του Κωνσταντίνου Καραγιάννη
Το Contre–temps της Μιμίκας Κρανάκη (1922-2008) δημοσιεύθηκε στα 1947 και είναι το πρώτο πεζογράφημα της εικοσιπεντάχρονης τότε συγγραφέως. Με καταγωγή από τη Λαμία, η Μιμίκα (Δήμητρα) Κρανάκη πέρασε τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα κοντά στις επιφανείς οικογένειες των μητρικών θείων της Ιωάννη και Δημητρίου Μακροπούλου, καθώς η μητέρα της πέθανε όταν η συγγραφέας ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση, ενώ στην Κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Στα 1945 μαζί με άλλους καλλιτέχνες και επιστήμονες της αριστεράς κατέφυγε στη Γαλλία με το περίφημο πλοίο «Ματαρόα», όπου σπούδασε φιλοσοφία και ψυχανάλυση με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, ενώ από το 1967 έως το 1985 εργάστηκε ως καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Nanterre.
Το Contre–temps [[1]] είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, συγκεντρώνοντας αρκετά από τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος μαθητείας (Bildungsroman), καθώς η ιστορία αποτυπώνει την εξέλιξη και τη διαμόρφωση της ταυτότητας της ορφανής από μητέρα ηρωίδας, από τα παιδικά της χρόνια μέχρι την ενηλικίωση. Η πλοκή του έργου βασίζεται στον αντιχρονισμό (όπως άλλωστε το μαρτυρά και ο γαλλικός μουσικός τίτλος) ανάμεσα σε αυτό που κάθε φορά η ηρωίδα έχει, και σε αυτό που θα ήθελε να έχει, στην «ασυμπτωσία του εξωανθρώπινου χρόνου προς τους πόθους και τη στάση του ανθρώπου», όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος [[2]].
Ο πρώτος, παιδικός και αμόλυντος έρωτας της πρωταγωνίστριας του μυθιστορήματος, Κυβέλης Λαζαρίδου, έρχεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της στο μικρό παραθαλάσσιο χωριό της γιαγιάς της, όπου περνά τα καλοκαίρια. Αντικείμενο του πόθου είναι ο Άρης, ένας όμορφος δεκαπεντάχρονος έφηβος, που «έκανε μακροβούτια σε δέκα μέτρα βάθος και χτυπούσε κάτι σουτ στο ποδόσφαιρο που ο τερματοφύλακας δεν μπορούσε ν’ αποκρούσει» (σ. 64). Το πρωτόγνωρο συναίσθημα επιτρέπει στην άπειρη ηρωίδα να ξεφύγει για πρώτη φορά από το βαρύ και καταθλιπτικό περιβάλλον που της είχε επιβάλει η ορφάνια και να ζήσει όπως ποτέ μέχρι τότε. Κοντά στον Άρη «ο ήλιος άναβε σαν πυρκαγιά, και κάτι πρωινά λουλούδια αναδεύονταν στο στήθος της και το νερό ήταν πράσινο και μαλακό όσο ποτέ» (σ. 66). Το απόσπασμα είναι γεμάτο από ψυχικά σημεία – συμβολισμούς: ο ήλιος, ανδρικό σύμβολο, είναι ο «άνδρας – ήλιος», που με την ενέργειά του φωτίζει τη γυναίκα, ο ερωτικός πόθος που πλημμυρίζει τα πάντα. Τα λουλούδια συμβολίζουν την ψυχική αναγέννηση, την αρμονία και την ομορφιά, αλλά και το κουράγιο που δίνει ο Άρης στην Κυβέλη, ενώ το πράσινο και μαλακό νερό είναι το νερό της ψυχικής αναγέννησης, το ελπιδοφόρο νερό της νίκης ενάντια στον θάνατο, η αέναη κίνηση της ζωής, η αναζωογονητική και πολυδιάστατη δύναμη που μαλακώνει τον πόνο και την πληγωμένη ψυχή της ηρωίδας, η οποία έχει υποστεί το πλήγμα της ορφάνιας [[3]].
