Της Έφης Κατσουρού
μνήμη Κ. Γ. Παπαγεωργίου
Ας είναι το χώμα του σωσίβιο και από το μελανοδοχείο του να ανάβει το καντήλι -σε επιφάνειες ουράνιες ονείρου να ανασαίνει. Σε έναν παράδεισο που οι λέξεις θα χτυπούνε ρυθμικά και θα αντιλαλούν την ποίηση μεσ’ στη σκουριά της γης και στα άμορφα χαλίκια σε δεκαπέντε συλλαβές. Κι όσους μάς πότισε με αυτό που λένε αγάπη, άγονη ερημιά και αγιοσύνη, ας κρατήσουμε ένα σημαιάκι απόψε, μια λέξη στο χρώμα του ο καθένας άλλος στο άσπρο του αφρού στο μαύρο του θανάτου άλλος στο κόκκινο μίας φωτιάς μίας σκουριάς της υγρασίας μίας γαλάζιας αίρεσης στο ροζ της τυραννίας. Ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για εκείνον που ήξερε πως αίμα που βράζει είναι ποτιστικό αλλά ζητά μιαν αγκαλιά να μοιάζει με χωράφι όσο κι αν δέρνεται στην άγρια θάλασσα αν δεν πατήσει γη κάποια στιγμή θα σβήσει θα χαθεί δεν θα υπήρξε. Χωμάτινη ύπαρξη κι υφή της ποίησης που στο κορμί κρατά αιθέρα. Κι όσα σπαθιά και βέλη και άρματα τον πήραν κάπου για νεκρό ή τον φαντάστηκαν τώρα θα ξέρουνε πως πόλεμο έκαναν με την αθανασία.