της Όλγας Σελλά
Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης
Μπαίνοντας στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, κάθε φορά, και μέχρι να πάμε στη θέση μας, κοιτάζουμε με περιέργεια το σκηνικό, για να πάρουμε μια πρώτη γεύση, για να έχουμε μια πρώτη εντύπωση της παράστασης που πρόκειται να δούμε. Την περασμένη Παρασκευή η ηχηρή σκηνική λιτότητα στην ορχήστρα του αρχαίου, μεγέθυνε ακόμα περισσότερο την αδημονία για την παράσταση «Πέρσες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά –στην τρίτη του στο αργολικό θέατρο («Ελένη» 2014, «Νεφέλες» 2019, ενώ το 2017 υπέγραψε μια διαφορετική «Μήδεια» στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου με τρεις μόνο ηθοποιούς). Η σκηνογράφος Κλειώ Μπομπότη είχε στήσει απλώς έναν τεράστιο κύκλο, ανυψωμένο από τη μια πλευρά του. Μια σταθερά που έχει φύγει από τη θέση της και κάπως χάσκει και απειλεί;
Εκεί άρχισαν να φτάνουν ένας ένας, οι κάτοικοι, τα μέλη της κοινωνίας της πόλης Σούσα, της πρωτεύουσας της Περσίας. Στην αρχή η παρουσία είναι δειλή, σποραδική. Όσοι λίγοι φτάνουν εκεί, περπατούν πάνω κάτω χωρίς να μιλούν (η Αλεξία Καλτσίκη και ο Γιάννης Κλίνης επωμίστηκαν τη σκηνή αυτής της αναμονής, που στην πρεμιέρα τουλάχιστον είχε διάρκεια και προκάλεσε αμηχανία και στο κοινό). Είναι όσοι και όσες έμειναν πίσω περιμένοντας τον τεράστιο περσικό στρατό, που είχε φύγει από καιρό για νέες κατακτήσεις. Γιατί στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά δεν είναι μόνο ο χορός των γερόντων της Περσίας, αλλά ένα σύγχρονο πλήθος από γυναίκες και άντρες, που υποστηρίζεται από επώνυμους ηθοποιούς (Θεοδώρα Τζήμου, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, κ.ά.) αλλά και από εθελοντές. Αλλά ο στρατός αργούσε να γυρίσει… Και η αγωνία όσων έμειναν πίσω μεγάλωνε. Το ίδιο και η ανασφάλειά τους. Το ίδιο και η αμφισβήτηση των επιλογών της ηγεσίας του τόπου. Σιγά σιγά φτάνουν κι άλλοι, κι άλλοι, από παντού. Κατεβαίνουν από τις κερκίδες, εμφανίζονται από τα δέντρα πίσω από την ορχήστρα. Φορούν όλοι ρούχα σημερινά, σύγχρονα (κοστούμια Ιωάννα Τσάμη). Μιλούν με αγωνία, μεταφέρουν την απελπισμένη μοναξιά και τους φόβους τους. Και είναι η εκφορά αυτού του πρώτου χορικού εντελώς διαφορετική. Οι φράσεις ξεκινούν από διαφορετικά πρόσωπα, διακόπτονται, επαναλαμβάνονται για να φτάσουν να γίνουν ενιαία πρόταση και κραυγή. Σαν ένα φωνητικό γαϊτανάκι, που μπλέκεται, αλλά τελικά γίνεται φράση. Η σκηνική προσέγγιση του Δημήτρη Καραντζά αρχίζει να παίρνει σχήμα. Ο Τάσος Καραχάλιος επωμίστηκε να καθοδηγήσει κινησιολογικά όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος, που όμως έχει παρόμοιες αγωνίες και προσδοκίες, μια διαδικασία διόλου εύκολη, αφού η κίνηση αυτής της παράστασης –είτε ήταν σκόπιμη, είτε έμοιαζε άσκοπη, χωρίς κατεύθυνση- ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της.
