Στη συνέντευξη που ακολουθεί, η συγγραφέας Kate Moss συνομιλεί με το Νομπελίστα Kazuo Ishiguro με αφορμή το νέο του βιβλίο, «Η Κλάρα και ο Ήλιος», στα πλάισια των εκδηλώσεων της Βρετανικής Βιβλιοθήκης για την Παγκόσμια Νύχτα Βιβλίου (23/4). Την συζήτηση στα ελληνικά επιμελήθηκε η Αλεξάνδρα Σαμοθράκη.
ΚΜ: Πείτε μας για την ιδέα του βιβλίου σας.
ΚΙ: Η Κλάρα είναι ένα κορίτσι ρομπότ και στην αρχή του βιβλίου τη συναντάμε στο κατάστημα με άλλα ρομπότ. Είναι σχεδιασμένη να κρατάει παρέα σε εφήβους για να μη νιώθουν μοναξιά. Έτσι παρατηρεί την ανθρωπότητα μέσω του πρίσματος της μοναξιάς: Νιώθουν μοναξιά αυτοί οι δρομείς που πέρασαν μπροστά από τη βιτρίνα του μαγαζιού; Έτσι αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Επειδή λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια, θεωρεί πως υπάρχει ένα παντοδύναμο, καλόβουλο πλάσμα που μας προσέχει όλους. Όχι μόνο την ίδια αλλά όλους τους ανθρώπους- ο Ήλιος. Η Κλάρα έχει αυτή τη συγκινητική, παιδιάστικη πίστη πως ο ήλιος την προσέχει και πως αν χρειαστεί κάτι θα την βοηθήσει. Η πλοκή αφορά το πως η Κλάρα προσπαθεί να βοηθήσει, και να σώσει την οικογένεια που τη υιοθετεί από το σπαραγμό. Όσον αφορά τη γένεση της ιδέας, δεν ξεκίνησε στην πραγματικότητα ως μια παραλλαγή ιστοριών με ανθρωποειδή και cyborg αλλά από μια σκέψη που έκανα για παιδικό, εικονογραφημένο βιβλίο, για πολύ μικρά παιδιά, 5 ή 6 ετών, που τους διαβάζουμε πριν κοιμηθούν. Η ενήλικη κόρη μου, Naomi Ishiguro, που επίσης είναι συγγραφέας, τότε δούλευε σε βιβλιοπωλείο και μου είπε να μην τολμήσω να απευθύνω μια τέτοια ιστορία σε παιδάκια καθώς θα τα τραυμάτιζε ψυχολογικά και έτσι κατέληξα σε αυτή τη δυστοπική, σκοτεινή ιστορία για ενήλικες.
ΚΜ: Ένα από τα εξαιρετικά πράγματα του βιβλίου, αν και τρομερά ειρωνικό, είναι το πόσο ξεχωριστή είναι η Κλάρα. Αν και πρόκειται για ΤΦ (Τεχνητή Φίλη), που όπως όλοι οι ΤΦ στο μαγαζί ανησυχούν μήπως ξεπεραστούν από το επόμενο μοντέλο, η Κλάρα κατέχει μια πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα. Ήταν λοιπόν η φωνή της Κλάρα που σας οδήγησε να γράψετε αυτό το βιβλίο ή πάντα θέλατε να γράψετε κάτι για τη μοναξιά και τη χαρτογράφηση γονιδιώματος, ως συμπλήρωμα στο «Μη Με Αφήσεις Ποτέ»;
ΚΙ: Νομίζω πώς ήταν η Κλάρα. Στην παιδική βερσιόν της ιστορίας, που διαρκεί 5 λεπτά, δεν υπήρχε κάτι για επεξεργασία γονιδιώματος ή τεχνητή νοημοσύνη. Η αρχική μου Κλάρα ήταν αρκουδάκι ή κούκλα όπως σε πολλά παιδικά βιβλία. Από την άλλη με ενδιάφερε η τεχνητή νοημοσύνη και το θέμα της επεξεργασίας του γονιδιώματος, και συμπωματικά, ή ίσως εξαιτίας του «Μη Με Αφήσεις Ποτέ», έχω προσκληθεί σε πολλά σεμινάρια και συνέδρια και γνωρίζω αρκετούς ανθρώπους διακεκριμένους στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ- Artificial Intelligent) και έχω ακούσει τις συζητήσεις τους- τόσο τον ενθουσιασμό όσο και τους φόβους για τις τεράστιες αλλαγές που θα επιφέρουν στην κοινωνία μας και για την ταχύτητα με την οποία σχεδόν υπνοβατούμε προς μια κατεύθυνση όπου δεν γνωρίζουμε τι μπορούμε και δε μπορούμε να κάνουμε. Και έτσι κάπως συνενώθηκε το παιδικό παραμύθι με τον ενθουσιασμό και το φόβο μου για τις τεχνολογικές εξελίξεις.
