του Τηλέμαχου Κώτσια
Με αφορμή το άρθρο του Νίκου Μάντη “Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό” αλλά και στη συνέχεια της Λίλας Κονομάρα για το ίδιο θέμα, με την άποψη των οποίων συμφωνώ απολύτως, ας μου επιτραπεί κι εμένα να μπω στη συζήτηση και να εκφράσω, έστω και συμπληρωματικά, τις δικές μου απόψεις.
Μέσα στη σωρεία των μετρίων πεζογραφημάτων που κυκλοφορούν, όπως σε κάθε χώρα και στην Ελλάδα, (θα αφήσω έξω την ποίηση η οποία διέπεται από άλλους κανόνες) υπάρχουν και αρκετά μυθιστορήματα, αλλά και μικρότερες φόρμες, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του ξένου αναγνώστη. Όμως, δυστυχώς, βλέπουμε ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στο βαθμό που εμείς θα το επιθυμούσαμε. Το ενδιαφέρον των ξένων εκδοτών παραμένει σχεδόν μηδαμινό για την ελληνική λογοτεχνία.
Με μια πιο ψύχραιμη και κριτική ματιά, αναζητώντας την αιτία για το λόγο αυτής της αδιαφορίας των ξένων, θα διαπιστώσει κανείς ότι οι έλληνες συγγραφείς απευθύνονται κυρίως στους έλληνες αναγνώστες, σε αντίθεση με τους δυτικοευρωπαίους, κεντροευρωπαίους, ή αμερικανούς, οι οποίοι, ανεξαρτήτως από τις γλώσσες στις οποίες γράφουν, συνιστούν κατά κάποιον τρόπο μια πιο ενιαία λογοτεχνία. Συγκρίνοντας την ελληνική λογοτεχνία με την ξένη που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα, πιστεύω ότι η ελληνική διαφέρει κυρίως ως προς το ύφος της, τα γούστα και τα ενδιαφέρονται του έλληνα αναγνώστη. Με δεδομένη την παράδοση στην ποίηση και στο αρχαίο θέατρο πάνω στις αξίες των οποίων βασίζεται η ελληνική πεζογραφία, είναι επόμενο να έχει αποκτήσει δικά της χαρακτηριστικά, τα οποία δεν συμπίπτουν πάντα με εκείνα των ξένων και συνιστούν πολλές φορές και τις αδυναμίες της. Οι έλληνες συγγραφείς πάσχουν συνήθως από περιγραφικότητες, πλεονασμούς και περιττολογίες, από περίσσια ποιητικότητα, υποκειμενικότητα, ερασιτεχνισμούς, επεξηγήσεις, δεν έχουν συχνά οικονομία λόγου, τον οποίο μπερδεύουν μερικές φορές με το δοκιμιακό, και το κυριότερο, τα μυθιστορήματά τους πάσχουν σε γενικές γραμμές από αδύνατη αρχιτεκτονική δομή. Μπορώ να πω ότι ακόμα και τα θέματα με τα οποία ασχολούνται, είναι συχνά τετριμμένα και ανούσια, όχι μόνο για τον ξένο αναγνώστη, αλλά και για τον έλληνα. Αυτά πρέπει να έχει κατά νου ο συγγραφέας που επιθυμεί να κατακτήσει την δυτικοευρωπαϊκή και όχι μόνο αγορά του βιβλίου, γιατί υπάρχει και η ρωσική, η λατινοαμερικανική, η ασιατική, η αραβική, που σίγουρα θα μας ενδιαφέρουν. Η ελληνική γλώσσα δυστυχώς ομιλείται από λίγους ανθρώπους και πλέον, ασχέτως της μακραίωνης ιστορίας της, η λογοτεχνία της κατατάσσεται και αντιμετωπίζεται ως από μια μικρή γλώσσα. Όμως ας μη ξεχνάμε ότι μερικές φορές μικρές γλώσσες έχουν βγάλει μεγάλους συγγραφείς. Αυτό που είναι απαραίτητο για την ανάδειξη της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό είναι η συνδρομή των καλών μεταφραστών και πιστεύω ότι ακριβώς σε αυτό το σημείο πρέπει να επιμείνει περισσότερο η πολιτεία.
Όσον αφορά το θέμα της φόρμας, η ελληνική λογοτεχνία έχει άριστους διηγηματογράφους, αλλά η κυκλοφορία τους στον κόσμο σήμερα είναι ακόμα πιο δύσκολη σε σχέση με τη μεγάλη φόρμα. Είναι προφανές ότι χρειάζεται πρώτα το κανόνι του μυθιστορήματος για να ξεκινήσει στη συνέχεια το λιανοντούφεκο του διηγήματος προκειμένου να αναδειχτούν οι έλληνες διηγηματογράφοι.
Η ελληνική λογοτεχνία θα δυσκολεύεται πάντα να βρει τη θέση της στην ξένη αγορά αν δεν βγάλει αριστουργηματικούς συγγραφείς, που ωστόσο, για τον έξω κόσμο θα είναι συνηθισμένοι μέσα στην πληθώρα των εκατομμυρίων ομότεχνών τους. Γιατί μόνο οι άριστοι μπορούν να κυκλοφορήσουν, έστω και στο μερίδιο που τους αντιστοιχεί, στο ένα τοις εκατό ή και πολύ λιγότερο. Γι’ αυτό: “Ιδού η Ρόδος ιδού και το πήδημα!” Ας γράψουμε καλά και ύστερα ας αναρωτηθούμε αν και γιατί μας προτιμούν ή όχι οι ξένοι. Αν έχουμε υπόψη ότι η καλή λογοτεχνία μιλάει σε όλες τις καρδιές των ανθρώπων, κάτι τέτοιο δεν είναι και ακατόρθωτο.
Οι ίδιοι οι συγγραφείς οφείλουν να καταλάβουν αν το προϊόν που θέλουν να πλασάρουν είναι άξιο μεγαλύτερης προσοχής,. Οι διαλογές που γίνονται από τους εκδότες, τους κριτικούς, τις επιτροπές με τα αντικρουόμενα συμφέροντα και τις προτιμήσεις τους, δεν είναι επαρκείς.
Γιατί υπάρχουν και τα καλά προηγούμενα, αν και λίγα, υπάρχουν ελληνικά βιβλία που έχουν κάνει κάποια επιτυχία στην Ευρώπη. Στο κάτω κάτω, ο συγγραφέας κάνει ένα διάλογο με τον αναγνώστη. Το θέμα είναι με ποιον αναγνώστη προτιμάει να κάνει διάλογο και τι θέλει να του μεταφέρει.