συνέντευξη στον Θανάση Μήνα
Οι δεκαπέντε ιστορίες που περιλαμβάνονται στο νέο βιβλίο του Κώστα Κατσάπη Αυστραλία. Η επιστροφή (Εκδόσεις Θεμέλιο, 2024) συνθέτουν «δεκαπέντε πορτραίτα ανθρώπων, δεκαπέντε πολιτισμικά σενάρια, δεκαπέντε εικόνες που ίσως και να αντανακλούν τις πραγματικότητες της πρώιμης Μεταπολίτευσης: τις συνέχειες και τις τομές της, τα όνειρα και τα αδιέξοδά της, τα προβλήματα προσαρμογής των μεταναστών στην πατρίδα μετά την επιστροφή». Εντέλει, εκείνα που πετάχτηκαν στα αζήτητα μιας μνήμης που τέρπεται να κολακεύει. Τις παραπάνω ιστορίες συνδέει ο πάγκος ενός ψιλικατζίδικου στην αττική επαρχία, όπου τον Απρίλιο του ‘75 εκτυλίσσονται μικρές στιγμές της καθημερινότητας, λαμβάνουν χώρα τυπικές συνομιλίες, οικογενειακά κουτσομπολιά πολιτικές αψιμαχίες, ξεφυλλίζεται η αλληλογραφία με τους συγγενείς και τους φίλους στα ξένα και με αφορμή το παρόν, ανακαλούνται στη μνήμη περασμένα γεγονότα. Σύνθεση μνημονικών σπαραγμάτων και αρχειακών τεκμηρίων, το βιβλίο του Κώστα Κατσάπη ισορροπεί κάπου ανάμεσα στην πολιτισμική και δημόσια ιστορία και στη λογοτεχνία.
Ο συγγραφέας μιλάει στον Αναγνώστη:
Να δούμε καταρχάς την μέχρι τώρα συγγραφική σας πορεία. Τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Κάποιοι συγκεκριμένοι συγγραφείς, συγκεκριμένα βιβλία ή κάτι άλλο;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει απάντηση σε αυτό. Σίγουρα, τα βιβλία που έχεις διαβάσει όπως και οι μουσικές που έχεις ακούσει σε καθορίζουν, με έναν τρόπο όμως υπόγειο. Δεν ξυπνάει κανείς το πρωί και λέει «θέλω να γίνω συγγραφέας», τουλάχιστον όχι αν είναι φυσιολογικός άνθρωπος. Προσωπικά συγκινούμαι βαθύτατα από βιβλία που με αγγίζουν, ψάχνω τα σημεία επαφής με τους ανθρώπους και τους συγγραφείς που έχουν ενσυναίσθηση. Γι’ αυτό με ενδιαφέρει και η μικροϊστορία που είναι μια ιστορία με ενσυναίσθηση. Αν σκαλίζοντας το μέσα μου πρέπει να βρω κάτι που να με έχει καθορίσει, αυτό θα έλεγα ότι είναι ως άξονας αφηγηματικός και νοηματικός η μάχη του καλού με το κακό. Αυτές τις μέρες διαβάζω το βιβλίο «Ο κόκκινος Σεπτέμβρης» ένα συγκλονιστικό χρονικό για το πραξικόπημα στην Χιλή το 1973 και με εξοργίζει η ήττα του καλού. Τέτοια βιβλία ψάχνω να διαβάσω και τέτοια βιβλία θα ήθελα να πει το αναγνωστικό κοινό ότι επιχειρώ να γράψω. Βιβλία στα οποία ο αναγνώστης να αναγνωρίζει κάτι από την ψυχή του. Ουσιαστικά, το μόνο κίνητρο για την συγγραφή είναι η επικοινωνία, τίποτε άλλο. Γράφω για τους ομοίους μου, γράφω για να βρω ομοίους μου.