ΚΜ: Χωρίς να θέλω να προδώσω το τέλος του βιβλίου, είχατε κάποιο τελικό σημείο ενώ γράφατε; Είτε συναισθηματικό που θα θέλατε ο αναγνώστης να κλείσει το βιβλίο και να νιώσει κάτι συγκεκριμένο ή κάποιο τελικό σημείο που να μας έχετε πει όσο θα θέλατε για την επεξεργασία γονιδιώματος;
ΚΙ: Με όλα μου τα βιβλία, το μόνο πράγμα που ξέρω όταν ξεκινάω να βάζω τις λέξεις στο χαρτί είναι πως ξέρω που θέλω να φτάσω. Υπάρχουν δυο σχολές- και πάντα όταν λέω σε άλλους συγγραφείς της αντίθετης σχολής ότι ξέρω το τέλος του βιβλίου, δεν μπορούν να πιστέψουν πως περνάω τόσο χρόνο γράφοντας ενώ ξέρω που θέλω να καταλήξω. Τους φαίνεται τρομερά βαρετό. Από την άλλη εμένα μου φαίνεται περίεργο και τρομακτικό να σπαταλάς τόσο χρόνο γράφοντας όταν δεν ξέρεις τι θες να πεις- είναι σα να οδηγείς στο σκοτάδι με σβηστούς προβολείς. Δεν γνωρίζω το ακριβές μονοπάτι- αφού όμως τελειώσω το σχεδιασμό της ιστορίας μπορώ να γράψω τις λέξεις επειδή ξέρω πού θα προσγειωθώ. Το τέλος αποτελεί περίληψη όλου του βιβλίου- επιθυμώ να αφήσω τον αναγνώστη με περίπλοκα συναισθήματα. Όχι τόσο όσον αφορά τις ιδέες- δε με ενδιαφέρει να προειδοποιήσω για το τι θα συμβεί στην κοινωνία, κάτι τέτοιο το κάνω και με ένα άρθρο στους FT και μετά συνεχίζω τη ζωή μου. Φυσικά και ένα μυθιστόρημα μπορεί να συμβάλει στο δημόσιο διάλογο- αλλά υπάρχουν καλύτεροι τρόποι για να γίνει κάτι τέτοιο. Με το μυθιστόρημα θέλω να αφήσω κάποια συναισθήματα στους αναγνώστες μου, τα οποία ακριβώς επειδή δε μπορώ να ονοματίσω, με οδηγούν να γράψω το βιβλίο. Φυσικά δεν πετυχαίνω πάντα αυτό που έχω στο μυαλό μου- το τέλος του μυθιστορήματος πάντως είναι το κέλυφος που περικλύει την ιστορία.
ΚΜ: Εϊστε δηλαδή σαν τον Κρίστιαν στις «Περιπέτειες του Προσκυνητή». Ξέρετε πώς θα καταλήξετε στην ουράνια πόλη αλλά όχι το πως…
ΚΙ: Ωχ! Με ξεσκεπάσατε! (Γέλια) Δεν το έχω διαβάσει ποτέ. Υπάρχον πολλά,πάρα πολλά πράγματα που δεν έχω διαβάσει, γι ‘αυτό ας αποφεύγουμε τις ψαγμένες συγκρίσεις με άλλα έργα, ( Γέλια)
ΚΜ: Εντάξει. Εγώ αγαπώ αυτό το βιβλίο, γιατί το θεωρώ μια μεταφορά για το γράψιμο,τουλάχιστον το δικό μου. Η Κλάρα και ο Ήλιος είναι τόσο φρέσκο και ζωντανό που είναι απίστευτ ο ότι ξέρατε τι θα γίνει εξ αρχής, καθώς συχνά οι συγγραφείς χρειάζεται να ανακαλύψουν οι ίδιοι το φόβο και την αδρεναλίνη για να μπορέσουν να τα περάσουν στις σελίδες τους.
ΚΙ: Πάντα νιώθω τρόμο ενώ γράφω και είμαι πεπεισμένος πως δεν θα είναι καλό το αποτέλεσμα. Τελείωσα το βιβλίο από καθαρή τύχη- δεν έχω κατασταλάξει ακόμη σε αξιόπιστες τεχνικές και φόρμουλες. Κάθε φορά ανακαλύπτω εκ νέου τι να κάνω.