Αποδέκτης των παραπόνων και της αγωνίας του πλήθους δεν είναι άλλη από τη βασίλισσά τους, την Άτοσσα (Ρένη Πιττακή), που εμφανίζεται μ’ ένα σατέν μαύρο κοστούμι, προσπαθώντας να τους πείσει ότι όλα θα πάνε καλά, ότι όλα θα είναι όπως τα ξέρουν, ότι τίποτα δεν θα διαταράξει τη ζωή τους, παρότι και η ίδια νιώθει μια ανησυχία, παρότι και η ίδια έχει κακό προαίσθημα, μη προσδιορισμένο. Η ηχητική σύνθεση του Γιώργου Πούλιου σμίγοντας κάθε τόσο με τις ανθρώπινες φωνές υπογραμμίζει την ένταση, αποδίδει με στριγκούς ήχους τα συναισθήματα –του χορού, της κοινωνίας δηλαδή-, τις σκέψεις τους, τις αμφιβολίες τους, όλα όσα παίρνουν το σχήμα των λέξεων, κι όσα δεν το έχουν πάρει ακόμα. Το ίδιο και το φάλτσο παίξιμο του πνευστού που κρατάει ένας από τους συγκεντρωμένους. Η ηλεκτρονική ηχώ σε σκόρπιες λέξεις, της Άτοσσας και των ανθρώπων του χορού, ακούγονται σαν τα λόγια που παρότι τα παίρνει ο άνεμος, πονάνε –ο ήχος γίνεται σχεδόν αφόρητος εκείνες τις στιγμές. Και τότε φτάνει ο Αγγελιαφόρος (Χρήστος Λούλης) κι αρχίζει από μακριά να μεταφέρει, με έξοχο τρόπο, με σπαραγμό, θλίψη, απελπισία και ειλικρίνεια τη συντριβή του άλλοτε κραταιού στρατού των Περσών. Και μιλάει για τον τρόπο που χάθηκαν επώνυμοι κι ανώνυμοι, για τον τρόπο που κινήθηκαν οι νικητές, για τον τρόπο που διέφυγαν όσοι από τους ηττημένους επέζησαν. Απελπισία, κατάρρευση, αδιέξοδο. Τίποτα δεν φωτίζει πια την άλλοτε υπέρλαμπρη ζωή τους (οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη, που χαμηλώνουν σιγά σιγά, μέχρι σχεδόν το σκοτάδι, μετέχουν στη συντριβή). Τι θα κάνουν τώρα αυτοί που ήξεραν αλλιώς να ζουν; Αυτοί που πίστευαν ότι τίποτα δεν θα ανατρέψει τις βεβαιότητές τους και την ασφάλειά τους; Θα είναι ίδια η ζωή τους; Θα είναι πλέον ισχυροί; Και ο βασιλιάς τους, ο γιος της Άτοσσας και του νεκρού πια Δαρείου, ο Ξέρξης; Ποια είναι η ευθύνη του; Το πρώτο ανάθεμα ακούγεται ήδη από τα χείλη του χορού… Δεν έχουν παρά να στραφούν στη σταθερά τους, στον Δαρείο. Η επίκληση στους θεούς για να εμφανιστεί ξανά ο Δαρείος –από τις κορυφαίες στιγμές του αρχαίου δράματος- είναι και σκηνικά, στην παράσταση του Δημήτρη Καραντζά, από τις ωραιότερες σκηνές επίκλησης του Δαρείου που έχουμε δει. Με την Άτοσσα να δίνει το έναυσμα για να γίνουν ένα με τη γη, δηλώνοντας το δέος και την απελπισμένη επιθυμία τους. Και ο λόγος του Αισχύλου, μέσα από την πάντα φρέσκια, λυρική όσο και στέρεη μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, μεταφέρει την τελευταία ελπίδα αυτών που μάλλον γνωρίζουν ότι σε τίποτα πια δεν ελπίζουν.
Και ο Δαρείος (Γιώργος Γάλλος) εμφανίζεται. Έξω από την ορχήστρα, σ’ ένα ταπεινό παγκάκι, πέραν του κόσμου τούτου, σαν σε όνειρο. Συναντιέται ξανά με την Άτοσσα, στην πιο τρυφερή και συγκινητική σκηνή της παράστασης. Κι εκείνη του μεταφέρει όλα όσα έγιναν, με την πυκνότητα και την ακρίβεια του λόγου του Αισχύλου, σε ένα από τα σημεία του κειμένου που διακριτά και διακριτικά εξηγεί πώς νίκησαν οι Έλληνες έναν τεράστιο στρατό, αλλά και πώς η αλαζονεία οδηγεί σε καταστροφή όσους θεωρούν εαυτούς ανίκητους: «όταν ανθίζει η υπεροψία,/ μεστώνει της καταστροφής το στάχυ,/ κι έχεις μονάχα δάκρυα να θερίσεις».