Το Αυστραλία. Η επιστροφή παρουσιάζει «Δεκαπέντε πορτραίτα ανθρώπων, δεκαπέντε πολιτισμικά σενάρια, δεκαπέντε εικόνες που ίσως και να αντανακλούν τις πραγματικότητες της πρώιμης Μεταπολίτευσης: τις συνέχειες και τις τομές της, τα όνειρα και τα αδιέξοδά της, τα προβλήματα προσαρμογής των μεταναστών στην πατρίδα μετά την επιστροφή». Πώς συνδέεται αυτό το βιβλίο με το αμέσως προηγούμενο, τη συλλογή Αυστραλία του 2002; Σε τι βαθμό απαντά το αυτοβιογραφικό στοιχείο σ’ αυτά τα «πορτρέτα»;
Βεβαίως και συνδέεται και μάλιστα τα δύο βιβλία θα έλεγα ότι αποτελούν μια άτυπη διλογία. Και στα δύο Ελλάδα και Αυστραλία μπαίνουν διαρκώς η μία μέσα στην άλλη. Στο Δέκα ιστορίες η υπόθεση των μικρών ιστοριών εκτυλίσσεται στο Σίδνεϋ το 1963-4 ωστόσο προσχηματικά, καθώς πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για μια πολιτισμική ιστορία της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Στο δεύτερο, όλες οι ιστορίες λαμβάνουν χώρα τον Απρίλιο του 1975 σε ένα ψιλικατζίδικο της Αθήνας, όμως οι μνήμες και η ζώσα ανάμνηση της Αυστραλίας είναι παρούσα. Φιλτράρει τα πάντα. Αυτοβιογραφικά τα βιβλία αυτά δεν είναι και δεν υπήρχε λόγος να είναι. Η οικογένειά μου ήταν μια απλή και συνηθισμένη οικογένεια βιοπαλαιστών και θα ήταν υπερθετικός βαθμός ναρκισισμού και ανοησίας αν επιχειρούσα μια «αυτοβιογραφία». Είναι όμως και τα δύο, βιβλία που πατάνε πάνω στην ζωή της οικογένειας και γι’ αυτό επιχείρησα να ιστορικοποιήσω την διαδρομή της. Ακριβώς επειδή οι γονείς μου ήταν μια τυπική περίπτωση που επιβεβαιώνει τις βασικές κατευθύνσεις της κοινωνικής μας ιστορίας μετά τον πόλεμο: ακραία φτώχεια, εσωτερική μετανάστευση, καράβι και Αυστραλία, μεταναστευτική εμπειρία, σκληρή δουλειά, επιστροφή. Δεν κάνω επομένως «αυτοβιογραφία» αλλά κοινωνική και πολιτισμική ιστορία. Μια ιστορία από τα κάτω του μη εξαιρετικού, του μέσου όρου. Αυτή τουλάχιστον, ήταν η πρόθεσή μου.
Σε μεγάλο βαθμό οι αφηγήσεις δομούνται γύρω από την αλληλογραφία της Βάσως, που έχει επαναπατριστεί. Στα γράμματά της προς τους συγγενείς της που παραμένουν στην Αυστραλία, τους προειδοποιεί να μην επιστρέψουν «στη χώρα της στέρησης». Έχετε ακούσει αφηγήσεις από επαναπατρισμένους εκείνης της εποχής, δηλ. στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης;
Όχι απλά έχω ακούσει, αλλά όλη μου η ζωή είναι γεμάτη από τέτοια ακούσματα. Οι γονείς μου επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1972 κι εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα έναν χρόνο αργότερα. Η Αυστραλία ήταν από τα παιδικά μου χρόνια παντού, ως χώρα και ως μεταναστευτική εμπειρία, ένας απόηχος όμορφων χρόνων που ερχόταν και ξαναερχόταν στην ζωή μας με την πρώτη ευκαιρία. Συγγενείς που επέστρεφαν για δύο μήνες, γράμματα, τουριστικά ενθυμήματα, πιατάκια και πετσέτες με το Opera House και την Harbor Bridge. Ρούχα που περιμέναμε με αγωνία να λάβουμε. Σημαντικές στην ασημαντότητά τους υλικότητες που λέμε στην ιστορία. Μόνιμη επωδός στις αφηγήσεις η καθυστέρηση της Ελλάδας σε σχέση με την ανάπτυξη και το οργανωμένο της φιλόξενης αυτής χώρας. Ωστόσο.., η νοσταλγία, ξέρετε, τα συνθλίβει όλα, τα πάντα αποκτούν νόημα στην πατρίδα και δια μέσου της πατρίδας, όσο κι αν αυτό μας προκαλεί εντύπωση. Το παράδοξο του πράγματος διατρέχει και το βιβλίο Η επιστροφή και πολύ σωστά το επισημαίνετε ως μια βασική σταθερά του.
Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας η πολιτισμική (και υλικοτεχνική) καθυστέρηση της Ελλάδας; Πιστεύετε ότι έχει μικρύνει η ψαλίδα με το πέρασμα του χρόνου; Ή μήπως θα αυξηθεί πάλι λόγω του brain drain στα χρόνια από την οικονομική κρίση και μετά;
Προσωπικά είμαι πολύ επιφυλακτικός με τον όρο «καθυστέρηση». Κι αυτό γιατί προϋποθέτει ένα ιδεώδες του οποίου μια χώρα, μία κοινωνία, αποτελεί απόκλιση. Θα έλεγα ότι η κάθε περίπτωση είναι αποτέλεσμα της ειδικής της ιστορικής εξέλιξης και ακριβώς αυτό αποτυπώνει. Η Αθήνα ας πούμε δεν είναι Βιέννη ούτε θα μπορούσε να ήταν ποτέ γιατί η εξέλιξή της ήταν αυτή που ήταν. Την εποχή της Επανάστασης ήταν ένα μικρό χωριό γύρω από την Ακρόπολη, την δεκαετία του 1920 δέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, στην Κατοχή και τα Δεκεμβριανά έχασε ένα μεγάλο μέρος του κτιριακού της αποθέματος, τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες δέχτηκε χιλιάδες εσωτερικούς μετανάστες που στέγασε όπως στέγασε, ενώ η φτωχολογιά βολευόταν με αυθαίρετα. Αυτά όλα δεν αποτελούν «καθυστέρηση» αλλά συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη. Βεβαίως, η ελληνική ιστορία είναι ταυτόχρονα και μια ιστορία χαμένων ευκαιριών αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που μας πληγώνει. Σε σχέση πάντως με αυτό που ρωτάτε, εκτιμώ ότι η ψαλίδα έχει κλείσει πολύ τις τελευταίες δεκαετίες, μπορεί όχι οικονομικά, σίγουρα σε επίπεδο νοοτροπιών και πολιτισμικής ατμόσφαιρας. Αν και ζούμε όπως και όλος ο δυτικός κόσμος, μια τρομακτική αμφισβήτηση της προόδου και μια αποδόμηση των προοδευτικών κατακτήσεων που θεωρούσαμε αυτονόητες μετά την μακρά δεκαετία του εξήντα. Τα όσα γίνονται αυτές τις μέρες στην Εθνική Πινακοθήκη είναι πολύ σοβαρά δυστυχώς για να τα θεωρήσουμε απλώς φαιδρά.
(σε σχέση με τα παραπάνω) Γράφετε, εντούτοις, «..Παντού τα ίδια είναι […] Τα ίδια προβλήματα έχουν και στην άλλη άκρη του κόσμου».