ΚΜ: Να αναφερθούμε λίγο ακόμα στην έρευνα. Ο Χάρολντ Πίντερ είχε πει πως το «Μη Με Αφήσεις Ποτέ» ήταν «απόλυτα τρομακτικό>.
ΚΙ: Ναι μου έστειλε μια καρτ ποστάλ που είχε μόνο μια λέξη πάνω και ένα θαυμαστικό. Δεν έγραφε «απόλυτα τρομακτικό» αλλά κάτι που δε θα μπορούσα να επαναλάβω εδώ. (Γέλια)
ΚΜ: Κάνατε δηλαδή επιπλέον έρευνα από αυτή που είχατε κάνει για το «Μη Με Αφήσεις Ποτέ»;
ΚΙ: Έτυχε και όσα με ενδιέφεραν ούτως ή άλλως, να χρησιμοιποηθούν στην Κλάρα. Μόνο για ένα πολύ συγκεκριμένο απόσπασμα, όπου ένα υγρό βγαίνει από το αυτί της, μίλησα με τον Πρόεδρο του Βασιλικού Σωματείου, ο οποίος κατέχει Νόμπελ Χημείας- αλλά το παραδέχομαι η αναλογία είναι σα να προσπαθείς να σπάσεις ένα καρύδι με μια βαριοπούλα σίγουρα ο άνθρωπος είχε πιο σημαντικά πράγματα να κάνει- μου εξήγησε πάντως ευγενικά τι είδος υγρού θα έβγαινε από το αυτί της ρομποτούλας μου. (γέλια) Προσπαθώ απλά να κρύψω το γεγονός πώς δεν κάνω ιδιαίτερη έρευνα. (Γέλια) Ορίστε η δικαιολογία μου: η έρευνα μου αφορά τον φανταστικό κόσμο στον οποίο θα λάβει χώρα η ιστορία μου. Χρειάζομαι να γνωρίζω πώς μιλάνε μεταξύ τους οι χαρακτήρες μου και τι σχέσεις έχουν, και πώς ο κόσμος τους αποκλίνει από τον πραγματικό: τα χρωματά του, τα ήθη του, την αίσθηση του χιούμορ που επικρατεί εκεί. Δε νομίζω πώς έχει νόημα να παω σε μια βιβλιοθήκη για να τα βρω αυτά. Δημιουργώ έτσι διάφορους δυνητικούς λογοτεχνικούς κόσμους, γράφοντας σε χαρτάκια μικρές λεπτομέρειες, που μετά όμως δεν έχουν κάποια ιστορία μέσα τους. Έτσι για πολλά χρόνια μένω με ένα λογοτεχνικό κόσμο και ψοφάω να δω μια ιστορία να εξελίσσεται εκεί, αλλά είναι σαν ένα άδειο κοχύλι. Αυτό απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της ερευνητικής μου ενέργειας και ασχολούμαι με τις ιστορικές λεπτομέρειες και τα γεγονότα αργότερα, αφού έχω σχηματοποιήσει την ιστορία μου. Μετά προσθέτω και τα ειδικά μου ενδιαφέρονται- έχω κάποια γνωστικά «κολλήματα» του «φύτουκλα» πχ για τις συγχορδίες της κιθάρας. Εσείς φημίζεστε για την έρευνά σας, ξέρετε γιατί την κάνετε; Με άλλα λόγια έχετε ήδη την πλοκή και χρησιμοποιείτε τα ιστορικά γεγονότα ως σκαλωσιά ή προκύπτει η πλοκή μέσα από την έρευνα;
ΚΜ: Εργάζομαι ακρβώς αντίθετα από εσάς- δημιουργώ έναν «αληθινό» κόσμο, δηλαδή μια τεχνητή εκδοχή ενός κόσμου που κάποτε υπήρξε. Πχ όταν γράφω για τη Γαλλία του 16ου αιώνα χρειάζομαι την έρευνα για να δημιουργήσω τη σκηνή πριν τους χαρακτήρες και πριν μπορέσει η φαντασία μου να διηγηθεί την ιστορία τους. Για μένα το σημαντικότερο είναι ο τόπος. Ενώ στη θεσπέσια λογοτεχνία, της οποίας είστε ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς , η φαντασία σπινθηρίζει και ρέει, δεν καθηλώνεται. Η Κλάρα, που την αποκαλείται «ρομποτούλα μου», είναι απίθανος χαρακτήρας. Οταν ξεκινάτε με έναν τέτοιο εντελώς φανταστικό χαρακτήρα, γνωρίζετε εξ αρχής αν θα κοιμάται και πως, αν θα τρέφεται με ηλιακό φως, τη σχέση της με τη φίλη που φροντίζει κτλ;