Με το ξύπνημα του έρωτα, η Κυβέλη, που μέχρι τότε πίστευε πως θα παραμείνει για πάντα στη θλίψη, αισθάνεται τώρα παντοδύναμη και κυρίαρχη. Στο πρώτο «σ΄ αγαπώ» του Άρη νιώθει να ξυπνάει «απόνα βαθύ λήθαργο που τον νόμιζε αξύπνητο. Σα νάταν ο βάτραχος του παραμυθιού που έγινε βασιλόπουλο. Ναι, ναι, αυτό ήταν. Όλος ο κόσμος είχε ντυθεί χρυσά και κόκκινα βελούδα» (σ. 70). Στο αποκορύφωμα του έρωτά της βιώνει ένα συναίσθημα εσωτερικής αναγέννησης, που εκλαμβάνεται ως κατανίκηση του θανάτου.
Όταν όμως τελειώνει το καλοκαίρι και ο Άρης φεύγει, η Κυβέλη ζει την απόλυτη δυστυχία: «Κάθε μέρα ήταν και μια καινούργια καταδίκη, το κάθε τι την πλήγωνε» (σ. 74). Κι ενώ πριν προσευχόταν στον Θεό να της στείλει πίσω τη μητέρα της, τώρα προσεύχεται στην Παναγία – Μάνα, παρακαλώντας την να της φέρει τον Άρη. Η μόνη παρηγοριά και το καταφύγιο της Κυβέλης από την αποκαρδιωτική πραγματικότητα είναι η μουσική και το πιάνο της. Η τέχνη γίνεται κατά έναν τρόπο το υποκατάστατο του έρωτα: «Κάθε φορά που καθόταν στο πιάνο είχε, εκτός απ’ όλα τ΄ άλλα, μια καθαρά υλική ηδονή» (σ. 89). Η εσωτερική δυσαρμονία της ηρωίδας αμβλύνεται με τη μετουσίωση σε τέχνη τής οδύνης της από την απώλεια του έρωτά της.
Καθώς τα χρόνια περνούν, η Κυβέλη γνωρίζει στο ωδείο όπου σπουδάζει, έναν έξυπνο και πνευματώδη νεαρό μουσικό, τον Σπύρο, ο οποίος την ερωτεύεται, ωστόσο η ίδια δεν μπορεί να τον ακολουθήσει, καθώς η εικόνα του αγαπημένου της Άρη βρίσκεται συνεχώς μπροστά της. Ενώ δεν τον αγαπά, δεν βρίσκει τη δύναμη να του το πει. Νιώθει μόνο ευγνωμοσύνη «για εκείνη την πλήρωση που διάβαζε στα μάτια του» (σ. 106). Ο Σπύρος γίνεται το θύμα της. «Άνανδρα κι άτιμα, ξεσπούσε όλη τη δυστυχία της ζωής της πάνω στο μοναδικό θύμα που κατόρθωσε ν΄ αποκτήσει» (σ. 110). Το άγχος που της προκαλεί ο φόβος της εγκατάλειψης, εκφράζεται με έναν απεγνωσμένο ανταγωνισμό προς τον Σπύρο και συγχρόνως με μία προσπάθεια να τον «συλλάβει και να τον κάνει κτήμα της» [[4]]. Σε μια συνάντησή τους στο δωμάτιό του, η Κυβέλη τσαλακώνει το καπέλο του, προκαλώντας την αντίδραση του Σπύρου: «-Μα…μα… γιατί το κάνεις αυτό; Μουρμούρισε παραπονεμένα, στο τελευταίο όριο της αντοχής […] Ένας μικρούλης βασανισμένος Σπύρος, ανυπεράσπιστος. Μέτρησε άξαφνα το χάος της βαναυσότητάς της. Είχε πληγώσει τα τυραννισμένα παιδικά του χρόνια και κείνη την τόση μοναξιά πούχε ακουμπήσει απάνω της και τη λατρεία» (σ. 126-127). Η Κυβέλη αισθάνεται απέναντί του μία παντοδυναμία, αλλά και μία ικανοποίηση για το γεγονός ότι έχει τη δύναμη να τον κατευθύνει συναισθηματικά. Ταυτόχρονα, οι ενοχές που αισθάνεται απέναντί του, την κάνουν να επιδεικνύει τη δυστυχία της, παρουσιάζοντας μία αυτοτιμωρητική συμπεριφορά, που αντικατοπτρίζεται στην εξωτερική της εμφάνιση: «Το στόμα της είχε ασχημύνει και τα πόδια της, αδύνατα και άχαρα, έδειχναν πως βαριούνται. Όταν βρισκόταν μαζί του ήταν ολότελα αφημένη, άσχημα, νεκρά και τεμπέλικα αφημένη. Σα να φορούσε παντόφλες. Της είχε πει τόσες και τόσες φορές πως την αγαπάει όπως νάναι, σ’ όλες της τις στιγμές». (σ. 126)
