της διάσωσης της κραυγής ή αλλιώς της απόπειρας να χαρτογραφηθεί η ουτοπία, αποτελεί για την Εξάρχου την ενάρετη θέαση του κόσμου σε αντίθεση ενδεχομένως με «την αυθάδεια του σώματος», όπως η ίδια αναφέρει.
Την ποίηση ωστόσο ως απώτατο προορισμό των λέξεων αλλά και ως αντίποδα στων ημερών την αφασία, τη βάζει να συνομιλεί με τον έρωτα. Με άλλα λόγια, ανοίγει μια συνομιλία με το σώμα της γραφής στήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια γέφυρα επικοινωνίας και πρόσβασης στο ερωτικό σώμα, το οποίο μάλιστα αποκωδικοποιεί και μεταγράφει. Κατορθώνει έτσι με όχημα τις μεταφορές να μεταφέρει τον πόθο και, αντί για την ηδονή, να μεταπλάσει την απελπισία και την οδύνη σε τόπο προορισμού.
«Δεν χάνω τις ελπίδες μου / όταν το σώμα σου μιλά και ακούει το δικό μου /Δεν χάνω το κουράγιο μου / όσο η γλώσσα σου / τη γλώσσα μου σμιλεύει / Δεν μπορώ να φανταστώ αλλιώς / ούτε τις λέξεις / ούτε τον προορισμό τους». (Προσδοκίες)
Η επαφή-αφή με το άλλο σώμα μετουσιώνεται σε σωτηρία και σωσίβιο, καθιστώντας την αγκαλιά ένα καταφύγιο, η απουσία του οποίου απειλεί με αφανισμό την ύπαρξη που είναι εκτεθειμένη στα όνειρα και μετεωρίζεται στον κίνδυνο.
«Εγκαταλείπομαι σαν τον πολεμιστή που επιστρέφει / από όλους τους πολέμους / Από μιαν αγκαλιά / κρέμεται η ζωή μου / Από ένα φιλί / κι ένα αστέρι / Εκεί το μήλο / εκεί και ο πειρασμός».
Η επιθυμία για την Εξάρχου είναι θηρίο ανήμερο που πρέπει να εξημερωθεί, σαν άλλη μια αναγκαστική υποχώρηση της ύπαρξης απέναντι στη λογικοκρατούμενη τρέχουσα ηθική που κατορθώνει να εξορίσει τα «θέλω» ή στην καλύτερη περίπτωση να τα στριμώξει στις στενές γραμμές μια πρότασης ποιητικής, έτσι για την τιμή των όπλων, να μοιάζει ότι πάλεψε κάπως να αντισταθεί.
Ένας συμβιβασμός που έστω και μέσα από την ασφάλεια του ποιητικού λόγου προτείνει μια εξέγερση, μία επανεκκίνηση της ασάλευτης ζωής.
«Τη ζωή σου / σού επιδίδω / Ανακεφαλαίωσέ την / εξ απαλών ονύχων / μήπως και καταλάβεις / πώς / πού / πότε / βολεύτηκαν οι πληγές / Σήκωσέ την / από το κρεβάτι / να κάνει μια βόλτα / να ξεμουδιάσει την ασφάλεια / να δει νέους πόθους / να εκπλαγεί / να φοβηθεί / να συντριβεί / Αν αντέξεις / θα συμπεριληφθείς στους νικητές / Αν όχι / καλά να ’ναι / οι ηττημένοι / Κρατούν / κράτος εν κράτει / ασάλευτο / τον κόσμο» (Επίδοση)
Το σώμα στην ποίηση της Εξάρχου βιώνει την ταλάντευση. Μια αέναη παλινδρόμηση από την ενοχή στην αθωότητα. Ένα μπρος-πίσω βασανιστικό που απ’ τη μια φλερτάρει με την αποδοχή κι από την άλλη μάχεται την ίδια την απόφασή του. Το σώμα δυστυχώς υφίσταται τα παιχνίδια του μυαλού και την άρνηση του κατόχου του να πάρει θέση καθαρή απέναντι στα «θέλω» του. Διχασμένο το παρουσιάζει η Καλλιόπη και αμφίθυμο. Από τη μια να είναι έφηβο κι από την άλλη, από τη σοφία της γνώσης επηρεασμένο, να υποκύπτει στον συμβιβασμό. Πρόκειται για το συμβιβασμό με το προχώρημα του χρόνου και τα πολλαπλά διαπιστευτήρια που αυτός αφήνει επάνω στο σώμα μας. Δεν είναι όμως τελικά το σώμα εκείνο που ευθύνεται. Αυτό, απλώς υφίσταται τη δική της άρνηση να το αφήσουμε ελεύθερο συμφιλιωθεί με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Κι εδώ συντελείται η αδικία. Ένα μυαλό σοφό, του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο μάλιστα ξέρει καλά να ερμηνεύει και εμπεριστατωμένα να επιχειρηματολογεί, αυτό λοιπόν το μυαλό να βάζει ένα σώμα ανίσχυρο να μάχεται με τις αντιφάσεις του. Ένα σώμα – δίλλημα που μεταξύ σοφίας και στοχασμών εφηβικών στέκεται αμήχανο απέναντι στην προσαρμογή σε νέες καταστάσεις. Η ποιήτρια ψηλώνει με το ψήλωμα του νου και αντιμάχεται τον χρόνο και την επέλαση της φθοράς. Απέναντι λοιπόν στον αιφνιδιασμό των ρυτίδων εκείνη για αντιπερισπασμό άνθη φυτεύει στις κοιλότητες, μόνο που αυτό περιορίζεται να το κάνει με την ποιητική ιδιότητα και μόνο, με τη βοήθεια της οποίας μάλιστα καταγγέλλει και επικρίνει τους δειλούς.