ΚΙ: Ναι. Ξεκινάω όμως το γράψιμο σε πολύ τελικό στάδιο. Δε νομίζω πως διαφέρουμε και τόσο πολύ, απλά αλλάζει το σημείο στο οποίο ξεκινάει κανείς να γράφει τις λέξεις. Κάποιοι συγγραφείς ξεκινάνε να γράφουν νωρίς και ανακαλύπτουν μέσω της πρόζας τους την ιστορία διαμέσου μιας διεργασίας συνεχούς αναθεώρησης. Εγώ κάνω πολλές σημειώσεις και δοκιμές- μπορεί να μου πάρει έναμιση χρόνο απλά η εξέταση κάποιων ιδεών. Όπως οι σκηνοθέτες- περνάν τόσο χρόνο με το σενάριο και μετά απλά κάνουν το γύρισμα. Πρέπει να σκεφτώ αν η Κλάρα πάει στην τουαλέτα ή κοιμάται, αλλά είναι πιο εύκολο από το να έγραφα την ιστορία ενός πρόσφυγα στο Β. Λονδίνο γιατί τότε θα είχα το ασήκωτο φορτίο να είμαι πιστός στα γεγονότα ενώ με τη ρομποτούλα έχω τεράστια ελευθερία. Αυτό είναι απέραντα απελευθερωτικό και μου επιτρέπει να συγκεντρωθώ εκεί που θέλω. Για εμένα, και ίσως για τους αναγνώστες μου, το μεγάλο ερώτημα παραμένει αν η Κλάρα έχει κανονικά συναισθήματα, δηλαδή νιώθει όπως εμείς ή απλά καθρεφτίζει ανθρώπινα συναισθήματα; Δεν είμαι καθόλου σίγουρος για την απάντηση, ειλικρινά δεν ξέρω.
ΚΜ: Εξέλαβα ως μεγάλη γενναιοδωρία εκ μέρους σας ότι αφήσατε αρκετό χώρο για να δώσει ο κάθε αναγνώστης τη δική του ερμηνεία στο ερώτημα αυτό.
ΚΙ: Ωραία, θα θυμάμαι αυτή την απάντηση όταν με ρωτάνε- γιατί όλοι έχουν αυτή την απορία (γέλια). Το θέσατε πολύ ωραία. Πάντως το θέμα του βιβλίου για εμένα δεν είναι η Κλάρα και η σχέση της με τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι. Η ιδέα που έχουμε για την ψυχή και τον άνθρωπο. Είναι αλήθεια αυτό; ‘Η πρόκειται περί μεγαλοποίησης, ένα απολειφάδι μιας πιο θρησκευόμενης και προληπτικής εποχής;
ΚΜ: Το μυθιστόρημα σας εξελίσσεται στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και όχι σε έναν προληπτικό ή γεμάτο φαντάσματα κόσμο. Ήθελα λοιπόν να σας ρωτήσω, αν η σχέση της Κλάρα με τον ήλιο, από τον οποίο τρέφεται, φέρνει κατα νου την λατρεία του Ήλιου στην αρχαία Αίγυπτο, και τις ιδέες που προβάλουμε στην ψυχή και στον κόσμο των νεκρών, όταν κατά βάση δεν μπορούμε να ξέρουμε τι είναι αλήθεια, τι νιώθει πραγματικά ο άλλος, αν είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε μόνοι;
ΚΙ: Η μοναξιά που η Κλάρα παρατηρεί στους ανθρώπους δεν είναι μόνο η καθημερινή μοναξιά που νιώθει κάποιος επειδή πχ μπορεί να κατοικεί σε αραιοκατοικημένη περιοχή ή δεν βλέπει τους φίλους του. Αρχίζει να σκέφτεται πως οι άνθρωποι ως είδος έχουν μια ιδιαίτερη, δομική μοναξιά. Δηλαδή αυτά που κάνουν τους ανθρώπους ξεχωριστούς- η περιπλοκότητα τους και η ατομικότητά τους, τούς καταδικάζουν στην πραγματικότητα σε μια δομική μοναξία. Οι άνθρωποι μαζί με την περίπλοκη προσωπικότητά τους χτίζουν ένα κάστρο γύρω από τον εαυτό τους, από το οποιό είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατεβάσεις γέφυρες ακόμη και για τους συγγενείς σου ή τον σύντροφό σου. Μια αφηγήτρια σαν την Κλάρα είναι ένα πολύ «καθαρό» εργαλείο που σου επιτρέπει να εστιάσεις ακριβώς εκεί που θες επειδή δεν έρχεται με προκαθορισμένες αξίες κάποιας κοινωνίας. Είναι σα μωρό ή μικρό παιδί- εξαιρετικά βολικό για να εστιάσω όπου θέλω.