Μετά την αποτυχημένη ερωτική της σχέση με τον Σπύρο, η Κυβέλη αποφασίζει να αναζητήσει τον Άρη, τον εξιδανικευμένο έρωτα της παιδικής της ηλικίας. Όταν μαθαίνει ότι ζει στο Παρίσι, του στέλνει ένα γράμμα, από το οποίο φανερώνεται μία απεγνωσμένη αναζήτηση της εικόνας του εαυτού της μέσα από τα μάτια του Άλλου: «Θα ΄θελα πολύ να μου πεις – να μου πεις μ΄ ένα γράμμα σου, φυσικά – τι ακριβώς ήμουν για σένα τότε, και στο διάστημα αυτών των χρόνων που πέρασαν, και…τι είμαι σήμερα…αν είμαι τίποτα» (σ. 171). Όταν θα τον συναντήσει στο Παρίσι θα τον παντρευτεί, όμως ο μύθος του Άρη γρήγορα θα καταρρεύσει, καθώς εκείνος αρχίζει να της συμπεριφέρεται βάναυσα, με αποτέλεσμα η συμβίωση μαζί του να εξελίσσεται σε μία τραυματική εμπειρία. Όταν, μάλιστα, θα ανακαλύψει τις εξωσυζυγικές του σχέσεις, τότε η Κυβέλη δεν βρίσκει πλέον επάνω του τίποτα που να της θυμίζει τον αγνό έρωτα των παιδικών της χρόνων: «το κορμί του έγινε άξαφνα βρωμερό και σιχαμένο. Θα ΄θελε να μην το ξαναγγίξει ποτέ πια…[…] Ο χοντρός σβέρκος, ο ύποπτα χοντρός εκείνος σβέρκος, έμοιαζε έτοιμος να τη συντρίψει. Πρώτη φορά πρόσεξε πόσο χοντρός ήτανε» (σ. 206-208). Όπως λέει ο Μαρσέλ Προυστ, «κάθε ανθρώπινη ύπαρξη καταστρέφεται όταν παύουμε να την βλέπουμε. Ύστερα, η επόμενη εμφάνισή της είναι μια νέα δημιουργία, διαφορετική από την αμέσως προηγούμενη, αν όχι απ’ όλες»[[5]]. Όλο και πιο συχνά βλέπει την εικόνα του παραμορφωμένη: «Έπρεπε να γυρίσει το κεφάλι της και να δει τα μαλλιά του, σγουρά και σκληρά σα μούσκλια, και το στόμα του, μισάνοιχτο, και κείνα τα τεντωμένα ρουθούνια του και το μονοκόμματο, χοντρό σβέρκο, για να καταλάβει πως ναι, πραγματικά ήταν ο Άρης» (σ. 175). Η αλλοίωση και η φθορά, που δεν είναι μόνο σωματική αλλά κυρίως ψυχική, σβήνει τις μνήμες και τις εικόνες, μετατρέποντας το παρελθόν σε συντρίμμια, και τότε ο αλλοτινός έρωτας γρήγορα απομυθοποιείται. Όλα μοιάζουν να είναι σαν «μια θαμπή επανάληψη, μια ανεπιτυχής μίμηση, μια αχνή ηχώ εκείνου που πέθανε» [[6]]. Στα μάτια της Κυβέλης ο Άρης μοιάζει πλέον ανίσχυρος και ανίκανος να υπερασπιστεί τον μύθο στον οποίο παραπέμπει το άκουσμα του ονόματός του. Απογοητευμένη για άλλη μία φορά, η Κυβέλη εγκαταλείπει το Παρίσι και τον Άρη, επιστρέφει στην Ελλάδα και αποφασίζει να αναζητήσει τον Σπύρο, όμως μαθαίνει ότι εκείνος είναι πλέον νεκρός.