«Με την απορία / θα μείνω / για τον δισταγμό / των ανεπίδοτων περιπτύξεων / Λέτε να μοιάζουν / με τον ρεμβασμό / των άγραφων λέξεων;…»
Κι αλλού:
«Φοβάστε / -και αναρωτιέμαι γιατί- / το ιλιγγιώδες βήμα / Δεν γνωρίζετε / πού οδηγεί / Και λοιπόν; / Τι κακό κι αυτό / με τα σημεία αναφοράς / Λίγη ανισορροπία σας αναλογεί / πίσω από τις κρυφές πόρτες / του ατελούς / και τρέμετε / μην και σας μεταθέσουν / στη Χώρα των Θαυμάτων…» (Δειλία)
Αλλά κι οι εραστές στην ποίηση της Εξάρχου είναι συνήθως φοβισμένοι, γι’ αυτό και το φιλί «έναστρο γλυκό του κουταλιού» κάποτε «τη νύχτα της μετάληψης» πέφτει κάτω κατά λάθος όταν εκείνοι αποχωρούν. Στη συνείδηση της ποιήτριας ο έρωτας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την ενοχή, τον πόνο και βέβαια με τα υπέρογκα ποσά, τα δυσβάσταχτα τιμήματα που οφείλει μέχρι δεκάρας να επιστρέψει πάραυτα, εξαργυρώνοντας με αίμα και με τύψεις το λίγο φως που αντίκρισε κατά τη διάρκειά του. Επινοεί λοιπόν έναν τόπο, τον «Ερωτευμένο τόπο», προκειμένου να εγκαταστήσει εκεί τον «απάτριδα Έρωτα», όπως τον αποκαλεί, στον οποίο τόπο ζητά να πάει χωρίς επιστροφή. Όσο διαβάζεις τα ποιήματα της συλλογής νιώθεις πως γράφτηκαν μόνο και μόνο για να ζητήσουν την έγκριση, την παραχώρηση ή τη συγκατάθεση -όχι όμως των άλλων- αλλά του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου, ώστε να του επιτραπεί το μήλο και ο πειρασμός. Θαρρείς και η πράξη της γραφής με το κοφτερό της μαχαιράκι έχοντας ξεφλουδίσει το σώμα και έχοντας φτάσει μέχρι την ψυχή και τα γυμνά της τραύματα, ελπίζει κατά βάθος πως κάποιοι μπορεί και να τη σπλαχνιστούν. Στην πραγματικότητα, μια διαβεβαίωση ζητά να εξασφαλίσει, μια άφεση ή μια επίσημη υπόσχεση ότι θα της συγχωρεθεί η προσχώρηση στο στρατόπεδο των ερωτευμένων σωμάτων και θα αποφύγει την επίκριση.
Το σώμα της ωστόσο είναι αυτό που γράφει αντ’ αυτής μια «διαθήκη προς αποκατάσταση της αληθείας του», μια διαθήκη η οποία όπως όλα τα «θέλω» και οι ερωτικές της επιθυμίες θα μείνει και αυτή ανεπίδοτη.
Το σώμα σκοπεύει να την πάρει μαζί του «να γίνει λίπασμα / να βγάλει λουλούδια / να μυρίσει ο αγέρας / να σηκωθούν οι άνθρωποι / να μην υπάρξει ξανά / παρεξηγημένο σώμα / του πάθους και της απωλείας». (Διαθήκη)
Το σώμα της γραφής, πλήρες σωμάτων και ερώτων, αλλά και το σώμα του έρωτα διάστικτο από «κρύπτιες στιγμές» που μόνον οι ποιητές ξέρουν να διασώζουν συνυπάρχουν σε τούτη τη συλλογή και τρυφερά αλληλοεξοντώνονται, για να επικρατήσει τελικά η ελάχιστη ανάσα που βγαίνει από δύο, κατά τ’ άλλα, μάχιμα χείλη.
INFO: Καλλιόπη Εξάρχου
Μάχιμα Χείλη
Εκδόσεις Σοκόλη, 2014