ΚΜ: Τι νιώθετε όταν κάθεστε να γράψετε; Ενθουσιασμό ή αποφασιστικότητα; Με ποια συναισθήματα μπαινοβγαίνετε στο βιβλίο;
ΚΙ: Τη μεγαλύτερη υπερδιέγερση τη νιώθω πριν αρχίσω να γράφω ένα βιβλίο όταν σκέφτομαι πως θα είναι. Μόλις βέβαια ξεκινήσω να το σχεδιάζω μου φαίνεται τεράστιο ζόρι που δε μπορώ να ολοκληρώσω. Δεν έχω ιδέα τι έκανα την προηγούμενη φορά και το μόνο που με νοιάζει είναι τι μπορώ να κλέψω και τι ζαβολιές θα κάνω για να τα καταφέρω. Στην αρχή όταν όλα είναι δυνατότητες βέβαια και νιώθω ενθουσιασμό. Γι’αυτό και έλκομαι από διαφορετικά λογοτεχνικά είδη: λέω ας κάνω μια βικτωριανή ιστορία μυστηρίου ή κάτι με τέρατα. Μόλις βλέπω όμως τη λευκή σελίδα στο χαρτί, στην καθημερινότητα, χάνω τον ενθουσιασμό μου. Δεν ξεκινάω πάντως ένα βιβλίο εκτός αν νιώθω πιεστική ανάγκη πως αυτό πρέπει να αποκτήσει υπόσταση, και αν δεν το δημιουργήσω εγώ κανείς άλλος δεν θα το κάνει. Έτσι νιώθω την ευθύνη και την επείγουσα ανάγκη- πως περιμένει να δημιουργηθεί από εμένα. Μοιάζει λίγο με την αίσθηση που έχουμε όταν ξυπνάμε και θέλουμε να διηγηθούμε σε κάποιον το όνειρο μας γιατί νιώθουμε πως αλλιώς χάνεται- όσο βαρετό και αν είναι να διηγείται κανείς τα ονειρά του.
ΚΜ: Και εγώ φαντάζομαι τους χαρακτήρες μου να περιμένουν στο παρασκήνιο και να πιάνουν αράχνες εξαιτίας μου αν δεν γράφω για αυτούς. Αναφέρατε διαφορετικά λογοτεχνικά είδη: πώς επιλέγετε τον τόνο σε μυθιστόρημα; Ή τον επιλέγει η πλοκή;
ΚΙ: Όσον αφορά τα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη, είμαι σαν τουρίστας. Βλέπω κάτι και σκέφτομαι τις δυνατότητές του. Όπως λέγαμε πριν έχει σημασία η ιστορία και η γεωγραφία- οι ιστορίες μου πάντως είναι κινητές- μπορώ να αποφασίσω πολύ αργότερα πού θα λάβουν χώρα. Είναι σα να κοιτάζω ένα μενού και να επιλέγω- και αυτό αφορά και τα λογοτεχνικά είδη. Πρέπει να ομολογήσω, και πολύς κόσμος το έχει ήδη παρατηρήσει, πως κατά τη διάρκεια της καριέρας μου επαναλαμβάνω την ίδια ιστορία απλά σε άλλα σκηνικά και λογοτεχνικά είδη. Επειδή ο κόσμος αντιλαμβάνεται ευκολότερα το «φαίνεσθαι», θεωρείται πως δοκιμάζω κάτι ρηξικέλευθο. Ιδίως το δεύτερο («Ένας Καλλιτέχνης του Ρέοντος Κόσμου») και το τρίτο μυθιστορημά μου («Τα Απομεινάρια μιας Μέρας») είναι η ίδια ιστορία. Αυτό συμβαίνει επειδή αφού ολοκληρώσω ένα μυθιστόρημα συνειδητοποιώ πως δεν ήταν αυτό που ήθελα ή κάτι του λείπει, οπότε το ξαναγράφω. Το « Ένας Καλλιτέχνης του Ρέοντος Κόσμου» αφορά ένα τύπο που κατασπαταλά τη ζωή του για διάφορους λόγους. Όταν σχεδόν το είχα ολοκληρώσει συνειδητοποίησα πως η κατασπατάληση της ζωής αφορούσε μόνο την καριέρα του, ενώ υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι να σπαταλήσει κανείς τη ζωή του, όπως το να αρνείται να τον αγαπούν και να αγαπήσει και έτσι το ξαναέγραψα, προσθέτοντας ακόμη μια διάσταση. Στα «Απομεινάρια μιας Μέρας» ο ήρωας διασπαθίζει τη ζωή του τόσο στον τομέα της καριέρας όσο και στον συναισθηματικό τομέα. Όλοι είπαν πως έκανα ένα τεράστιο βήμα- από την Ιαπωνία στους αγγλικούς χαρακτήρες, ενώ για εμένα ήταν εύκολο να μετακινήσω την ιστορία- απλά δεν το παρατήρησε κανείς.