Η ηρωίδα του έργου, εγκλωβισμένη σε μία κατάσταση που ο Freud έχει ονομάσει «αιώνια επιστροφή του ιδίου», διασχίζει πάντα τις ίδιες φάσεις και καταλήγει πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα. Περνά τη ζωή της ανυψώνοντας τον αγαπημένο της «στο ψηλότερο βάθρο», για να τον αρνηθεί αμέσως μετά, αντικαθιστώντας τον μ’ ένα καινούργιο είδωλο [[7]]. Στα λόγια του Σπύρου αποκαλύπτεται το «contre – temps», ο «αντιχρονισμός» στη σχέση του με την Κυβέλη: «Ξέρεις, Κυβέλη, εξακολούθησε, το καθετί στον κόσμο γίνεται παρά λίγο, κατά προσέγγιση, με αποζιατούρες[…] γίνεται a Contre – temps…Όπως στη μουσική. Να, έρχεται άδοξα στην αδύνατη στιγμή, όταν δε το ζητάς ακόμα ή δεν το ζητάς πια, κι έτσι πλέκεται μια ατέλειωτη, αξεδιάλυτη παρεξήγηση. Αυτό έγινε και μεταξύ μας. Όταν σ’ αγαπούσα ήσουν αδιάφορη. Τώρα πια είναι αργά. Δε γίνεται τίποτα, στο είπα» (σ. 150).
Η Κυβέλη έπρεπε να περάσει τη δοκιμασία του Άρη για να καταλήξει και πάλι στον Σπύρο. Σε αυτό το παιχνίδι με τον χρόνο, η προσπάθειά της να επανεγγράψει το παρελθόν της, να συνταιριάξει τις αντιθέσεις και να αυτονομηθεί, προσκρούει στις προσωπικές της απωθημένες, ανικανοποίητες επιθυμίες. Η συμπεριφορά της παραπέμπει στα χαρακτηριστικά του ψυχοπαθολογικού τύπου που ο Freud έχει ονομάσει «αποτυχημένο στην επιτυχία του», του ανθρώπου, δηλαδή, που αποτυγχάνει στην απόλαυσή του, τη στιγμή ακριβώς που πετυχαίνει το στόχο του, επειδή είχε απωθήσει στο ασυνείδητό του την εκπλήρωση της επιθυμίας του [[8]].
Η ωρίμαση της Κυβέλης έρχεται με τον θάνατο του Σπύρου, όμως τότε είναι πλέον αργά. Η ηρωίδα χάνει το αντικείμενο του πόθου, ώστε να μπορέσει να το ξαναψάξει, μέσα από ένα αέναο παιχνίδι με τη μοίρα. Σύμφωνα με τα λόγια του Σπύρου, «όποιος αντίκρυσε την ομορφιά είναι κιόλας παραδομένος στον θάνατο», ενώ ο τριτοπρόσωπος αφηγητής θα σχολιάσει: «Όποιος αντίκρυσε την ομορφιά…Μα όχι. Εδώ είναι το δράμα. Δεν πεθαίνει κανένας πάντοτε. Και γυρεύει, να ξαναδεί την ομορφιά, κι άλλη φορά κι άλλη» (σ. 128). Αδυνατώντας «να ταυτίσει τον ατομικό της ρυθμό με τη ροή των πραγμάτων» (σ. 139), η ηρωίδα φαίνεται προς το παρόν να γίνεται η ίδια θύμα του δικού της contre – temps, καθώς η προσκόλληση στο παρελθόν την οδηγεί στην αποξένωσή της τόσο από το παρόν όσο και από το μέλλον [[9]].
Στο ερώτημα, πάντως, αν ο αντιχρονισμός στη ζωή της Κυβέλης είναι ένα άκαιρο βίωμα ή ένας δυναμικός αντίλογος που πάει κόντρα στον συνήθη ρυθμό, η απάντηση θα μπορούσε να κλίνει προς τη δεύτερη εκδοχή. Όπως παρατηρεί η Αγγέλα Καστρινάκη, «πίσω από την απελπισία κρύβεται ο τεράστιος δυναμισμός της γυναίκας που τολμά να σταθεί μόνη της: Η Κυβέλη στα εικοσιπέντε της χρόνια έχει απορρίψει κιόλας δύο άντρες – εραστή και σύζυγο» [[10]]. Μήπως τελικά το Contre – temps φανερώνει μία άλλη τάξη πραγμάτων; Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που συνεχώς χάνει η ηρωίδα το μετουσιώνει σε τέχνη. Η μουσική γίνεται μία πράξη επανόρθωσης του ζημιωμένου και κατακερματισμένου εαυτού της.