Ναι, γιατί η ελληνική κοινωνία δεν είναι ένα γαλατικό χωριό που δεν επικοινωνεί με τον έξω κόσμο, αλλά καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από ό,τι συμβαίνει εκτός συνόρων. Η αναφορά μου στην Εθνική Πινακοθήκη και στην επίθεση που δέχονται οι κατακτήσεις του εξήντα, είναι χαρακτηριστική της διεθνοποίησης των πάντων: η επαναφορά του συντηρητισμού είναι διεθνής τάση που βέβαια έχει επιταθεί λόγω της παγκοσμιοποίησης των πάντων τις τελευταίες δεκαετίες. Η αναφορά που επισημάνατε, στο βιβλίο έχει να κάνει με προβλήματα τυπικά για κάθε οικογένεια την μεταπολεμική περίοδο, σήμερα όμως ζούμε σε μια άλλη εποχή που τα προβλήματα μπορεί να έχουν άλλη μορφή. Αποξένωση, μοναξιά, ανασφάλεια, απώλεια νοήματος. Και δίπλα τους, τα κλασικά και διαχρονικά: αγώνας για επιβίωση, εκμετάλλευση, αίσθημα αδικίας. Κοινά τα προβλήματα, ίδιος ο καημός σε κάθε γωνιά του πλανήτη..
«Όταν μεγάλωσε έμπλεξε με κάτι χίπηδες. Τον τούμπαραν. Ήταν η εποχή του Βιετνάμ που στέλνανε Αυστραλάκια. Ευτυχώς διαδηλώσεις και τέτοια εσείς εδώ δεν είχατε…» Πιστεύτε ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικά ποσοστά του πληθυσμού που είναι νοσταλγοί του καθεστώτος «τάξης και ασφάλειας» της χούντας;
Το ζήτημα της συνεργασίας με το Καθεστώς στις πλείστες μορφές του (αποδοχή, απάθεια, αφωνία, συνεργασία, φανατική προσήλωση) έχει ελάχιστα ερευνηθεί καθώς αν εξαιρέσουμε την διαδικασία της αποχουντοποίησης στα πανεπιστήμια τους πρώτους μήνες της μεταπολίτευσης, χώθηκε με μια λογική «Νυρεμβέργης» κάτω από το χαλί. Βολική επιλογή αναμφίβολα για πολλούς λόγους που εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς. Ας μην ξεχνάμε όμως τα βασικά: η δικτατορία δεν ήταν ένα καθεστώς που ήρθε στην εξουσία με πρωτοβουλία «λίγων και αφρόνων» όπως λέγαμε κάποτε, αλλά το ύστατο επεισόδιο μιας κατάστασης των πραγμάτων που εκκολάφθηκε στο πλαίσιο του δεξιού, φανατικά αντικομουνιστικού, μετεμφυλιακού κράτους. Ένα κομμάτι της κοινωνίας βεβαίως και ανακουφίστηκε με την έλευση των συνταγματαρχών στην εξουσία, ένα τμήμα της εξακολούθησε μεταπολιτευτικά να νοσταλγεί τις μέρες εκείνες. Προσωπικά, μια τέτοια θεώρηση δεν με σοκάρει, δεν τρέφω την αυταπάτη ότι όλη η κοινωνία ήταν απέναντι στους «άφρονες».