Ο ηττημένος Ξέρξης (Μιχάλης Οικονόμου) επιστρέφει στα Σούσα. Όχι κουρελής όπως τον έχουμε συνηθίσει, αλλά με ατσαλάκωτο κοστούμι, εγκλωβισμένος στην εικόνα που έχει για τον εαυτό του, που αποτυπώνει όχι τόσο την υπεροψία του, αλλά την αδυναμία του να δει αλλιώς τα πράγματα. Και ο χορός, η κοινωνία, τον περιτριγυρίζει με αδιάκοπα και αδυσώπητα ερωτήματα, με απαίτηση για απαντήσεις. Και ρωτάνε για την τύχη των δικών τους ανθρώπων, δίνοντας μια καθηλωτική θεατρική μεταφορά, ενός σημείου που μόνο ονόματα ξένα υπάρχουν στο κείμενο. Αλλά «Γεωγραφία είναι τα ονόματα αυτών που έζησαν στη γη» ακούγεται, στίχος ενός από τα ποιήματα που ενέταξε ο Δημήτρης Καραντζάς στο Τρίτο Στάσιμο, συμπληρώνοντας διακριτικά και ταιριαστά το αισχύλειο κείμενο. Κι ο Ξέρξης απλώς δείχνει τη «γύμνια» του, την αδυναμία του, το φόβο του, όντας μέσα στο κοστούμι του. Κι όλοι γίνονται μια μάζα, που προσπαθούν να επικοινωνήσουν, που κινούνται χωρίς κατεύθυνση, έχοντας στη μέση τον Ξέρξη, που δεν ξέρει πού να τους οδηγήσει, που κι εκείνοι δεν ξέρουν προς τα πού να πάνε, αλλά χρειάζονται μια καθοδήγηση, αναζητούν μια κατεύθυνση: «Ευτυχισμένες μέρες πώς θα δούμε;» Κι αυτή η μάζα η ανθρώπινη, που έχει ανάγκη ο ένας τον άλλο (δεν είναι τυχαίο ότι όσοι έπεφταν, σ’ αυτό το περίεργο περπάτημα-σπρώξιμο, ποτέ δεν έμεναν πίσω, πάντα κάποιος έσπευδε να τους σηκώσει, να συνεχίσουν μαζί), φεύγει από την ορχήστρα. Προς μια νέα αρχή; Προς μια νέα σελίδα της ιστορίας τους; Προς την απόλυτη καταστροφή;
Ο Δημήτρης Καραντζάς καταπιάστηκε με τους ηττημένους και τους συντετριμμένους που κάποτε ήταν ισχυροί, μ’ αυτούς που απ’ τα ψηλά βρίσκονται πια στα χαμηλά, με την έπαρση των ισχυρών όπως ακριβώς και ο Αισχύλος («Ο Δίας τιμωρεί σκληρά την άμετρη έπαρση»), θέλοντας όμως να εστιάσει περισσότερο στους λόγους της συντριβής. Και το έκανε με μεθοδικότητα, με σχεδιασμό, με απόλυτη σκηνική συνέπεια από την αρχή μέχρι το τέλος, με σύγχρονη θεατρική όψη, χαρίζοντάς μας το κείμενο του Αισχύλου, και μερικές εξαίρετες σκηνές, που υποστηρίχτηκαν κάθε στιγμή από έναν αφοσιωμένο στο εγχείρημα και έμπειρο θίασο. Κι ας υπήρχαν στο πρώτο μέρος, μέχρι την εμφάνιση του Αγγελιαφόρου, κάποιες αρρυθμίες, φωνητικές, ηχητικές ή κινησιολογικές. Έκανε όμως, όσους βρεθήκαμε στην Επίδαυρο στην πρεμιέρα της Παρασκευής, να συζητάμε για την παράσταση για τις επόμενες τρεις μέρες. Να ξανασκεφτόμαστε σκηνές, επιλογές, ερμηνείες. Να ανατρέχουμε σε παλαιότερες παραστάσεις των «Περσών», όπως εκείνη του Ντίμιτερ Γκότσεφ το 2009, πάλι στην Επίδαυρο, με την οποία φαίνεται να συνομίλησε περισσότερο ο Δημήτρης Καραντζάς.
Ναι, ήταν μια απαιτητική σκηνοθεσία και για όσους βρέθηκαν μέσα στην ορχήστρα, αλλά και για όσους βρεθήκαμε στο κοίλον. Με τη γοητεία της δυσκολίας που θέλει να αναρωτηθείς, να ψάξεις, να σκεφτείς. Με τη γοητεία της παράστασης που έχει πρόταση, δουλειά και συλλογικότητα στην εκτέλεσή της. Ήταν ασφαλώς μια ξεχωριστή παράσταση μιας αγαπημένης τραγωδίας.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση Παναγιώτης Μουλλάς, Σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς, Διασκευή Δημήτρης Καραντζάς – Γκέλυ Καλαμπάκα, Συνεργασία στη δραματουργία – Φωτογραφίες – Εικαστική σύνθεση – Βίντεο Γκέλυ Καλαμπάκα, Σκηνικό Κλειώ Μπομπότη, Κοστούμια Ιωάννα Τσάμη, Κίνηση Τάσος Καραχάλιος, Μουσική σύνθεση – ζωντανή εκτέλεση Γιώργος Πούλιος, Φωνητική προετοιμασία – σύνθεση Ανρί Κεργκομάρ, Φωτισμοί Δημήτρης Κασιμάτης, Βοηθός σκηνοθέτη Μαρίσσα Φαρμάκη, Βοηθός σκηνογράφου Φιλάνθη Μπουγάτσου, Βοηθός ενδυματολόγου Ιφιγένεια Νταουντάκη
Παίζουν: Ρένη Πιττακή, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κλίνης, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Πούλιος.
Με τη συμμετοχή 40 εθελοντών
Συμπαραγωγή Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου – Εταιρεία «Το Θέατρο» – 2023 EΛEVΣIS Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης.
info: Στις 30 και 31 Ιουλίου οι «Πέρσες» θα παρουσιαστούν στην Ελευσίνα.