Βλέποντας την ηρωίδα της μέσα από μία κλινική ματιά, η Μιμίκα Κρανάκη (ως ψυχαναλύτρια η ίδια) απευθύνεται υπαινικτικά στους αναγνώστες του μυθιστορήματος, λέγοντας ότι η πορεία προς την κατάκτηση της προσωπικής μας ταυτότητας περιλαμβάνει «αντιχρονισμούς» και λάθη, που αν δεν τα αποδεχτούμε, τότε ανακόπτουμε την εξέλιξή μας, δηλαδή την ίδια μας τη ζωή.
Μπορεί να υποστηριχθεί ότι στο Contre – temps ο χρόνος εξελίσσεται σε καθοριστική μορφή μύησης. Ο χρόνος μεταβάλλει τον χώρο και ταυτόχρονα τα συναισθήματα της νεαρής ηρωίδας, η οποία μέσα από μία δύσκολη πορεία συνεχών ματαιώσεων οδεύει σταδιακά προς την ωριμότητα. Η Μιμίκα Κρανάκη αποφεύγει να δημιουργήσει μία ιδανική κατάσταση αμοιβαίων συνηχήσεων. Ποτέ δεν θα είμαστε ικανοποιημένοι, γιατί πάντα κάτι θα μας διαφεύγει και η ταυτότητά μας πάντα θα εξελίσσεται. Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνει να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα με αδυναμίες, γι’ αυτό και πιο οικείο στον αναγνώστη. Η Κυβέλη δεν μπορεί να ζήσει τη συγχρονία, καθώς η ανθρώπινη φύση είναι τις περισσότερες φορές ανέτοιμη μπροστά στη ζωή. Αυτό που «διδάσκει» η συγγραφέας είναι ότι το «contre – temps» θα υπάρχει πάντα. Η πορεία του ανθρώπου είναι γεμάτη αντιθέσεις, στιγμιαίες συνηχήσεις και πάλι αντιθέσεις, που όμως αλληλοσυμπληρώνονται και δημιουργούν τελικά την ιστορία, δηλαδή τη ζωή. Το πιο σημαντικό σ’ αυτό το ταξίδι – περιπλάνηση της ηρωίδας από τόπο σε τόπο είναι η αναζήτηση του Άλλου, που δημιουργεί την πολυφωνία, καθώς και του νοήματος που αποκτά η ζωή από την ένωση μαζί του. Οι Άλλοι είναι σημεία σταθμοί, συναντήσεις σημαντικές ή φευγαλέες, μέσα από τις οποίες κάθε φορά χάνουμε και επανευρίσκουμε κομμάτια του εαυτού μας.
(*)Ο Κωνσταντίνος Καραγιάννης είναι Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
[1] Μ. Κρανάκη, Contre-temps, εκδ. Εστία, Αθήνα 2005.
[2] Κ. Δεσποτόπουλος, Φιλολογικά, Εκδ. Γ. Φέξη, Αθήνα 1965, σ. 92.
[3] G. Bachelard, Το νερό και τα όνειρα, μτφρ. Έ. Τσούτη, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1985, σ. 162-163.
[4] Κάρεν Χόρνευ, Η ψυχολογία της γυναίκας, μτφρ. Μαρίνα Λώμη, Γλάρος, Αθήνα 1978, σ. 265.
[5] Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ΙΙ. Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, μτφρ. Π. Ζάννας, Εστία, Αθήνα 2006, σ. 413.
[6] Θ. Πετσάλης – Διομήδης, «Ερωτικό ή η μπαλάντα της ηδονής και της οδύνης», στο: Αποστάξεις, Εστία, Αθήνα 1967, σ. 102.
[7] S. Freud, Πέραν του στοιχείου της ηδονής, μτφρ. Πολ. Βοβολίνης, Σμυρνιώτης, Αθήνα, χ.χ., σ. 253.
[8] Γ. Βελουδής, Γραμματολογία – θεωρία λογοτεχνίας, Δωδώνη, Αθήνα 1994, σ. 316.
[9] Βλ. Τζίνα Πολίτη, «Η ανεξακρίβωτη σκηνή», περ. Νέα Εστία, τ. 1718, Δεκ. 1999, σ. 773-776.
[10] Αγγέλα Καστρινάκη, Η Λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, Πόλις, Αθήνα 2005, σ. 513.
Βρες το εδώ