Θεωρείτε ότι οι χαρακτήρες σας είναι λίγο-πολύ χαρακτηριστικοί ανθρωπότυποι των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης;
Αυτή ήταν και η βασική μου μέριμνα. Στόχος μου ήταν να φιλοτεχνήσω το πολιτισμικό ψυχογράφημα μιας εποχής. Και για να είμαι ακριβής, αυτό που έζησα, γνώρισα και στην πορεία με τα εργαλεία της επιστήμης μου κατάφερα να αποκωδικοποιήσω. Βασική αρχή που ακολουθώ στα λογοτεχνικά μου εγχειρήματα: γράφε για ό,τι γνωρίζεις. Η αττική επαρχία του 1975 με τα αυθαίρετα και τους εσωτερικούς μετανάστες δημιούργησε ανθρωπότυπους που ήταν διαφορετικοί σε σχέση ας πούμε με εκείνους που υπήρχαν στο κέντρο της Αθήνας ή σε μια επαρχιακή πόλη. Άρα λοιπόν, η απάντηση στο ερώτημά σας είναι «ναι», ωστόσο δεν πρόκειται για μια ολιστική απόδοση ανθρωποτύπων της Μεταπολίτευσης, αλλά για μια ψηφίδα χρονικά και γεωγραφικά εντοπισμένη ενός μεγαλύτερου και ευρύτερου ψηφιδωτού. Ιστοριογραφικά θα έλεγα επίσης ότι έχει τεράστιο ενδιαφέρον να σκύψουμε πάνω σε μια μάζα που εφαπτόταν της πολιτικής αλλά ίσως και να ενδιαφερόταν ελάχιστα για αυτήν σε μια εποχή ακραίας πολιτικοποίησης. Πρόκειται για έναν κόσμο που δεν αναγνωρίζουμε ως «κομμάτι της μεταπολίτευσης», να μια άλλη «απόκλιση» απέναντι σε αυτό που εκφράζει το «πνεύμα των καιρών». Να ακόμα μία «καθυστέρηση». Όμως αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν, δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίζουμε ως παραφωνία, προτείνω λοιπόν με την δουλειά μου να προσπαθήσουμε καταρχάς να καταλάβουμε την πολιτισμική δομή της σκέψης και της ύπαρξής τους. Γι’ αυτό ακριβώς αναφέρομαι σε πολιτισμικά πορτρέτα και σε ανθρωπότυπους.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το παρεξηγημένο επώνυμο «Χούντας» για το οποίο κάνετε λόγο και στον πρόλογο;
Τυπικό επώνυμο που συναντάται στα Μεσόγεια, πιθανώς αρβανίτικο, μάλιστα την εποχή εκείνη και μέχρι το 1981 θυμάμαι ότι υπήρχε δημοσιογράφος που εμφανιζόταν στο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ με το ίδιο όνομα. Όπως καταλαβαίνετε, το επώνυμο αυτό ήταν μεγάλη ατυχία να το φέρει κανείς τις μέρες της πρώιμης Μεταπολίτευσης, τα αστεία που γίνονταν σχετικά και τα πειράγματα έχουν αποτυπωθεί σε αφιερώματα του Τύπου της εποχής.
Στο κείμενο του οπισθοφύλλου, ανάμεσα στους συγγραφείς που σας έχουν επηρεάσει, αναφέρετε τα ονόματα δύο ιστορικών, του Enzo Traverso και του Ivan Jablonka. Πολύ συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρώτος κάνει φιλοσοφία της Ιστορίας, ενώ ο δεύτερος προτείνει μια ανανέωση της αφηγηματικής Ιστορίας. Με ποιους τρόπους σας έχουν επηρεάσει;
Βρήκα και στους δύο κάτι από αυτό που ήθελα να κάνω. Δεν έγραψα ιστορία με τον πειραματικό τρόπο που επέλεξα στις δύο «Αυστραλίες» επειδή με επηρέασαν οι δύο αυτοί ιστορικοί, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Βρήκα στους ιστορικούς αυτούς τις ίδιες ανησυχίες που είχα κι εγώ. Σας είπα και πριν. Η συγγραφή είναι πάνω απ’ όλα ζήτημα επικοινωνίας. Ο Jablonka προτείνει μια λογοτεχνικοποίηση της ιστορίας όχι για να γίνει πιο «ευχάριστη» και ελκυστική ως ανάγνωσμα αλλά γιατί μέσα από το fiction που καταστατικά ένα τέτοιο εγχείρημα κουβαλάει, υπονομεύει τον φετιχισμό των πηγών. Μια λογοτεχνική διαχείριση των τεκμηρίων μπορεί να μοχλεύσει πολύ δημιουργικά την εξίσωση κι αυτό όντως συνιστά ανανέωση, κάτι που κι ο Τραβέρσο το δείχνει πολύ ωραία με τον δικό του τρόπο. Περί μικροϊστορίας βέβαια, το ανάγνωσμα.