ΚΜ: Με το «Ένας Καλλιτέχνης του Ρέοντος Κόσμου» κερδίσατε το Whitbread,ενώ με τα «Απομεινάρια μιας Μέρας» το Booker.
ΚΙ: Καθώς το δεύτερο διαδραματίζεται στην Αγγλία του αξίζει μεγαλύτερο βραβείο! (γέλια)
ΚΜ: Αν ήμουν ο εκδότης σας, θα έβρισκα εικονογράφους για να δημιουργήσουν μια σειρά με τους άδειους κόσμους του Ισιγκούρο.
ΚΙ: Μα δεν θα είχα ιστορίες να βάλω μέσα. Το παθαίνω και με τους τίτλους αυτό. Μου έρχονται εκπληκτικοί τίτλοι- μόνο που δεν υπάρχει ιστορία να τους συνοδεύει. Και από την άλλη όταν γράφω μια ιστορία , δε μπορώ με τίποτε να σκεφτώ έναν καλό τίτλο και συχνά μπαίνω στον πειρασμό να πειράξω την ιστορία για να ταιριάξει σε έναν καλό τίτλο. Εσείς τι πιστεύετε για τα λογοτεχνικά είδη που αναφέραμε πριν; Αν και κατανοώ πως έχουν μια χρησιμότητα ως προς το να στοχεύσουν στον σωστό αναγνώστη, έχω αρχίσει να πιστεύω πως τελικά τα τόσο αυστηρά τους όρια περιορίζουν τον κόσμο από το να ανακαλύψει βιβλία που πραγματικά θα απολάμβανε. Θεωρώ πως δημιουργούν πρόβλημα και στους συγγραφείς που δε μπορούν να χρησιμοποιήσουν μοτίβα ή τεχνικές από άλλα είδη. Υπάρχει και μια λανθάνουσα ιεράρχηση των ειδών που έχει καταντήσει πολύ αρνητική και παρακωλύει το ελεύθερο και ευρύ διάβασμα. … Είμαι 66 χρονών και μέχρι να γράψω το «Ποτέ μη Με Αφήσεις να Φύγω», θεωρούσα πως δε μπορώ να γράψω επιστημονική φαντασία, πως δεν είχα το δικαίωμα και πως ίσως ρίχνω και λιγάκι το επίπεδο μου.
ΚΜ: Ενώ είχατε κερδίσει ήδη το Whitbread και το Booker;
ΚΙ: Επειδή τα είχα κερδίσει. Θα μπορούσα να μείνω στο κουτάκι του κουλτουριάρη συγγραφέα αντί να γράφω επιστημονική φαντασία. Παρατήρησα τότε πως νεώτεροι από εμένα υπέροχοι συγγραφείς ενστερνίζονταν τις τεχνολογικές εξελίξεις, τα graphic comics, τα video games κτλ και είχαν άλλη αντίληψη για την επιστημονική φαντασία και αυτό μου έδωσε το κουράγιο ή, αν θέλετε, την άδεια να γράψω το «Ποτέ Με με Αφήσεις». Με παίδευε χρόνια, ήδη είχα κάνει δυο αποτυχημένες απόπειρες να το γράψω μέχρι να σκεφτώ να το μεταφέρω στο είδος της επιστημονικής φαντασίας και στη νεώτερη γενιά.