Δουλεύετε πάνω σε κάτι άλλο αυτό τον καιρό; Συνεχίζετε τις έρευνές σας σχετικά με τη ροκ μουσική και τις νεανικές υποκουλτούρες και τα νεανικά κινήματα;
Δουλεύω δύο παράλληλα πρότζεκτ, το ένα για τον πλεημποϊσμό της δεκαετίας του 1970, το δεύτερο που θα κρατήσει ως έρευνα αρκετά χρόνια, αφορά την κουλτούρα του Ψυχρού Πολέμου. Η τελευταία γνωρίζουμε ότι είναι η μήτρα και του ροκ, επομένως κατά κάποιο τρόπο επιστρέφω εκεί από όπου ξεκίνησα.
Ποιους καλλιτέχνες και συγκροτήματα ακούτε συχνά τον τελευταίο καιρό; Αν θέλετε, αναφέρετε και συγκεκριμένους δίσκους.
Έχω σταματήσει εδώ και δεκαετίες να ψάχνω συστηματικά το ροκ όπως έκανα παλαιότερα. Πάντα, σχεδόν καθημερινά, ακούω το κλασικό ροκ (1960-1980) αλλά δεν επιχειρώ πλέον να εμβαθύνω σε αυτό. Οι μουσικές που ψάχνω αφορούν ακούσματα που μπορούν να μου μεταδώσουν συγκίνηση. Έχω μια ιδιαίτερη αγάπη τα τελευταία χρόνια για την μουσική μπαρόκ, με γοητεύει βαθιά το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλάει, μια μίξη της παρακμής του παλιού κόσμου τον 17ο και 18ο αιώνα και μελαγχολίας. Οπότε, ναι, από το ροκ στο μπαρόκ, θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος της συνέντευξης.
info:
Ο Κώστας Κατσάπης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Σπούδασε Ιστορία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο όπου και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία και την Τεκμηρίωση, ενώ το 2006 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, με θέμα την κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ στην Ελλάδα την μεταπολεμική περίοδο. Έχει εργαστεί ως ιστορικός στο Ιστορικό Αρχείο της Αγροτικής Τράπεζας (1997 – 1998), στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού (2000 – 2002), και στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2002 – 2012), ενώ από το 2012 ανήκει στο προσωπικό του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών στο πλαίσιο του Προγράμματος “Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας”. Από το 2006 διδάσκει Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, καθώς και Ιστορία της Νεολαίας σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εντοπίζονται στο χώρο της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας και ειδικότερα στην ιστορία της νεολαίας και των κοινωνικών κινημάτων. Για τα ζητήματα αυτά έχει δημοσιεύσει άρθρα σε συλλογικούς τόμους και επιστημονικά περιοδικά. Έχει συγγραψει για το θέμα αυτό το βιβλίο Ήχοι και απόηχοι. Κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα, 1956-1967 (Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς/ ΕΙΕ/ΙΝΕ, 2007), καθώς και την μονογραφία Το “πρόβλημα νεολαία”. Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη Μεταπολεμική Ελλάδα, 1964 – 1974 (Εκδόσεις Απρόβλεπτες, 2012. Άλλα βιβλία του: Οι καταραμένοι (Εκδόσεις Οκτώ, 2019) και Αυστραλία (Εκδόσεις Ο Μωβ Σκίουρος, 2022). Έχει συμμετάσχει στους συλλογικούς τόμους Οι απείθαρχοι (Εκδόσεις Οκτώ, 2018) και Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα (Καστανιώτης, 2028). Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα Τα Νέα (ένθετο Βιβλιοδρόμιο), ενώ υπήρξε επιμελητής του Περιπτέρου Λαϊκότητα και εργατικές κινητοποιήσεις στη μεγάλη έκθεση GR80s. Η Ελλάδα του ’80 στην Τεχνόπολη (Ιανουάριος-Μάρτιος 2016).
Κώστας Κατσάπης, Αυστραλία. Η επιστροφή, Εκδόσεις Θεμέλιο, 2024