ΚΜ: Πόσο μοιάζει ο συγγραφικός στον αναγνωστικό εαυτό σας; Εγώ είμαι τελείως διαφορετική. Πόσο διαβάζετε και πόσο από το διάβασμά σας αφορά όσα καλύπτετε με το δικό σας γράψιμο;
ΚΙ: Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Η αλήθεια είναι πως δε διαβάζω πολύ σκληροπυρηνική επιστημονική φαντασία αλλά βλέπω ταινίες. Δεν είμαι σίγουρος πως μου αρέσει να διαβάζω πράγματα παρόμοια με αυτά που γράφω εγώ (γέλια). Μου αρέσει πολύ ο Ντοστογιέφσκι αλλά δε γράφω καθόλου με το στυλ του. …Υπάρχουν πολλά βιβλία που τα αγαπώ, τα διαβάζω και σκέφτομαι «μακάρι να μπορούσα και εγώ να γράψω έτσι.» Ίσως θα μπορούσα να μιμηθώ σε έναν βαθμό την τεχνική, αλλά δε θα μπορούσα να τα κάνω κτήμα μου. Και έτσι ενώ υπάρχουν πάμπολλα βιβλία που θαυμάζω, δεν τολμώ να τα πλησιάσω, γιατί δεν θα προέκυπτε κάτι παρόμοιο από μέσα μου. Πάντως όταν η κόρη μου ήταν 9 ή 10, ο ποιητής και συγγραφέας Ben Okri, της είχε στείλει μια καρτ ποστάλ που έλεγε «μην ακους τι βιβλία σε συμβουλεύουν οι μεγάλοι να διαβάσεις γιατί ο καθένας από εμάς έχει το δικό του μυστικό μονοπάτι.» Αυτό που με ανησυχεί είναι πως ο μηχανισμός των βιβλιοπωλείων και των εκδοτών και του οποίου εσύ και εγώ είμαστε βέβαια ζωτικά μέρη, προμοτάρει κάθε μήνα συγκεκριμένους τίτλους, βανδαλίζει αυτό το μυστικό μονοπάτι του καθενός που θα σε πήγαινε από το ένα βιβλίο στο άλλο, όχι απαραίτητα του ιδίου συγγραφέα και σίγουρα όχι μόνο στις νέες κυκλοφορίες. Φυσικά και πρέπει να ενημερωνόμαστε για τους νέους τίτλους, αλλά όσοι διαβάζουν «καλά» έχουν εμπιστοσύνη στο δικό τους αναγνωστικό μονοπάτι και γι’αυτό είναι πολύ σημαντικές οι βιβλιοθήκες και τα βιβλιοπωλεία με μεταχειρισμένα βιβλία.
ΚΜ: Τα βραβεία βοηθούν τα βιβλία να βρουν ένα ευρύτερο κοινό και εσείς έχετε κερδίσει όλα τα σοβαρά λογοτεχνικά βραβεία. Πώς σας έκαναν να νιώσετε, πχ το τηλεφώνημα ότι κερδίσατε το Νόμπελ;
ΚΙ: Ήταν ένα σοκ γιατί δεν υπάρχει προειδοποίηση. Με τα υπόλοιπα βραβεία, γίνεται ντόρος, έχεις την αγωνία αν θα περάσεις στη βραχεία λίστα κτλ. Με το Νόμπελ απλά χτυπάει το τηλέφωνο, χωρίς καμία προειδοποίηση. Έτρωγα πρωινό και μισή ώρα αργότερα ήμουν Νομπελίστας και ο κήπος μου είχε γεμίσει δημοσιογράφους. Ο μεγαλύτερος παράγοντας είναι η τύχη. Υπάρχουν συγγραφείς εξίσου καλοί με εμένα, και άλλοι, σαφώς καλύτεροι από εμένα, που δεν έχουν κερδίσει. Έχει σημασία και η πολιτιστική δυναμική της στιγμής- το Νόμπελ νομίζω το έλαβα ως εκπρόσωπος μιας γενιάς συγγραφέων με κοινές αξίες και χαίρομαι πολύ που η συγγραφή εκπροσωπείται μαζί με τις επιστήμες, την ειρήνη, την οικονομία, ως κάτι σημαντικό. Τα βραβεία όμως μου απονεμήθηκαν σε ένα παράλληλο σύμπαν από αυτό στο οποίο γράφω και ζω. Όταν επέστρεψα από τη Στοκχόλμη, περίμενα κάποιος να έχει κάνει μια ανακαίνιση στο γραφείο μου- αλλά ήταν ένα αχούρι όπως πάντα. Παράγραφοι από την Κλάρα ήταν πεταμένες εδώ και εκεί και είχα τα ίδια προβλήματα που είχα πάντα. Ήταν σα να είχε πάει το άβαταρ μου να παραλάβει το βραβείο, όχι εγώ. Χωρίς να θέλω να μειώσω το βραβείο, η επιτυχία και η αποτυχία είναι μοναχικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο γραφείο μου. Μου αρέσουν πολύ τα βραβεία όταν φέρνουν στο προσκήνιο κάποιον μεσήλικά ή ακόμη μεγαλύτερο, που χρόνια κοπιάζει στο σκοτάδι, όπως την Bernadine Evaristo, την A.S. Byatt, τη Χίλαρι Μαντέλ. Η τελευταία είναι κλασσικό παράδειγμα- έγραφε και έγραφε και έγραφε και κανείς δεν την πρόσεχε μέχρι που ένα βραβείο την αποκάλυψε στο κοινό.
ΚΜ: Το θέμα της φετινής Παγκόσμιας Νύχτας Βιβλίου (23/4) είναι «Βιβλία που σας κάνουν να χαμογελάτε». Έχετε κάποιο τέτοιο βιβλίο;
ΚΙ: Ένα βιβλίο του 1931, «Το Δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου» του RC Sherriff ( εκδόσεις Persephone) που είναι πιο γνωστός για το θεατρικό «Το Τέλος του Ταξιδιού». Πρόκειται για μια πανέμορφη, τρυφερή κωμωδία για μια ωραία αλλά συνηθισμένη οικογένεια που πάει διακοπές. Δεν είναι αστείο, ούτε γεμάτο ανέκδοτα αλλά διέπεται από ένα τρυφερό χιούμορ. Χωρίς να τους σατιρίζει ποτέ, δε σε κάνει να γελάς αλλά να χαμογελάς επειδή αγαπιούνται πολύ διαθέτουν μια τεράστια δύναμη και αξιοπρέπεια και αποτελεί ύμνο στην οικογένεια. Δεν γίνεται κάτι βίαιο ή δραματικό απλά είναι ένα υπέροχο βιβλίο.
ΚΜ: Το περιγράψατε με τόση ζεστασιά που μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως το διαβάζετε συχνά. Πόσο συχνά διαβάζετε τα ίδια βιβλία;
ΚΙ: Στην αρχή του πρώτου λοκ ντάουν ξαναδιάβασα το «Πόλεμος και Ειρήνη». Και είναι κάτι που το παθαίνω καμιά φορά- συνειδητοποιώ πως ένα βιβλίο δεν είναι τόσο καλό όσο νόμιζα γιατί μπορώ να εντοπίσω πλέον τα ψεγάδια του. Άλλες φορές συμβαίνει το αντίστροφο όμως. Υπάρχουν βιβλία που μας αρέσουν όσο τα διαβάζουμε και άλλα που μας στοιχειώνουν όπως μερικά τραγούδια για μήνες η και χρόνια. Μήπως ξέρετε ποια είναι η ειδοποιός διαφορά; Ψάχνω την απάντηση, αν μπορούσα να την αποστάξω με κάποιο τρόπο όλα θα ήταν πιο εύκολα. Επι παραδείγματι «Η Δίκη» του Κάφκα- όσο το διαβάζω θέλω να σταματήσω να το διαβάζω και αναρωτιέμαι γιατί το διαβάζω αλλά μετά με κατατρώει και το ξαναδιαβάζω και προσπαθώ να το κυριεύσω αλλά απλά δεν μπορώ. ‘Οπως και τα «‘Ανεμοδαρμένα Ύψη»- δεν έχουν τίποτε κοινό με τη «Δίκη» αλλά σου κάνουν το ίδιο πράγμα και αξίζει να επιστρέφουμε στο βαθύ τους μυστήριο και αυτό είναι το βασικό τους συστατικό. Χωρίς να λείπον οι δυνατοί χαρακτήρες και τα δυνατά συναισθήματα, τέτοια βιβλιά έχουν μια μελωδία που σε στοιχειώνει για το υπόλοιπο της ζωής σου.
ΚΜ: Νομίζω πως και η «Κλάρα και ο Ήλιος» είναι ένα από αυτά τα βιβλία που με τη γενναιοδωριά σας αφήνου χώρο στον αναγνώστη και δεν ολοκληρώνονται παρά στα χέρια του.
ΚΙ: Νομίζω ότι αναφερόμενοι στο δικό μου βιβλίο όταν είχαμε φτάσει σε τέτοιο βάθος τη συζήτηση απλά την υπονομεύουμε. Σίγουρα τα δικά μου βιβλία δεν αξίζουν τόσο. (γέλια) Πάντως κάποια βιβλία αποκτούν θέση συναισθηματικού εξοπλισμού στη ζωή μας. Καθώς δεν έχω ιδέα για ποιο λόγο γίνεται αυτό μόνο με μερικά βιβλία, ας το αφήσουμε εδώ.
Καζούο Ισιγκούρο, Η Κλάρα και ο Ήλιος, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, Ψυχογιός
Βρες το εδώ